Ο άνεμος και το δέντρο ( ο Θανάσης Μαρκόπουλος γράφει για τον Ιγνάτη Χουβαρδά)

0
183

του Θανάση Μαρκόπουλου

 

                                                   Να προσεύχεσαι και να υποκλίνεσαι στη θηλυκότητα.

Να είσαι ηθελημένα δούλος της.

 

 

Ο Ιγνάτης Χουβαρδάς επιστρέφει στην ποίηση ύστερα από εννιά χρόνια, παρότι από το 1987 που πρωτοεμφανίστηκε με τα Ροζ σκηνικά ως το 2015 που εξέδωσε Το φόρεμα που αλλάζει είχε ήδη στο ενεργητικό του εφτά συλλογές. Στο διάστημα που μεσολάβησε όμως δεν έμεινε αδρανής, αλλά επανέκαμψε στην πεζογραφία, την άλλη μεγάλη αγάπη του, δημοσιεύοντας πέντε βιβλία, από μυθιστορήματα έως μικρά πεζά. Επιστρέφει λοιπόν στην ποίηση αλλά από την άποψη της φόρμας, όχι κι από την άποψη του θέματος. Γιατί στο κέντρο και των ποιητικών του ενασχολήσεων, βρίσκεται πάντα η ίδια προβληματική, καταπώς ορίζεται στα γυρίσματα των βιβλίων του: «η προσέγγιση της θηλυκότητας, οι ιστοί της γοητείας ανάμεσα στον ερωτευμένο και στο πρόσωπο που τον γοητεύει». Με άλλα λόγια, ο Χουβαρδάς σφυροκοπά αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι σαν τον Αναγνωστάκη, αλλά πάντοτε κατορθώνει να κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την επίμονα λοξή ματιά του.

Η καινούρια συλλογή επιγράφεται Μια νύχτα του «Τάσου» και περιλαμβάνει δύο ποιήματα-ποταμούς, «Το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού» και «Μια νύχτα του “Τάσου”», σε αντίθεση με τις προηγούμενες, που αποτελούνταν από ποιήματα, πεζά ή μη, της μιας το πολύ σελίδας. Φαίνεται πως εδώ επιχειρείται μια μεγαλύτερη διείσδυση των πεζογραφικών τρόπων στο ίδιο το ελευθερόστιχο σώμα, όπως είναι οι πολυσύλλαβοι στίχοι που γυρίζουν, οι εκτεταμένες περιγραφικές ζώνες και η ύπαρξη προσώπων. Βέβαια αυτά  τα γνωρίσματα και ιδίως οι περιγραφές συνυπήρχαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό και σε προγενέστερες συλλογές, κυρίως στις δύο τελευταίες, Θερινό τετράδιο (2010) και Το φόρεμα που αλλάζει (2015), αλλά εδώ βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη, καθώς το επιτρέπει η μεγάλη φόρμα, με δύο επιπλέον διαφοροποιήσεις. Οι περιγραφές, διαυγείς πάντα, ενώ πριν περιστρέφονταν κατά βάση γύρω από μια κοπέλα, εδώ απλώνονται περισσότερο σε εξωτερικούς χώρους, κυρίως στο πρώτο ποίημα, κι ακόμα, εδώ αποκλείονται οι αποστροφές και ο ερωτικός λυρισμός συνυπάρχει με τον  στοχασμό πιο πολύ από ό,τι πριν, κάτι που φαίνεται να συμβαδίζει με την ωριμότητα της ηλικίας. Μίλησα νωρίτερα για ποιήματα-ποταμούς, αλλά δεν εννοούσα μονάχα την έκταση. Εννοούσα την ίδια στιγμή την αφηγηματική άνεση και τη δεσπόζουσα θέση του ασύνδετου σχήματος, που διασφαλίζει τη γοργή ροή του λόγου και επιτρέπει στις εικόνες να διαδέχονται απρόσκοπτα η μια την άλλη. Φυσικά την τάξη ή την αταξία της διαδοχής καθορίζει η συνειρμική κίνηση της ποιητικής συνείδησης. Όλα αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με τις οξυδερκείς παρατηρήσεις και τις πλαγιοκοπήσεις του θέματος, που θα δούμε στη συνέχεια, καθιστούν ενδιαφέρουσα τη συλλογή και απολαυστική την ανάγνωση:

 

Μονίμως το παράπονο για μια γκαρσόνα που πρέπει να καθαρίσει.

Κι εκείνη ασθμαίνουσα να καταφτάνει,

κατανοώντας απόλυτα την αγανάκτηση.

Κι ο κόσμος να πηγαινοέρχεται.

Η πολυτέλεια, η κομψότητα,

αλλά και η εγκατάλειψη, η ανέχεια, η φτώχια, η ζητιανιά.

Ο ανήμπορος ηλικιωμένος, η μοναχική γυναίκα, ο ευγε­νικός κύριος,

ο άξεστος, ο αστός, ο επαρχιώτης,

οι φτωχικές συνοικίες, οι επηρμένοι νέοι

αλλά και τα ανόθευτα λαϊκά παιδιά,

ο φοιτητής, η φοιτήτρια, οι φίλες, η παρέα.

