Νίκος Α. Μάντης.
«Το παρελθόν είναι μια άλλη χώρα», έχει γράψει ένας αγαπημένος μου συγγραφέας, ο Λ. Π. Χάρτλεϋ. Το μέλλον σίγουρα είναι μια άλλη χώρα, θα συμπλήρωνα. Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, τα πάντα όσα μεσολαβούν ανάμεσα στον εαυτό και την εμπειρία είναι εν δυνάμει αλλότρια, άλλες χώρες, ανοιχτές στην περιδιάβαση και την εξερεύνηση.
Αυτό είναι το είδος της ματιάς που οδηγεί τη σχέση μου με τη λογοτεχνία γενικά, και τη λογοτεχνία του φανταστικού ειδικότερα. Αν σκοπός της λογοτεχνίας είναι να νοηματοδοτήσει και να φωτίσει από διαφορετικές σκοπιές αυτό το «κρίσιμο κενό» μεταξύ συνείδησης και εμπειρίας, που όσο μεγαλώνει εντός μας, τόσο επείγει η ανάγκη μας για ιστορίες, μυθοπλασία και τέχνη, η λογοτεχνία του φανταστικού δεν μπορεί παρά να κατέχει πρωταρχική θέση στη διαδικασία αυτή. Γιατί, καθώς αφίσταται συνειδητά και εντελώς από την ψευδαίσθηση οικειότητας με το γνωστό κόσμο, κάνει επιτακτική την ανάγκη να πάρεις θέση, τόσο ως αναγνώστης, όσο και ως δημιουργός, σε σχέση με το ερώτημα του ποιος είναι ο κόσμος που περιγράφεται, γιατί είναι αυτός που είναι, και ποια η σχέση του με εμάς και τις εμπειρίες μας. Ο κακός ρεαλισμός μπορεί εύκολα να κρυφτεί πίσω απ’ τον καθησυχαστικό φερετζέ της «αληθινής ιστορίας», να μας αποκοιμίσει σερβίροντας γνωστά στερεότυπα, να αναπαυτεί σε κατακτημένες δάφνες παρελθόντων λογοτεχνικών προτύπων, η κακή λογοτεχνία του φανταστικού, ακόμα και όταν καταφεύγει αποκλειστικά στην ψυχαγωγική διαφυγή, απαιτεί τη συμμετοχή σε μια περιπλάνηση έξω και πέρα απ’ την γνωστή πραγματικότητα, ζητάει από εμάς τουλάχιστον την αποδοχή του εξώκοσμου ταξιδιού, την παραδοχή της λοξότητάς μας. Μειώνει, έστω και έτσι, τη δύναμη που έχει ο «πραγματικός κόσμος» να μας κρατά στις αρπάγες του.
Δεν ξέρω πώς άρχισε η σχέση μου με τη λογοτεχνία του φανταστικού. Πιθανότατα απ’ τον υπέροχο παππού όλων μας, τον Ιούλιο Βερν, σε αγαστή σύμπλευση με τα κόμικς της Μάρβελ και της Ντι Σι. Μπορώ κι εγώ ν’ απαριθμήσω προτιμήσεις που περιλαμβάνουν τον Όργουελ και τον Χάξλεϋ, τον Μπράντμπερι και τον Στάνισλαβ Λεμ, τους αδελφούς Στρουγκάτσκι και την Ούρσουλα Λε Γκεν, τον Μπάλλαρντ και την Μάργκαρετ Άτγουντ. Αρκετοί αναγνώστες της «Άγριας Ακρόπολης», του βιβλίου στο οποίο και οφείλω μάλλον την πρόκλησή μου σε τούτη την εκδήλωση, μου λένε ότι αναγνωρίζουν στις σελίδες του πολλές κινηματογραφικές επιρροές. Θα συμφωνήσω επαυξάνοντας, μιας και ο κινηματογράφος υπήρξε εξ αρχής προνομιακό πεδίο για τους εραστές του φανταστικού. Μόνο την «Γκάττακα» και τον «Πλανήτη των Πιθήκων» να πάρεις, έχεις το μισό βιβλίο μου, τους απαντάω μισοαστεία-μισοσοβαρά.
