Λουκία Δέρβη (*)
Αργά το βράδυ βρήκαν το πτώμα του Ιρλανδού. Στο «Μονοπάτι των βοσκών», ανάμεσα σε σκουπίδια, δίπλα στα πουρνάρια και σε όγκους από διάσπαρτες γκρίζες πέτρες – κάπως επίτηδες τοποθετημένες, θαρρείς για να κρύψουν κάποιο κουφάρι ζώου που κάποιος κάποτε θρήνησε. Τον Ιρλανδό τον είχαν μισοφάει τα τσακάλια, είχε απομείνει λίγη σάρκα – τόση όση χρειάστηκε για να αναγνωριστεί το τατού από τους συγγενείς και να γίνει η ταυτοποίηση. Ένα μήνα τον έψαχναν.
Βαριά τα μαντάτα για την ντόπια κοινωνία κι άλλο κακό ανάμεσα στα τόσα. Το μεγαλύτερο, αυτό που με τίποτα δεν άντεχαν, ήταν τα τροχαία. Τόσα αυτοκίνητα στο νησί, μια στραβοτιμονιά, ένα ανούσιο μεθύσι, κόντρες, σπινταρίσματα, γουρούνες, λεωφορεία, κάθε έξοδος από το σπίτι και μια δοκιμασία τους φαινόταν τα καλοκαίρια, χώρια οι χώροι στάθμευσης που έπρεπε να κάνεις τάμα για να τους βρεις.
Δεν ήταν εύκολη υπόθεση η συμβίωση με τους τουρίστες τα καλοκαίρια. Αυτό καλύτερα απ’ όλους η Αμερικάνα το ήξερε που κλεινόταν στο σπίτι με τον άντρα της και απέφευγε να βγαίνει έξω. Σαν πόλεμος της φαινόταν να γίνεται στο λιμάνι και στα σούπερ μάρκετ, σαν οι ορδές των ξένων – όπως εκείνη – να απειλούσαν την ησυχία που είχε ψάξει και τόσα χρόνια είχε βρει εκεί.
Την είδα μια μέρα στη Ψιλή Άμμο να περπατάει πάνω κάτω στην ακροθαλασσιά κρατώντας με το ένα χέρι ένα γαλάζιο φόρεμα στο ύψος των γοφών για να μη βραχεί και με το άλλο ένα ζευγάρι σανδάλια. Είχε όρεξη για κουβέντα και όταν έπαιρνε να σουρουπώνει με κάλεσε για ένα τσάι στο σπίτι της που ήταν είκοσι λεπτά − βαριά μισή ώρα − περπάτημα από την παραλία. Δέχτηκα να πάω αφ’ ενός από περιέργεια να δω που έμενε και αφ’ ετέρου γιατί η δύση του ηλίου ήταν η ώρα που μου φαινόταν πάντα πολύ μελαγχολική, σαν όλα τα προβλήματα και οι αγωνίες να έπεφταν πάνω στους ώμους μου και να ήθελα βοήθεια για να τις σηκώσω. Στις ώρες τις δύσκολες πάντα προτιμούσα γυναίκες να κάνω συντροφιά, γυναίκες σαν εμένα που αν τους μιλούσες με τον κατάλληλο τρόπο θα έβρισκες κατανόηση χωρίς ανωφελείς χαρακτηρισμούς.
Ανεβήκαμε τον φιδωτό δρόμο ανάμεσα στις ξερολιθιές, καφέ σαύρες μας προϋπαντούσαν καθώς πηγαίναμε, από μακριά είδα και μια χελώνα να σέρνεται και ένα γεράκι να κόβει βόλτες από πάνω μας. Δεξιά κι αριστερά δεν είχα ποτέ προσέξει το τοπίο σ΄αυτό το μέρος του νησιού, γεμάτο καλαμιές και κυπαρίσσια, πεύκα διάσπαρτα και σωρούς από κουκουνάρια που λίγο ήθελαν να βάλουν μπρος καμιά φωτιά, σκέφτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα. Στα νότια του νησιού τις προάλλες είχε πιάσει μια πυρκαγιά που έκαψε δέκα στρέμματα – χωράφια.
Φορούσα ένα μωβ παρεό με άσπρους αστερίες, σαγιονάρες και ψάθινο καπέλο. Η Αμερικάνα μόλις φτάσαμε σπίτι της μού έδωσε μια ενυδατική κρέμα να αλείψω τους ώμους – πράγμα που μόνο μια γυναίκα θα σκεφτόταν. Ο άντρας της έλειπε και έτσι κάθισα άνετα στην σκεπαστή βεράντα με τις παλιές ξύλινες σεζ-λονγκ, κρατώντας ένα ζεστό τσάι με άρωμα γιασεμιού στο χέρι και σηκώνοντας τα γυαλιά ηλίου που τώρα πια δεν μου χρειάζονταν για να βλέπω στα μάτια τη συνομιλήτριά μου.
Προσπάθησα όσην ώρα εκείνη έλειπε για να ετοιμάσει το τσάι να ρίξω κλεφτές ματιές μέσα στο σπίτι σαν για να τους γνωρίσω τους δυο αυτούς παράξενους ξένους στο νησί που ούτε και μένα ήταν πατρίδα μου, το νησί στο οποίο με είχε ξεβράσει κάποτε μια θάλασσα γεμάτη έρωτα. Προσπάθησα να δω που ζει αυτό το αγαπημένο ζευγάρι που είχε έρθει από τόσο μακριά αλλά δεν μπόρεσα. Οι βαριές άσπρες κουρτίνες της εισόδου έκρυβαν την θέα μέσα στο μικρό πέτρινο σπίτι. Απέναντί μου οι χαμηλές οροσειρές, μαλακές και στρογγυλές σαν σώμα γυναίκας απάλαιναν τις πληγές μου από τον χειμώνα στην πρωτεύουσα.