Μια διαρκής εναλλαγή αντιθέτων.

Κι εκεί που μοιάζεις να ενοχλείσαι από μια δυσάρεστη παρουσία δίπλα σου,

προκύπτει μια κοπέλα, πολύ διαφορετική, απέριττα ντυμένη,

όχι όμορφη, ούτε άσχημη, κάπως περίεργη, ή μάλλον γο­ητευτική,

για τα δικά σου μάτια μόνο.

 

Το πρώτο ποίημα αξιοποιεί το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού, όπου θησαυρός βέβαια δεν είναι παρά η γυναίκα. Ο ήρωας-ομιλητής περιφέρεται στην πόλη και καταγράφει πλάνα με ένα μάτι-κάμερα ενείδει κινηματογραφιστή. Η αναζήτηση απλώνεται σε δρόμους και πάρκα, κέντρα εμπορικά και λιμάνια, αρτοζαχαροπλαστεία και μηχανήματα αυτόματης ανάληψης, καταστήματα ερωτικών ειδών και δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο ήρωάς μας αρκείται στην απλή καταγραφή εικόνων. Αντίθετα, κάθε τόσο παρεμβαίνει, στοχάζεται και μεταγγίζει στις εικόνες αίσθημα και λαγνεία, μπάζοντας στα πλάνα γυναίκες που ελκύουν την προσοχή του: η μία με τον σκύλο της, η άλλη του ΑΤΜ, αυτή της αγοράς, εκείνη της πολυκατοικίας, μια τουρίστρια στην εκκλησία:

 

Μάλλον χρειάζεται μια εγκάρσια τομή.

Αλλιώς όλα είναι μόνο εικόνες.

Ένα πρόσωπο, να εμπλέκεται,

να σου αλλάζει αναγκαστικά τις συνήθειες,

οι διαδρομές οι πανομοιότυπες

ξαφνικά

διαφοροποιούνται,

η καθημερινότητα αλλάζει,

δυστροπείς στην αρχή,

κι όσο κυλά ο καιρός

νιώθεις πως τώρα οι εικόνες

από άψυχες,

βουβές,

βασανιστικά αργές,

γίνονται τώρα ομιλητικές,

νευρώδεις,

αποκαλυπτικές μερικές φορές.

 

Έτσι, συχνά εικάζει και ερμηνεύει κινήσεις κατά τις υποψίες και τις εμπειρίες του. Φαντάζεται λ.χ. τη γυναίκα του μάρκετ να τριγυρίζει μέσα στο σπίτι με πόδι γυμνό σε ανοιχτές παντόφλες και να φορά συγκεκριμένο ρούχο, που φτάνει λίγο πιο πάνω από το γόνατο, ή την άλλη στην είσοδο της πολυκατοικίας να πληκτρολογεί μήνυμα στον εραστή της, παρότι αγαπά τον άντρα της, πράγμα που δεν θεωρείται κακό, γιατί, όπως λέει, έτσι προχωρά η ζωή, με αντιφάσεις. Άλλοτε πάλι μπαίνει στη θέση της γυναίκας κι έτσι μπορεί να διαισθανθεί ότι εκείνη απολαμβάνει την υποψία πως την κρυφοκοιτάζει, όταν ολόγυμνη βουρτσίζει τα δόντια της. Αυτή η λοξή, κρυφή παρατήρηση τον συγκινεί ιδιαίτερα, γιατί αφήνει ανοιχτό το πεδίο στην αυθαιρεσία της φαντασίας και παραμερίζει τις αναστολές:

 

Την κοιτάζω λοξά.

Είναι μαυρισμένη από τον ήλιο.

Ένα σορτς, ένα φανελάκι, χρώματα πολλά στο βλέμμα της, από την πλαζ που άφησε.

Θρύμματα επίσης από ήχους στα κοντά κι ανάκατα μαλλιά,

αποξηραμένος ιδρώτας στο πρόσωπο,

μια πρόσκαιρη θαμπάδα στις κλειδώσεις, από την ελα­φρά κόπωση της σύντομης εκδρομής.

Διακρίνω τη γαλάζια γραμμή της θάλασσας, το κίτρινο από τους ηλίανθους,

τους ήχους από τα τζιτζίκια, την άμμο νωπή στο δέρμα.

