του Σπύρου Κακουριώτη
Ευφημισμός αποτροπαϊκού χαρακτήρα, απέναντι στην ευχή «καλό χειμώνα», το αποκαλόκαιρο δεν είναι πια παρά ένα σημαίνον δίχως σημαινόμενο, αφού οι εποχές, ιδιαίτερα οι ενδιάμεσες, φθινόπωρο και άνοιξη, έχουν συρρικνωθεί σε ελάχιστες ημέρες, αποτέλεσμα της ραγδαίας κλιματικής κρίσης. Όπως έδειξε και το φετινό καλοκαίρι, αν δεν υπάρξει στις μέρες μας μια «επανάσταση για τη ζωή», τότε το μέλλον, όχι κάποιο απροσδιόριστο μέλλον αλλά το άμεσο, το δικό μας μέλλον, διαγράφεται σκοτεινό…
Jeff Goodell, Καύσωνας: Η ζωή σ’ έναν πλανήτη που φλέγεται, Ψυχογιός
«Κάθε χρόνος στην υπόλοιπη ζωή σας θα είναι ο θερμότερος που έχει καταγραφεί» – με αυτήν την απαισιόδοξη, δυστυχώς όμως ρεαλιστική, πρόβλεψη ενός αμερικανού κλιματικού επιστήμονα ολοκληρώνει το βιβλίο του ο συγγραφέας Τζεφ Γκούντελ, συστηματικός σχολιαστής για θέματα κλίματος και ενέργειας στον αμερικανικό τύπο. Στις σελίδες του, χρησιμοποιώντας ζωντανά παραδείγματα από τη ζωή (και τον θάνατο) συγκεκριμένων ανθρώπων, καταπιάνεται με το πιο «καυτό» (κυριολεκτικά όμως…) ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα: την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε ένα επικίνδυνο κατώφλι –κατ’ άλλους το έχουμε ήδη διαβεί– όπου οι αλλαγές σχετικά με το κλίμα τείνουν να καταστούν μη αναστρέψιμες. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, είμαστε στα μισά του δρόμου για μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2ο C, σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, μέχρι το τέλος του αιώνα, εξαιτίας της έκλυσης στην ατμόσφαιρα διοξειδίου του άνθρακα, που παράγεται από τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Τι μπορεί να σημαίνει όμως αυτή η μετάλλαξη του κλίματος, πέρα από την όλο και συχνότερη εμφάνιση παρατεταμένων περιόδων καύσωνα; Ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει μια σφαιρική, πολυπρισματική απάντηση, ξεκινώντας από την επίπτωση της αύξησης της θερμοκρασίας στο ανθρώπινο σώμα: μέσα από ζωντανά παραδείγματα αναλύει τον τρόπο που το κορμί μας αντιδρά στη θερμική καταπόνηση, αλλά και το πώς διαμορφώθηκε, εξελικτικά, η σχέση του ανθρώπου με τη ζέστη. Αφού αναφερθεί στον αντίκτυπο της αύξησης της θερμοκρασίας στα ανθρώπινα ενδιαιτήματα, κυρίως στις πόλεις, όπου και δημιουργείται το φαινόμενο της αστικής θερμονησίδας, εξετάζει ευρύτερα τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και στα έμβια, στους ανθρώπους και τα άλλα ζώα, μιλώντας για την ίδια τη φύση της θερμότητας. Η κλιματική αλλαγή μελετάται σε σχέση με μια σειρά από επιπτώσεις, όπως στη γεωργία και την επισιτιστική ασφάλεια ή στην ανθρώπινη εργασία. Εξετάζονται ακόμη η υπερθέρμανση των ωκεανών (την οποία οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη σε θέση να εξηγήσουν επακριβώς), το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική, αλλά και η αύξηση των ασθενειών που οφείλονται στην επέκταση π.χ. των κουνουπιών σε άλλοτε ψυχρότερες ζώνες ή την επέκταση του ανθρώπου προς τους βιότοπους της άγριας πανίδας, με αποτέλεσμα την ευκολότερη ανάπτυξη ασθενειών όπως ο Covid-19. Τέλος, αφού διερευνήσει το πώς ορίζουμε και αναπαριστούμε την ακραία ζέστη και τους καύσωνες, αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιδρούν στην αύξηση της θερμοκρασίας, είτε ατομικά, μέσα από την εξέλιξη του κλιματισμού –που όμως είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της τρύπας του όζοντος λόγω της έκλυσης χλωροφθορανθράκων– είτε συλλογικά, μέσα από πολιτικές και πρακτικές αποφάσεις. Μολονότι η μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων διευρύνεται, ο συγγραφέας δεν μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη καμία αισιοδοξία, παρά μόνο να σημάνει το σήμα συναγερμού (μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος).
Adam Tooze, Shut down, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
«Ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα»: Με αυτή τη δυσοίωνη προειδοποίηση ολοκληρώνει και ο βρετανός ιστορικός της οικονομίας τη μελέτη του για την περίοδο της πανδημίας, του αναγκαστικού εγκλεισμού και της πρωτοφανούς συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας ανά την υφήλιο. Εδώ εξετάζει μια σχετικά σύντομη, αλλά ταυτόχρονα πυκνή, χρονική περίοδο, που ξεκινά τον Ιανουάριο του 2020 και ολοκληρώνεται, στην ανά χείρας αφήγηση, με την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, δεκαπέντε μέρες μετά την εισβολή των οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο. Αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, επικαιροποίηση και συνέχιση της μελέτης του για την κρίση του 2008 Πολιτική οικονομία μιας κατάρρευσης (ΠΕΚ, 2022), που μετέφρασε, όπως και το ανά χείρας έργο, ο Νίκος Ρούσσος. Στην πραγμάτευσή του, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το έτος 2020 ως μια περίοδο συνολικής κρίσης της νεοφιλελεύθερης εποχής, τόσο όσον αφορά το περιβαλλοντικό της πλαίσιο όσο και τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά της ερείσματα και τη διεθνή τάξη πραγμάτων, υιοθετώντας την έννοια της «πολυκρίσης», η οποία προέρχεται από τις αναλύσεις του γάλλου στοχαστή Εντγκάρ Μορέν, και επιχειρώντας να εξετάσει το πώς οι διαφορετικές συνιστώσες της αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Εξετάζοντας την αλληλεπίδραση, στη σφαίρα της οικονομίας, επιλογών που έγιναν μέσα σε συνθήκες τεράστιας αβεβαιότητας σε διαφορετικά επίπεδα και σε κάθε γωνιά του πλανήτη, επισημαίνει ότι η άμεση αντίδραση της οικονομικής πολιτικής βασιζόταν στα διδάγματα της προηγούμενης κρίσης, εκείνης του 2008, και προερχόταν από το ρεπερτόριο του λεγόμενου Πράσινου Νιου Ντηλ. Η μαζική κρατική παρέμβαση και ο πειραματισμός με νέες μορφές κοινωνικής πρόνοιας –απαραίτητη προϋπόθεση για τις οποίες υπήρξε η αποδυνάμωση της οργανωμένης εργασίας και η συναφής με αυτήν απουσία πληθωρισμού– ενδεχομένως να οδηγούν στο τέλος της οικονομικής ορθοδοξίας που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Σε κάθε περίπτωση, η υγειονομική κρίση του 2020 αποκάλυψε το πόσο η οικονομική δραστηριότητα ήταν εξαρτημένη από τη σταθερότητα του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελώντας, ίσως, την πρώτη συνολική κρίση της εποχής του Ανθρωπόκαινου.
