Αφιέρωμα Χριστόφορος Λιοντάκης 3- Στη Μεθώνης, Αρθούρε, κι εσύ; (του Γιάννη Δούκα)

0
291

του Γιάννη Δούκα

 

Με αφορμή τον τόμο Για τον Χριστόφορο Λιοντάκη (Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2024), τον οποίο επιμελήθηκε ο Αντώνης Καρτσάκης, ανθολογώντας κριτικά κείμενα που γράφτηκαν, σε συγχρονία ή σε αναδρομή, για το έργο του Λιοντάκη και για όλο το χρονικό εύρος της ποιητικής του διαδρομής από Το τέλος του τοπίου Στο τέρμα της πλάνης, με την προσθήκη της μεταθανάτιας κατακλείδας του Ένεκεν της ανωνυμίας σου, μου χαρίστηκε να ξαναδιαβάσω τα ποιήματά του.

Αν και ομολογώ ότι, διαβάζοντάς τα επιτροχάδην και με την πίεση του χρόνου, σα ν’ αντικρίζω κινούμενο τοπίο μέσ’ από τρένο, ένιωθα ότι τον αδικώ, ότι ο σωστός τρόπος θα ήταν να τα διαβάσω αργά, πολύ αργά, σα στάλα μέσα σε σπηλιά, σα να ’ναι, όπως κι ο ίδιος λέει εξαρχής, «ήχος κλεισμένος/ Σε σταλαχτίτη/ Και σταλαγμίτη ανάμεσα». Ήταν, ωστόσο, «εικόνες που επιμένανε». Και μια ανάγνωση, θα την έλεγα, ιαματική. Το είχε πει κι εκείνος, απαντώντας σ’ ερωτήσεις της Μαρίας Θερμού το 2012:

“Πιστεύω ότι ο ποιητής είναι μια άγρυπνη συνείδηση. Καταγράφει τα γεγονότα, τα βιώματά του, τις κοινωνικές καταστάσεις με έναν εντελώς ειδικό τρόπο, τα συμπυκνώνει, τα γαλβανίζει και έτσι ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί με αυτά και να δραπετεύσει από μια συμβατική σκέψη. Γιατί η καλή ποίηση και η καλή ανάγνωση είναι στην κυριολεξία μια απόδραση. Βγαίνεις από τον καθημερινό ζόφο”.

Δεν ακολούθησα χρονική σειρά στην ανάγνωσή μου, ξεκίνησα από τα Ποιήματα 1982-2010 και συνέχισα με τις Εικόνες που επιμένουν. Δεν ήταν, όμως, μόνον ο ωριμότερος ποιητής που προηγήθηκε του νεότερου – έχοντας μπροστά μου το κείμενο των συγκεντρωτικών εκδόσεων, είχα και –ως  προνόμιο– την παρεμβολή του προς τα πίσω βλέμματος του ίδιου του δημιουργού, μιας κατορθωμένης πορείας που αναλογίζεται την καταγωγή της. Θα ξεκινήσω, γι’ αυτό, απ’ τον «Απόλογο», που προτάσσεται των Εικόνων που επιμένουν, των τριών πρώτων, δηλαδή, συλλογών του Χριστόφορου Λιοντάκη. Ήδη εδώ –έχω την εντύπωση– μας προμηθεύει με αντικλείδια ανάγνωσης του έργου του, ενός έργου συντελεσμένου, τότε, στο μεγαλύτερο μέρος του και –θα τολμούσα να πω– με μια πλαισίωση όχι άμοιρη της κριτικής διαμεσολάβησης∙ εννοώντας ότι το πώς θα δούμε το ίδιο μας το πρόσωπο πάντα εξαρτάται από το αποτύπωμα της όρασης των άλλων: ανατρέχει ο δημιουργός στο έργο του και η δική του προσέγγιση εμπεριέχει και τον ενοφθαλμισμό του απ’ τη ματιά της κριτικής.