«Θα σου πω μια ιστορία…» μου είπε η Αμερικάνα σπάζοντας τη σιωπή ανάμεσά μας.
Οι γονείς της ζούσαν σε μια επαρχία του Νότου, με τη μητέρα της μάνας της που την κρατούσε όταν οι γονείς της έλειπαν ταξίδι. Έπαιρναν το λεωφορείο και πήγαιναν κάθε καλοκαίρι στο Μεξικό, στο Ακαπούλκο, το θέρετρο των διασήμων την δεκαετία του ΄50. Όταν γυρνούσαν από το ταξίδι τους – μικρή ήταν η Αμερικάνα όταν πρωτοπήγαν, μου διευκρίνισε, τεσσάρων-πέντε χρονών – τους άκουγε μαγεμένη. Έρχονταν οι φίλοι των γονιών στο σπίτι και εκείνοι τους εξιστορούσαν ποιους διάσημους είδαν, πού και τι έφαγαν, σε ποιες ονειρεμένες παραλίες έκαναν μπάνιο, τους ντόπιους Μεξικάνους φίλους που είχαν κάνει.
«Ξέρεις…» μου είπε κάποια στιγμή «ήταν τόσο ενθουσιασμένοι που μας μετέδιδαν αυτό το συναίσθημα, κάθε χρόνο πήγαιναν στο Ακαπούλκο και με άλλη παρέα».
«Καταλαβαίνω…» είπα.
Ήταν, μου είπε, σαν να ζούσαν όλο τον χρόνο για το ταξίδι το καλοκαίρι στο Ακαπούλκο.
«Μια χρονιά, πρέπει να ήμουν γύρω στα επτά, η μητέρα μου γύρισε με ένα αυτόγραφο του Φρανκ Σινάτρα. Το έβαλε σε μια κορνίζα και το καμάρωνε. Οι φίλες της ζήλευαν. Για μένα πια το Ακαπούλκο ήταν ένας τόπος θαυμαστός. Περίμενα πώς και πώς να μεγαλώσω κι άλλο για να με πάρουν μαζί τους».
«Τελικά πήγες;» ρώτησα.
Ήπιε μια γουλιά από το τσάι και ξεκίνησε να μου αφηγείται πως έγινε σιγά-σιγά, χρόνο με το χρόνο, και το μέρος αυτό ξέπεσε τόσο που κανείς δεν ήθελε πια να πηγαίνει εκεί διακοπές. Η εγκληματικότητα και οι ανύπαρκτες υποδομές ήταν οι κύριοι λόγοι – ο τόπος άδειασε και άλλα μέρη του Μεξικού πήραν τη θέση του. Για κάποιους μάλιστα και άλλες χώρες ολότελα.
«Τελικά βρήκα το δικό μου Ακαπούλκο. Εδώ…» κατέληξε.
Είχε βραδιάσει όταν έφυγα από το σπίτι της. Δεν ήταν πολύ αργά, όχι όμως και νωρίς και φώτιζα το μονοπάτι με το κινητό μου. Είχε προσφερθεί να με πάει μέχρι το λιμάνι, κοντά στο ξενοδοχείο που έμενα, όμως προτίμησα να κάνω τη διαδρομή μόνη. Δεν φοβόμουν.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου με έδιωχνε να ξαναβγώ έξω. Η μόνωση ήταν πολύ κακή και από δίπλα άκουγα ένα μωρό να κλαίει. Από το μπαλκόνι άκουγα τους τουρίστες να μιλάνε δυνατά και να περνάνε καλά. Νοστάλγησα την ησυχία της Αμερικάνας. Φόρεσα τα ακουστικά μου και έβαλα ένα κομμάτι του Φρανκ Σινάτρα να ακούσω, «The girl from Ipanema». H φωνή του, σαν να τον άκουγα να μου μιλάει,
− σταθερή και μελωδική, μαγική και βαθιά − με ηρέμησε.
Τα χαρτιά του διαζυγίου θα ήταν έτοιμα τον άλλον μήνα.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα θλιμμένη. Δεν ήταν η θλίψη μου βαθιά, τέτοια που να με ακινητοποιήσει ή να με κάνει να θέλω να κοιμάμαι όλη μέρα για να ξεχάσω τους αγώνες που θα έπρεπε για μια ακόμη φορά στη ζωή μου να δώσω από Σεπτέμβρη. Ήταν άλλη μια αγωνία∙ μια αγωνία για το μέλλον του νησιού αυτού που κάποτε τόσο είχα αγαπήσει, στο οποίο είχα ζήσει αμέτρητες ευτυχισμένες στιγμές με τον άντρα μου, γιατί αυτό ήταν το «νησί μας», αυτό στο οποίο είχαμε με τις παρέες μας γλεντήσει, κάθε καλοκαίρι και άλλες, με τις ονειρεμένες παραλίες και τους λιγοστούς ντόπιους φίλους, και που όταν ήμουν πιο νέα ευχόμουν κάποια στιγμή – επιτέλους κι εγώ − να επισκεφθώ.
Στο ραδιόφωνο άκουσα πως πάλι έψαχναν έναν ξένο που χάθηκε – ένα πιτσιρίκι από την Γαλλία.
(*) Η Λουκία Δέρβη είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο έχει τίτλο ” Ακούω φωνές” (Μεταίχμιο)
Χαμηλόφωνο διήγημα, σχεδόν ψιθυριστό, γνήσια συγκινητικό. Μας διαπερνά