Ελένη Παπαργυρίου (*)
Tο τρένο κόντευε να φτάσει στον σταθμό κι οι επιβάτες είχαν σηκωθεί και στριμώχνονταν τώρα στους διαδρόμους. Η κουρτίνα, που κανείς δεν είχε φροντίσει να ανοίξει, σκίαζε ακόμα το παράθυρο του κουπέ, εκτός από κάποιες αχτίδες του νοεμβριανού ήλιου που έμπαιναν από τις άκρες φωτίζοντας σαν λάμες σπαθιών το εσωτερικό του βαγονιού. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό ή η φασαρία του κόσμου που με ξύπνησε από έναν βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα. Κάποιος προσπαθούσε να τραβήξει μια βαριά βαλίτσα από την υποδοχή πάνω από το κεφάλι μου.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχα λάβει μια επιστολή από το Υπουργείο Μακεδονίας για μια εργολαβία κατασκευής αποθηκών στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τότε, πριν τον πόλεμο, κυνηγούσα τη δουλειά σαν τρελός και μ’ ενδιέφερε να βγάζω χρήματα. Το έργο ήταν μεγάλο, ο κατασκευαστικός τομέας η ειδικότης μου, έτσι δέχτηκα ασμένως. Ορίστηκε μια πρώτη συνάντηση στη Θεσσαλονίκη στα μέσα του μηνός. Λίγες μέρες πριν την αναχώρησή μου έστειλα τηλεγράφημα στον Λουκά. Ήταν ευκαιρία να επισκεφθώ αυτόν και τη γυναίκα του μετά από τόσα χρόνια. Με είχαν προσκαλέσει πολλές φορές και πάντα έβρισκα διάφορες προφάσεις για να αρνηθώ. Μου απάντησε αμέσως: «Ατυχία! Αναχωρώ αύριο επειγόντως δια εργασίας εις Κοζάνη. Λείψω μια εβδομάδα. Ρουθ σε περιποιηθεί αντ’ εμού».
Το πράγμα απαιτούσε σκέψη. Δεν ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω τη Ρουθ μόνη της ή να συζητήσω ζητήματα του πρόσφατου σχετικά παρελθόντος. Αλλά θα ήταν ενδεχομένως προσβλητικό να αρνηθώ, αφού εγώ το είχα προτείνει. Αν αρνιόμουν, εξάλλου, θα έδειχνα πόσο ζωντανό ήταν ακόμα το ενδιαφέρον μου, κι αυτό ήθελα πάση θυσία να το αποφύγω. Αποφάσισα να αφήσω την επίσκεψη για την τελευταία μέρα πριν επιστρέψω στην Αθήνα, αφού θα είχα τελειώσει τις δουλειές μου.
Καθόταν σε ένα δίπατο σπίτι στην οδό Βασιλίσσης Όλγας, κάπως μικρό, μα καλοβαλμένο και ευπρεπές. Η υπηρέτρια πήρε το καπέλο και το πανωφόρι μου, πολύ βαρύ για την αφύσικη ζέστη εκείνου του φθινοπώρου, και βλέποντας τη γενική μου κατάσταση μου έφερε, χωρίς να της το ζητήσω, ένα ποτήρι νερό με πάγο κι ένα προσόψι για να σκουπιστώ. Είχα διασχίσει όλο το κέντρο με τα πόδια αντί να πάρω – ο άμυαλος – το τραμ, αφού πέρασα ένα αγωνιώδες πρωινό σε ένα καφενείο της πλατείας Αριστοτέλους πίνοντας τον έναν καφέ μετά τον άλλο. Η υπηρέτρια με οδήγησε στη σάλα. «Η κυρία θα σας δεχθεί σε λίγο». Ξύλινοι καναπέδες σε απλά γεωμετρικά σχήματα με καμπότινη κρεμ επένδυση, απομίμηση γερμανικού αρτ νουβό. Ένα βαρύ τραπέζι από μαόνι, αντίστοιχου ύφους. Ήξερα πολλούς στην Ελλάδα που ξεσήκωναν πρωτότυπα σχέδια από