Τι μας λέει, λοιπόν, ο Λιοντάκης; Ότι καταγωγή της ποίησής του είναι η θλίψη, η φύση ως διαφυγή από τη θλίψη, διαφυγή απ’ τη μετάδοση του φόβου, του φόβου ως προγονικού κληροδοτήματος. Η φύση, που ως περίεργη αλχημεία συναιρούσε παιχνίδια, ρεμβασμούς, ελευθερία, φόβους, έκσταση, και πρόσφερε στο τέλος το μέταλλο της αθωότητας, όπου στοιβάζονταν διάφορες εικόνες. Εικόνες που αντανακλούσε ένας εσωτερικός καθρέφτης, κι αυτός με τη σειρά του διατύπωνε το έσοπτρο αίνιγμα. Ένα αίνιγμα που δεν λύθηκε, εξακολουθεί όμως να ιριδίζει μέσα από τις μνήμες και τα χάσματα.

Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, «άρχισαν να [τ]ου αποκαλύπτονται ο κόσμος και ο εαυτός [τ]ου». «Δεύτερη, μετά τη φύση, παραμυθία» στάθηκε «ο χώρος του μύθου». Και από εκεί, ως «δοσμένη πραγματικότητα», που η ποίηση δε γίνεται και δε δικαιούται ν’ αγνοήσει, αλλά «αποκαλύπτει τις αθέατες όψεις και τις άδηλες αναλογίες» της – οι τόποι: το Ίνι, το Ηράκλειο των γυμνασιακών χρόνων, η Αθήνα των φοιτητικών, πόλεις παλίμψηστες, απ’ την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη ως την ταράτσα με θέα στην Ακρόπολη. Η Κόρινθος και η Λαμία της στρατιωτικής θητείας του, το Παρίσι των μεταπτυχιακών σπουδών του. Η Αθήνα – και πάλι. Και πάντα. Όλα μαζί, το «έδαφος» της ποίησής του.

Όταν είχα πια ολοκληρώσει την ανάγνωσή μου, όταν είχα διαβάσει και τη –χωρίς υπερβολή– εμβληματική άμα τη εμφανίσει της εισαγωγή του Αντώνη Καρτσάκη, ένιωσα να με καταλαμβάνει και να με καταβάλλει μια βαθιά αμηχανία – και όχι ρητορική. Φοβήθηκα ότι θα είχα να συνεισφέρω έναν λόγο παράγωγο, μόνο, και δευτερογενή, πολύ απομακρυσμένο πια από της αληθείας. Πώς να παραφράσω αυτό που εμπεριέχει την εξήγησή του, αλλά και γιατί να επισωρεύσω τη δική μου διατύπωση στις ήδη προϋπάρχουσες; Ένιωσα πως θ’ αρκούσε να πω τα εξής: διαβάστε, μνημονεύστε τον Χριστόφορο Λιοντάκη, γιατί πολύ βασανίστηκε και πολύ προσπάθησε για το φως και δεν του ήταν εύκολο και κόπιασε. Τιμήστε, σφίξετε το χέρι του Αντώνη Καρτσάκη, γιατί με την αγάπη, την άοκνη εργασία και τη βαθιά επάρκειά του επιτελεί σπουδαίο έργο για να διαβάζουμε και για να μνημονεύουμε τον Χριστόφορο Λιοντάκη μέσα στην αδελφότητα των λέξεων.