 

Το δεύτερο ποίημα περιορίζει το οπτικό πεδίο, αποφεύγει τις εξωτερικές περιγραφές και επικεντρώνεται στη σχέση άντρα-γυναίκας. Ο ήρωας-ομιλητής μπαίνει υποθετικά στη θέση του Τάσου και μας εξιστορεί πώς συμπεριφέρεται αυτός απέναντι στη γυναίκα και πώς εκείνη απέναντί του. Ο άντρας έχει δύο επιλογές, η μία να κρατά απλώς τη βραδιά που αιφνιδίως εκείνη του χαρίζει και η άλλη να βασανίζεται από τις απιστίες και τον κυνισμό της, στον βαθμό που τη θέλει κτήμα του. Το δίλημμα προτείνεται να μείνει αναπάντητο. Η γυναίκα από την άλλη δεν του δίνει κανένα δικαίωμα και καμιά ελπίδα. Έρχεται απρόσμενα, φεύγει. Τη μια βραδιά με κείνον την άλλη με τον άλλον. Βέβαια αυτό το δόσιμο θα μπορούσε να λειάνει τις γωνίες, να την καταστήσει βότσαλο και να ξεχαστεί με τον τρόπο του Μιχάλη Γκανά: Από χάδι σε χάδι/ έγινε βότσαλο./ Καμιά παλάμη δεν τη θυμάται (Τα μικρά, 2000).  Κι όμως αυτό δεν συμβαίνει κι απόδειξη συνιστά το γεγονός ότι ο άντρας τη βλέπει κάθε φορά σαν μοναδική. Είναι ανάποδη, δύστροπη, άπιστη, κι όμως του λείπει αφόρητα, γιατί του προσφέρει την υπέρτατη ηδονή. Ο ερωτισμός της, πρωτόφαντος, υπερβαίνει κατά πολύ τον δικό του κι εκείνος, για να μπορέσει να ανταποκριθεί, αποδέχεται τις ιδιοτροπίες της και χάνει το πρόσωπό του, γίνεται άλλος, ένας Τάσος ας πούμε:   Δεν ξέρω ποια είναι, παρ’ όλο που την έχω μελετήσει ενδελεχώς./ Ούτε εκείνη ξέρει ποια είναι.// Έφτασα στο σημείο να μην ξέρω κι εγώ ποιος είμαι.

Ο ποιητής μας έχει επίγνωση της γραφής του, ξέρει πως κάποιοι, ομότεχνοι, κριτικοί, αναγνώστες ίσως, τον κρίνουν κι ενοχλούνται από τον τρόπο που ζει κι από την εμμονή του στη μονοκαλλιέργεια του έρωτα, δεν ξέρουν όμως πόσο βασανίζεται ο ίδιος από τα σκοτάδια κι από τα μαύρα σύννεφα:

 

Βιάζονται να με κρίνουν

και να με καταδικάσουν.

Τους ενοχλεί το χαμόγελο, το χιούμορ, οι περίπατοι στην πόλη.

Ο τρόπος που πλησιάζω τις γυναίκες.

Η έλλειψη δημοσίων σχέσεων.

Το στέκι όπου κάθομαι συχνά.

Το γράψιμο ερωτικών κειμένων.

Η σιγουριά πως ό,τι γράφω είναι αληθινό.

Με φαντάζονται να λιώνω από αφροδίσιο νόσημα.

Δεν τους αρκεί που ζω φτωχός και μόνος.

Με σχολιάζουν χωρίς αιδώ,

χωρίς να υποψιάζονται τα μαύρα σύννεφα,

τα σκοτάδια που βοούν,

τις βδέλλες που με τυραννούν.

Μόνο τα παιδιά εξακολουθούν να με συμπαθούν.

 

Φαίνεται πως το μαρτύριο δεν είναι άλλο από τη μοναξιά που τον απειλεί, γιατί έχοντας απόλυτα πιστέψει στην ηδονή και διεκδικώντας την αποκλειστικότητα της ελεύθερης γυναίκας που την προσφέρει, αδυνατεί να χτίσει μια στέρεη σχέση. Το ξέρει, αλλά αυτή είναι η φύση του, η πολιτισμική του φύση, και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Έτσι, όταν η υπάλληλος των διοδίων της εθνικής του δίνει τα ρέστα και τον καληνυχτίζει γλυκά, εκείνος θα μας αποκαλύψει όλο το δράμα του, που αγγίζει τα όρια του τρόμου: Κι εγώ προσπαθώ να συγκρατήσω το στιγμιαίο άγγιγμα της παλάμης της./ Και δεν καταλαβαίνω αν τρομάζω από τον ίδιο μου τον εαυτό/ ή από το σκοτάδι του δρόμου που με ρουφάει.

Η γυναίκα-σύμβολο του Χουβαρδά είναι «αδίστακτη», γιατί είναι απαλλαγμένη από τις οξειδώσεις του πολιτισμού. Η πιο φυσική της πράξη είναι να δίνεται, σε αντίθεση με τον άντρα που γέμει από αναστολές και προπάντων από μια έμμονη διάθεση κτητικότητας απέναντί της, η οποία προκαλεί συγκρούσεις και δεν επιτρέπει τη μονιμότητα της σχέσης. Άνεμος αυτή κι εκείνος δέντρο και πώς να την κρατήσει;

 

Ιγνάτης Χουβαρδάς, Μια νύχτα του «Τάσου». Δύο ποιήματα, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2024

Προηγούμενο άρθροΣήμερα τα Βραβεία 2024 της Εταιρείας Συγγραφέων 7μμ στο Μέγαρο Μουσικής
Επόμενο άρθροIke Quebec: Ο σπουδαίος τζαζ σαξοφωνίστας με τη σύντομη αλλά συναρπαστική πορεία (του Γιάννη Μουγγολιά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