ευρωπαϊκά περιοδικά κι ανέθεταν σε ντόπιους τεχνίτες να τα κατασκευάσουν στο ένα τρίτο της τιμής. Στον τοίχο ένα υφαντό με το κατοπτρικό σχέδιο ενός ιππότη που πλησιάζει το κάστρο στην κορυφή του λόφου. Κρατά στο ανοιγμένο χέρι το καπέλο του, χαιρετώντας όσους τον βλέπουν από τις πολεμίστρες να πλησιάζει. Κάποιες αρκετά καλαίσθητες, πρέπει να πω, γκραβούρες της Βιέννης, ο καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου, η θέα στο ύψωμα πάνω από το Μπελβεντέρε, το αυτοκρατορικό ιπποδρόμιο. Κολλημένος στο παράθυρο ένας χαμηλός μπουφές με το ραδιόφωνο, αυθεντικό Philips αυτό, κρύσταλλα και κηροπήγια, ανάμεσά τους μια ασημένια μενορά. Το πτυχίο της Ρουθ από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Βιέννης κορνιζωμένο δίπλα στην κουρτίνα που ανέμιζε ανεπαίσθητα και κάτω από αυτό, μια στήλη από ακουαρέλες σε θέματα θαλασσινά, όχι ιδιαίτερες. Στο κάτω μέρος ένα φωτογραφικό πορτραίτο που απεικόνιζε την ίδια και είχα καιρό να δω: μου προξένησε μια περίεργη αναστάτωση. Αναρωτήθηκα πού ήταν το πτυχίο του Λουκά από το Πολυτεχνείο και μετά σκέφτηκα ότι θα βρισκόταν βέβαια εκεί που είχα και εγώ το δικό μου: στους τοίχους του τεχνικού γραφείου όπου σίγουρα θα φιγουράριζε το όνομά του.
Έκανε πίσω θεατρικά για να με παρατηρήσει τάχα καλύτερα. «Ίδιος, όπως τότε». Σε δυο εβδομάδες θα έκλεινα τα τριάντα. Δέχτηκα συγκαταβατικά τη φιλοφρόνηση: το μέτωπό μου είχε επεκταθεί και ήμουν σαφώς βαρύτερος. Η ίδια πάλι ήταν απαράλλακτη εκτός από τα μαλλιά που είχε αφήσει να μακρύνουν και τα μάζευε σε χαμηλό κότσο στη βάση του κεφαλιού της. Δεν της το είπα. Προσπαθούσα να συνέλθω από την ταραχή μου από τη στιγμή που κατέβηκε τις σκάλες και στάθηκε φορώντας στο πρόσωπό της ένα προσποιητό, μου φάνηκε, χαμόγελο.
«Πόσος καιρός! Πρέπει να μου τα διηγηθείς όλα. Αλλά πρώτα να πάρουμε τον καφέ. Έχω μάθει τη Μορφούλα να φτιάχνει μελάνζ αυθεντικό, βιεννέζικο. Δεν θα πεις όχι. Εκτός αν πίνεις τούρκικο, στο μπρίκι. Μορφούλα!»
Μιλούσε τώρα καλούτσικα ελληνικά, διανθισμένα με πολλές γερμανικές λέξεις. Σε λίγο όμως, όταν ξεχάστηκε, η γλώσσα της γύρισε στη μητρική της. Της απαντούσα στα ελληνικά. Είχα ξεμάθει τα γερμανικά κι έπρεπε να σκεφτώ κάθε φορά τι ήθελα να πω, μου ξέφευγαν λάθη. Δεν ήθελα να έχει και σε αυτό το πάνω χέρι, αν και η ίδια δε φαινόταν να σκοτίζεται ιδιαίτερα για κάτι τέτοια. Σκότωνε άρθρα και συντακτικούς κανόνες των ελληνικών με περισσή χάρη και το ενθουσιώδες γέλιο στο οποίο κατέληγε κάθε φράση της δεν σε άφηνε καν να το παρατηρήσεις. Καθόμασταν στον καναπέ του σαλονιού με τα γόνατά μας στραμμένα ο ένας προς τον άλλο. Τα χέρια της κινούνταν ακολουθώντας τον ρυθμό όσων έλεγε. Της ζήτησα να καπνίσω για να απασχολήσω τα δικά μου.