Αυτό που, ωστόσο, μπόρεσα να κάνω είναι να κρατήσω σημειώσεις στο περιθώριο των σελίδων του Λιοντάκη και του Καρτσάκη – αυτές καταγράφω. Και μου δόθηκε η δυνατότητα ν’ αναλογιστώ τον ίδιο τον Χριστόφορο, ως φυσική παρουσία που άγγιξε τη ζωή μου, να προσεγγίσω εκ νέου το έργο του και να συλλογιστώ την κομβική σημασία του κριτικού λόγου, συνοδοιπόρου του ποιητικού, που επαγρυπνεί ή εφημερεύει, αποπειρώμενος να διαγνώσει τις τάσεις του, να τον ανατάμει, με τα εργαλεία και τα σύνεργα μιας αγαπητικής χειρουργικής. Δεν ξεχνάω πως με τη Μεταπολεμική κριτική και ποίηση του (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009), ο Καρτσάκης έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην ανάδειξη του κριτικού λόγου ως μη μόνο συμπληρωματικού ή ετερόφωτου, αλλά και καθοριστικού –με την αδιάκοπη εξέλιξη και με τη θεμελίωσή του στα ιστορικά συμφραζόμενα– για την ίδια τη διαμόρφωση του ποιητικού πεδίου, των αναζητήσεων και των κατευθύνσεών του. Λόγοι συγκοινωνούντες, που και οι δυο γεννιούνται –με τον δικό του τρόπο ο καθένας–  μέσ’ από τη συμπύκνωση του καθομιλουμένου.

Στην εισαγωγή του, ο Καρτσάκης, αξιοθαύμαστα επιγραμματικός, αποδίδει την ουσία της ποίησης του Χριστόφορου Λιοντάκη, αποκαλώντας την «εσωτερική περιπέτεια» κι «εξιστόρηση ενός ατομικού δράματος που γίνεται οικουμενικό». Φωτίζοντας και συνοδεύοντάς την, πλαισιώνει ένα ομαδικό, θα έλεγα, πορτρέτο του ποιητή και του έργου του, ένα πορτρέτο φιλοτεχνημένο εν κινήσει, ενώ άλλαζαν και βάθαιναν, από βιβλίο σε βιβλίο, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.  Και, όπως γράφει, «η πολυπρισματική ματιά της κριτικής, οι επισημάνσεις και οι αποτιμήσεις της» συμπληρώνουν το έργο, εμπλουτίζουν τη νέα μας ανάγνωση, της προσδίδουν ιστορικό βάθος.

Η ανακεφαλαίωση της κριτικής αποτίμησης συμπληρώνεται από ένα εξαιρετικό χρονολόγιο, αναλυτική εργογραφία και βιβλιογραφία δημοσιευμάτων, επίμετρο με ανθολόγιο ποιημάτων και μια συνομιλία του Χριστόφορου Λιοντάκη μ’ έναν άλλο αγαπημένο απόντα, τον Χρήστο Αγγελάκο. Τα κριτικά κείμενα που περιλαμβάνονται χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: σφαιρικές θεωρήσεις της ποίησης του Λιοντάκη και κριτικές αποτιμήσεις ανά ποιητική συλλογή. «Στόχος», όπως διατυπώνεται ρητά, είναι «η βαθύτερη γνώση της ποίησης του Λιοντάκη» και «η αντιμετώπισή της ως ενιαίου συνόλου». Η αξία της κριτικής ως σχολίου ή ως υπόδειξης ενός (μη δεσμευτικού) τρόπου ανάγνωσης «έγκειται όχι στην αλήθεια αλλά στην εγκυρότητα». Ή, θα πρόσθετα, για να θυμηθώ τον Τζορτζ Στάινερ, σε μια έντιμη, παθιασμένη, ιδιωτική εμπειρία που προσπαθεί, καθώς εκφράζεται, να πείσει το ακροατήριό της.

Ο Καρτσάκης παραθέτει τους τόπους της ποίησης και τους τρόπους της ποιητικής του Χριστόφορου Λιοντάκη, τις επανερχόμενες, δηλαδή, θεματικές και τις μεθοδολογίες τους, καθώς επίσης και τις πηγές της διακειμενικής του συνομιλίας. Αποκωδικοποιεί και το έργο και την επί του έργου κριτική με μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση και των δυο. Και καθώς διατρέχουμε τις κριτικές αποτιμήσεις, από το 1973 έως το 2010, γινόμαστε μάρτυρες μιας εποχής ή, μάλλον, μιας αλληλουχίας εποχών. Από τον Ανδρέα Καραντώνη στον Τάσο Λειβαδίτη, από τον Γιάννη Τσαρούχη στον Μιχάλη Μερακλή, στους –συνομήλικους του Λιοντάκη– Ζήρα, Φωστιέρη, Παπαγεωργίου, Μαρκόπουλο, στους όλο και νεότερους, φτάνοντας ως τον εικοσιεννιάχρονο, σήμερα, Μπίλη Μητσικάκο.