Ωστόσο, θα πρέπει στο σημείο αυτό να κάνω μισό βήμα έξω από τον όμορφο θεματικό κύκλο της βραδιάς. Το ίδιο το θέμα της εκδήλωσής μας ορίζει κατά τη γνώμη μου ένα σύνορο, το όριο αυτού που αποκαλείται αγγλιστί «genre» και στη γλώσσα μας «είδος». Όπως συμβαίνει και με άλλες μορφές αφήγησης, για παράδειγμα την αστυνομική λογοτεχνία, το φανταστικό αποτελεί ένα ξεχωριστό, αυστηρά οριοθετημένο αφηγηματικό είδος χρόνια τώρα, που περιλαμβάνει τα υποείδη «επιστημονική φαντασία», «φανταστικό» (το λεγόμενο fantasy) και «τρόμο». Αλλού εντοπίζονται ακόμα πιο γενικευτικές κατηγοριοποιήσεις, π.χ. ανάμεσα στη «σκληρή» και τη «μαλακή» λογοτεχνία του φανταστικού (αυτή παραπέμπει λίγο και σε εδώδιμα). Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αφιερώσει ζωή και χρόνο σ’ αυτές τις συνοριακές γραμμές, και υπάρχουν κι εκείνοι που στέκουν ως φύλακες για να εντοπίσουν πιθανές παραβιάσεις, μετανάστες ή και αλεξιπτωτιστές, για να τους φωνάξουν «τις ει». Τους σέβομαι απεριόριστα, για το σθένος και την επιμονή τους, αλλά και γιατί έχοντας κάνει στρατό αναγνωρίζω τη μοναξιά του συνοριοφύλακα. Ομολογώ ωστόσο ότι αν ήμουν στη θέση του άτυχου αλεξιπτωτιστή, δε θα ήξερα τι ν’ απαντήσω σ’ αυτό το «τις ει». Το βιβλίο μου έχει χαρακτηριστεί καθαρόαιμη επιστημονική φαντασία, αλληγορία για την παγκοσμιοποίηση, πολιτική φαντασία, κυβερνοπάνκ. Κάποιοι μίλησαν για δυστοπικό θρίλερ, άλλοι για πολιτική ανάλυση υπό αφηγηματικό μανδύα, και αρκετοί για κατ’ επίφαση φανταστικό και στην ουσία λογοτεχνία της κρίσης. Τέλος, το γεγονός ότι προέρχομαι απ’ το ρεαλισμό θεωρήθηκε για μερικούς μειονέκτημα, ενώ από άλλους η θητεία μου στο φανταστικό εκλήφθηκε ως απλή παρεκτροπή.
Φιλοδοξία μου, γράφοντας το βιβλίο αυτό, ήταν να περιπλανηθώ σ’ έναν κόσμο όπου, όχι μόνο οι ήρωες και τα προσωπικά τους διλήμματα, αλλά ακόμα και οι όροι και οι συνθήκες του εξωτερικού τους περιβάλλοντος, θα ήταν δικής μου επινόησης – δηλαδή, για να το πω γλαφυρά, να νιώσω ακόμα περισσότερο ένας «μικρός θεός της αφήγησης», να ζήσω σε υψηλό βαθμό το συναίσθημα που ως κρυφό μυστικό διακατέχει όλους όσους καταπιανόμαστε με την αφηγηματική γραφή: αυτό της φαντασιακής παντοδυναμίας. Στην πορεία χρειάστηκε να αντιμετωπίσω πρωτόγνωρα για μένα ζητήματα αληθοφάνειας και στήριξης του πραγματολογικού υλικού, που άπτονταν τόσο της επιστήμης όσο και της γενικότερης