της Βαρβάρας Ρούσσου
Στο τέλος του 2016, έξι χρόνια μετά τη συλλογή του Στο τέρμα της πλάνης ο Χριστόφορος Λιοντάκης δηλώνει σε συνομιλία του με τον ποιητή Χρήστο Αγγελάκο: «Όλο θέλω να πιστεύω ότι αυτό ήταν κι όλο δε μ’ αφήνει ο δαίμονας της ποίησης[…]να, τώρα, έχω στα σκαριά ένα μεγάλο ποίημα, το οποίο ελπίζω κάποια στιγμή να το τελειώσω.». Και όπως αποκαλύπτει παρακάτω πρόκειται για το ποίημα με προσωρινό τίτλο Ανώνυμος γυμνός. Δυόμισι χρόνια αργότερα ο Λιοντάκης πεθαίνει και ο Ανώνυμος εκδίδεται εκτός εμπορίου υπό τον τίτλο Ένεκεν της ανωνυμίας σου και διανέμεται δωρεάν στο μνημόσυνο των 40 ημερών από το θάνατο του ποιητή.
Η παραπάνω συνομιλία παρατίθεται στον τόμο με τη συναγωγή κριτικών κειμένων Για τον Χριστόφορο Λιοντάκη στη γνωστή σειρά Λογοτεχνική Κριτική των εκδόσεων Αιγαίον της Λευκωσίας με επιμέλεια της σειράς από τον Θεοδόση Πυλαρινό. [1]
Ο Λιοντάκης ο ίδιος αρκετά προ του θανάτου του προνόησε για το έργο του και τα κατάλοιπά του: ανέθεσε τη φροντίδα του αρχείου του που απόκειται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης στους φιλολόγους Αντώνη Καρτσάκη και Δημήτρη Περοδασκαλάκη. Ο πρώτος εκ των δυο ανέλαβε τη συγκέντρωση όλων των κριτικών κειμένων για ολόκληρο το φάσμα του ποιητικού έργου του Λιοντάκη και την επιλογή και παράθεση αποσπασμάτων από αυτά στον παρόντα τόμο. Παράλληλα, συνέταξε την εκτενή εποπτική εισαγωγή, παρέθεσε το απαραίτητο για την παρακολούθηση της ιστορικότητας του ποιητή βιογραφικό χρονολόγιο και την εργογραφία του αλλά και την κριτικογραφία για το σύνολο του έργου του (ποιητικό, πεζό, μεταφραστικό) και ανθολόγησε ποιήματα που, κατά το δυνατόν, αναδεικνύουν τα κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής του Λιοντάκη και κατά συνέπεια συνομιλούν τρόπον τινά ενεργά με τα επιλεγμένα κριτικά αποσπάσματα.
Συχνά θεωρούμε ότι οι συναγωγές κριτικών κειμένων και μελετών για το έργο ενός αναγνωρισμένου ποιητή ή μιας ποιήτριας ενδιαφέρει μόνον μελετητές και φιλολόγους ενώ για το αναγνωστικό κοινό της ποίησης αρκούν τα ίδια τα ποιήματα, οι συλλογές και κυρίως οι συγκεντρωτικές εκδόσεις οι οποίες αποτυπώνουν την πληρέστερη εικόνα του έργου του δημιουργού. Βέβαια, η αρχική και τελική βάση είναι πάντοτε το ποίημα και προηγείται η αντίδραση σε αυτό, ό,τι ονομάζουμε συγκίνηση, εκείνος ο ψυχικός και σωματικός αντίκτυπος.