«Ἔστι τι τὸ ὅλον παρὰ τὰ μόρια», γράφει στα Μετά τα φυσικά ο Αριστοτέλης: το έργο της καθεμιάς και του καθενός μας είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμα των αναγνώσεων που του τυχαίνουν. Το βιβλίο του Αντώνη Καρτσάκη για το έργο του Χριστόφορου Λιοντάκη αυτό το «κάτι παραπάνω» συλλαμβάνει, τοποθετώντας τον ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο όπου ο κάθετος άξονας (παρελθόντος και μέλλοντος) τέμνεται με τον οριζόντιο των δεκαετιών της συγκυρίας του. Το σύνολο είναι έργο αναφοράς, που θα διαβάζεται μαζί με την ποίηση του Λιοντάκη και θα τη συνοδεύει ως οδηγός.

Με αυτό τον οδηγό, λοιπόν, επιχείρησα κι εγώ τη νέα μου ανάγνωση. Από Το τέλος του τοπίου ξεκινώντας, τον βρίσκουμε ήδη –σχεδόν εξαρχής– ώριμα αποφθεγματικό, αλλά και δέσμιο, αιχμάλωτο αντίρροπων δυνάμεων, που συμβιώνουν μέσα του, χωρίς ακόμη να βρίσκουν τη σύνθεσή τους. Τα ποιήματα εμπεριέχουν την περιγραφή τους. «Τα πράγματα», λέει, «ζούνε την ηδονή της σιωπής/ Την οδύνη της ομιλίας». Όλα σα να έχουν ήδη συντελεστεί, κυοφορούνται και όσα θα ειπωθούν αργότερα. Ταξιδευτής που από πολλά έχει περάσει, μα δε στάθηκε πουθενά, μονίμως ευάλωτος, με συχνό ένα πρώτο πληθυντικό, σαν κρυφτό μες στο συλλογικό υποκείμενο. Το εκκρεμές του είναι αυτό, η πραγματικότητα και η υπέρβασή της. «Ένας κόσμος», λέει, που «περιμένει να του δώσεις όνομα». Η ζωή, χώρος επιτήρησης και καταστολής, ο ποιητής ένας στρατιώτης εμπόλεμος με την άρνηση. Αναζητά τον λόγο, τον μύθο συγκροτεί απ’ τα κενά της προφητείας μέχρι την κατάρρευση της ψυχανάλυσης.

Στη Μετάθεση ακόμη δοκιμάζει τα κλειδιά του. Σα να έχει βρει τον χώρο όπου εξ ολοκλήρου θα εισέλθει η ποίησή του, σα να τον ονομάζει, σα να διστάζει ακόμη στο κατώφλι. Ένα κομμάτι εδώ είναι της μνήμης: «Απ’ το νησί ένας ίσκιος/ Απομένει». Και η θύμηση της ηδονής, μια «ανάμνηση που/ Κάθε θλίψη ξεπερνούσε». Εύχεται «μιαν άλλη σιωπή», το ξεπέρασμα της ντροπής, τη λέξη «αναπολόγητος», την εντατική μεταμόρφωση της ύπαρξης, τη λυτρωτική παράδοση, τη συνάντηση μέσα στο πλήθος. Κύριο, εδώ, το ζήτημα της μαρτυρίας: ποιοι θα δουν, ποιοι θα ’ναι σε θέση, κάποτε, ν’ αφηγηθούν. Ο ποιητής, ένας επιζών μεταξύ ζωντανών και πεθαμένων, εξίσου τραυματισμένος κι απ’ τους δυο.