Eva von Redecker, Επανάσταση για τη ζωή, Gutenberg
Πλάι στο πρόταγμα του Μαρξ «να αλλάξουμε τον κόσμο», οι σουρεαλιστές προσέθεσαν την προσταγή του Ρεμπώ «να αλλάξουμε τη ζωή»· και τα δύο αποτέλεσαν σύνθημα των νεανικών κινημάτων του ’68. Σήμερα, τα δύο αιτήματα συμφύρονται σε ένα, που δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο επείγον: «να αλλάξουμε τη ζωή για να σώσουμε τον κόσμο». Γύρω από αυτό το αίτημα συντονίζονται μια σειρά νέα κοινωνικά κινήματα που, μολονότι παραμένουν αυτόνομα και διαχωρισμένα σε ό,τι αφορά το αντικείμενό τους, συγκροτούν ένα νοητό δίκτυο με πραγματικά παγκόσμια εμβέλεια, από το Black Lives Matter και το Extinction Rebellion έως το Me Too ή το λατινοαμερικάνικο Ni Una Menos. Τη φιλοσοφία αυτών των νέων μορφών διαμαρτυρίας εξετάζει η γερμανίδα φιλόσοφος στην παρούσα μελέτη της, που μετέφρασε ο Αλέξανδρος Κυπριώτης, τις οποίες αντιμετωπίζει ως μία εξέγερση των ζώντων ενάντια στην καταστροφή της ζωής. Εστιάζοντας παραδειγματικά στις αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις, τον φεμινιστικό αγώνα ενάντια στις γυναικοκτονίες και το κίνημα για το κλίμα, επισημαίνει ότι εκκινούν από μια κινητοποίηση για την άμεσα απειλούμενη ζωή, για να αγωνιστούν για μια ζωή που θα τη μοιραζόμαστε, ζωή αλληλέγγυα οργανωμένη. Τα κινήματα αυτά θεωρούνται από τη συγγραφέα παραδείγματα της εξέγερσης ενάντια στην καπιταλιστική κυριαρχία, όχι μονάχα ως αντίσταση ενάντια στην κακοποίηση αλλά και ως προεξόφληση μιας άλλης τάξης, η οποία θα εγκαθιδρύει μια σχέση με τον κόσμο που δεν θα είναι καταστρεπτική. Μια σχέση που θα διασώζει τη ζωή αντί να την καταστρέφει, θα ανανεώνει την εργασία αντί να την εξαντλεί, θα μοιράζεται τα αγαθά αντί να τα αξιοποιεί και θα φροντίζει την ιδιοκτησία αντί να κυριαρχεί πάνω της. Με αυτόν τον τρόπο τα κινήματα αυτά εξετάζονται συμμετρικά με τις καπιταλιστικές μορφές κυριαρχίας απέναντι στις οποίες αντιστέκονται, επιδιώκοντας να οικοδομήσουν ένα διαφορετικό, εναλλακτικό μοντέλο ζωής, εργασίας, παραγωγής και διαχείρισης αγαθών, ιδιοκτησίας, αναπτύσσοντας μια διαφορετική επανάσταση – την επανάσταση στον καιρό του Ανθρωπόκαινου.
Corine Pelluchon, Ο Διαφωτισμός στην εποχή του έμβιου, Πόλις
Η ιδέα της προόδου μέσω της επιστήμης και της τεχνικής, η ιδέα μιας καθολικής ηθικής θεμελιωμένης στον λόγο, ιδέες άρρηκτα συνδεδεμένες με τον Διαφωτισμό των παλιότερων αιώνων, κατέρρευσαν αμετάκλητα μετά το Ολοκαύτωμα. Η εργαλειοποίηση του Διαφωτισμού θεωρήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπεύθυνη για τη βύθιση της ανθρωπότητας στα σκοτάδια του ολοκληρωτισμού, ενώ και σήμερα βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο της φεμινιστικής και της μετα-αποικιακής κριτικής. Διακρίνοντας αυτές τις κριτικές από τον Αντιδιαφωτισμό, ακριβώς γιατί υπηρετούν ένα πρόταγμα χειραφέτησης και ισότητας, η γαλλίδα φιλόσοφος επισημαίνει ότι ο Διαφωτισμός δεν είναι στατικός αλλά μετασχηματίζεται με την πάροδο του χρόνου και κάθε εποχή και κάθε κοινωνία μπορεί να τον ορίσει εκ νέου. Έτσι, στις σημερινές οικολογικές, τεχνολογικές και γεωπολιτικές συνθήκες, προϋπόθεση για τη συνέχιση του έργου της ατομικής και κοινωνικής χειραφέτησης είναι μια εκ θεμελίων αναθεώρηση του Διαφωτισμού, με υπέρβαση του ανθρωποκεντρισμού του και της αντιπαράθεσης φύσης και πολιτισμού που εγκαθίδρυε. Ο Διαφωτισμός του 21ου αιώνα πρέπει να είναι σε θέση να απαντά στις σύγχρονες προκλήσεις, βασιζόμενος σε ένα οικολογικό πρόταγμα που προϋποθέτει έξοδο από το καταστροφικό και βίαιο μοντέλο ανάπτυξης και την αποαποικιοποίηση του φαντασιακού μας, που έχει σημαδευτεί από την κυριαρχία πάνω στη φύση και τους άλλους. Η ανάδυση ενός υποκειμένου που αποδέχεται την τρωτότητά του, σέβεται τα όρια του πλανήτη και θέτει όρια στα δικαιώματά του, παίρνοντας υπόψη τους άλλους, ανθρώπους και μη, εγγράφεται σε μια ευρύτερη πολιτισμική εξέλιξη, που η συγγραφέας ονομάζει «εποχή του εμβίου». Στο δοκίμιό της, που μετέφρασε εμπεριστατωμένα ο Γιάννης Κτενάς, ξεκινά με την κριτική εκείνου του ορθολογισμού που αποτελεί όργανο κυριαρχίας πάνω στη φύση και τους άλλους, ενώ στη συνέχεια διερευνά τη σχέση ανάμεσα στην απόρριψη της ετερότητας και την «κουλτούρα του θανάτου», που εκφράζεται σήμερα με την καταστροφή του πλανήτη και την άνοδο του εθνικισμού. Πραγματευόμενη, κατόπιν, τις προϋποθέσεις ατομικής χειραφέτησης, φωτίζει τη σχέση μεταξύ εξατομίκευσης και κοινωνικοποίησης, εξετάζοντας παρεμβάσεις που μπορούν να κινητοποιήσουν τα άτομα ώστε να γίνουν φορείς της οικολογικής και αλληλέγγυας μετάβασης. Ακόμη, αντιμετωπίζει τη σύγκρουση Διαφωτισμού – Αντιδιαφωτισμού ως πολιτικό διακύβευμα με επίκεντρο τη δημοκρατία, εξετάζει την αυτονομημένη τεχνική ως βασική πηγή της αλλοτρίωσης του σημερινού ανθρώπου, η οποία απειλεί τον κόσμο με εξαφάνιση, ενώ αφιερώνει το ακροτελεύτιο κεφάλαιο στην Ευρώπη και το μέλλον της, θεωρώντας πως θα πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα προκειμένου να σκεφτούμε μια καθολικότητα που δεν θα είναι ηγεμονική.
