Ike Quebec: Ο σπουδαίος τζαζ σαξοφωνίστας με τη σύντομη αλλά συναρπαστική πορεία (του Γιάννη Μουγγολιά)

0
149

 

του Γιάννη Μουγγολιά

Εξήντα δύο χρόνια συμπληρώνονται στις 16 Ιανουαρίου χωρίς τον σπουδαίο Αμερικανό τζαζ σαξοφωνίστα Ike Abrams Quebec (1918-1963), που έφυγε στη Νέα Υόρκη μόλις στα 44 του από καρκίνο του πνεύμονα και είναι θαμμένος στο Κοιμητήριο Woodland Cemetery στο Νιούαρκ, τη μεγαλύτερη πόλη της αμερικανικής πολιτείας Νιου Τζέρσεϊ.

O ιδιαίτερος, αναγνωρίσιμος ήχος του

Μουσικός που με το παίξιμό του σε κερδίζει αμέσως, βυθίζοντάς σε μια μοναδική ακουστική εμπειρία που χτίζει ο λυρικός, βαθιά συναισθηματικός και συχνά ερωτικός ήχος του, ο οποίος έγινε σήμα κατατεθέν της πληθωρικής δημιουργικότητάς του τόσο στην περιορισμένη αλλά με περίοπτη θέση προσωπική δισκογραφία του όσο και στις συναυλίες του.

Από τις πιο εκφραστικές περιπτώσεις πνευστών των ημερών του άφησε έντονο αποτύπωμα με τις εκφραστικές του μπαλάντες, τις υπέροχες και αισθαντικές μελωδίες του, τις εύθραυστες μουσικές του φράσεις διαμορφώνοντας τις απαραίτητες συνθήκες για απολαυστικές ακροάσεις που περνούν από τα μονοπάτια της ψυχής, του κορμιού αλλά κυρίως της καρδιάς. Με το αγαπημένο του όργανο, το σαξόφωνο όμως δεν αμέλησε και πιο δυναμικές περιοχές όπως και πιο ρυθμικούς δρόμους αφού συχνά οι αιχμές, η ένταση, η επιθετικότητα, ο τόνος και το σταθερό, ζωηρό ύφος στο παίξιμό του διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο και κλιμάκωσαν τις εντυπώσεις από έναν δεινό δεξιοτέχνη στα χωράφια του bebop. Ήχος σε κάθε περίπτωση αναγνωρίσιμος και σαφής που παραπέμπει στον δεξιοτέχνη σαξοφωνίστα, ακόμα και όταν τα οργανικά του φλερτ ακολουθούσαν τους ρυθμικούς δρόμους των blues. O ήχος του Ike Quebec στο τενόρο σαξόφωνο θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια χρυσή τομή ανάμεσα στους ήχους των Coleman Hawkins και Ben Webster όσων αφορά κάποιες γενικές επιδραστικές γραμμές, αλλά στην επιρροή του συνολικού κλίματος του swing των χρυσών δεκαετιών του 1940 και του 1950, ωστόσο το παίξιμό του ήταν πολύ προσωπικό και η ταυτότητά του γίνεται απόλυτα αντιληπτή κατά τη διάρκεια της ακρόασης.

Στη δεκαετία του 1940

Μουσικός που ανδρώθηκε μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αμερική αφού άρχισε την καριέρα του μέσα στους κόλπους και στην εποχή που μεσουρανούσαν οι big bands κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄40. H αρχική του εμπλοκή με τον κόσμο του θεάματος ήταν ως πιανίστας  αλλά και ως χορευτής, χώρος στον οποίο και καταξιώθηκε. Με το αγαπημένο του όργανο, το τενόρο σαξόφωνο, με το οποίο χάρισε στο κοινό σπάνιες στιγμές, ήρθε σε επαφή στην ηλικία των 20 ετών και πολύ γρήγορα άφησε πολύ καλές εντυπώσεις και συνάμα υποσχέσεις.