Το Υπόγειο γκαράζ δεν είναι παρά «ο μαγικός βυθός της πόλης». Στο αστικό τοπίο του Εβδομήντα, τα ποιήματα διαβάζονται και σα σκηνικές οδηγίες ή επεξηγήσεις για τα πρόσωπα του δράματος. Εδώ συναντούμε για πρώτη φορά μια πολύ αγαπητή του λέξη, μεθοδολογία, ίσως, και ολόκληρης της γραφής του: τη μνημοτεχνική. Και πάλι οι συγκρούσεις των αντίρροπων δυνάμεων: τώρα θυμίζουν πιο πολύ εναγκαλισμό. Το άχρονο συνυπάρχει με το μοντέρνο, και τα δυο με το δικό τους λεξιλόγιο: την τρέχουσα της εποχής τεχνολογία, τον τουρισμό, τη γλώσσα πλατειών και λεωφόρων. Εδώ η ζωή ένα ενύπνιο αγοραίο. Υπνοβατεί ο ποιητής, μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο ενικό, «ξέρει τη μνήμη των κυττάρων/ Ξέρει τα χρωμοσώματα». Εξάλλου, «το εγώ είναι ένας άλλος». Το μάτι διερευνητικό, περιπαικτικό, οικουμενικό, από το «ένα παγκάκι» σε ολόκληρη την υδρόγειο. Συμμέτοχος, όμως, παρατηρητής, μ’ ένα καβαφικό «ξαναπηαίνει», «γλιστρώντας/ Στο εφήμερο», δικαιώνεται μέσω στης αποτυχίας, μέσω του ανέφικτου καθήκοντος με το οποίο επιφόρτισε τον εαυτό του. Δεν μπορεί, αν και θέλει, «να ταριχεύσ[ει]/ (…) Το αόρατο».  Δεν μπορεί «να κλειστεί σ’ ένα δωμάτιο/ Για πάντα».

Εκεί που Ο Μινώταυρος μετακομίζει, διαβάζουμε μια ποίηση που συναιρεί «το πρώτο σπέρμα» και «το μυστικό της σήψης». Δε νομίζω πως ισχύει για πολλές ή πολλούς αυτό που συμβαίνει στον Χριστόφορο Λιοντάκη: όλα τα ποιήματά του εκτυλίσσονται σ’ έναν κόσμο άλλο απ’ τον δικό μας, έναν κόσμο δικής του επινόησης. Συστατικά του, το βαρύ οικογενειακό παρελθόν, όπως στην «καταγωγή του καπνιστή», το τοπίο του χωριού, η ανεστραμμένη μνήμη, η εναλλαγή της συστολής και της διαστολής του χρόνου. Δεν είναι η σιωπή το ζητούμενο, αλλά η τέχνη του υπαινιγμού, η κρυπτική αποτύπωση, το μυστικό φορτίο των συμβόλων. Να μην μπορείς ούτε να διανοηθείς, ούτε να φανταστείς πόσο πολλά χωρούν στο στιγμιαίο: το πένθος, το πάθος, ο φόβος, η εμπειρία ως τελετουργία, η αναμέτρηση, εντός της εμπειρίας, με τον εαυτό μας ως άλλο, ως εχθρό. Και πάλι, εδώ, οι πόλεις: ο Χάνδαξ, σε μια εποχή που «η καθαρεύουσα Ελλάς» αστυνομεύει την επιθυμία, αλλά δεν μπορεί να αποτρέψει την εφηβική ανακάλυψή της. Τα στιγμιότυπα αποσπάσματα, διασωσμένα στην υστερότερη μνήμη, σ’ ένα –πάλι καβαφικό– «θυμήσου σώμα». Ο πολύσημος Μινώταυρος ακολουθεί τον ποιητή στην Αθήνα, «το χάσμα κλείνει στο άλλο χάσμα». Αποσκευή ολόκληρη η υπόσταση, ολόκληρη η καταγωγή, κι ας πρέπει να κρυφτεί, να υποδυθεί έναν ρόλο, να υιοθετήσει το διχαλωτό ιδίωμα της νομικής επιστήμης: «Τα υπόλοιπα θα τα διηγηθείς εσύ/ σίγουρα αλλαγμένα».