Raja Shehadeh, Τι φοβάται το Ισραήλ από την Παλαιστίνη;, Μεταίχμιο
Το 1982, μετά τη σφαγή των αμάχων παλαιστινίων προσφύγων στη Σάμπρα και τη Σατίλα, στη νότια Βηρυτό, από μαρωνίτες πολιτοφύλακες, με τις ευλογίες του ισραηλινού στρατού, χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους του Τελ Αβίβ για να διαμαρτυρηθούν· δεν μπορούσαν να ανεχθούν ένα τόσο φρικαλέο έγκλημα πολέμου να διαπράττεται στο όνομά τους. Πού είναι σήμερα αυτές οι φωνές λογικής και συμπόνοιας, αναρωτιέται ο Ράτζα Σεχάντε, παλαιστίνιος δικηγόρος και ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα. «Τότε, το Ισραήλ ήταν μια διαφορετική χώρα», επικαλείται την απάντηση ενός ισραηλινού φίλου του. Δημοσιευμένο στα αγγλικά μέσα στη φωτιά του πολέμου στη Γάζα (και μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Στέφανο Καβαλλιεράκη), το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο αποτελείται από δύο διακριτά μέρη: το πρώτο, που φέρει τον τίτλο «Πώς φτάσαμε ώς εδώ;», αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή μιας ομιλίας του συγγραφέα σε συνέδριο για την ειρήνη που πραγματοποιήθηκε το 2016. Το δεύτερο είναι μια κραυγή απελπισίας για τη συνεχιζόμενη εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας, αλλά και για την έλλειψη οποιασδήποτε οδού διαλόγου και συνεννόησης με την ισραηλινή κοινωνία, η οποία φαίνεται να ακολουθεί τυφλά μια ακροδεξιά ηγεσία αποφασισμένη, προκειμένου να επιβιώσει, να οδηγήσει τη χώρα σε μια μείζονα περιφερειακή σύγκρουση… Με λόγο νηφάλιο, στο πρώτο μέρος εξετάζει τη βήμα το βήμα πορεία εξάλειψης της παλαιστινιακής μνήμης μετά το 1948, τη συμπίεση της παλαιστινιακής παρουσίας στα κατεχόμενα από το 1967 εδάφη, τον περιορισμό τους πλέον σε επιτηρούμενους θύλακες, που ο συγγραφέας παρομοιάζει με τα «μπαντουστάν» της Νότιας Αφρικής του απαρτχάιντ. Με την ανεξέλεγκτη επέκταση των οικισμών των εβραίων εποίκων στη Δυτική Όχθη και τον συνακόλουθο κατακερματισμό του χώρου από αυτοκινητόδρομους μόνο για εποίκους και αλλεπάλληλα σημεία ελέγχου, η πολιτική του Ισραήλ προς τις παλαιστινιακές περιοχές παραπέμπει μάλλον σε αποικιοκρατία παρά σε κατοχή, τονίζει ο συγγραφέας. Παρ’ όλα αυτά, η πόλωση που διατρέχει την ισραηλινή κοινωνία είναι τέτοια που ο πρόεδρος του Ισραήλ, Ισαάκ Χέρτζογκ, δήλωνε, μήνες πριν την 7η Οκτωβρίου, ότι ένας εμφύλιος πόλεμος δεν πρέπει να θεωρείται «μια γραμμή που δεν θα προσεγγίσουμε». Σήμερα, αντιδρώντας στο έγκλημα πολέμου των δυνάμεων της Χαμάς, το ισραηλινό έθνος ενοποιείται γύρω από τον στόχο της άμετρης εκδίκησης, που δεν είναι τίποτε λιγότερο από την ολοκληρωτική καταστροφή της Γάζας και των κατοίκων της.
G. Sholem – S. Mosès, Από τον ουτοπικό στον υπαρκτό σιωνισμό, Έρασμος
Η ταύτιση αντισιωνισμού και αντισημιτισμού αποτελεί έναν κοινό τόπο της προπαγάνδας της κυβέρνησης του Ισραήλ, στο πλαίσιο της εργαλειακής χρήσης της κατηγορίας περί «αντισημιτισμού» που εκτοξεύει εναντίον οποιουδήποτε αντιτάσσεται στην εθνοκάθαρση που πραγματοποιεί στη Γάζα εναντίον των Παλαιστινίων – ενόπλων και αμάχων αδιακρίτως. Είναι σφόδρα πιθανόν ότι εβραίοι στοχαστές, όπως ο φιλόσοφος Γκέρσομ Σόλεμ (1897-1982), θα είχαν βρεθεί στο στόχαστρο των ακροδεξιών που κυβερνούν σήμερα το Ισραήλ. Κι αυτό όχι γιατί ο διάσημος γερμανοεβραίος μελετητής της Καββάλα και του ιουδαϊκού μυστικισμού αμφισβητούσε την ύπαρξη του Ισραήλ, αλλά γιατί, όπως αναδεικνύεται μέσα από το σύντομο αλλά σημαντικό κείμενό του που δημοσιεύεται στο ανά χείρας τομίδιο, τηρούσε κριτική στάση απέναντι στο πολιτικό σχέδιο του «υπαρκτού σιωνισμού» και την εκκοσμίκευση της «ιερής γλώσσας» της εβραϊκής κειμενικής παράδοσης, μέσω της καθημερινής χρήσης της στη γη της Παλαιστίνης, όπου εγκαταστάθηκε το 1923. Ο ίδιος αργότερα θα αντιταχθεί στον σιωνιστικό εθνικισμό της δεξιάς, τον οποίο αναγνωρίζει ως έκφραση «ευρωπαϊκής αποικιακής πολιτικής», διατηρώντας ένα διεθνιστικό μεσσιανικό όραμα για τον σιωνισμό, ως «ενός σταθμού στη διαδρομή για την απελευθέρωση του κόσμου», αναδεικνύοντας την πολλαπλότητα των ουτοπικών ή ρεαλιστικών σχεδίων που στεγάζονταν κάτω από τη σκέπη του ευρύτερου σιωνιστικού κινήματος. Στην καρδιά αυτού του ολιγοσέλιδου βιβλίου βρίσκεται το κείμενο του Σόλεμ «Για τη γλώσσα μας: Μια ομολογία» (1926), το οποίο απευθύνεται στον γερμανοεβραίο φιλόσοφο Φραντς Ρόζεντσβαϊχ, με τον οποίο είχε παλαιότερα έρθει σε ρήξη, με αφορμή τη διαφωνία τους σε γλωσσικά ζητήματα. Εδώ ο Σόλεμ μοιράζεται με τον αποδέκτη της επιστολής την απελπισία του για τη διάψευση του ουτοπικού του οράματος για την «Παλαιστίνη» ως τόπο όπου ο εβραϊσμός θα μπορούσε να αναγεννηθεί προστατευμένος από την ιστορία και υπερασπίζεται την εβραϊκή ως «ιερή γλώσσα», δηλαδή ως γλώσσα με κυρίαρχο τον ποιητικό και όχι τον επικοινωνιακό της χαρακτήρα, σύμφωνα με τη διάκριση του Ρόμαν Γιάκομπσον. Η έκδοση συμπληρώνεται από ένα κείμενο του Στεφάν Μοζέ, το οποίο αναδεικνύει το γλωσσικό όραμα του Σόλεμ και αναλύει τον διάλογό του με τον Ρόζεντσβαϊχ, ενώ στην εισαγωγή του ο Φώτης Τερζάκης, που μετέφρασε τα δύο κείμενα, εντάσσει στο ιστορικό και διανοητικό τους πλαίσιο τους δύο στοχαστές και τις απόψεις τους.