Το κεφάλι της Μορφούλας ξεπρόβαλε από την κουζίνα. «Κυρία, έτοιμος ο καφές.»
«Θα τον σερβίρω εγώ, μπορείς να πηγαίνεις». Γύρισε με τον δίσκο στα χέρια της. «Έκπληξη!» αναφώνησε. «Κράπφεν! Είμαι σίγουρη ότι έχεις να φας από τότε. Τούτα ‘δω είναι με βερίκοκο, η Μορφούλα έφτιαξε τη μαρμελάδα το καλοκαίρι.»
«Α, για δες,» είπα. Μου έτεινε ένα γεμάτο πιάτο μαζί με ένα γυάλινο φλυτζάνι του καφέ όπου ξεχείλιζε η κρέμα. Δάγκωσα ένα, ήταν πράγματι πολύ πετυχημένο, η άγλυκη ζύμη και μέσα ο υγρός πυρήνας. Το άφησα στην άκρη μετά την πρώτη μπουκιά σκουπίζοντας αμήχανα τη ζάχαρη από το σαγόνι μου. Της είπα για το έργο που είχα αναλάβει στο λιμάνι, πράγμα που την ενθουσίασε. Άρχισα να παραθέτω διάφορες τεχνικές λεπτομέρειες, στοιχεία προϋπολογισμού, υποθέσεις για τις εμπορικές δυνατότητες του λιμανιού, που, όπως γρήγορα διαπίστωσα, δεν την ενδιέφεραν καθόλου.
«Θα μας έρχεσαι συχνά, λοιπόν. Θα ενωθεί πάλι η παρέα».
Έγνεψα αόριστα.
«Μου λείπει εκείνη η εποχή. Σκέφτομαι συχνά πόσα πράγματα κάναμε, πόσο απασχολημένοι ήμασταν, πόσο περίεργοι για τον κόσμο γύρω μας. Δεν το παθαίνεις κι εσύ;»
«Όχι, δεν σκέφτομαι το παρελθόν. Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Τι νόημα έχει;».
Την κοίταξα έντονα, επίτηδες κράτησα το βλέμμα μου πάνω της μέχρι να ενοχληθεί. Εκείνη όμως σκεφτόταν κάτι άλλο.
«Μα, αν δεν το σκέφτεσαι, το παρελθόν μοιάζει σαν να μην έχει συμβεί. Τα χρόνια χάνονται κι αυτό δεν το θέλω».
Τα χρόνια χάνονται. Κάποτε, η Ρουθ, ο Λουκάς κι εγώ ξενυχτούσαμε πάνω από το θέμα της στατικής, το πιο δύσκολο μάθημα του έτους. Ο καθηγητής Χίρσφελντ, με το αστραφτερό του μονόκλ και τα απειλητικά φρύδια, φόβος και τρόμος φοιτητών και προσωπικού. Ο Λουκάς κι εγώ δυσκολευόμασταν με την ορολογία κι εκείνη έκανε ό,τι μπορούσε για να μας βοηθήσει εξηγώντας, μεταφράζοντας στα γαλλικά που τα ξέραμε κάπως καλύτερα ή σκιτσάροντας στο μπλοκ της κάποιες λέξεις. Μας έβαζε να μιλήσουμε ελληνικά και τα μιμούνταν κάνοντας διαρκώς γκριμάτσες. Μας απαντούσε με σύντομες φράσεις στα γίντις και μας ζητούσε να τις επαναλάβουμε. Η παταγώδης αποτυχία μας της προκαλούσε εξαιρετική θυμηδία. Με τόσους περισπασμούς το θέμα δεν προχωρούσε. Ο Λουκάς ακούμπησε το μέτωπό του στο ντουβάρι και το χτύπησε. «Kουφιοκέφαλοι. Δεν πρόκειται να πάρουμε δίπλωμα. Μία ευκαιρία σε κάθε εξέταση και μια δεύτερη και μετά σπίτια σας».