Η ποίηση του Λιοντάκη συμβαίνει σ’ έναν ενδιάμεσο χώρο και χρόνο, πεδίο μάχης ανάμεσα στο ρητό και το άρρητο. Το βλέμμα δίνει νόημα στα πάντα, «το φως/ μετατοπίζεται» πάνω στα πράγματα, την ώρα που τα σώματα «δίνουν τη μάχη με τη βία της σιωπής» και «στο τελευταίο μέτρο/ το δέρμα ξεπερνά το λόγο». Η σωτηρία βρίσκεται στην αναζήτηση του κάλλους, η μόνη ελπίδα στην εύνοια της μαρτυρίας: η ποίηση επιτελεί –πολύτιμη παρηγοριά– τη λειτουργία της, την ανακατάταξη, δηλαδή, του σύμπαντος κόσμου μέσω της μνήμης: «η μελωδία σε μαρτυρούσε/ σε πρόσθετε/ σε αφαιρούσε».

Κι αν μετακόμισε ο Μινώταυρος, πού αλλού κατοικεί, αν όχι στον ροδώνα με τους χωροφύλακες; Στην επικράτεια του μύθου, δηλαδή, με τις επαναλήψεις και τις επιστροφές, «μύθο στάζοντας», «το μύθο συλλαβίζοντας», μ’ ένα διακείμενο πάμπλουτο, στην εντέλεια χωνεμένο, ώστε να παράγει ένα σύστημα ενιαίο κι αδιαίρετο, όπου χωρούν και το «άρρωστο ρόδο» του Μπλέικ και το ηρακλείτειο «όπως η φύση, να κρύβομαι αγαπώ». Τεχνίτης του λόγου ο Λιοντάκης, εξοικειωμένος με όλους τους τόνους, γνώστης των φορτίων τους. Το παρελθόν, «ασπράδι αυγού» στον Μινώταυρο, εδώ αποκαλύπτεται σε όλες του τις διαστρωματώσεις: το μυθικό, μινωικό, στο ακτοπλοϊκό Κνωσσός-Αθήνα σαν Ηράκλειο-Πειραιάς, με το καράβι του Θησέα, αλλά κι εκείνο που διασώζεται σε μια αρχαιολογία πράξεων και χειρονομιών, στη νικητήρια φθορά των υλικών: η πορσελάνη, το μπαμπάκι, το ασβεστόνερο. Εδώ «ονόματα αναβλύζουν./ Μήτε πηλός μήτε χαλκός μήτε και μάρμαρο/ τα μνημονεύει». Κι όταν ένα κείμενο καταστεί ποίηση του ακατανόμαστου, είτε αποκρυπτογραφηθεί, είτε όχι, καταλήγει να εκφράζει και το άπαν και το άπαξ. Η φύση, πάλι, στη διαδοχή των εποχών, με όλα της τα θαύματα, μ’ όλα τα μυστικά της. Και μες στον κόσμο, όχι έξω απ’ αυτόν, η ταυτότητα που δοκιμάζεται, που αντανακλάται στον εαυτό της, που επικοινωνεί, που ψάχνει την κατάφαση, που τη βρίσκει στην πράξη του έρωτα.