Θανάσης Τριαρίδης, Εμείς θα ανεβάσουμε τους ανθρώπους στα τρένα για το επερχόμενο Άουσβιτς, Εστία
«Εφόσον συνέβη, μπορεί να ξανασυμβεί, μπορεί να συμβεί οπουδήποτε»· έχοντας κατά νου αυτή την τραγική απόφανση του Πρίμο Λέβι, ο συγγραφέας, γνωστός όχι μόνο για τα θεατρικά του έργα που αφορούν την εμπειρία των στρατοπέδων εξόντωσης αλλά και για εκείνα που καταβυθίζονται στα γενοκτονικά αποτελέσματα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, συγκεντρώνει στον ανά χείρας τόμο κείμενα μιας εικοσαετίας, άρθρα, ομιλίες, σημειώσεις και συνεντεύξεις σχετικά με το Ολοκαύτωμα. Τα κείμενα κατανέμονται σε πέντε ενότητες ξεκινώντας από μια σφαιρική πραγμάτευση, που δίνει τη θέση της σε κείμενα που αφορούν ειδικότερα ζητήματα, όπως ένας αναστοχασμός πάνω στον Πρίμο Λέβι και το έργο του, η εμπειρία της ζωής σε μια πόλη, όπως η Θεσσαλονίκη, απ’ όπου έχουν χαθεί οι εβραίοι συμπολίτες, ή η προσέγγιση του συγγραφέα στον Μένγκελε, ο οποίος υπήρξε το θέμα ενός από τα θεατρικά του έργα. Ο τόμος ολοκληρώνεται με μια σειρά σημειώσεων για τον νέο ναζισμό, που συγκροτούν ένα κείμενο για τον «φόβο από εδώ και πέρα». Τέλος, ως επίμετρο, παρατίθενται ένα ανέκδοτο απόσπασμα σχετικά με τον πίνακα του Τζιότο Η σφαγή των νηπίων, καθώς και μια σειρά από δημοσιευμένα και αδημοσίευτα ποιήματα που σχετίζονται με το θέμα. «Είμαστε όλοι επιζήσαντες, αλλά δυστυχώς είμαστε οι επιζήσαντες θύτες», σημειώνει ο συγγραφέας, επιχειρώντας να προσανατολιστεί σε έναν κόσμο μετά το Άουσβιτς ή, μάλλον, έναν κόσμο που είναι επικίνδυνο να υπάρχει χωρίς συνείδηση του Άουσβιτς. Καταδεικνύει την ιδιαιτερότητα του αντισημιτισμού, ιδιαίτερα τις σύγχρονές μορφές του, αλλά δεν παύει να τον αντιμετωπίζει ως μία έκφανση, ενδεχομένως την πιο διαδεδομένη, του ρατσισμού, του μισοξενισμού και της μισαλλοδοξίας που βλέπει να χαρακτηρίζουν κυριαρχικά τις κοινωνίες μας. «Οι γιορτές μας ήταν, είναι και θα είναι βαμμένες με το αίμα των μεταναστών», σημειώνει με απελπισία που εξηγεί την επιλογή του τίτλου του τόμου. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το Ολοκαύτωμα προσδίδοντάς του ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, απαντώντας, ήδη από τον πρόλογό του, στην κριτική πως με τον τρόπο αυτό τα ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά και συγκείμενα της εβραϊκής γενοκτονίας είναι πιθανόν να αρχίσουν να χάνονται ότι «η άρνηση γενίκευσης του Άουσβιτς είναι η άρνηση της ερμηνείας του»…
Gethin, C. Martínez-Toledano, Th. Piketty (επιμ.), Πολιτικές διαιρετικές τομές και κοινωνικές ανισότητες, Τόπος
Έρευνα εντυπωσιακή, τόσο σε γεωγραφικό εύρος, αφού εξετάζει 50 αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες σε πέντε ηπείρους, όσο και σε χρονικό άνυσμα, που καλύπτει πάνω από εβδομήντα χρόνια (1948-2020), καταγράφει τη δομή των πολιτικών διαιρετικών τομών και τη συσχέτισή τους με τις κοινωνικές ανισότητες και τις ταυτότητες. Εξετάζοντας έναν εντυπωσιακό αριθμό ερευνών σχετικά με τις εκλογικές συμπεριφορές, αποτυπώνει τη σημασία των ταξικά και των ταυτοτικά προσδιορισμένων παραγόντων, και του συνδυασμού τους, στον καθορισμό των εκλογικών συμπεριφορών. Μια γενική παρατήρηση των τριών επιμελητών είναι πως τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη οι πολιτικές διαιρετικές τομές μετασχηματίζονται περισσότερο σε «ταυτοτικά προσδιορισμένες» – με την Αριστερά, που ο Πικετύ αποκαλεί προσφυώς «βραχμανική», ανακαλώντας την τάξη των διανοουμένων στις παραδοσιακές κοινωνίες, να αντιπροσωπεύει περισσότερο μια δικαιωματική ατζέντα, με απήχηση στις μειονότητες και τα περισσότερο μορφωμένα και εύπορα στρώματα, και λιγότερο μια αναδιανεμητική πολιτική, στην οποία προσβλέπουν τα φτωχότερα στρώματα. Αντιθέτως, στον Παγκόσμιο Νότο, η ταξικά προσδιορισμένη διάσταση των πολιτικών αντιπαραθέσεων εντείνεται τις τελευταίες δεκαετίες, παραμερίζοντας ενδεχόμενους «εθνικιστικούς» ή «φυλετικούς» προσδιορισμούς. Οι δύο έλληνες επιμελητές, Πάνος Τσούκαλης και Νίκος Στραβελάκης, επέλεξαν να αφήσουν εκτός της ελληνικής έκδοσης, που μετέφρασε η Μαρίνα Τουλγαρίδου, τις μισές από τις χώρες που περιλαμβάνονταν στο πρωτότυπο, διατηρώντας μόνο 25 (ΗΠΑ, Ευρώπη, Μέση Ανατολή), εκείνες που επηρεάζουν άμεσα, οικονομικά και γεωστρατηγικά, την Ελλάδα. Κατανοητή επιλογή απέναντι στο ενδεχόμενο ενός ανοικονόμητου βιβλίου χιλίων σελίδων, δεν παύει όμως να αντανακλά τον ελληνοκεντρισμό που διακρίνει συχνά τα πνευματικά μας πράγματα. Από την άλλη –και αυτό μη προς κακοφανισμό μας αλλά προς προβληματισμό– η πρωτότυπη αγγλική έκδοση του 2021 δεν περιλάμβανε την Ελλάδα ανάμεσα στις εξεταζόμενες χώρες, μολονότι ένα κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στις πολιτικές διαιρετικές τομές και τους μετασχηματισμούς στις χώρες της κρίσης (Ισπανία, Πορτογαλία, Ισπανία, με την Ιταλία να συμπληρώνει την τετράδα των άλλοτε PIGS). Την παράλειψη έσπευσαν να καλύψουν οι επιμελητές της ελληνικής έκδοσης, με ένα κεφάλαιο για τις διαιρετικές τομές στην Ελλάδα (1980-2019), καθώς και ένα επίμετρο για την οικονομική ιστορία της χώρας μετά το 1974.