Είμαι βέβαιη στα χρόνια που ασχολούμαι συστηματικά, ερευνητικά και κριτικά, με την ποίηση ότι η κριτική, ιδίως για το οριστικά ολοκληρωμένο έργο, αποτελεί τη συνοδό ψηφίδα των λογοτεχνικών καταθέσεων των δημιουργών. Όχι μόνο οι ειδικοί αλλά και οι κάθε είδους αναγνώστριες/στες συχνά αναζητούν την πλαισίωση από φιλολογικά και κυρίως κριτικά κείμενα με σκοπό τη συγκρότηση της συνολικής εικόνας ενός έργου, δηλαδή για να λάβουν εκείνες τις εργοβιογραφικές πληροφορίες που επιτρέπουν την ένταξη του δημιουργού στο περιβάλλον του, για να εμβαθύνουν στα ποιήματα, ιδίως εάν πρόκειται για ένα κλειστό ή κρυπτικό ποιητικό σύμπαν, τελικά για να κατανοήσουν, να συνομιλήσουν ουσιαστικότερα και βαθύτερα με τα ποιήματα. Οι κριτικές μάλιστα που γράφονται άμα τη εμφανίσει της συλλογής αποτυπώνουν την πρόσληψή της στη συνθήκη παραγωγής της υπενθυμίζοντας με την επικαιρικότητά τους στον μεταγενέστερο αναγνώστη ότι το λογοτεχνικό έργο είναι παραγωγό και παράγωγο συνάμα των ιστορικών συγκυριών και επίσης ότι το έργο είναι και η ιστορία της πρόσληψής του.
Έτσι και ο παρών τόμος για το ποιητικό έργο του Χριστόφορου Λιοντάκη δεν αποτελεί απλώς φόρο τιμής σε ένα σημαντικό σύγχρονο ποιητή και συντοπίτη του επιμελητή-ανθολόγου Καρτσάκη αλλά επιτελεί αυτόν ακριβώς το στόχο που περιγράφηκε παραπάνω: ένα είδος υπομνηματισμού του ίδιου του ποιητικού έργου είτε οι κριτικές συναιρούν το χρόνο ως σφαιρική επόπτευση του συνολικού έργου του ποιητή είτε επιχειρούν στη συγχρονία τους με την κάθε συλλογή εν θερμώ αξιολογικές και ερμηνευτικές δοκιμές.
Ο Καρτσάκης αναφέρεται δυο φορές στη σημασία εν γένει της κριτικής και ειδικά στην περίπτωση του Λιοντάκη που, όπως αναφέρει «η κριτική αποβαίνει σημαντική, καθώς, αποκαλύπτοντας σύμβολα της κρυπτικής ποίησής του φωτίζει όψεις της ποιητικής του έργου του.» (σ. 12).[2] Κατά συνέπεια, διττά και ρητά ορίζει ο επιμελητής και τη στόχευση του βιβλίου. Στην πρώτη ενότητα της εισαγωγής που τιτλοφορείται «Το πρόσωπο και το έργο» σημειώνει ο Καρτσάκης: «Η πολυπρισματική ματιά της κριτικής, οι επισημάνσεις και οι αποτιμήσεις της, τις οποίες παρουσιάζουμε εδώ, φωτίζουν όψεις της ποίησης του Λιοντάκη,…» (σ. 10) και στην τελευταία ενότητα τα «Επιλογικά» δίνεται η διάσταση της ιστορικότητας και σημειώνει ο Καρτσάκης: «Η κριτική αποδεικνύεται, λοιπόν, και θεραπαινίδα της λογοτεχνίας καθώς τόσο με την αξιολογική όσο και με την ενημερωτική-διαμεσολαβητική της παρέμβαση υποδεικνύει τα στοιχεία που συνθέτουν τη λογοτεχνική υπόσταση της συγκεκριμένης ποίησης.» (σ. 57).
Μπορούμε λοιπόν να διαβάσουμε τον τόμο υπό διπλή οπτική και πάντα στην ιστορικότητά του: πρώτον ως μικρή παραδειγματική ιστορία του νεότερου κριτικού λόγου σχεδόν από τη μεταπολίτευση έως σήμερα καθώς μετατοπίσεις αισθητικών αξιολογικών κριτηρίων και ερμηνευτικών εργαλείων και διαφοροποιήσεις στην εκφορά των κρίσεων, στο ύφος, μπορούν να εντοπιστούν σε αυτά τα δείγματα με άξονα έναν ιδιοπρόσωπο ποιητή. Δεύτερον και ουσιαστικό ως μια σειρά κρίσεων και ερμηνειών που προσεγγίζουν αναλυτικά και συνθετικά το λόγο του Λιοντάκη «αποκαλύπτοντας σύμβολα της κρυπτικής ποίησής του» (σ. 12).