Ακούγεται μια μουσική διακριτή, ένας ρυθμός που ψάχνει την εστία, τη μήτρα της ζωής. «Τα παιδικά μας χρόνια συναντιούνται». Πάλι στην Κρήτη, τόπο σκοτεινό: μορφές βγαλμένες μέσ’ απ’ τ’ όνειρο ή από το δημοτικό τραγούδι, όλα στιλπνά όπως στη μνήμη, τα άψυχα, τα έμψυχα, εκείνα που βλασταίνουν κι εκείνα που αποκόπτονται. Το πανταχού παρόν μαχαίρι, η στρώση του πηλού πάνω στο άγαλμα, τίποτα πια δεν περισσεύει και είναι δυνατή μια συμφιλίωση με την «κρυμμένη χάρη του αναπάντητου». Το δεύτερο ενικό, του άλλου ως εαυτού: «Από το δικό σου λόγο/ ο μύθος τις ψηφίδες συμπληρώνει».

Έντεκα χρόνια αργότερα, Με το φως, η μέθοδος που ακολουθείται εκσυγχρονίζει κι εξανθρωπίζει το μυθικό, αλλά και ανυψώνει, έως εκστάσεως, το σύγχρονο. Ένας μοτοσικλετιστής, ας πούμε, γίνεται «Αρχάριος δορυφόρος του Ορφέα» και το εμβρυακό, ακόμη, διαδίκτυο ο νέος λαβύρινθος. Η ποίηση, πινακοθήκη της μεταβαλλόμενης αθηναϊκής ανθρωπογεωγραφίας λίγο πριν από το γύρισμα του αιώνα, καταγράφει και τις γεωπολιτικές μετατοπίσεις, τα πρώτα βήματα του πλανήτη (και του ιστορικού κέντρου ως μέρους του) μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: «Η πολιτική γεωγραφία με ρωγμές/ κι η διαλεκτική τρεκλίζει». Η επικαιρότητα κάνει ελευθερότερα την εμφάνισή της. Άγρυπνο το βλέμμα του υποκειμένου, σα να στοιχειώνει την πόλη, σα να στρέφεται σε ό,τι πιο απόκληρο και πιο ανυπεράσπιστο, με την ανίσχυρη τρυφερότητα της συμπόνιας και την περιγραφή, λεπτομερή κι ευαίσθητη, ν’ αγγίζει το μέσα και το έξω των πραγμάτων. Θα μπορούσε όλη του η ποίηση να χωρέσει μέσα σ’ ένα πικραμύγδαλο;

Ξαναγυρίζει και στον γενέθλιο τόπο – ποτέ δεν έλειψε εντελώς. Αναλογίζεται τι πάει να πει «φθορά». Στην αφήγηση του Χρύσιππου, η οικογενειακή ιστορία συνυφαίνεται με τη μυθική και στα δυο μεγάλα σπονδυλωτά ποιήματα («Τα τελευταία της χελιδόνια» και «Στο λαμπερό κρυμμένος»), νιώθουμε πως διαβάζουμε κάτι το εντοπισμένα κρητικό, με τη συναίσθηση αυτού που ανήκει στα εδάφη και τα ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου. Με τις οφειλές στον τόπο, με τον Μεγάλο Δρόμο, με τη μνήμη που αφήνει τα ίχνη της στο σώμα και, φυσικά, με το φως: «ηλιοβασίλεμα μετανιωμένο/ ξύπνημα πρωινό». Πάντοτε τον Χριστόφορο νυκτόβιο τον ένιωθα και πάντοτε το φως να διεκδικεί. Σχολιαστής του Συμποσίου, ποδηλάτης στο Σούνιο, με πόσες, άραγε, μετενσαρκώσεις οριοθέτησε την ύπαρξή του; Με το εκκρεμές ανάμεσα στο τέλος της ντροπής και την επιστροφή της ενοχής, «γιατί καμιά ομορφιά/ δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης», επικαλέστηκε την «ανάμνηση της άλλης υπόστασης». Τώρα μόνο, σ’ αυτή τη νέα ανάγνωση, συνειδητοποιώ πόσο η ποίησή του, υποδόρια, μου υπαγορεύει βλέμμα στους αθηναϊκούς μου περιπάτους.