Mε τους Barons of Rhythm του Count Basie

Η παρθενική του δισκογραφική εμφάνιση έγινε το 1940 με το συγκρότημα των Barons of Rhythm που ίδρυσε ο θρυλικός ηγέτης της τζαζ big band Count Basie. Τα επόμενα χρόνια ο Ike Quebec συνεργάστηκε ηχογραφώντας και παίζοντας ζωντανά με ιερά τέρατα της τζαζ όπως τους Frankie Newton, Hot Lips Page, Roy Eldridge, Trummy Young, Ella Fitzgerald, Benny Carter και Coleman Hawkins, ενώ στην μεταπολεμική εξαετία έπαιξε σε τακτά χρονικά διαστήματα με τον Cab Calloway, γνωστό για τη δημιουργική του δραστηριότητα στο scat τζαζ τραγούδι αλλά και ως ηγέτης μιας εκλεκτής jazz, χορευτικής ορχήστρας. Στην πορεία άρχισε να ηχογραφεί στη θρυλική δισκογραφική εταιρεία Blue Note και δούλεψε συμβάλλοντας στην ανακάλυψη ταλέντων, μεταξύ των οποίων τους πιανίστες Thelonious Monk και Bud Powell βοηθώντας τους να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του κόσμου και να διακριθούν αλλά και ως αυτοσχέδιος ενορχηστρωτής σε ηχογραφήσεις της ίδιας εταιρείας.

Με τον παραγωγό της Blue Note Alfred Lion και τον Dexter Gordon

Εκλεκτό δείγμα ηχογράφησής του στη δεκαετία του 1940 αποτέλεσε το δεκάιντσο άλμπουμ του 78 στροφών «Ike Quebec Tenor Sax» (Blue Note, 1946).

Τα σίνγκλ του για τζουκ μποξ στην Blue Note

Σχεδόν σε όλη τη δεκαετία του 1950 ο Ike Quebec δεν ηχογράφησε και για την αποχή του αυτή ευθυνόταν ο εθισμός του στην ηρωϊνη και τα επακόλουθα προβλήματα που αυτός επέφερε. Παρόλα αυτά και στα 1950s συνέχισε να παίζει ζωντανά.

Ως ανιχνευτής ταλέντων ανάμεσα στον παραγωγό της Blue Note Alfred Lion και στον Jackie McLean στην ηχογράφηση του “New Soil” του τελευταίου, στις 2 Μαϊου 1959

Μέσα σε αυτή τη δεκαετία ο Αμερικανός Alfred Lion, που είχε ιδρύσει τη δισκογραφική εταιρεία Blue Note το 1939, αγαπούσε τη μουσική του και πίστευε σε αυτόν χωρίς όμως να ξέρει την απήχηση που θα είχε στο κοινό το έργο του σαξοφωνίστα μετά από μια απραξία δεκαετίας. Παρόλα αυτά στο δεύτερο μισό των 1950s η Blue Note κυκλοφόρησε μια σειρά από σινγκλ του Quebec για χρήση σε τζουκ μποξ που βρίσκονταν τότε σε άνθηση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, το τζουκ μποξ είχε καθιερωθεί σαν το μέσο για την προώθηση της τζαζ. Στο πλαίσιο αυτό η Blue Note είχε ξεχωριστή εισπρακτική επιτυχία με την κυκλοφορία του «The Preacher/Doodlin» του πιανίστα Horace Silver. Έτσι το μυαλό και παραγωγός της Blue Note Alfred Lion πόνταρε στην κυκλοφορία δίσκων 45 στροφών για τζουκ μποξ έχοντας την εμπειρία της επιτυχίας των πρώτων κυκλοφοριών. Στην προσπάθεια αυτή κάποια στιγμή ήρθε και η κυκλοφορία του κομματιού «Blue Harlem» του Ike Quebec, το οποίο ο σαξοφωνίστας είχε ηχογραφήσει το 1944. Το 45άρι σημείωσε τεράστια επιτυχία ξεπερνώντας τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.

Όλα τα κομμάτια από τα 45άρια του Quebec για τζουκ μποξ σε ύφος bop και swing συμπεριελήφθησαν στη συλλογή «The Complete Blue Note 45 Sessions of Ike Quebec», που ωστόσο πρωτοκυκλοφόρησε το 1987 από τη Mosaic Records σε τριπλό δίσκο βινυλίου και διπλό cd. Πρόκειται για ηχογραφήσεις των ετών 1959-1962.