Όπως είναι πασιφανές από μια γρήγορη ματιά στα περιεχόμενα του τόμου ο ποιητής κίνησε το ενδιαφέρον από την πρώτη εμφάνισή του το 1973 με το Τέλος του τοπίου. Η προσοχή στο έργο του και μάλιστα από μεγάλο μέρος των εμβληματικών κριτικών ονομάτων στάθηκε αμείωτη έως το 2012 με την πρώτη συσσωμάτωση σε έκδοση των τριών πρώτων του συλλογών και έως το 2015 με τη δεύτερη συγκεντρωτική των τεσσάρων τελευταίων συλλογών του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση εκτεταμένου υλικού σε χρονικό εύρος μισού αιώνα.
Για τον επιμελητή του τόμου η συγκέντρωση αυτού του υλικού και η λελογισμένη διευθέτησή του σε βιβλίο αποτέλεσε κοπιαστική διαδικασία βασισμένη σε επαναληπτικές αναγνώσεις των κειμένων. Εύλογα η δυσκολία και τα διλήμματα κορυφώθηκαν κατά την επιλογή των αποσπασμάτων ώστε να επιτευχθεί ο βασικός στόχος ενός τέτοιου βιβλίου: να περιληφθούν οι πλέον καίριες παρατηρήσεις και τα ουσιαστικά σχόλια των κριτικών. Όφειλαν δηλαδή τα επιλεγμένα τμήματα να προσεγγίζουν κατά το δυνατόν σφαιρικά και κατά τον πλέον κατατοπιστικό τρόπο το έργο του Λιοντάκη: να προσδιορίζουν τις ορίζουσες και να αποδίδουν γνωρίσματα της ποίησής του, να αποτυπώνουν την πορεία του, να εξετάζουν τους τρόπους του, να αποκαλύπτουν κρίσιμες για την ερμηνεία επιδράσεις, να αποτιμούν ψύχραιμα και να ερμηνεύουν πολύπλευρα. Μετά το κρίσιμο στάδιο της επιλογής η διάταξη του υλικού στο βιβλίο ορίστηκε στη βάση δυο αξόνων: πρώτα παρατίθενται τμήματα από 34 κείμενα που αποτιμούν και ερμηνεύουν το συνολικό έργου του Λιοντάκη (σ. 109-267) και κατόπιν στο χρονικό άξονα τα αποσπάσματα κατανέμονται ανά συλλογή, για καθεμιά δηλαδή από τις επτά συν μία, τη μεταθανάτια, στο χρονικό άνυσμα 1973-2019 (σ. 270-493).
Στην εισαγωγή ο επιμελητής παραθέτει την σύνοψη των κριτικών τόσο της σφαιρικής εξέτασης όσο και ανά συλλογή. Εκθέτει έτσι περιληπτικά αλλά αποτελεσματικά και ευθύβολα τη συνεισφορά του κάθε κριτικού αλλά και τις βασικές κρίσεις επί του έργου του Λιοντάκη. Ήδη ο αναγνώστης σχηματίζει την πρώτη έμμεση αλλά σαφή εικόνα για το βιβλίο και για τον ποιητή.
Είναι χαρακτηριστικό να παρακολουθήσουμε την αρχική ανταπόκριση του έργου του Λιοντάκη από τον Καραντώνη γεγονός που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν αναλογιστούμε τις θεσιακότητες του κριτικού: ο Καραντώνης ως θεσμικός πλέον φορέας αισθητικών (ιδεαλιστικών) κριτηρίων άλλης εποχής αγκυρωμένος στον Παλαμά και στο Σεφέρη, ενάντιος στον καρυωτακισμό, σκεπτικιστής για τους μεταπολεμικούς και ιδεολογικά φορτισμένος αποτελεί το παράδειγμα για την ιστορικότητα των κριτικών και των κειμένων τους, για την οξύτητα του αισθητηρίου τους που αντιλαμβάνονται τις ικανότητες της νέας ποιητικής φωνής του 28άχρονου αλλά επιχειρούν να την περιγράψουν με όρους του προσωπικού τους κριτικού ιδεολογικού ιδιώματος. Δεν μένω περισσότερο σε αυτό και το ανέφερα κυρίως ως σημείο του ενδιαφέροντος που προκάλεσε η πρώτη αυτή συλλογή του Λιοντάκη το 1973 ώστε πλην του Καραντώνη ο Βαλέτας, ο Μερακλής και ο Φουριώτης και άλλοι να ασχοληθούν στο σύνολο των εννέα κριτικών κειμένων ή σημειωμάτων. Εύστοχα ο Καρτσάκης επισημαίνει ότι η κριτική αυτή «δεν καταδύεται σε επίπεδα βάθους όπου θα διέκρινε την αρχή της εσωτερικής του περιπέτειας». (σ. 20).