Ντιντιέ Εριμπόν, Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού, Νήσος
Έχοντας ξεκαθαρίσει (ή, μάλλον, απλώς ανοίξει) τους λογαριασμούς του με τον πατέρα του, έναν από τους πολλούς λευκούς άνδρες εργάτες, πρώην ψηφοφόρους του Γαλλικού Κ.Κ. και τώρα της οικογένειας Λεπέν, στο αριστουργηματικό αφηγηματικό δοκίμιο Επιστροφή στη Ρενς (Νήσος, 2020, σε μετάφραση Γιάννη Στεφάνου, όπως και το παρόν), ο συγγραφέας, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, φίλος και συνεργάτης του Φουκώ και του Μπουρντιέ, μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, επιστρέφει, με αυτό το βιβλίο, στην οικογένειά του, προκειμένου να καταθέσει την εμπειρία, τα συναισθήματα και τον αναστοχασμό του σχετικά με τα γηρατειά και τον θάνατο της μητέρας του. Μέσα από τις σελίδες του δοκιμίου, που ακολουθεί ανάλογη αφηγηματική στρατηγική, ο συγγραφέας παρατηρεί τη μητέρα του, «μια γυναίκα του λαού», εργάτρια, όπως και ο πατέρας του, στον αποβιομηχανοποιημένο σήμερα γαλλικό Βορρά, να γερνά, υπερασπίζοντας, όμως, την αυτονομία της μέχρι τέλους, μέχρι που της ήταν πλέον αδύνατον να διαχειριστεί τον εαυτό της. Η απόφαση να την μεταφέρουν σε ένα γηροκομείο, οι αντιστάσεις της ίδιας και τα διλήμματα που έθετε στον συγγραφέα και τους αδελφούς του, τα προβλήματα που δημιουργεί η ιδιωτικοποίηση όλο και περισσότερων πτυχών του συστήματος υγείας και η υποχρηματοδότηση όσων παραμένουν δημόσιες καταλαμβάνουν το πρώτο μέρος της αφήγησης. Στη συνέχεια, η σύντομη πορεία προς τον θάνατο, που συνοδεύεται από την παραίτηση αυτής της «γυναίκας του λαού» από κάθε αντίσταση, αφού σταδιακά χάνονται όσα θα μπορούσαν να την κάνουν να κρατηθεί στη ζωή –όπως η ερωτική σχέση με έναν συνομήλικό της– είναι η μοιραία εξέλιξη που οδηγεί τον συγγραφέα σε μια δίνη ενοχών και σκέψεων για το «τι θα γινόταν αν δεν…» Σκέψεις που γνωρίζει καλά όποιος έχει βιώσει παρόμοια ή ανάλογη εμπειρία, τις οποίες ο συγγραφέας διαχειρίζεται μέσα από συνεχείς αναφορές σε βιβλία και άλλους συγγραφείς· ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να «πλησιάσει» και να γνωρίσει την οικογένειά του είναι μέσα από τα βιβλία. Έτσι, το ακροτελεύτιο μέρος του βιβλίου του είναι ένα στοχαστικό δοκίμιο για την ουσιαστική απουσία της «εμπειρίας του γήρατος» από τις φιλοσοφικές, τις ιστορικές ή τις κοινωνικές μελέτες, μέσα από τον διάλογο του Didier Eribon με δύο σημαντικά έργα, τη Μοναξιά των ετοιμοθάνατων, του Νόρμπερτ Ελίας (Κουκκίδα, 2021), και Τα γηρατειά, της Σιμόν ντε Μπωβουάρ (Γλάρος, 1980).
