Αφιέρωμα Χριστόφορος Λιοντάκης – 4 : Νοσταλγώντας το λίγο του φωτός(του Αντώνη Καρτσάκη)

0
270

 

του Αντώνη Καρτσάκη

 

Μ’ ένα κλαδί βασιλικό να «χειρονομεί στον τοίχο» κι ένα κλαράκι γιασεμί που  «αγωνιά να ηδύνει τη νύχτα»,[1] τιμούμε, με την παρουσίαση της έκδοσης αυτής, τον ποιητή Χριστόφορο Λιοντάκη. Τον πιο δοτικό της φιλίας άνθρωπο, τον άνθρωπο που δεν ήθελε να μας κουράσει. «Δεν ήθελα να σας κουράσω. / Είδα το φως / κι αυτό μου φτάνει»,[2]  είπε. Τα λόγια αυτά του ποιητή –τα τελευταία στη συλλογή Με το φως– σηματοδοτούν την πάλη του με το σκοτάδι. την αγωνία να βρει τον δρόμο του, τον εαυτό του, τον κόσμο, να συναντήσει το φως.

Το φως της ποίησης αυτής επιχειρούμε να ψηλαφήσουμε με τα κριτικά κείμενα που συγκροτούν το βιβλίο. Η έρευνα, ο εντοπισμός, η ανθολόγηση και η μεταγραφή τους ήταν, ασφαλώς μια εργώδης και δυσεπίτευκτη προσπάθεια – ευλογία μέσα στη δυσθυμία του εγκλεισμού της καραντίνας. Η έκδοσή τους από τον επιμελητή του τόμου, υπό την εποπτεία του Διευθυντή της σειράς Θεοδόση Πυλαρινού και με την εκδοτική φροντίδα του Δημήτρη Δημόπουλου, θα αποτελέσει, ελπίζουμε, πρόσφορο βοηθό στους οδοιπόρους της τέχνης, αναγνώστες και μελετητές. Γιατί η κριτική μας βοηθά να δούμε καθαρότερα σημαντικά ζητήματα της λογοτεχνίας, υποδεικνύοντας τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τη λογοτεχνική υπόσταση των έργων. αναδεικνύοντας, κυρίως, την πολυσημία των κειμένων, που συνιστά, κατά την άποψή μου, το μεγαλείο της τέχνης του λόγου.

Στην περίπτωση του Χριστόφορου Λιοντάκη τόσο τα επικαιρικά κριτικά κείμενα, που απηχούν το συγχρονικό με το έργο πλαίσιο υποδοχής, όσο και τα κείμενα γενικότερου κριτικού ενδιαφέροντος αποβαίνουν σημαντικά για την ερμηνεία της ποίησης, δεδομένου ότι παρατηρήθηκαν μεταβολές του ορίζοντα προσδοκιών στη ροή του χρόνου, και προέκυψαν, χάρη στο νοηματικό της βάθος, πλούσιες ερμηνευτικές ιστορίες. Η περιπλάνηση του ποιητή, από το 1973 έως το 2019, με το μεταθανάτιο Ένεκεν της ανωνυμίας σου, που αρχίζει με ένα «τέλος», το Τέλος του τοπίου (1973), και κλείνει με ένα «τέρμα», το Τέρμα της πλάνης (2010), συγκροτώντας έναν κύκλο στον οποίο «όλα υπάρχουν εξαρχής, παραμένουν, μετατοπίζονται και επιμένουν»,[3] παρουσιάζει εξαιρετικό κριτικό ενδιαφέρον.

Η κριτική παρακολούθησε την εσωτερική αυτή περιπέτεια του Λιοντάκη στο ποιητικό τοπίο και, επισημαίνοντας εγκαίρως τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησής του, εντόπισε στο βάθος της την ηρακλείτεια πάλη των αντιθέσεων, το «φαίνεσθαι» και το «κρύπτεσθαι»,[4] τις παλινδρομήσεις ανάμεσα στην ενοχή και την επιθυμία, τις  μετεωρίσεις ανάμεσα στο πρέπει και στο θέλω. Υπογράμμισε ομόθυμη τη γνησιότητα και το υψηλόν της ποιητικής, όπως αποτυπώθηκε στους χαμηλούς τόνους μιας ιδιαίτερα λιτής και απέριττης γλώσσας, είδε μια ποίηση γειωμένη στην πραγματικότητα, όπου ο ποιητής αποτυπώνει την ποιητική του ιδιοσυστασία και μεταπλάθει την εμπειρία του «σε μια τέχνη υψηλής αλχημείας, που συνδυάζει ρεαλισμό μύθο και λυρισμό».[5]

Μιλώντας η κριτική για τη μετάπλαση του πραγματικού, για βιογραφήματα-κοιτάσματα της μνήμης και για το πώς αυτά μεταπλάθονται σε λογοτεχνημένο λόγο ακριβό, απλώνει μπροστά μας τους ιριδισμούς, τις εικόνες που αντανακλούσε ο εσωτερικός καθρέφτης του ποιητή, και αναλύει τους όρους της ποιητικής σύλληψης. Δείχνει ότι το εμπειρικό-βιωματικό υπόστρωμα συνιστά τη ζέουσα πρώτη ύλη από την οποία εξακτινώνονται οι αναγωγές της ποιητικής φαντασίας.