Κρίνοντας ο Καραντώνης και τη δεύτερη συλλογή του Λιοντάκη, τη Μετάθεση του 1976, αντλεί από την ίδια ιδεολογική του παρακαταθήκη. Αξίζει εδώ να συνεξεταστούν το κείμενο του Καραντώνη με εκείνα των Ζήρα και Φωστιέρη που αντιμετωπίζουν τον ποιητή ως συνήλικοι, εξοικειωμένοι με την ποίηση του ’70, με την ψύχραιμη απόσταση από τη γενιά του ’30 και εντοπίζουν βασικά στοιχεία της ποιητικής του. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι νεότεροι κριτικοί αναλαμβάνουν τις θεωρήσεις της ποίησης του Λιοντάκη.
Όπως προανέφερα οι δυο αθροιστικές συλλογές των τριών (2012) και τεσσάρων συλλογών (2015) κινητοποιούν την κριτική για να επανεκτιμήσει με τη δέουσα απόσταση το έργο του Λιοντάκη. Ιδίως η πρώτη, υπό τον τίτλο Εικόνες που επιμένουν δημιουργεί την κατάλληλη συγκυρία για δυο κριτικούς, Δημητρούλια και Χατζηβασιλείου, που παρακολούθησαν συστηματικά τον Λιοντάκη, να επαναπροσεγγίσουν το έργο του ποιητή και να συγκεφαλαιώσουν τις παρατηρήσεις τους, και οι δυο πλέον στην κριτική ωριμότητά τους, το 2013. Θα ανατρέξω στο σημείο αυτό στην κριτική του Δασκαλόπουλου του 2016 (σ. 460-462) ο οποίος εύστοχα διακρίνει στη βάση των δυο αυτών εκδοτικών συσσωματώσεων την υπόδειξη του ποιητή για διαίρεση του έργου του σε δυο διακριτές περιόδους. Νομίζω ότι πράγματι ισχύει η παρατήρηση καθώς ο Λιοντάκης, όπως έχει επισημάνει η κριτική, από τον Μινώταυρο οδεύει φανερά προς την κατάκτηση της φωνής του ορατή καθαρά στο Τέρμα της πλάνης οπότε αγγίζει το απόγειο της ωριμότητάς του. Σε αυτό το διάστημα επιμένοντας με τα ίδια μέσα σε σταθερές θεματικές κατορθώνει να τις προσεγγίζει κάθε φορά πληρέστερα μεταξύ αφαίρεσης και λυρισμού κυριολεξίας και μεταφορικής μυθοποιητικής.
Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η αξία και η ιδιοφωνία του Λιοντάκη αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα με θετικές και συχνά θερμότατες κριτικές. Το έργο του και το πλήθος και η ποιότητα των κειμένων περί αυτού είναι μεγέθη ανάλογα. Είναι λοιπόν ακριβής η διαπίστωση του Καρτσάκη ότι η ποίηση του Λιοντάκη «έτυχε κριτικής εύνοιας από την αρχή» (σ. 42). Η εύνοια αφορά στην ποιότητα των κριτικών αλλά και την ενασχόληση των πλέον έγκριτων ονομάτων του τελευταίου περίπου μισού αιώνα από το χώρο της κριτικής: Ζήρας (έξι κείμενα), Παπαγεωργίου (τέσσερα), Χατζηβασιλείου (πέντε), Δημητρούλια (πέντε), Γ. Μαρκόπουλο (δυο) οι δυο πρώτοι μάλιστα ως ειδικοί στις ποιητικές συνομαδώσεις που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του ’70. Αναφέρω ακόμη τους Νιάρχο (τρία κείμενα) και Μπουκάλα, Βέη, Δασκαλόπουλο, Χουζούρη (δυο κείμενα). Έχει μάλιστα ιδιαίτερη αξία η επισήμανση ότι οι Παπαγεωργίου, Μαρκόπουλος, Βέης, Δασκαλόπουλος, Νιάρχος και Ζήρας υπήρξαν και ποιητικοί συνοδοιπόροι του Λιοντάκη με διπλή κατά συνέπεια βαρύτητα των αξιολογήσεών τους.