 Η δυναμική του επιστροφή

Όμως η μεγάλη επανάκαμψη και περήφανη επιστροφή του Quebec σηματοδοτήθηκαν στο μεταίχμιο των δεκαετιών του 1950 και του 1960, που άρχισε να ξαναηχογραφεί για την Blue Note μια σειρά προσωπικών άλμπουμ, αυτή τη φορά με ευαίσθητες αντένες και ανοιχτούς ορίζοντες στις νέες εξελίξεις και εμπλουτίζοντας τις συνθέσεις και τον δικό του ήχο με στοιχεία hard bop, bossa nova και soul jazz. Όμως τα καλά νέα αυτής της επιστροφής δυστυχώς δεν κράτησαν μεγάλο χρονικό διάστημα. To 1962 μάλιστα είχε τελειοποιήσει τον ήχο του και η γνησιότητα που άφηνε στο σαξόφωνο ήταν ξεχωριστή, κάτι που ήρθε σε πλήρη αντίφαση με τον θάνατό του ένα χρόνο μόλις μετά. Εκτός των προσωπικών του άλμπουμ ακούμε τον χαρακτηριστικό ήχο του Ike Quebec σε άλμπουμ άλλων όπως των Sonny Clark, Grant Green, Dodo Greene, Jimmy Smith. Επίσης συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς της τζαζ όπως τους Charlie Rouse και Pepper Adams.

Με τους Charlie Rouse και Pepper Adams

Αξίζει να ακούσετε τον ιδιαίτερο και ζεστό ήχο του Ike Quebec μέσα από τα προσωπικά του άλμπουμ που επιλέγω από τη δισκογραφία του:

Ike Quebec «Heavy Soul» (Blue Note, 1962)

 Το προσωπικό του δισκογραφικό ντεμπούτο, ηχογραφημένο το 1961, με υπέροχες συνθέσεις του (τρεις τον αριθμό) αλλά και με διασκευές του στα «I Want A Little Girl» των Billy Moll-Murray Mencher, «Nature Boy» του Eden Ahbez, «The Man I Love» του George Gershwin, «Just One More Chance» των Arthur Johnston-Sam Coslow και «Brother Can You Spare A Dime» των E.Y. Harburg-Jay Gorney.

Ο Quebec εναλλάσσει διαρκώς συγκινησιακές μελωδίες και σπιντάτα ρυθμικά κρεσέντο δημιουργώντας έναν απολαυστικό δίσκο υψηλής ενέργειας που τα κομμάτια του μπορούν να προκαλέσουν χορευτικούς τριγμούς αλλοτινών εποχών, τότε που οι dance jazz πίστες στέναζαν από τις αιωρήσεις και τα ευφάνταστα σφιχταγκαλιάσματα των παρτενέρ. Τον πλαισιώνει ένα καυτό επιτελείο σπουδαίων μουσικών: Freddie Roach (όργανο), Milt Hinton (κοντραμπάσο), Al Harewood (ντραμς). Εξαίσιες μελωδίες και δυναμικά τέμπο με το τενόρο σαξόφωνο στην πρώτη γραμμή και τον σπουδαίο σολίστα να οδηγεί τα ηνία. Εν τέλει όμως ως αδιόρθωτος ρομαντικός κεντρίζει τις ευαίσθητες καρδιές των κοριτσιών και υπόσχεται πάρτι μέχρι τελικής «αγαπητικής» πτώσεως.

Ike Quebec «It Might as Well Be Spring» (Blue Note, 1962)

 Στα πιο συναρπαστικά μονοπάτια της cool jazz, της hard bop και της soul jazz o Ike Quebec καθοδηγεί μοναδικά το τρίο του προηγούμενου δίσκου (οι δυο δίσκοι ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ τους) δημιουργώντας ένα ολοφώτεινο κουαρτέτο που μας χαρίζει δυο αυθεντικές συνθέσεις του leader, τις συναρπαστικές διασκευές στην ομώνυμη και στη σύνθεση «Ol’ Man River» των Rodgers-Hammerstein και τις ευφάνταστες εκδοχές του στο «Lover Man» του Roger Ramirez και στο «Willow Weep For Me» της Ann Ronell.