«Σηκωθείτε, θα σας πάω κάπου». Επέμεινε παρά τις διαμαρτυρίες μας ότι έπρεπε μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι να έχουμε παραδώσει το θέμα στη γραμματέα του Χίρσφελντ. Πήραμε το τραμ μέχρι τη Ζίμπενστερνγκασσε και την ακολουθήσαμε ανίδεοι στον φωτισμένο δρόμο μέχρι την είσοδο ενός μικρομάγαζου στριμωγμένου ανάμεσα σε ένα ρολογάδικο και ένα υποδηματοποιείο. Δεν ήμουν σίγουρος τι πουλούσε, τα τζάμια της βιτρίνας ήταν καλυμμένα με στρατσόχαρτο. Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα ακουγόταν ένα υπόκωφο κουδούνισμα. «Μπαμπά, εγώ είμαι» φώναξε λες και οι ιδιοκτήτες του μαγαζιού ήταν κάπου μακριά. Το φαινομενικά μικρό μαγαζάκι αποδείχτηκε ένας υποφωτισμένος στενόμακρος λαβύρινθος με ράφια και αντικείμενα παντού, παλιές γκραβούρες, μπρούτζινες προτομές συνθετών και συγγραφέων, καθώς και πορσελάνινες κούκλες που έμοιαζαν να βγήκαν από μια εποχή πιο παλιά, τσίγκινα κουτιά με σχέδια που είχαν χάσει προ πολλού το βρώσιμο περιεχόμενό τους. Στοίβες παλιών βιβλίων ξεκινούσαν από το πάτωμα φτάνοντας μέχρι το ταβάνι. Μας οδήγησε στο παραμάγαζο και στο βάθος διέκρινα έναν ηλικιωμένο άντρα που σκυμμένος πάνω από έναν πάγκο εξέταζε έναν μεταλλικό κύλινδρο υπό το φως μιας αναμμένης λάμπας πετρελαίου. «Είναι ένα μαγικό φανάρι,» γύρισε να μας πει. «Αν γυρίσετε τον κύλινδρο και κοιτάξετε μέσα από το άνοιγμα θα δείτε τις φιγούρες να κινούνται. Να, εδώ ο Βάκχος σηκώνει το ποτήρι του.» Μου έδειξε πώς να κοιτάξω, και κολλώντας το μάτι μου στο άνοιγμα είδα πράγματι την μαγική κινούμενη εικόνα. «Πόσο παλιό είναι;» τον ρώτησα. Φορούσε μια φθαρμένη πράσινη ζακέτα με μπαλώματα στους αγκώνες και τα λαδωμένα γκρίζα του μαλλιά έπεφταν στα μάτια του. «Υπήρχε πολύ πριν από εμάς. Και θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά, αρκεί βέβαια κάποιος να το φροντίσει. Αυτό κάνουμε εδώ.» «Ο μπαμπάς είναι πολύ περήφανος για τα αντικείμενά του,» είπε η Ρουθ. «Κύριοι,» είπε ο γέροντας, «κάποτε θα πάψουμε να υπάρχουμε. Όμως πάνω στα αντικείμενα θα υπάρχουν τα αποτυπώματά μας. Αυτά δεν χάνονται. Δεν γίνονται καπνός.»
