Μοντέρνες μυστικίστριες (του Μιχάλη Μακρόπουλου)

0
998

του Μιχάλη Μακρόπουλου (*)

 

Μια μυστικιστική βίωση του κόσμου αντηχεί στις λέξεις γυναικών λογοτεχνών. Η λέξη αγγίζει κάτι πέρα από το νόημά της, έναν κρυφό παλμό. Ο κόσμος εσωτερικεύεται, περνάει μέσα απ’ το πρόσωπο, που τον μεταλλάσσει και τον νοηματοδοτεί· παύουν οι λέξεις να είναι περιγραφές πραγμάτων του κόσμου, να φορούν την αντικειμενικότητα μιας αμφιμονοσήμαντης σχέσης ανάμεσα στη λέξη και το λεγόμενο, και γίνονται ψυχικά τοπία ꟷ μυστικά σύμβολα, στοιχεία μιας προσωπικής αλφαβήτας. Η λέξη δέντρο είναι ένας ψυχικός τόπος, μαζί δέντρο και κάτι άλλο, οι λέξεις πέτρα, παιδί, πουλί, είναι τόποι στην αχαρτογράφητη γεωγραφία της ψυχής. Δεν είναι περιγραφές από το πρόσωπο του κόσμου γύρω, αλλά πάντρεμα προσώπου και κόσμου ꟷ ένας μυστικός γάμος.

Το μοντέρνο, αποτινάσσοντας βαρίδια της παραδοσιακής εξιστόρησης, που εξ ανάγκης είναι θέαση του κόσμου απέξω, μια περιγραφή της εκάστοτε «ιστορίας» απ’ τον θεατή της, εντέλει μια χρησιμοθηρική στάση απέναντι στο λόγο και στον κόσμο, ανοίγεται προς τον «βαθύ» μύθο ανοίγοντας προς αυτόν την καθεμία λέξη.

Θα μπορούσε κανείς εύλογα να πει πως η Σιμόν Βέιλ, για παράδειγμα, είναι μια σύγχρονη μυστικίστρια. Μα εδώ υπάρχει ο φανερός τόπος της θρησκείας, του θρησκευτικού λόγου, έστω κι αν ό,τι τελικά μετρά είναι ο τρόπος που μέσω των λέξεων αυτός ο φανερός τόπος μεταμορφώνεται σε ψυχικό τοπίο. Ο τρόπος που η τετριμμένη λέξη αναβαπτίζεται σε κάτι εντέλει άρρητο και γίνεται αναπάντεχη. Εδώ όμως, επειδή ο λόγος είναι δοκιμιακός, η λέξη δεν παύει να ʼχει ως στόχο της την εξήγηση.

Στη μυθοπλασία, ο λόγος απαλλάσσεται κι από τούτη την ανάγκη της εξήγησης, και γίνονται οι λέξεις κάτι που ούτε ευθέως αναφέρεται σ’ αυτό που λέει, ούτε σημαίνει απαραίτητα ό,τι προβλέπεται από την «αντικειμενική», την εξωτερική θέαση του κόσμου να σημαίνει, και γίνεται κάτι ανερμήνευτο που βιώνεται κρυφά. Κάτι μαγικό. Δεν χρειάζεται η λέξη να ʼναι εξεζητημένη, περίπλοκη ꟷ κάθε άλλο. Καλύτερα να ʼναι μια κοινή, απλή λέξη: δέντρο, πέτρα, παιδί, πουλί.

Διαβάζοντας φράσεις στη μυθοπλασία της Βιρτζίνια Γουλφ, στα Jacob’s Room, Mrs Dalloway, To the Lighthouse, The Waves, Between the Acts, αφήνεσαι σ’ ένα κυμάτισμα των λέξεων, ένα μυστικό πάντρεμά τους, τον ήχο που ʼχουν όταν στέκει η μια πλάι στην άλλην. Όχι μόνο δεν χρειάζεται, συχνά, να εξηγήσεις, μα δεν πρέπει κιόλας να το κάνεις. Η φράση σωματοποιείται, βιώνεται.