Σπουδαία τζαζ στάνταρντς που παρουσιάζονται με την ανεπανάληπτη γοητεία του τενόρο σαξοφωνίστα και τη μοναδική αισθητική ποιότητα και ενέργεια του οργανίστα Freddie Roach που συνεισφέρει τα μέγιστα. Ατμοσφαιρικά, λυρικά διαμάντια και αισθαντικές μπαλάντες που ανεβάζουν το θερμόμετρο αφήνοντας την ερωτική και συγκινησιακή διάθεση να ξεχειλίσουν. Ανάμεσα στα θαυμάσια κομμάτια του δίσκου υπάρχει το «A light reprieve», μια σπουδαία στιγμή της πρωτότυπης δημιουργίας του Ike Quebec που πραγματικά μας καθηλώνει με την ομορφιά του. Αντιγράφω τα όσα λέει ο ίδιος ο Quebec για αυτό το κομμάτι στο οπισθόφυλλο του δίσκου βινυλίου: «Μερικές φορές μπαίνεις σε ένα αυλάκι στο οποίο λυπάσαι στα μισά του δρόμου τον εαυτό σου. Μετά ξεκολλάς από αυτό και λες: “Λοιπόν, διάολε, θα έπρεπε να δώσω στον εαυτό μου μια αναβολή. Τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα”. Το κομμάτι είναι πολύ χαλαρό, μια απελευθέρωση από την ένταση. Είναι σε μια φλέβα καθρέφτη και μεταφέρει περισσότερο από αυτό το αίσθημα αργά τη νύχτα». Κάπως έτσι απλά, χαλαρά και όμορφα είναι τα πράγματα με τη μουσική του Ike Quebec.

Ike Quebec «Blue & Sentimental» (Blue Note, 1962)

 Ηχογραφημένο στις 16 και 23 Δεκεμβρίου 1961 το υπέροχο αυτό άλμπουμ περιλαμβάνει δυο διαφορετικά επιτελεία μουσικών και εντελώς αλλιώτικα από τα προηγούμενα άλμπουμ του να πλαισιώνουν τον Ike Quebec. Ένα κουαρτέτο σε πέντε κομμάτια του δίσκου («Blue and Sentimental» των Count Basie, Mack David, Jerry Livingston, «Don’t Take Your Love from Me» του Henry Nemo, «Blues for Charlie» του Grant Green και δυο πρωτότυπες συνθέσεις του Quebec) αποτελούμενο από τους Ike Quebec (τενόρο σαξόφωνο, πιάνο),  Grant Green (κιθάρα), Paul Chambers (κοντραμπάσο) και Philly Joe Jones (ντραμς) στην ηχογράφηση της 16ης Δεκεμβρίου 1961 και ένα κουιντέτο στη σύνθεση «Count Every Star» των Bruno Coquatrix-Sammy Gallop, αποτελούμενο από τους Ιke Quebec (τενόρο σαξόφωνο), Grant Green (κιθάρα), Sonny Clark (πιάνο), Sam Jones (κοντραμπάσο) και  Louis Hayes (ντραμς) στην ηχογράφηση της 23ης Δεκεμβρίου 1963.

Η κιθάρα του Grant Green σε αυτόν τον δίσκο έρχεται να αντικαταστήσει το όργανο του Freddie Roach και να προσδώσει μια πιο εκφραστική, συναισθηματική και αφηγηματική παράμετρο στον ήχο, τεκμηριώνοντας με τον καλύτερο τρόπο και τον τίτλο του δίσκου. Οι ευαίσθητες μπαλάντες είναι το ατού του μαγευτικού αυτού άλμπουμ που ξεκλειδώνει τα συναισθήματα και τις αισθήσεις και αφήνει τη νωχελική αύρα της μουσικής να χαλαρώσει τους ακροατές. Το παίξιμο του Quebec με τον χαρακτηριστικό του τόνο και την εξαιρετική κιθαριστική δουλειά του Grant Green μοιάζει βγαλμένο από μια τζαζ ρετρό στιγμή σε ένα jazz night club προχωρημένη ώρα της νύχτας εκεί που οι μελωδίες, τα βλέμματα και οι διαθέσεις συναντούν τους καπνούς και εξαφανίζουν την απόσταση σκηνής και θαμώνων. Θραύσματα προσωπικών, μοναχικών μουσικών εξομολογήσεων και παιχνιδιάρικη διάθεση σε έναν φορτισμένο δίσκο υψηλού ενεργειακού δυναμικού, εμποτισμένο με ένα απαράμιλλο παλαιομοδίτικο ύφος. Σουίνγκ παλαιών δεκαετιών εναλλάσσεται με μια γνήσια τζαζ μελαγχολία και το τελικό αποτέλεσμα διατηρεί μια αξιομνημόνευτη ισορροπία μαλακώνοντας και γλυκαίνοντας κάθε jazz lover.