Στο Σπίτελμπεργκ κάναμε βόλτες στη χριστουγεννιάτικη αγορά. Πίναμε ζεστό ζαχαρωμένο κρασί κρατώντας πολλή ώρα την κούπα στα παγωμένα χέρια μας. Καμιά φορά έρχονταν μαζί μας κι άλλοι συμφοιτητές, αλλά στη πραγματικότητα μας άρεσε να είμαστε οι τρεις μας. Στα βιβλιοπωλεία της Βόλτσαϊλε χαζεύαμε περιοδικά σχεδίου και τέχνης. Η Ρουθ ήταν ενθουσιασμένη με τις εικόνες του Ρίχαρντ Γκερστλ, μας πήγε και στην έκθεσή του. Είχε τότε μια εμμονή με την Απόσχιση. Απεχθανόταν τον Κλιμτ αλλά λάτρευε τον Σίλε. Μια μέρα μας είπε ότι το έργο του Σίλε που την συγκινούσε περισσότερο ήταν μια αυτοπροσωπογραφία που τον έδειχνε να αυνανίζεται. «Φοράει ένα μαύρο πανωφόρι και τίποτα άλλο και τα χέρια – οι σκοτεινές γήινες αποχρώσεις που χρησιμοποιεί – μπλέκονται με το μόριό του, οπότε δεν μπορείς να διακρίνεις τι κάνει», το προσπάθησα» είπε γελώντας. «Πρέπει να το σχεδίασε μπροστά σε καθρέφτη, οπότε η πράξη αναγκαστικά θα διακόπηκε. Ή, ίσως, η ζωγραφική έγινε κι αυτή μια πράξη αυτοϊκανοποίησης, μπορεί να τη σταματούσε, για να τελειώσει, πολλές φορές, μέχρι να ολοκληρωθεί το έργο».
Και τα δικά της σχέδια, γυναίκες με κάτι φρικώδη κεφάλια και βυζιά, φαίνονταν πολύ επηρεασμένα από αυτούς. Τη ρωτούσα γιατί ζωγραφίζει έτσι. «Γιατί είναι τέτοια η εποχή» απαντούσε και προσπαθούσα να καταλάβω τι εννοεί. Η εποχή μας, θεωρούσα εκείνα τα χρόνια μετά τον μεγάλο πόλεμο, ήταν μοτοσακό που τρέχει σε μια μεγάλη λεωφόρο χωρίς να μπορεί κανείς να το σταματήσει. Η πρόοδος, η εξέλιξη ήταν μονόδρομος, το πίστευα ακράδαντα. Τα δάχτυλα του Λουκά διέγραφαν τα μαύρα περιγράμματα στα σχέδια της Ρουθ. «Τίποτα δεν θα μείνει από την εποχή μας,» είπε. «Οδηγούμαστε με ακρίβεια στον όλεθρο».
Τώρα τη βλέπω να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, σαν καλή μαθήτρια.
«Κι εσύ; Δεν εργάζεσαι, βέβαια» τη ρώτησα.
«Όχι, καμιά φορά ρίχνω καμιά ματιά στα σχέδια του Λουκά. Ζητάει πάντα τη γνώμη μου. Έχω ξαναβρεί την αγάπη μου για τη ζωγραφική. Όχι βέβαια εκείνες τις ιδιαίτερες μορφές που έκανα τότε, περισσότερο θαλασσινά τοπία και αρχαιότητες της πόλης. Ασχολούμαι με το σπίτι, κάνω περιπάτους στην παραλία και στην παλιά πόλη. Τα σαββατοκύριακα κάνουμε εκδρομές στη θάλασσα. Αρχίζουμε τα μπάνια τον Απρίλιο και σταματούμε τέλη Οκτωβρίου. Μαζεύω κοχλάδια και γυαλάκια που έχουν φαγωθεί από το νερό για κατασκευές. Θέλω να κάνω παιδιά» πρόσθεσε διστακτικά. «Είχαμε κάποιες ατυχίες στον τομέα αυτόν».
