Της Κατερίνας Σχινά.
«Το μέλλον είναι σκοτεινό»: γνέφοντας από μακριά στον Ιωάννη Συκουτρή, η Μαρία Κυρτζάκη θα αναδιατυπώσει ξανά και ξανά την γνωστή αποστροφή του («Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν και είν΄ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι»), εντός ή εκτός εισαγωγικών στους δικούς της στίχους. Ναι, το μέλλον είναι σκοτεινό∙ όμως ο ζόφος του βαθαίνει όταν χάνονται ποιητές, φίλοι, πρόσωπα σαν κι εκείνην. Εκείνη, την ταγμένη στη γλώσσα και στα όνειρα ποιήτρια, την ανασκευάστρια των παλιών μύθων, την θρηνωδό του έρωτα που πυρπολεί και αποσύρεται διαψευσμένος, την συγγραφέα που αδιάκοπα αναρωτιέται πόσο οι λέξεις μπορούν να αποτυπώσουν τα αισθήματα και τις αισθήσεις, τι είναι αυτό που διαφεύγει, με ποιον τρόπο σύμφωνα και φωνήεντα πριν «ξεψυχήσουν» θα κραυγάσουν την ένταση των πραγμάτων.
Φέρνω στο νου μου το πρόσωπο της Μαρίας, αλλά κυρίως το βλέμμα της, βαθύ, πυρετώδες. Την διακριτική, στοχαστική της παρουσία, την γλυκύτητά της. Την φωνή της, σ’ εκείνη την πολύχρονη εβδομαδιαία ραδιοφωνική της εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα πάνω στα όνειρα και την ιστορία τους, με τίτλο που σήμερα, εποχή καχυποψίας, αδιαφορίας και χλεύης σε ό, τι υπερβαίνει την κοινοτοπία της καθημερινότητας, δεν θα χωρούσε πια σε κανένα ραδιόφωνο: «Επί την άπειρον θάλασσαν των ονείρων, τα ανοιχτά εγκαύματα και σκάμματα του προσώπου, όπου μαζεύεται ο έλεος των εικονισμάτων». Και πάνω απ’ όλα τις σελίδες της, σελίδες δονούμενες από έναν ανεσταλμένο, δαμασμένο λυρισμό, τον οποίο η Μαρία μεταμορφώνει σε υπόκωφο λυγμό μπροστά στην απώλεια∙ την σπάνια οικονομία των στίχων της, τον μουσικό ρυθμό τους, τη γλώσσα της, γλώσσα που αντλούσε από όλα τα κοιτάσματα της ελληνικής, αυτά που ανέσκαπτε αδιάκοπα η Μαρία, πάντα για ν’ ανασύρει την πιο καρποφόρα λέξη∙ την ακάματη τελειοθηρία της.
Είναι αδύνατον να χωρέσει αυτό που ήταν η Μαρία Κυρτζάκη σε τούτο το σύντομο, βιαστικό σημείωμα. Αξίζει ωστόσο να προσεχτεί το πώς συνέδεσε στην ποίησή της το υπαρξιακό, το έμφυλο και το πολιτικό τραύμα. Μιλώντας πριν από λίγα χρόνια για το έργο της, η Αθηνά Βογιατζόγλου είχε επισημάνει πως η ιστορία διεισδύει στην ποίηση της Μαρίας, «σαν ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του», όπως το τραύμα της πολιτικής εισχωρεί στο ίδιο το σώμα μας, το παραβιάζει, το καταλύει. Ξεκινώντας από τα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, οπότε και χρονολογούνται τα πρώτα της ποιήματα, και φτάνοντας μέχρι σήμερα, η Μαρία Κυρτζάκη δεν έπαψε ποτέ να είναι πολιτική και να εκφράζει την αγωνία της με αυστηρή λιτότητα και υπόρρητο σπαραγμό.
Ο θάνατος της Μαρίας Κυρτζάκη, ξαφνικός και αδόκητος, κάνει ωστόσο και τα λόγια «να ξεψυχάνε». Γιατί όπως έγραψε και η ίδια «Πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο/ πώς να φθογγούται ο θάνατος/ και πώς ο θάνατος να καρπωθεί/ το ξέρω του θανάτου».