Φτάνοντας στο τέρμα της πλάνης, τα τελευταία ποιήματα που εξέδωσε κατά τη διάρκεια της ζωής του, βρισκόμαστε στην ολοκλήρωση της μακρόχρονης περιπλάνησης; Ή στο τέλος της αυταπάτης; Όλο το βιβλίο διαβάζεται ως μνημοτεχνική. Η Αθήνα είναι απομυθοποιημένη: «Εδώ τώρα λατρεύεται η Φωτεινή Επιγραφή». Υπάρχει ακόμη, όμως, το περιθώριο της αφήγησης. Στον κόσμο με τις ανθισμένες αγκαθιές, απακανθιζόμενοι όλοι μας ή ντροπαλοί λουόμενοι, άνθρωποι ως αγάλματα. Τόσο καταδεκτικός με το παρόν που τον περιβάλλει, δε θρηνεί για την ένδεια και την ευτέλεια, αναλαμβάνει ως έργο ν’ αναδείξει την ομορφιά ακόμη και μέσα τους. Απελευθερωμένος από την ανάγκη να κρυφτεί ή ν’ αποσιωπήσει, «ευγνωμονεί» τον καθρέφτη, ανακεφαλαιώνει, πιάνει διάλογο με το αναιδές, επισκέπτεται ακόμη μια φορά τους προσφιλείς νεκρούς του, προσφέρει το απόσταγμα της παρατήρησής του, σαν άλλος σχοινοβάτης ισορροπεί στην ερωτική ευλάβεια, στο μυητικό της ταξίδι, στο σύμπαν του αίματος. Αλλά και πάλι επινοεί, όπως τον Ηρακλή, νικημένο άνδρα σ’ ένα σκηνικό αγοραίου έρωτα. Και μας δίνει ένα ποίημα σαν τη «Μεταφυσική του λούσου»: πού θα μπορούσαμε να βρούμε μια πιο ρητή, πιο επιτακτική, πιο επίκαιρη διατύπωση του οικολογικού προτάγματος; Και πού, κάτι πιο απόκρημνο και πιο σπαρακτικό από την «άβυσσο ως ιμάτιον»: «Σε φόρεσα να κρύψω την ερήμωση./ Σαν αποφόρι ακόμη σε φορώ». Αλλά και την έκλαμψη που σα να συνοψίζει όλο του το έργο: «να κοιτάξω μπόρεσα τη μέσα όψη του καρπού/ από την οπή που το κεντρί ενός εντόμου/ για της αβύσσου το ηδύ είχε ανοίξει». Και πού, ταπεινότερη κατακλείδα απ’ το σπουδαίο του «Επιμύθιο»: «Άλλοι σίγουρα θα διαβάσουν τον κόσμο/ καλύτερα από μένα».

Το τελευταίο σπίτι του Χριστόφορου, το καταφύγιό του, βρισκόταν στην οδό Δερβενίων. Πάντα θα τον έχω, όμως, στο μυαλό μου ταυτισμένο και με την οδό Μεθώνης, τον φοβερό πεζόδρομο εκείνο, κατάστικτο από την ποίηση των τοίχων, των «άστεγων τοίχων». Και νομίζω πως εκεί θα τον σκέφτομαι, να στρέφει το βλέμμα, με σύμπνοια και συμπόνια, στα πιο κρυφά, στα πιο ταπεινά, στα πιο καταδιωγμένα. Το βλέμμα που ήταν και καθρέφτης του. Και θα τον φαντάζομαι –γιατί όχι;– να συναντά εκεί και τον Ρεμπώ –τόσο συναναστράφηκαν– και να του λέει, περιχαρής, κατάπληκτος: «Στη Μεθώνης, Αρθούρε, κι εσύ;»

 

 

Προηγούμενο άρθροΑφιέρωμα Χριστόφορος Λιοντάκης 2 – Ένεκεν της ποιήσεως σου (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΑφιέρωμα Χριστόφορος Λιοντάκης – 4 : Νοσταλγώντας το λίγο του φωτός(του Αντώνη Καρτσάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