της Λίλας Κονομάρα.
Όταν ξεκίνησα να γράφω δεν με απασχολούσαν θεωρητικά ζητήματα. Το στοιχείο του φανταστικού εισέβαλλε αιφνιδίως στα γραπτά μου όπως συνηθίζει να εισβάλλει σε μία εντελώς αληθοφανή αρχικά ιστορία. Ως άλλος Γκρέγκορ Σάμσα, άρχισα να παρατηρώ τις σταδιακές μεταμορφώσεις χωρίς να προσπαθώ να βρω κάποια λογική εξήγηση. Το μόνο που ήξερα είναι πως δεν θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς. Η επιλογή είχε γίνει κατά κάποιο τρόπο ερήμην μου, η συγγραφή κάποιων κειμένων ήταν πολύ παραπλήσια άλλωστε ως αίσθηση με εκείνη του ονείρου: εικόνες που ξεπηδούσαν χωρίς εμφανή λογική οι οποίες όμως σταδιακά αναπτύσσονταν σε ένα αφήγημα πολύ πιο συνεκτικό απ’ ό,τι πίστευα.
Ο Τοντόροφ διακρίνει στη λογοτεχνία του φανταστικού το merveilleux από το fantastique. Στο merveilleux, το υπερφυσικό τίθεται ως μια a priori συνθήκη την οποία αποδέχεται εξαρχής ο αναγνώστης. Στην κατηγορία αυτήν ανήκουν τα παραμύθια ή τα έργα επιστημονικής φαντασίας. Στο fantastique αντίθετα, στο οποίο κατατάσσονται μάλλον ορισμένα από τα βιβλία μου, χωρίς φυσικά οι διαχωρισμοί αυτοί να είναι απόλυτοι, το υπερφυσικό, το ανεξήγητο εισχωρούν αιφνίδια στο απολύτως ρεαλιστικό πλαίσιο μιας αφήγησης. Ενώ παρατίθενται με ακρίβεια ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία, ο περιβάλλων χώρος περιγράφεται λεπτομερώς, ο ήρωας διαθέτει ένα απολύτως κοινό όνομα και επάγγελμα και μένει δυο δρόμους πιο κάτω από μας, ξαφνικά ένα καταλυτικό γεγονός που υπερβαίνει τους φυσικούς νόμους, σηματοδοτεί μια ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Στο πρώτο μου βιβλίο, ο ήρωας ανακαλύπτει σε κάποιο παλαιοπωλείο μια σπάνια πραγματεία για το σκάκι, μέσα στις σελίδες του βιβλίου όμως ζωντανεύουν διάφορα περιστατικά της ζωής του αναμοχλεύοντας ξεχασμένα πάθη, τύψεις και μυστικά. Ο ήρωας, όπως και ο αναγνώστης, περιπίπτει σε σύγχυση πόσο μάλλον που ο κόσμος γύρω του εξακολουθεί να κινείται όπως πάντα. Απορεί, αναρωτιέται αν αυτό που του συνέβη οφείλεται στο μαγικό αυτό βιβλίο ή σε γεροντική σύγχυση, οι βεβαιότητές του κλονίζονται, η ζωή του σταδιακά απορυθμίζεται.
Ανοίγοντας μια ρωγμή στο συμπαγές οικοδόμημα του ρεαλισμού, το φανταστικό εισάγει την αμφιβολία, την αμφισημία, την παρεκτροπή. Υπερβαίνοντας διάφορα όρια, επιτρέπει κάθε είδους μεταμορφώσεις – άνθρωποι σε ζώα ή το αντίστροφο, και παραμορφώσεις – δωμάτια, σπίτια ή πόλεις ολόκληρες που αλλάζουν. Δίπλα στην επιστημονική αναπαράσταση ενός ιστορικού γεγονότος, ανατρέπει τις βεβαιότητες της αντικειμενικής καταγραφής. Εκτός από τις μετατοπίσεις ή τις αλλοιώσεις στο χώρο όμως, το φανταστικό επιτρέπει ένα εξαιρετικά γοητευτικό παιχνίδι με το χρόνο: τη συνύπαρξη διαφορετικών χρονικών περιόδων, τις ιλιγγιώδεις επαναλήψεις. Όταν ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του, μετά από το ναυάγιο του σκάφους του, ο ήρωας μιας άλλης νουβέλας ανακαλύπτει πως βρίσκεται πάνω σ’ ένα πλοίο-φάντασμα του οποίου οι επιβάτες ζουν και ξαναζούν χωρίς να διαθέτουν καμία μνήμη του γεγονότος το τελευταίο του ταξίδι που έγινε πριν από 60 χρόνια. Η πραγματικότητα του 1992 συμπλέει με την πραγματικότητα του 1930 και ταυτόχρονα οι ήρωες ζουν σ’ ένα μόνιμο παρόν που επαναλαμβάνεται εις την αιωνιότητα. Τα όρια ανάμεσα σε παρελθόν, παρόν και μέλλον καταλύονται, το ‘εδώ και τώρα’ συνδιαλέγεται διαρκώς με ένα ασαφές ‘αλλού’, η στιγμή συμπυκνώνει το άπειρο.