ανάγκης για «κοσμοπλασία», όπως αποκαλείται στην επιστημονική φαντασία η συγκρότηση ενός κόσμου με αναφορά στο μέλλον. Στο κάτω-κάτω, είχα ένα βιβλίο που μιλούσε για μια εφιαλτική κοινωνία, ταξικά διαστρωματωμένη με βάση τη νοημοσύνη, για εγκεφαλικά τεστ και ψυχοσωματικές μεταλλάξεις, για γενετικό καπιταλισμό και κλωνοποίηση Νεάντερνταλ ανθρωποειδών. Ο βαθμός επιτυχίας μου είναι ένα ερώτημα με εκκρεμή απάντηση, ωστόσο για μένα το κεντρικό ερώτημα αφορούσε και πάλι, όπως και σε κάθε βιβλίο πεζογραφίας, το κατά πόσο μπόρεσα να αρθρώσω έναν έγκυρο προβληματισμό για την κατάσταση του ήρωα σε σχέση με τον εαυτό του και τον κόσμο. Αυτό πιστεύω πρέπει να είναι το ζήτημα της λογοτεχνίας, είτε οι ήρωές της φορούν τηβέννους, είτε κρινολίνα, τζιν, ή ρούχα από μεταλλικό μετάξι, όπως στην «Άγρια Ακρόπολη». Το αν ο κόσμος που τους περιβάλλει είναι χτισμένος με επιδεξιότητα ή αληθοφάνεια είναι σίγουρα μεγάλης σημασίας -ιδιαίτερα αυξημένης στην περίπτωση που αποτελεί κι αυτός προϊόν επινόησης- ωστόσο σημαντικότερος για μένα είναι ο εσωτερικός τους κόσμος, η σχέση τους με τους συνανθρώπους τους, το χρόνο, τον έρωτα, το θάνατο, το σχόλιο που οι φανταστικές ζωές τους κάνουν για τη ζωή που ζούμε όλοι μας, με λίγα λόγια. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον Γκρέγκορ Σάμσα και τον Φλας Γκόρντον, ανάμεσα στον Ουίνστον Σμιθ και τον Λιουκ Σκαϊγουόκερ.
Προσωπικά, όπως συνάγεται εύκολα από τα παραπάνω, δεν ασπάζομαι τη λογική των αυστηρών συνόρων ανάμεσα στα είδη. Για μένα λογοτεχνία του φανταστικού είναι τα πάντα, είναι πρωτίστως ο Όμηρος, ο Λουκιανός, ο Σαίξπηρ, ο Δάντης, ο Σουίφτ, ο Στίβενσον, ο Πόε, αλλά και ο Κάφκα και ο Μπόρχες και ο Κασάρες και οποιοσδήποτε οδηγεί το αναγνωστικό μας βλέμμα πέρα απ’ τον γνωστό κόσμο των ρεαλιστικών τριών διαστάσεων. Λογοτεχνία του φανταστικού υπήρχε από τότε που υπάρχουν άνθρωποι. Υπ’ αυτή την έννοια κριτήριο και οδηγός στην απόλαυση και την εκτίμηση της λογοτεχνίας του φανταστικού οφείλει κατά τη γνώμη μου να είναι η αισθητική, καλλιτεχνική της αρτιότητα και λιγότερο η απόλυτη νομιμοφροσύνη της στους κανόνες ενός ξεχωριστού είδους. Γιατί, χωρίς να διεκδικώ δάφνες φιλολόγου ή θεωρητικού, πιστεύω ότι οι ειδολογικοί διαχωρισμοί θα πρέπει να λειτουργούν εκ των υστέρων και εν είδει ενός στοργικού αρχειοθέτη και όχι εκ των προτέρων, εν είδει άτεγκτου αστυνομικού.