Λ. Λαμπριανίδης, Α. Λιάκος, Γ. Σταθάκης (επιμ.), Αναζητώντας τον άλλο δρόμο, Πόλις
Η αναζήτηση ενός «νέου παραγωγικού μοντέλου» υπήρξε η σημαντικότερη, ίσως, από τις επαγγελίες της διακυβέρνησης της Αριστεράς (2015-2019). Παρά τις σποραδικές συζητήσεις σε ποικίλα fora –όπως τα «περιφερειακά συνέδρια για την παραγωγική ανασυγκρότηση»– ποτέ δεν δόθηκε η εντύπωση ότι ο διάλογος αυτός γίνεται οργανωμένα, με στόχο να καταλήξει σε συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις. Μια πενταετία μετά, και ενώ η διακυβέρνηση της δεξιάς έχει οδηγήσει το «παραδοσιακό» παραγωγικό μοντέλο, που βασίζεται στο τρίπτυχο τουρισμός, κατασκευές, υπηρεσίες, στα όριά του, χωρίς να διαφαίνεται πραγματική αναπτυξιακή προοπτική, ο προβληματισμός σχετικά με τις στρατηγικές για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επανέρχεται, όπως δείχνει ο ανά χείρας συλλογικός τόμος, αποτέλεσμα ομότιτλου συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε από τον όμιλο «Μετάβαση», με τη συνεργασία των ινστιτούτων ΕΝΑ και Eteron. Στις σελίδες του συγκεντρώνονται 15 από τις ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν, οι οποίες προσεγγίζουν το ζήτημα της ανάπτυξης μέσα από τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αναλύοντας διεξοδικά την ισχνή παραγωγική και εξαγωγική βάση της οικονομίας, τη δομή της απασχόλησης και τη μετανάστευση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, το μόνιμο επενδυτικό κενό και το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών κ.ά. Τα κείμενα του τόμου κατατάσσονται σε τρεις ενότητες, στις οποίες εξετάζονται οι διαστάσεις της ανάπτυξης και οι όροι διαμόρφωσης μιας νέας αναπτυξιακής πολιτικής, οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές διαστάσεις του αναπτυξιακού μοντέλου, καθώς και ζητήματα που αφορούν την αγορά εργασίας, ενώ, τέλος, μια σειρά κειμένων εξετάζει θέματα επικεντρωμένα στην έρευνα και καινοτομία, τους επενδυτικούς πόρους και τις κλαδικές πολιτικές για την ελληνική οικονομία. Αποτυπώνοντας τις έρευνες, τις επεξεργασίες και τις προτάσεις μιας σειράς νέων οικονομολόγων και κοινωνικών επιστημόνων, που διαθέτουν διεθνή πανεπιστημιακή αλλά και κυβερνητική εμπειρία, ο συλλογικός αυτός τόμος επιχειρεί να αντιμετωπίσει την ανάπτυξη όχι ως αποκλειστικά οικονομικό μέγεθος αλλά ως διαδικασία η οποία ενσωματώνει και περιβαλλοντικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις, όπως τονίζουν στο εισαγωγικό τους κείμενο οι τρεις επιμελητές του.
Χρήστος Χατζηιωσήφ, Die Zeitenwende, Βιβλιόραμα
Με αυτόν τον όρο στα γερμανικά, αμετάφραστο, τιτλοφορεί τον ανά χείρας τόμο ο συγγραφέας, ιστορικός και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης: Die Zeitenwende, δηλαδή «Αλλαγή εποχής» – στην Ευρώπη και την Ελλάδα, όπως προσδιορίζει περαιτέρω στον υπότιτλο. Είναι ο ίδιος όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο καγκελάριος Σολτς τον Φεβρουάριο του 2022, για να σηματοδοτήσει τη διακοπή της οικονομικο-πολιτικής συνεργασίας με τη Ρωσία και τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, εξέλιξη που ο ιστορικός εκτιμά ότι θα έχει καταλυτικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή ήπειρο, μολονότι, όπως επισημαίνει εμφατικά, δεν ήταν μια απότομη καμπή στον ιστορικό χρόνο αλλά αποτέλεσμα διεργασιών που είχαν ξεκινήσει δεκαετίες πριν και οδήγησαν στη σταδιακή κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Τα κείμενα τα οποία περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο ανάγονται σε αυτήν ακριβώς την περίοδο, ξεκινώντας από τον οικείο χώρο του ιστορικού, το πανεπιστήμιο και την ανώτατη εκπαίδευση, που επί δεκαετίες δεχόταν τις πλέον λυσσαλέες επιθέσεις –καλυπτόμενες επιδέξια πίσω από τον «ουδέτερο» όρο «μεταρρυθμίσεις»– οι οποίες οδήγησαν στη σημερινή διάλυση και ιδιωτικοποίησή της. Στη συνέχεια, παρατίθενται μια σειρά κειμένων – δημοσίων παρεμβάσεων, αφενός, για τα ερμηνευτικά εργαλεία που θα επιτρέψουν στον ιστορικό να κατανοήσει την ελληνική κρίση και, αφετέρου, για τις ίδιες τις πραγματικότητες της κρίσης και τις ανακολουθίες όσων ανέλαβαν να την αντιμετωπίσουν (αφού πρώτα είχαν οδηγήσει τη χώρα και την οικονομία της σε αδιέξοδο!) Η επόμενη ομάδα κειμένων εξετάζει τη μάχη που έδωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αρχικά προσπαθώντας να διαπραγματευθεί μια νέα συμφωνία και στη συνέχεια να εφαρμόσει τους όρους που της επιβλήθηκαν. Πρόκειται για κείμενα που εξετάζουν μια «διπλή αποτυχία», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: αφενός, των συνασπισμένων μερίδων της αστικής τάξης να διατηρήσουν την αυτονομία τους, την οποία παραχώρησαν στους δανειστές, αφετέρου, της πολιτικής έκφρασης των λαϊκών στρωμάτων να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για μια αναδόμηση του συστήματος υπέρ αυτών των κοινωνικών δυνάμεων. Η τελευταία ομάδα κειμένων αφορά την εκπτωχευμένη μεταμνημονιακή Ελλάδα, αντιμέτωπη με τους κινδύνους που εγκυμονεί ένα αποσταθεροποιημένο διεθνές σύστημα, στα οποία εκφράζεται ο προβληματισμός του ιστορικού για την αντοχή της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.
Γ. Αγγελόπουλος – Δ. Δαλάκογλου (επιμ.), Μια ανθρωπολογία της κρίσης, Αλεξάνδρεια