Ike Quebec «Bossa Nova Soul Samba» (Blue Note, 1962)

 Αριστουργηματικός δίσκος που ηχογραφήθηκε τρεις μόλις μήνες πριν τον θάνατο του τενόρο σαξοφωνίστα,  που ξεφεύγει από τα γνώριμα λημέρια του και ξανοίγεται σε πιο λάτιν τζαζ περιοχές αποκαλύπτοντάς μας τη μοναδική του ματιά πάνω στην bossa nova. Μη φανταστείτε ωστόσο τίποτα εκρηκτικές, διονυσιακές μπάντες που ξεσηκώνουν σε ανελέητα χορευτικά πάρτι και «ταράσσουν» με πνευστά, κρουστά και βραζιλιάνικες φωνές.

Το εξώφυλλο του τελευταίου του δίσκου που ηχογραφήθηκε τρεις μήνες πριν τον θάνατό του

Εδώ ο εκλεκτισμός και το ακριβό γούστο του Quebec γίνεται το ασφαλές φίλτρο για να μας διοχετευτεί η σπουδαία μουσική του (δυο πρωτότυπες συνθέσεις του, μια διασκευή του στο «Goin΄ Home» του κλασικού, ρομαντικού Τσέχου Antonin Dvorak και εκδοχές του σε σύνθεση του Kenny Burrell και λάτιν ρυθμούς άλλων συνθετών). Μαζί του μια τρομερή μπάντα που στελεχώνουν οι Kenny Burrell (κιθάρα), Wendell Marshall (κοντραμπάσο), Willie Bobbo (ντραμς) και Garvin Masseaux (chekere, είδος λάτιν κρουστού) γίνεται το δημιουργικό πεδίο που ξετυλίγονται ο βαθύς μπλουζ ήχος που ταιριάξει εξαιρετικά με το τζαζ στυλ και οι εμπνεύσεις του σαξοφωνίστα. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι οι σπουδαίοι μουσικοί που συγκεντρώνονται εδώ, δεν είχαν παίξει στο παρελθόν λάτιν, οπότε το εγχείρημα από μόνο του παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον και έχει το στοιχείο της έκπληξης. Ο σπουδαίος κιθαρίστας Kenny Burrell κλέβει τις εντυπώσεις κρατώντας πρωταγωνιστικό ρόλο και έχοντας υπέροχες διαλογικές στιγμές με το σαξόφωνο του Quebec. Όλος ο δίσκος διέπεται από μια αξιοζήλευτη ισορροπία στην ποιότητα χωρίς να υπάρχουν χάσματα ή αυξομειώσεις και το παίξιμο του Quebec αλλά και των μουσικών που τον συνοδεύουν αντανακλά μια νυχτερινή και απαλή, αισθησιακή διάθεση δίνοντας ταυτόχρονα μια αίσθηση οικειότητας και ζεστασιάς. Το τελικό αποτέλεσμα παρότι απηχεί με έναν εξαιρετικό τρόπο τις ανάλαφρες και χαρούμενες αποχρώσεις της bossa nova, στιγμή δεν εκπίπτει σε εύκολες λύσεις, αντιθέτως χαρακτηρίζεται από ένα γεμάτο ψυχή παίξιμο, εκπέμπει το σπάνιο jazz feeling σημαντικών δίσκων του είδους και υπογραμμίζει ως νύξεις τη χορευτική αίσθηση της bossa nova.

Ο Quebec στην τελευταία του αυτή δισκογραφική δουλειά έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη και είναι πολύ ευχάριστο που αποχαιρέτισε τον κόσμο με έναν τρόπο καλλιτεχνικά απρόβλεπτο παρουσιάζοντας την προσωπική του ματιά και εκδοχή σε ένα είδος μακρινό του. Κάτι που αντισταθμίζει έστω και ελάχιστα την εξαιρετικά δυσάρεστη αίσθηση από τον πολύ πρόωρο χαμό του αλλά και από το γεγονός ότι το όνομά του δεν είχε την αναγνώριση που του άξιζε κατά τη διάρκεια της σύντομης αλλά συναρπαστικά δημιουργικής καριέρας του.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ άνεμος και το δέντρο ( ο Θανάσης Μαρκόπουλος γράφει για τον Ιγνάτη Χουβαρδά)
Επόμενο άρθρο25 από τα καλύτερα νουάρ και αστυνομικά του 21ου αιώνα (του Μάρκου Κρητικού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