Στη χώρα μας η λογοτεχνία του φανταστικού έχει μια μικρή αλλά υπολογίσιμη παράδοση. Μπορεί να μην διαθέταμε έναν Πόε ή έναν Λάβκραφτ, δείγματα ωστόσο της ματιάς του φανταστικού μπορούμε να βρούμε στον Παπαδιαμάντη, το Μητσάκη, το Βουτυρά. Από τους πιο κοντινούς χρονικά σ’ εμάς δημιουργούς, πέραν των παρόντων, ενδεικτικά μπορώ ν’ αναφέρω τον Αλέξη Πανσέληνο με τη Μεγάλη Πομπή, το Νίκο Παναγιωτόπουλο με το Γονίδιο της Αμφιβολίας, τον Κυριάκο Αθανασιάδη, το Νίκο Βλαντή με το εμβληματικό Writersland, το Μιχάλη Μανωλιό, τον Ελευθέριο Κεραμίδα. Για όλα αυτά μπορεί να μιλήσει με μεγάλη εγκυρότητα το τιμώμενο πρόσωπο της εκδήλωσης, ο «πρύτανης του φανταστικού» στην Ελλάδα, ο Μάκης Πανώριος. Θα πρέπει ίσως στο σημείο αυτό να μνημονεύσουμε και τον Τάσο Ρούσσο, φιλόλογο, μεταφραστή και συγγραφέα, ο οποίος έφυγε πρόσφατα και του οποίου το έργο βοήθησε να ανοιχτούν δρόμοι. Το διαρκές παράπονο των δημιουργών του φανταστικού είναι ότι η επίσημη λογοτεχνική κριτική (ό,τι μπορεί να σημαίνει πλέον αυτό στην εποχή του διαδικτύου) δεν ασχολείται μαζί τους, δεν τους καταγράφει καν. Την ίδια στιγμή, πολλοί κριτικοί και γενικότερα άνθρωποι της λογοτεχνίας εκφράζονται απαξιωτικά συλλήβδην για το είδος, δείχνοντας να το εντάσσουν ακόμα στην κατηγορία της παραλογοτεχνίας. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, που ευνοεί τα πάσης φύσεως στεγανά. Ωστόσο η ανάγκη για εμπορική, ψυχαγωγική μυθοπλασία, αφορά όλες τις μορφές αφήγησης. Όπως για κάθε Τζον Λε Καρέ, υπάρχουν δεκάδες Ζεράρ Ντε Βιλιέ, έτσι και για κάθε Τζορτζ Όργουελ, δεκάδες συγγραφείς δυστοπιών της σειράς. Ας αφήσουμε τις παρωπίδες κι ας ανοιχτούμε στις ιστορίες κάθε λογής, ακόμα κι αν διαδραματίζονται σε διαστημόπλοια, ακόμα κι αν οι ήρωές τους έχουν περίεργα ονόματα, εμπνευσμένα από τον ευρωπαϊκό ή το βυζαντινό μεσαίωνα, φορούν σανδάλια και κρατούν σπαθιά. Μπορεί να εκπλαγούμε από το πόσο μοντέρνοι θα αποδειχθούν.
Σε κάθε περίπτωση, τα κείμενα είναι που μένουν, μαζί με την αναγνωστική τέρψη που μας προκαλούν. Και όταν το ταξίδι είναι σε κάποιον κόσμο επινοημένο απ’ την αρχή, με το συγγραφέα στο ρόλο του Πλάστη κι εμάς, τους αναγνώστες, στο ρόλο του έκθαμβου πρωτόπλαστου, που περιδιαβαίνει για πρώτη φορά έναν καινούργιο, ιδιότυπο Κήπο Απολαύσεων, η χαρά που εκλύεται είναι πραγματικά πρωτόγνωρη με όλη τη σημασία της λέξης, έχοντας τη μορφή της ανακάλυψης, της εξερεύνησης μιας νέας ηπείρου. Η αίσθηση αυτή ανήκει αποκλειστικά σε εμάς και επικυρώνει με τον καλύτερο τρόπο την αναγνωστική μας ιδιότητα – ακόμα κι αν το ταξίδι μας γίνεται σε χώρους δυστοπικούς, φρικιαστικούς ίσως. Η αίσθηση αυτή βρίσκεται στην καρδιά της λογοτεχνικής εμπειρίας και αναγνωρίζεται πάντα ως τέτοια, χωρίς υποχρέωση για αναφορά σε είδη και άλλους περιορισμούς. Κανείς δεν μπορεί ούτε να την υποτιμήσει, ούτε και να την περιθωριοποιήσει. Γι’ αυτό και όσο υπάρχει λογοτεχνία, θα υπάρχει και αυτή. Η απόλαυση της εξερεύνησης. Η ανάγκη για το φανταστικό.
Γιατί, έτσι κι αλλιώς, ο δρόμος του φανταστικού είναι που μας οδηγεί σ’ αυτό που στέκει ως διακαής πόθος όλων μας. Την επαφή, έστω και για λίγο, με το αφάνταστο.