Περάσαμε τη λευκή εκκλησία του Καρόλου, με τους δύο οβελίσκους εκατέρωθεν της πρόσοψής της, στον δρόμο για την όπερα. Η Ρουθ στη μέση κρατούσε και τους δυο μας από το μπράτσο. Κρύωνε, είχε ξεχάσει τα γάντια της και έβαλε το χέρι της στην τσέπη μου. Έβαλα κι εγώ το δικό μου και δεν το απομάκρυνε. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου και κτένισε το μακρύ τσουλούφι που έπεφτε στο μέτωπό μου. Ο Λουκάς, από τη φύση του πιο συνεσταλμένος, παρατηρούσε τη σκηνή χαμογελώντας. Αυτά στο τρίτο έτος των σπουδών, λίγο μετά το προδίπλωμα. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία μας με την Ρουθ. Δεν βγαίναμε σχεδόν ποτέ μόνοι μας. Πάντα ήταν κι ο Λουκάς. Κανείς μας δεν μπορούσε χωρίς αυτόν. Τις νύχτες μόνο αποσυρόμασταν στην κάμαρά μου κι ο Λουκάς τραβούσε σιωπηλός για το δωμάτιό του, όχι πολύ μακριά. Κάποιες φορές, όταν έκανε κρύο ή ήταν πολύ πιωμένος, του στρώναμε να κοιμηθεί στη μικρή σάλα υποδοχής. Ένα βράδυ που είχαμε τελειώσει, μείναμε άγρυπνοι ακούγοντάς τον να σουλατσάρει πέρα δώθε. Τις τελευταίες εβδομάδες ήταν δύσθυμος, πιο κλειστός από ότι συνήθως, σαν να τον απασχολούσε κάτι. «Τι έχεις;» τον ρωτούσαμε, πότε η Ρουθ πότε εγώ. «Τίποτα» βεβαίωνε. «Θα περάσει μόνο του». Εκείνο το βράδυ δεν έλεγε να σβήσει τη λάμπα του στη σάλα και τα βήματα ακούγονταν για ώρα πολλή μέσα στη νύχτα. «Πες του να έρθει εδώ» είπα της Ρουθ. Πέρασε στην κάμαρα, χλωμός και αγρυπνισμένος, και κάθισε τρέμοντας στην άκρη του κρεβατιού. Η Ρουθ στριμώχτηκε πάνω μου κάνοντάς του χώρο να ξαπλώσει κι αυτός και σε λίγο το τρέμουλό του έπαψε. Ο ύπνος μας βρήκε και τους τρεις, όπως και η αυγή που ξημέρωσε, σαστισμένους από όσα είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ.
«Και πώς είναι η ζωή στην μικρή αυτή ξέψυχη κι αδιάφορη πόλη;» τη ρώτησα κάπως προκλητικά.
«Ω, δεν είναι διόλου κακή. Δεν έχει βέβαια τα λούσα της πρωτεύουσας που έχεις συνηθίσει. Αλλά κτίζονται πολλά σπίτια και ο Λουκάς έχει δουλειά και οικονομάει. Και για μένα υπάρχει μια κοινότητα. Είναι παράξενο, παλιά, στη Βιέννη δεν με ένοιαζαν αυτά καθόλου. Εδώ όμως, μακριά από τον τόπο μου, έχουν αποκτήσει μια σημασία. Πηγαίνω τακτικά στη συναγωγή, κάνουμε το σάββατό μας με άλλες οικογένειες».
Έμεινε σιωπηλή για λίγο. «Κάναμε καλά που φύγαμε. Ήταν η σωστή στιγμή. Είχαν αγριέψει τα πράγματα. Εσύ έφυγες νωρίτερα και δεν τα έζησες. Όταν σκότωσαν τον Ντόλφους, φαντάσου, τον Ντόλφους που τόσο μας κυνήγησε όσο ήμασταν στο Κόμμα, είπαμε, δεν πάει άλλο. Είναι χειρότερα θηρία από δαύτον».
«Ναι, βέβαια, κάνατε πολύ καλά. Άκουσα ότι πριν μέρες έγιναν πάλι φασαρίες.»
«Τρομερές φασαρίες. Στη Γερμανία κυρίως αλλά και σε αυστριακές πόλεις. Μπήκαν σε μαγαζιά, έσπασαν τις τζαμαρίες, κάψαν συναγωγές. Και τόσα βιβλία, πάνε όλα».
«Οι γονείς σου; Η Νινέτ;»
«Οι γονείς μου ευτυχώς πριν από κανέναν χρόνο κατάφεραν να βγάλουν διαβατήρια και να φύγουν στην Νέα Υόρκη, στον θείο Σάμι και τη θεία Αλίς. Πούλησαν το μαγαζί κι όλο το εμπόρευμα για ένα κομμάτι ψωμί. Η Νινέτ, από όσο ξέρω, προσπαθεί να παντρευτεί κάποιον ποιητή και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Ποιος ξέρει πότε θα τους ξαναδώ.»
«Αχ, Ρουθ» είπα κι εγώ.
Ήταν φανερά ταραγμένη τώρα.