Αλλά, συμφωνούμε νομίζω, δεν υπάρχει τελικός λόγος στον χώρο του πνεύματος. υπάρχει ένας λόγος διαλεκτικός, που αποκαλύπτει πάντοτε νέες πλευρές, αθέατες, ίσως, όψεις των κειμένων. Υπάρχει πάντα το κείμενο που «κείται», ή, με τα λόγια του Σεφέρη, υπάρχει ο «ναός» και, ενώ «Ο Θεός πεθαίνει, ο ναός απομένει».

Ο  Χριστόφορος Λιοντάκης, ο δημιουργός Θεός, μας αποχαιρέτησε πριν πέντε χρόνια, αλλά μας άφησε τα κείμενα, τα ποιήματα, τον πάμφωτο ναό, στον οποίο  μπαίνουμε με ευλάβεια, και ευχαριστώ από καρδιάς γι’ αυτό την Κλαίρη Μιτσοτάκη, τον Γιάννη Δούκα, τη Βαρβάρα Ρούσσου. Μας ξενάγησαν με τον καλύτερο τρόπο στον σεμνό και ταυτόχρονα μεγαλόπρεπο ναό. μας έδειξαν ότι, μπαίνοντας κανείς μέσα σ’ αυτόν, αποκτά μια αναγνωστική εμπειρία τόσο ισχυρή, που νιώθει να καθαρίζει η μέσα του όραση. ανέδειξαν τα στοιχεία ενός έργου που έχει τη σφραγίδα της δωρεάς αλλά και της επίμοχθης άσκησης. Ανέλυσαν, κυρίως, τους τρόπους με τους οποίους η συγκεκριμένη έκδοση ανασυνθέτει το ποιητικό έργο μέσα από τις γνώμες και τις κρίσεις όσων γνώρισαν και διάβασαν τον Λιοντάκη.

Γιατί ο βασικός σκοπός της έκδοσης είναι να χαρούμε ξανά και ξανά τον ποιητή που απαθανάτισε διά παντός την «παλίμψηστη» πόλη του Ηρακλείου, που σκιαγράφησε τα πάθη του σώματος και της ψυχής, που συνάντησε για χάρη μας τη νεότητα «με το τρυπημένο δέρμα», τον μετανάστη με «της φιλανθρωπίας τα παλιομοδίτικα», τους «έξαλλους αγγέλους» των απορριμματοφόρων, που έδωσε φωνή στον Ανώνυμο, στον ανυπεράσπιστο άνθρωπο, που κατήγγειλε τις ρωγμές της πολιτικής γεωγραφίας του αιώνα μας, που κατόρθωσε, εντέλει, να βρει το δρόμο του και, σε μια φωτεινή μέσα στον σπαραγμό της ποίηση, να συναντήσει το φως.

Η απέριττη ανάγνωση ποιημάτων από τη Σωτηρία Βλαχάκη έδειξε ότι ο ποιητής, με λέξεις προσεκτικά αλιευμένες, με μια γλώσσα η οποία «πετά ό,τι την ενδύει» και ενδύεται «το φως ως ιμάτιον», σκύβει πάνω στο τραύμα και μεγαλύνει το θαύμα της ζωής, και, νοσταλγώντας πάντα «το λίγο του φωτός», δημιουργεί εξαίσια τοπία συμπονετικής ομορφιάς που διατρέχουν τους καιρούς, με την αβρότητα με την οποία «ένα κλαδί βασιλικός χειρονομεί στον τοίχο».[6]

 

 

[1] Ποιήματα 1982-2010, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015, σ. 31 και 35, αντίστοιχα.

[2] Ό.π., σ. 116.

[3] Τιτίκα Δημητρούλια, «Παλίντροπες διαδρομές ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, στην ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη», στο Επισκέψεις σε ζώντες ποιητές (Επιστημονικό Συμπόσιο, 7 και 8 Δεκεμβρίου 2012), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 2016, σ. 73-81: 73.

[4] Θεοδόσης Πυλαρινός, «Ο διπολισμός και οι μετεωρίσεις στην ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη», Το Κοράλλι, τχ. 33-34 («Αφιέρωμα στον Χριστόφορο Λιοντάκη»), Απρ.-Σεπτ. 2022, σ. 71-76.

[5] Χριστίνα Ντουνιά, «Τα δικαιώματα του ‘θυμού’ και η ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη», Εντευκτήριο, τχ. 106 («Σελίδες για τον Χριστόφορο Λιοντάκη»), Ιούλ.-Σεπτ. 2014, σ. 80-86: 80.

[6] Βλ. και Παναγιώτης Ροϊλός, «Ένα κλαδί βασιλικός: αντίδωρο στον Χριστόφορο Λιοντάκη», Το Κοράλλι, ό.π., σ. 77-78.

Προηγούμενο άρθροΑφιέρωμα Χριστόφορος Λιοντάκης 3- Στη Μεθώνης, Αρθούρε, κι εσύ; (του Γιάννη Δούκα)
Επόμενο άρθροΒιβλιοπωλεία στα νησία 2 – Hydra’s book club 2024 (της Έφης Κατσουρού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