Η διαφορετική αυτή σχέση τόπου και χρόνου που ανατρέπει διαρκώς την αληθοφάνεια μου παρείχε το πλέον γόνιμο έδαφος για να αναπτύξω ένα θέμα που με απασχολούσε πάντα και εξακολουθεί να με απασχολεί: οι πολλαπλές όψεις και αναγνώσεις της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και με ενδιαφέρει ιδιαίτερα όχι τόσο η παγίωση του χώρου όσο η διαρκής μετακύλιση από το ‘πραγματικό’ στο φανταστικό, η ρευστότητα των ορίων. Γι’ αυτό και δεν αποσαφηνίζεται στις περισσότερες περιπτώσεις τι ακριβώς συνέβη, αν δηλαδή έχουμε να κάνουμε με υπερφυσικό γεγονός, παραίσθηση, όνειρο ή με κάτι που έχει μια απόλυτα λογικοφανή εξήγηση. Διαρρηγνύοντας τη σύμβαση του ρεαλισμού, το κείμενο αποκτά μιαν άλλη ελευθερία, γίνεται συνεχής μετάβαση και ταυτόχρονα κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, δημιουργώντας μια διαφορετική σχέση μαζί του: τον βγάζει από τη βολική θέση εκείνου που αφήνεται να παρασυρθεί και ενδεχομένως να ταυτιστεί με τους ήρωες της ιστορίας, ανατρέπει τις βεβαιότητές του και εισάγει το δισταγμό.
Η φαντασία ‘ ως κατάλογος του δυνητικού, του υποθετικού, όσων δεν υπάρχουν ούτε υπήρξαν, και ούτε ίσως θα υπάρξουν, αλλά θα μπορούσαν να υπάρξουν’, όπως την ορίζει ο Σταρομπίνσκι, αποτελεί μια απελευθέρωση από τους περιορισμούς της ανθρώπινης συνθήκης, της κοινωνίας, της αυτοματοποίησης του λόγου. Υπονομεύει τη γύρω μας πραγματικότητα, τον αυθαίρετο χαρακτήρα κάθε ορθολογιστικής σκέψης, επιχειρώντας να αναδείξει την παρουσία μιας απουσίας. Όπως και η γλώσσα των παιδιών, που δεν σέβεται χρονικές ακολουθίες και άλλες λογικές επιταγές, αποτυπώνει το άρρητο, το μονίμως διαλανθάνον, την αιώνια αμφισημία των πραγμάτων, όλα αυτά που αναπτύσσονται στα διάκενα των γεγονότων.
Επιπλέον, σημαντικό ρόλο παίζει στα κείμενά μου η αλληγορική χρήση του φανταστικού η οποία επιτρέπει να αναπτυχθούν διάφοροι προβληματισμοί γύρω από υπαρξιακά, κοινωνικά ή πολιτικά θέματα. Επιχειρείται μια άλλη ανάγνωση της Ιστορίας και των εκάστοτε κοινωνικών μορφωμάτων. Φωτίζονται εσωτερικές συγκρούσεις, υπαρξιακές αγωνίες και αδιέξοδα: αδυνατώντας να χωρέσει μέσα στην εικόνα που φτιάχνουν οι άλλοι γι’ αυτόν – είναι ήρωας, είναι άγιος, είναι τέρας ή μήπως όλα αυτά μαζί – ο κεντρικός χαρακτήρας ενός άλλου διηγήματος περνάει τη ζωή του πίσω από μια ρωγμή. Ο χρόνος κυλάει, εκείνος παρατηρεί τα πάντα χωρίς να συμμετέχει πουθενά ώσπου αρχίζει σιγά σιγά να τον καταπίνει η ανόργανη ύλη που τον περιβάλλει και στο τέλος πετρώνει. Αντίθετα με το merveilleux που επιτρέπει περισσότερο τη φυγή, το fantastique σε φέρνει διαρκώς αντιμέτωπο με τις κρυφές πτυχές του εαυτού σου, λειτουργεί ως αποκάλυψη προδιαθέσεων, αξεδιάλυτων προθέσεων ή ανομολόγητων επιθυμιών. Υλοποιεί τις ψυχικές πραγματικότητες. Αντίθετα με το merveilleux, δεν υπάρχουν τέρατα, αλλόκοτα πλάσματα ή φαντάσματα γύρω μας, τα τέρατα είναι μέσα μας και η απειλή δεν παίρνει ποτέ συγκεκριμένη μορφή. Ο φόβος δεν είναι εξωτερικός, είναι υπαρξιακός. Εξερευνώντας την ανθρώπινη συνθήκη, το φανταστικό λειτουργεί, όπως λέει ο Καλβίνο, σαν μια δυνατότητα «προσέγγισης μια υπερατομικής, υπερκειμενικής γνώσης», σαν μια δυνατότητα συνδιαλλαγής με τα αρχέτυπα, το συλλογικό ασυνείδητο, την αλήθεια του κόσμου. Με αυτή την έννοια κάποια διηγήματα στο τελευταίο μου βιβλίο σχετίζονται με διάφορους αρχαίους μύθους των οποίων επιχειρώ μια αναδιήγηση. Έτσι ο λαβύρινθος, για παράδειγμα, μπορεί να είναι το οικοδόμημα της ίδιας μας της ζωής στο οποίο συχνά μόνοι μας εγκλωβιζόμαστε αλλά ταυτόχρονα και το έργο ενός συγγραφέα που οικοδομεί ένα σύμπαν και χάνεται στις άπειρες παραμέτρους του.
Τέλος το φανταστικό υπήρξε για μένα το έναυσμα για διάφορους στοχασμούς πάνω στη γλώσσα και τη διαδικασία της γραφής. Ενίοτε το μυστήριο που τίθεται ως κινητήριος μοχλός στην πλοκή δεν χρησιμεύει παρά μόνο για να προκαλέσει τη γραφή. Ενίοτε η μυθοπλασία παρεισφρέει στον εαυτό της και μοιάζει σαν να μην αναπαριστά ο συγγραφέας την πραγματικότητα, αλλά το ίδιο το κείμενο να την επινοεί και να περιλαμβάνει μέσα του το δημιουργό. Πρόκειται δηλαδή για ένα συνεχές, μαγικό παιχνίδι με αντανακλώμενους καθρέφτες.
Εξαιρετικό, απολαυστικό, ουσιαστικό.