Επισημαίνω ακριβώς τη γκάμα των κριτικών ονομάτων, ουσιαστικά διαδοχικά τριών ηλικιακά γενεών που εντέλει συγκλίνουν στους τόπους και τους τρόπους του Λιοντάκη αλληλοσυμπληρώνοντας την εκτίμηση του ποιητικού του πεδίου και παρέχοντας σε μεγάλο βαθμό τα κλειδιά για την κατανόηση του έργου του. Και μάλιστα, η κριτική κατάθεση τόσο νέων ποιητών όπως ο Δημήτρης Αθηνάκης (γ. 1981) όσο και πολύ νεότερων ερευνητών όπως ο Μπίλη Μητσικάκος (γ. 1995) οποίος με ένα ισχυρότατο υπόβαθρο αναλύει το Μινώταυρο, αποτελεί διπλό σημαίνοντα δείκτη: εδραιώνει την αίσθηση απήχησης του έργου του Λιοντάκη σε πολύ νέα άτομα, πράγμα που θα εντοπίσουμε και παρακάτω.
Αλλά η παρουσία ορισμένων κειμένων φέρει μια άλλη διάσταση, υλικών αναμνήσεων και εξίσου ποιητική με το έργο του Λιοντάκη έρχεται να φορτίσει συγκινησιακά το βιβλίο. Πρόκειται για εκείνα τα αποσπάσματα ομότεχνων που εστιάζουν στην ανθρώπινη, φιλική σχέση: Μάρω Δούκα, Νίκη Τρουλλινού και ο επικήδειος του Αλέξη Ζήρα. Θα έλεγα μάλιστα ότι μπορούν να ξαναδιαβαστούν μετά την ανάγνωση του υπόλοιπου βιβλίου, ίσως και των ποιημάτων συμπεριλαμβανομένων.
Δεν θα παραθέσω στοιχεία της ποιητικής του Λιοντάκη τα οποία χαρτογραφούν άλλοτε άπαξ άλλοτε επαναληπτικά οι κριτικοί. Θα εστιάσω μόνο σε δυο σημεία τα οποία, όπως πιστεύω, μπορούν να επαναθεωρηθούν σήμερα υπό νέα θεωρητικά εργαλεία αποκαλύπτοντας ακόμη μια φορά πόσο ζωντανή και οικεία είναι η ποίηση του Λιοντάκη. Κατά την ανάγνωσή μου, όπως και πολλών νεότερων ερευνητών και κριτικών αυτά είναι η ποιητική του έρωτα και το τραύμα με υποδοχείς την αρχική ενοχή της σεξουαλικότητας και τη μετέπειτα απελευθέρωση, την αισθητικοποιημένη πρακτική των εφήμερων ερώτων, την μοναχική παιδική και εφηβική ηλικία, την αστική μόνωση το βάρος της επαναληπτικότητας του καθημερινού, την απόσταση από τον Άλλον ως αντανάκλαση του θρυμματισμένου εγώ.