«Εδώ όμως, στη Θεσσαλονίκη, είμαστε ασφαλείς. Και με τον Μεταξά, ό,τι κι αν είναι…».
Δεν απόσωσε τη φράση της. «Είναι τι δηλαδή;» επέμεινα. «Eίναι αυτό που είναι, αλλά σαν να έχει μπει μια τάξη ευρωπαϊκή. Και στα σχολειά των παιδιών και στις υπηρεσίες, έτσι ακούω».
«Το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν δουλειές. Αν δεν γίνει πόλεμος, θα πάμε καλά» είπα κι εγώ. «Ίσως να έχουμε μια καλή ζωή όλοι μας, κι εσείς κι εγώ». Με κοίταξε παραξενεμένη.
Μετά από εκείνο το βράδυ συναντιόμασταν τακτικά οι τρεις μας στην κάμαρα του ύπνου. Η διάθεση του Λουκά βελτιώθηκε αισθητά. Μου φαινόταν τελείως φυσικό, δεν με πείραζε να τους βλέπω. Μέχρι που κάποια στιγμή παρατήρησα ότι δινόταν πιο πολύ σε εκείνον παρά σε μένα. Ένα βράδυ προσποιήθηκα ότι δεν μπορούσα να βγω μαζί τους, ότι θα έμενα μέχρι αργά στο σπουδαστήριο να τελειώσω κάτι σχέδια που ήθελαν τροποποιήσεις. Ένιωσα έκπληκτος όταν δεν επέμειναν, όπως έκαναν συνήθως, έδειξαν μάλλον ανακουφισμένοι από το γεγονός. Σιγά σιγά όσο περνούσαν οι μήνες απομακρυνόταν μέχρι που κάποια στιγμή βρήκε το θάρρος να μου πει πως θα έμενε μαζί του. Κάναμε μια βαριά κουβέντα. Είσαι σκληρόκαρδη, της είπα. Στην πραγματικότητα δεν ήταν.
Μόλις αποφοιτήσαμε το καλοκαίρι του ΄33 είπα, καιρός να στρίβω. Γύρισα για λίγο στο πατρικό μου στο Παγκράτι, μετά μετακόμισα μόνος μου σε ένα σπίτι κάτω από την Ακρόπολη. Κάτω από τα ερείπια, τα νεόδμητα σπίτια της Αθήνας φαίνονταν ακόμα νεότερα. Σε αντίθεση με την αιώνια Βιέννη, η Αθήνα άλλαζε συνέχεια: κτίρια υψώνονταν, ανοίγονταν δρόμοι. Η Αθήνα μου άρεσε κυρίως από το σούρουπο και ύστερα, όταν έπεφτε το μενεξελί χρώμα. Με γοήτευαν τα σκοτεινά σχήματα των σπιτιών με τα μπαλκόνια τους και οι σκιές των ανθρώπων που διαγράφονται στο μούχρωμα σε μια πόλη που ο χειμώνας διαρκεί τόσο λίγο. Το καλοκαίρι είναι η εποχή που η θλίψη σκορπάει μακριά.
«Ξέρω ότι θέλεις να με ρωτήσεις το γιατί» είπε.
«Γι’ αυτό επέμενες να ‘ρθω;»
«Κατά κάποιον τρόπο ναι».
«Ας τα αφήσουμε αυτά. Είμαστε προπάντων φίλοι, που συναντιούνται μετά από τόσον καιρό. Ας μη γινόμαστε δυσάρεστοι».
«Νιώθω πως σου χρωστώ μια εξήγηση».
«Δεν μου χρωστάς τίποτα. Είναι πολύ απλό. Τον αγάπησες περισσότερο».
Αυτά τα πέντε χρόνια έζησα με την απορία, Ρουθ, σκέφτηκα. Όχι γιατί διάλεξες αυτόν. Παρόλο που δεν ήμουν σίγουρος γιατί, το ερώτημα δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα. Η βασική μου απορία ήταν η εξής: τι θα γινόταν αν εκείνο το βράδυ δεν σου είχα πει να τον φέρεις στην κάμαρά μας. Αν δεν σου το είχα πει, επειδή τον αγαπούσα και τον λυπόμουν. Αν δεν αισθανόμουν τόσο δεμένος μαζί του που νόμιζα ότι μπορώ να μοιραστώ μαζί του τα πάντα χωρίς κόστος.