Η ελληνική κρίση υπήρξε μια περίοδος βίαιων κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών μετασχηματισμών, που έθεσε την Ελλάδα στο επίκεντρο των διεθνών πολιτικών συζητήσεων. Η πρόσληψη της κρίσης οδήγησε σε μια σειρά λόγων περί κρίσης, λόγων με επιτελεστικό χαρακτήρα, που συχνά υπάκουαν σε μια τελεολογική προσέγγιση. Οι συγγραφείς του παρόντος συλλογικού τόμου, έλληνες και ξένοι μελετητές, επιχειρούν την εθνογραφική τεκμηρίωση των μετασχηματισμών αυτών, μέσα από κριτικές ανθρωπολογικές προσεγγίσεις και εθνογραφικές έρευνες που διεξήχθησαν την περίοδο 2010-2017. Τα κεφάλαια που περιλαμβάνονται στις σελίδες του (σε μετάφραση Τάκη Γέρου) συμβάλλουν, έτσι, στην πολλαπλή κατανόηση των κοινωνικών αλλαγών που εκδηλώνονται στο δομικό επίπεδο, αλλά και των μετασχηματισμών που βιώνονται ως πράξη. Το πρώτο μέρος του τόμου αφορά το κράτος και την παραγωγή νεοφιλελεύθερων υποκειμενικοτήτων μέσω της στυγνής καταπίεσης (Α. Αθανασίου), το οποίο διεκδικεί νομιμοποίηση σε μια εποχή που βρίσκεται σε οργανική κρίση (Γ. Καλλιάνος). Το δεύτερο μέρος επιχειρεί μια ανάγνωση των αναπαραστάσεων του έθνους και των τρόπων που αυτό βιώνεται, από την επιτελεστική δράση της Χρυσής Αυγής στον δημόσιο χώρο (Τ. Μπαμπίλης) και την εντατικοποίηση των αντιμεταναστευτικών πολιτικών (Γ. Τσιμουρής – R. Moore), στις φαινομενικά παράλογες πολιτισμικές και πολιτικές πεποιθήσεις της ελληνικής υπαίθρου, με παράδειγμα την Κάλυμνο (D. Sutton), αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη μετανάστευση στην Αθήνα βιώνεται μέσα από έννοιες που διαμορφώθηκαν στην αρχή της δεκαετίας του 1990, στο πλαίσιο των τότε τεκτονικών διεθνοπολιτικών αλλαγών (S. Green). Η κατασκευή των υποκειμενικοτήτων απασχολεί το τρίτο μέρος του τόμου. Η Άννα Αποστολίδου συσχετίζει την οικονομική κρίση με τα αυξημένα ποσοστά ψυχικών διαταραχών στον πληθυσμό, που λειτουργούν ως εργαλείο κατασκευής του ατομικού και κοινωνικού εαυτού· η Νένη Πανουργιά ακολουθεί τη ζωή ενός συγκεκριμένου ανθρώπου στα χρόνια της κρίσης, προκειμένου να ερευνήσει την εντεινόμενη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού· ο Αντρέας Χατζηδάκης αναλύει τους κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς στην πρωτεύουσα μέσα από το πρίσμα της κατανάλωσης, αλλά και της αλληλεγγύης, με παράδειγμα τα Εξάρχεια· τέλος, η Ελένη Παπαγαρουφάλη εξετάζει τη βιομηχανία των βιογραφικών, τα οποία νέοι και νέες προσπαθούν να «γεμίσουν» με ακαδημαϊκές δράσεις, κατασκευάζοντας την ψευδαίσθηση ενός συνεκτικού και αδιαπέραστου εαυτού. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος εξετάζονται απόπειρες αντιμετώπισης της κρίσης από «τα κάτω»: από τα κατειλημμένα κοινωνικοπολιτικά και πολιτιστικά κέντρα και τη στρατηγική του κράτους απέναντί τους (Γ. Πουλημενάκος – Δ. Δαλάκογλου) στην ενίσχυση και διασπορά των πολιτικών αλληλεγγύης στους μετανάστες (Κ. Ροζάκου) και από τις αυτοοργανωμένες οικονομικές πρωτοβουλίες «χωρίς μεσάζοντες» (Θ. Ρακόπουλος) και τα νέα δίκτυα αλληλεγγύης που διαμορφώνουν μια νέα ηθική οικονομία της κρίσης – αλλά εδώ από την οπτική εκείνων που τα αντιστρατεύονται (Γ. Αγγελόπουλος). Τέλος, στα συμφραζόμενα ευρύτερων ανθρωπολογικών συζητήσεων τοποθετεί τα κεφάλαια που προηγήθηκαν στο επίμετρό του ο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης.
Τζέιμς Σ. Σκοτ, Κυριαρχία και οι τέχνες της αντίστασης, Ψηφίδες
Η ανά χείρας μελέτη αποτελεί το δεύτερο, χρονολογικά, έργο του σπουδαίου αναρχικού ανθρωπολόγου και πολιτικού επιστήμονα James C. Scott (1936-2024). Κυκλοφόρησε, μεταφρασμένη από τον Βαγγέλη Πούλιο, σχεδόν ταυτόχρονα με το Η τέχνη του να μην κυβερνιέσαι (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2024), λίγο πριν τον θάνατο του συγγραφέα τους τον περασμένο Ιούλιο, ενώ αναμένεται και το Against the Grain, από τις εκδόσεις Πλήθος. Στην παρούσα μελέτη του, ο Σκοτ εξετάζει τις υπόγειες τεχνικές αντίστασης που αναπτύσσουν οι υποτελείς τάξεις σε συνθήκες κατά τις οποίες η συλλογική αντίστασή τους δεν αποτελεί ορατή διέξοδο, καθώς, φαινομενικά, είναι πλήρως υπόδουλες σε αυταρχικά καθεστώτα. Αναιρώντας το επιχείρημα ότι οι υπάλληλες τάξεις αποδέχονται εθελοντικά τις σχέσεις κυριαρχίας και ανισότητας που τους επιβάλλονται λόγω «ψευδούς συνείδησης», λόγω του ότι συμμερίζονται την ιδεολογία του κυρίαρχου, δείχνει πώς οι υποτελείς αντιστέκονται καθημερινά με ποικίλους, αφανείς συχνά, τρόπους, όταν η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου κάνει αδύνατη τη δημόσια αντίσταση. Επιδιώκοντας να κατανοήσει την πολιτική συμπεριφορά των υποτελών ομάδων, τις σχέσεις εξουσίας όταν οι αδύναμοι υποχρεώνονται να υιοθετήσουν μια στρατηγική στάση έναντι των ισχυρών, ο αμερικανός ανθρωπολόγος καταφεύγει στην έννοια της «κρυφής μαρτυρίας», που δημιουργεί κάθε υποτελής ομάδα, συμβολίζοντας την κριτική στην εξουσία που διατυπώνεται μόλις ο κυρίαρχος γυρίσει την πλάτη του. Το ίδιο ισχύει και για τους κυρίαρχους και τις ανομολόγητες, δημόσια, αξιώσεις εξουσίας τους· διατυπώνουν και αυτοί τις δικές τους «κρυφές μαρτυρίες». Η σύγκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο και στις δημόσιες μαρτυρίες τους επιτρέπει στον Σκοτ να κατανοήσει με έναν καινούργιο τρόπο την αντίσταση στην κυριαρχία. Πώς, όμως, μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση ο μελετητής σε αυτές τις μαρτυρίες χωρίς να παραβιάσει την «κρυπτότητά» τους και, άρα, την αναλυτική τους χρησιμότητα; Αυτό που «μας σώζει και δεν σηκώνουμε τα χέρια ψηλά σε ένδειξη απελπισίας», γράφει ο Σκοτ, είναι ότι, συνήθως, οι κρυφές μαρτυρίες εκφράζονται δημόσια με συγκαλυμμένη μορφή: από τις φήμες και τα κουτσομπολιά μέχρι τους μύθους και τα τραγούδια, τις χειρονομίες και τα αστεία, αυτές οι μορφές επιτρέπουν στους αδύναμους να διατυπώσουν υπαινικτικά και με ασφάλεια την κριτική προς την εξουσία.