Μπαίνοντας σε αυτή τη λογική μπορούμε να δούμε εκείνες τις υποφωτισμένες πτυχές των οκτώ ουσιαστικά συλλογών ή να επανέλθουμε σε αυτές τις συλλογές με νέα οπτική. Θα αναφερθώ παραδειγματικά και συνοπτικά στο μεγάλο ποίημα που ετοίμαζε ο Λιοντάκης, θεωρώντας ότι σε αυτό αναγνωρίζεται η κορύφωση της ποιητικής ωριμότητάς του ως συναίρεση των ιδεολογικών του ροπών και ως συλλειτουργία των ποιητικών του τρόπων. Πρόκειται βέβαια για το Ένεκεν της ανωνυμίας σου τον «Άγνωστο γυμνό», το οποίο, εξαιτίας ακριβώς των χαρακτηριστικών του, όπως τα προανέφερα, διευρύνει τη δυνατότητα κριτικών λόγων με σύγχρονα εργαλεία. Η σύνθεση αυτή ερμηνεύεται από τους Καρτσάκη σε δυο κείμενα και Περοδασκαλάκη σε ένα στο πλαίσιο των βασικών παραμέτρων του έργου του Λιοντάκη, όπως τις εντόπισαν και σχολίασαν κατ’ επανάληψη και τα περιεχόμενα στον τόμο κριτικά κείμενα και όπως ακροθιγώς, συνοψίστηκαν παραπάνω. Σε αυτά τα βασικά ερμηνευτικά κλειδιά μπορεί να προστεθεί μια σειρά νεότερων θεωρητικών βάσεων επαναπροσεγγίζοντας τη σύνθεση χωρίς να θεωρηθεί ότι προδίδεται το πνεύμα που διέπει συνολικά την ποίηση του Λιοντάκη. Παραδειγματικά: Η ποίηση του Λιοντάκη απέδειξε ότι δεν αρκεί η οντολογική αναγωγή σε ένα αυθεντικό ενιαίο ανθρώπινο υποκείμενο, μόνο δηλαδή την «οντολογία του ανθρώπου» (Περοδασκαλάκης, σ. 482) αλλά περνώντας σε μια νεότερη διαλεκτική της σύζευξης εαυτότητας-ετερότητας. Η ετερότητα και η εαυτότητα στον Λιοντάκη δεν αποτελούν μονοδιάστατες αλλά πολυσήμαντες έννοιες ως εμπειρία του σώματος, ως αναγνώριση της διαφορετικότητας του άλλου ή αν θέλουμε να ανατρέξουμε σε άλλη βάση (Λεβινάς) ως μια αμφίδρομη πορεία από τον ξένο προς τον εαυτό.
Παράλληλα και σε συνέχεια με το παραπάνω μπορούμε επίσης να διαβάσουμε τον Λιοντάκη μέσα στην «ιστορία, το σταθερό στημόνι» (Καρτσάκης, σ. 486) περνώντας από τη λυρική φόρτιση που διέπει το ποίημα στην κυριολεξία των συγκεκριμένων πολιτικοκοινωνικών συνθηκών που το διατρέχουν και που μεταβάλλουν τα πολλαπλά πρόσωπα του Ανώνυμου σε άτομα με συγκεκριμένες θέσεις και μάλιστα σχεδόν αποανθρωποιημένους έτερους. Έτσι για παράδειγμα το ποίημα «Μετανάστης» από το Ροδώνα με τους χωροφύλακες (1988) συστοιχεί με τις ρεαλιστικές απεικονίσεις Ανώνυμων (των ίδιων από το Ένεκεν της ανωνυμίας σου) φτωχών μεταναστών. Μέσα από τη σύζευξη εαυτού έτερου που προανέφερα ο ποιητής επιχειρεί να αποβάλλει, να εξοβελίσει από τη ματιά την αντίληψη του λευκού δυτικού προνομιούχου με το αποικιοκρατικό βλέμμα και να περάσει στην ταύτιση. Ο Λιοντάκης θέτει στην ποιητική πράξη, ίσως και ταυτόχρονα με αντίστοιχα θεωρητικά, τα ερωτήματα του ποιος μιλάει και για ποιον, εκ μέρους ποιου και αποφασίζοντας να αποδώσει φωνή στα άφωνα πρόσωπα της ιστορίας επιχειρεί να υπερβεί τον λυρισμό του που αισθητικοποιεί την οδύνη τους για να δει και να δείξει καθαρά την παρουσία τους σε έναν νοσούντα αστικό ιστό. Στο σημείο αυτό λοιπόν τα Ανώνυμα πρόσωπα της ποίησής του και ιδίως του τελευταίου αυτού εμβληματικού ποιήματός του αποκτούν συγκεκριμένη υπόσταση. Επιπλέον, ο Χατζηβασιλείου χαρακτηρίζει τη «σύγκρουση του ποιητικού εγώ με την ενδιάθετη λυρική ροπή του» (σ.452 και σ. 456) δηλαδή τη διαρκή απόπειρα υποταγής του λυρικού στην άμεση απόδοση της εμπειρίας ως προσίδιο του Λιοντάκη. Αν και κάτι τέτοιο απαντά συχνά στον ποιητικό λόγο, νομίζω ότι μια συγκριτική ανάγνωση ποιημάτων του Λιοντάκη με εκείνα νεότερων ποιητριών/ών που αντλούν θεματολογία από την ενσώματη αστική περιήγηση και το βίωμα θα αναγνώριζε ομοιότητες σε αυτόν τον τρόπο. Εξάλλου ο ίδιος είχε σημειώσει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Βήμα: «Η ποίηση κατά κύριο λόγο είναι εμπειρίες, μετουσιωμένες εμπειρίες ασφαλώς. Χωρίς εμπειρίες δε γράφεις ποίηση. Η ποίηση δεν είναι συναισθήματα[…]Η ποίηση δεν είναι το ημερολόγιό μας». Ακριβώς ό,τι συγκινεί είναι η μεταβίβαση της εμπειρίας ότι την κοινωνική κριτική και την στενή δοσοληψία με το καθημερινό που χαρακτηρίζει ποιήτριες/ές των συνομαδόσεων της εποχής του ο Λιοντάκης την μεταφέρει σε άλλο επίπεδο.