«Να πηγαίνω» είπα.
«Μη φεύγεις. Κάθισε λίγο ακόμα. Δεν είπαμε σχεδόν τίποτα».
Έγνεψα στη Μορφούλα να φέρει το πανωφόρι και το καπέλο μου. Στο κατώφλι κοντοστάθηκα. «Είσαι όμορφη» της είπα.
Τότε, πριν τον πόλεμο, κυνηγούσα τη δουλειά σαν τρελός και μ’ ενδιέφερε να βγάζω χρήματα και να τα σκορπώ, διασκεδάζοντας τη θλίψη μου στα μεγάλα ξενοδοχεία στο Κεφαλάρι και σε εκδρομές στον Παρνασσό. Έμαθα να οδηγώ κι αγόρασα αυτοκίνητο. Άρχισα να συγχρωτίζομαι με ανθρώπους των ανώτερων στρωμάτων, πολιτικούς κι επιχειρηματίες, απέκτησα διασυνδέσεις. Ο κύκλος εργασιών μου επεκτάθηκε. Σκεφτόμουν πολλές φορές τη Ρουθ να με συνοδεύει, τη Ρουθ γυναίκα μου, να έχει εύκολα μεταβληθεί σε κυρία της πρωτεύουσας. Φανταζόμουν την κοινή μας ζωή, τη ζήλεια που θα προκαλούσαν στους κύκλους της Αθήνας το ιδιαίτερό της πρόσωπο, τα μεγάλα μάτια και οι καλλίγραμμες γάμπες της.
Δεν ξαναείδα ποτέ τη Ρουθ. Χάθηκε κι αυτή και το παιδί που τελικά έκανε στο βαγόνι ενός τρένου, χωρίς κουρτίνες, χωρίς κουπέ και χωρίς επιστροφή. Χάθηκε σε λίγο και η ανάμνησή της, καθώς το μυαλό μου σπάνια γύριζε σε αυτήν. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να επιβιώσεις. Ο πόλεμος τελείωσε, τέλειωσαν και οι φασαρίες με τους συμμορίτες, παντρεύτηκα κι εγώ μια γυναίκα της τάξεώς μου με προίκα καλή, τα παιδιά ήρθαν το ένα πίσω από το άλλο. Καμιά φορά μονάχα ερχόταν μια αιφνίδια υπενθύμιση, σαν απότομο χτύπημα στην πλάτη, όταν ένα παιδί με αναζητούσε για να μου δείξει ένα αστέρι μέσα στο καλειδοσκόπιό του ή μια αδέξια ζωγραφιά που παρίστανε έναν άνθρωπο με αφύσικα μεγάλο κεφάλι. Έπειτα χανόταν κι αυτό, όπως η σκόνη που σηκώνεται όταν φυσήξει ο αέρας. Μου έμεινε μόνο ένα πράγμα, η τελευταία κουβέντα που κάναμε όταν μου ανακοίνωσε ότι θα έμενε τελικά με τον Λουκά, ότι είχε πάρει την απόφασή της. Την είχα ρωτήσει αν η απόφαση ήταν αμετάκλητη ή αν υπήρχε τρόπος να την ξανακερδίσω. Είχε αποκριθεί αρνητικά. Μου είπε πως ένιωθε τη ζωή της δεμένη με τη δική του, πως την καταλάβαινε ακόμα και όταν δεν μιλούσαν, με το βλέμμα, πως θα τον ακολουθούσε είτε ήθελε να μείνει στη Βιέννη είτε γύριζε πίσω στη βόρεια ελληνική πόλη του, κοντά σε μια αδερφή που του είχε απομείνει. Λόγια που πονάνε.
Αν είχε διαλέξει αλλιώς ίσως είχε σωθεί, η άμυαλη.
(*) Η Ελένη Παπαργυρίου είναι πανεπιστημιακός