Paul Auster, Αιματοβαμμένο έθνος, Μεταίχμιο
Σε κάθε κάτοικο των ΗΠΑ, άντρα, γυναίκα ή παιδί, αντιστοιχεί κάτι παραπάνω από ένα πυροβόλο όπλο· από τις σφαίρες αυτών των όπλων σκοτώνονται, κατά μέσο όρο, εκατό ή και περισσότεροι Αμερικανοί κάθε μέρα. Αντιμέτωπος με αυτές τις αιματηρές στατιστικές, που συχνά κρύβουν πίσω τους μαζικές σφαγές από βαριά οπλισμένους μοναχικούς άντρες (και σπανιότατα γυναίκες), με δεκάδες θύματα, όπως αυτή στο μουσικό φεστιβάλ Route 91 στο Λας Βέγκας, το 2017, με 61 νεκρούς, ή εκείνη στο γκέι μπαρ Pulse, στο Ορλάντο της Φλόριντα, το 2016, με 50 νεκρούς, ο αμερικανός μυθιστοριογράφος Πολ Όστερ, που πέθανε τον περασμένο Απρίλιο, συνέθεσε αυτό το σύντομο αλλά εξαιρετικής διαύγειας δοκίμιο, που μαζί με το μυθιστόρημα Baumgartner έμελλε να είναι τα τελευταία έργα που εξέδωσε εν ζωή. Ο συγγραφέας δεν κρύβει την απώθηση που του προκαλούν τα πυροβόλα όπλα – αντιθέτως, ξεκινά την πραγμάτευσή του με μια αυτοβιογραφική μαρτυρία που εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, τη στάση του: ο παππούς του είχε πέσει θύμα ενός τέτοιου όπλου. Αν και το δοκίμιό του αναπτύσσεται ως ελεγεία για τους χιλιάδες νεκρούς αυτού του ακήρυχτου εμφυλίου, ο συγγραφέας αποφεύγει να υιοθετήσει καταγγελτική στάση· αντιθέτως, προσπαθεί να κατανοήσει την αμερικανική πραγματικότητα της οπλοκατοχής, την οποία, στην ανάλυσή του, συνδέει με τις σκοτεινότερες στιγμές της αμερικανικής ιστορίας: τη γενοκτονία των ιθαγενών κατοίκων της ηπείρου και την ιδιοκτησία και το εμπόριο σκλάβων. Μέσα από αυτές τις ιστορικές εμπειρίες διατυπώνεται η δεύτερη τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος, που υποτίθεται ότι ανακηρύσσει την οπλοκατοχή σε αναφαίρετο δικαίωμα κάθε αμερικανού πολίτη. Παίρνοντας υπόψη την εμπειρία της ποτοαπαγόρευσης, που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που επιδίωκε, ο Όστερ δεν τάσσεται υπέρ της πλήρους απαγόρευσης της οπλοκατοχής, αλλά υπέρ της αυστηρής ρύθμισης και ελέγχου των προϋποθέσεων άσκησης του σχετικού δικαιώματος. Παράλληλα, εξετάζοντας πολλά παραδείγματα επιθέσεων με πυροβολισμούς αδιακρίτως πάνω στο πλήθος, ανασκευάζει το επιχείρημα της δυσώνυμης (εκτός ΗΠΑ, τουλάχιστον) National Rifle Association, ότι μόνο ένας «καλός τύπος με όπλο μπορεί να σταματήσει έναν κακό τύπο με όπλο», αναδεικνύοντας, ταυτόχρονα, τις πολιτικές διασυνδέσεις της οργάνωσης στα υψηλότερα τμήματα της πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ. Τον ελεγειακό τόνο του κειμένου του Όστερ σχολιάζουν, με τον δικό τους τρόπο, οι φωτογραφίες του Σπένσερ Οστράντερ, από μέρη που υπήρξαν σκηνικό μαζικών σφαγών, απ’ όπου απουσιάζει κάθε ανθρώπινη μορφή, αλλά και κάθε αναφορά σε όπλα, οι οποίες λειτουργούν σαν «επιτύμβιες στήλες της συλλογικής μας θλίψης». Η μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη δεν είναι πάντοτε εύστοχη, καταφεύγοντας κάποτε σε ευκολίες, όπως η απόδοση του «mass shooting» ως «μαζικός πυροβολισμός».
Σταύρος Ζουμπουλάκης, 800 μετ’ εμποδίων, Πόλις
Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τα κείμενα του συγγραφέα γνωρίζουν ότι είναι η μικρή φόρμα εκείνη που αναδεικνύει περισσότερο τη μαστοριά της γραφής του –αλλά και την αναλυτική δύναμη της επιχειρηματολογίας του– είτε αυτή ασκείται στον δοκιμιακό λόγο, είτε σε περισσότερο λογοτεχνικά αφηγήματα, είτε, όπως στην περίπτωση του ανά χείρας τόμου, με το είδος εκείνο της δημόσιας παρέμβασης που ασκείται από τις στήλες κάποιας εφημερίδας και παλαιότερα κατατασσόταν στην κατηγορία του χρονογραφήματος. Τα μικρά δοκίμια που περιλαμβάνονται εδώ υπόκεινται σε έναν επιπλέον περιορισμό, ο οποίος προσφέρει και τον τίτλο της συλλογής: τον αριθμό των 800 λέξεων, τις οποίες δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν τα κείμενα που ο συγγραφέας δημοσίευε στην εφημερίδα Καθημερινή επί τριετία (2021-2023) και αναπαράγονται εδώ σχεδόν αυτούσια και με αυστηρή χρονολογική σειρά, ανεξαρτήτως του θέματός τους. Αφορμή για τη συγγραφή τους στάθηκαν, τις πιο πολλές φορές, άλλα κείμενα: λογοτεχνικά, δοκιμιακά, φιλοσοφικά κ.ά., αλλά και κινηματογραφικές ταινίες ή πίνακες ζωγραφικής, οτιδήποτε, με λίγα λόγια, μπορούσε να χρησιμεύσει ως ερέθισμα για σκέψη, μέσα στις συχνά επώδυνες συνθήκες του εγκλεισμού και του φόβου εξαιτίας της πανδημίας. Αφορμή, σχεδόν πάντοτε, κάποιο γεγονός της επικαιρότητας, που «δίνει κλώτσο να γυρίσει» και να ξετυλιχτεί το κουβάρι της σκέψης. Συχνά, στον πυρήνα και αυτών των κειμένων βρίσκονται τα ζωτικά για τον συγγραφέα ζητήματα της πίστης, έτσι όπως τίθενται σήμερα, σε διάλογο με τα πολιτισμικά συμφραζόμενα της εποχής μας – αυτός είναι και ο λόγος που τα παραδείγματα από τα οποία αντλεί και με τα οποία συνομιλεί προέρχονται συνήθως από άλλες χριστιανικές ομολογίες, πιο κοντά στη σύγχρονη ζωή απ’ ό,τι η αμετακίνητη στον άχρονο ρόλο του κρατικού υπαλλήλου ελλαδική Εκκλησία. Μπορεί η πίστη να αποτελεί το πυρηνικό ζήτημα των δοκιμίων του Σταύρου Ζουμπουλάκη, γύρω από αυτό όμως ξετυλίγονται ποικίλης θεματολογίας ζητήματα, που επικοινωνούν, το καθένα με τον δικό του τρόπο, με τον πυρήνα: από την υποβοηθούμενη αυτοκτονία έως τον πόλεμο στην Ουκρανία και από την ακροδεξιά απειλή στη Γαλλία έως τη σχέση γιατρού και ασθενούς στο πλαίσιο του δημόσιου συστήματος υγείας.