Ο ίδιος επίσης στο ποίημα «Επιμύθιο» παραδίδει τη σκυτάλη των λόγων σε «κάποιους άλλους» που «σίγουρα θα διαβάσουν τον κόσμο καλύτερα από μένα» αλλά νομίζω ότι, σε μεγάλο βαθμό, η επανανάγνωση του έργου του τον διαψεύδει. Αν και πράγματι ισχύει αναμφισβήτητα η δήλωσή του «Πιστεύω ότι η ποίηση προφανώς δεν τελειώνει σ’ εμένα» από τη συνομιλία που περιλαμβάνεται στο βιβλίο και με την οποία ξεκίνησα αυτό το κείμενο, η ματιά του Λιοντάκη παραμένει από το 1973 έως και σήμερα, πέντε χρόνια μετά την εκδημία του, καίρια επίκαιρη στην ανάγνωση του κόσμου και ταυτόχρονα επιδραστική σε νεότερους. Θα αναφέρω μάλιστα το παράδειγμα ενός νέου ποιητή που γνώρισε και συναναστράφηκε τον Λιοντάκη και τον όρισε, όπως και άλλοι ηλικιακά νέοι, ως έναν από τους προγόνους του. Στο έργο λοιπόν του Νικόλα Κουτσοδόντη διαβάζουμε από την τρίτη συλλογή του: «Μισήσαμε τόσο τον εαυτό μας[…]με λίγο από εκείνη του παρελθόντος την αγριότητα /που έπαιζαν μπάλα/ του Λιοντάκη οι συμμαθητές /με την ουροδόχο ενός αρνιού».
Έτσι λοιπόν παραμένει ερώτημα για απάντηση στο μέλλον αν πράγματι «οι άλλοι» οι επόμενοι διάβασαν καλύτερα τον κόσμο, και πάντως η ανάγνωση του Λιοντάκη είναι φανερό ότι θα παραμείνει ενεργή. Ο φυσικός εξάλλου θάνατος ενός ποιητή δεν αποτελεί παρά μόνο το τέλος της ανθρώπινης, υλικής του υπόστασης στον παρόντα κόσμο. Ο λόγος του συνεχίζει να υπάρχει, να ακούγεται, να ερμηνεύεται και κυρίως να επιτελεί δηλαδή «να κάνει πράγματα», να λειτουργεί στις συνειδήσεις των μεταγενέστερων και ο Λιοντάκης αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα.
Νομίζω αυτά τα τελευταία στοιχεία αποτελούν περίτρανη απόδειξη για τη σημασία της έκδοσης αυτού του βιβλίου με τα κριτικά κείμενα καθώς εντέλει υπογραμμίζουν την ανάγκη το ζωντανό έργο του Λιοντάκη να συνοδεύεται από την πλαισίωσή του.
[1] Βλ. τα στοιχεία της συνομιλίας στο Για τον Χριστόφορο Λιοντάκη. Κριτικά κείμενα. Ανθολόγηση-Εισαγωγή-Επιμέλεια Αντώνης Καρτσάκης εκδόσεις Αιγαίον Λευκωσία 2024.
[2] Όλες οι παραπομπές σε σελίδες γίνονται στο Για τον Χριστόφορο Λιοντάκη…, ό.π.