Στα πεζά της, το Malina, η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν φέρνει στο φως θαμμένα ψυχικά στρώματα. Στα ημιτελή Η περίπτωση Φράντσα και Ρέκβιεμ για τη Φάννυ Γκόλντμαν, τούτη η αποσπασματικότητα δείχνει απεναντίας πλήρης, όπως στην αρχαιολογία δεν παύει το σπάραγμα να είναι όχι απλώς μέρος ενός χαμένου τέχνεργου, αλλά τεχνούργημα το ίδιο. Στην αθέλητη αποσπασματικότητα των Φράντσα και Γκόλντμαν, η Μπάχμαν πετυχαίνει ίσως περισσότερο απ’ ό,τι στο ολοκληρωμένο Malina να δείξει ό,τι δεν δείχνεται, αφήνοντάς το αθέατο, λειψό.

Στο Από τη μέση και κάτω της Μαρίας Μήτσορα η καθεμία «ιστορία» είναι απλώς ένα προσχηματικό, αδρό δοχείο, και το κρυφό νόημα ολοένα μεταπλάθεται, φτιάχνεται και ξαναφτιάχνεται, ενόσω παντρεύεται σε μια ποιητική συνήχηση η κάθε λέξη τις γύρω της.

Στα Μακάρια χρόνια της τιμωρίας και Προλετέρκα της Φλερ Γιέγκυ, οι λέξεις είναι ψυχρά σκληρά διαμάντια που κόβουν, και πολύ περισσότερο στα αινιγματικά διηγήματα της συλλογής Είμαι ο αδερφός της ΧΧ και στο ακόμα πιο αινιγματικό, θραυσματικό αφήγημα Τα αγάλματα του νερού.

Και πιο χειροπιαστή είναι αυτή η προσπάθεια ꟷμε τη λέξη να ειπωθεί ό,τι δεν μπορεί η λέξη να πει, κάτι κρυφό κι αληθινό με τρόπο πιο βαθύ από το γλωσσικό σημείο, απ’ το σημαινόμενοꟷ στα κείμενα της Κλαρίσε Λισπέκτορ, τα Κατά Α.Γ. Πάθη, Πνοή ζωής, Η ώρα του αστεριού, Κοντά στην άγρια καρδιά, The Apple in the Dark, An Apprenticeship, Água Viva. Aποτινάσσοντας ολωσδιόλου, σχεδόν, το βάρος της «ορθόδοξης» εξιστόρησης, η Λισπέκτορ αγωνιά να ξύσει με νύχι που ματώνει την επιφάνεια της λέξης για να φανερώσει ꟷ τι πράγμα; Κάτι που δεν λέγεται αλλά, μ’ έναν τρόπο, δείχνεται. Αγωνιά να πει με τη λέξη ό,τι δεν μπορεί ποτέ να σημαίνει μια νοηματικά πεπερασμένη λέξη. Απ’ όλους τους λογοτεχνικούς αγώνες να γίνει το ψυχικό βίωμα γλωσσικό αφήγημα, της Λισπέκτορ είναι ίσως ο πιο εντυπωσιακός και ρηξικέλευθος.

Κάπως ένιωσα, διαβάζοντας τη Γουλφ, την Μπάχμαν, τη Γιέγκυ, τη Λισπέκτορ, τη Μήτσορα, ότι είναι μοντέρνες μυστικίστριες· με την κρυφή τους γλώσσα, τις αισθάνθηκα κοντά στη Χίλντεγκραντ του Μπίνγκεν, στον τρόπο που η λέξη γινόταν κάποτε κρυφός τόπος και μυστική βίωση, κι αν το πρόσωπο υπήρχε μέσα στον κόσμο, πολύ περισσότερο ο κόσμος υπήρχε ꟷαυτόςꟷ μες στο πρόσωπο.

(*) O Μιχάλης Μακρόπουλος είναι συγγραφέας και μεταφραστής

Προηγούμενο άρθροΌταν ατυχούν μεταφραστές και επιμελητές (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθρο15 δοκίμια για ένα αποκαλόκαιρο (4): Η κλιματική κρίση, η Γάζα, οι ανισότητες.. [του Σπύρου Κακουριώτη]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