της Δήμητρας Ρουμπούλα
Με δέκα αγγλόφωνα βιβλία στο ενεργητικό του, ο νομπελίστας Αμπντουλραζάκ Γκούρνα διεκδικεί τον ρόλο του συγγραφέα που θέλει να κάνει γνωστό σε όλον τον κόσμο το αποικιακό παρελθόν της ανατολικής ακτής της Αφρικής, μέσα από οδυνηρές συνήθως προσωπικές ιστορίες ανθρώπων και οικογενειών όπου ωριμάζουν μυστικά πάθη, πάντα συνδεδεμένα με τη μεγάλη Ιστορία της περιοχής. Στη χώρα μας πρόσφατα κυκλοφόρησε το τρίτο μυθιστόρημά του, «Λιποταξία», μετά τα «Άλλες ζωές» και «Παράδεισος», πάντα από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» και σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.
Ο Γκούρνα είναι Βρετανός πολίτης με καταγωγή από τη Ζανζιβάρη. Μεγάλωσε σε μια εποχή που η χώρα του ήταν βρετανική αποικία, όπως και η γειτονική Τανγκανίκα. Αφού οι δύο αποικίες κέρδισαν την ανεξαρτησία τους και μια επανάσταση ανέτρεψε την αραβική ελίτ στη Ζανζιβάρη, ενώθηκαν το 1964 σχηματίζοντας την Τανζανία. Πριν ξεσπάσει αυτή η επανάσταση ο Γκούρνα είχε φύγει για σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του ως πρόσφυγα όπως κι ένας από τους βασικούς ήρωές του. Το ακαδημαϊκό του έργο αφορά στη μετα-αποικιακή λογοτεχνία και σήμερα είναι ομότιμος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιου του Κεντ.
Η «Λιποταξία», γραμμένη το 2005, εκτείνεται σε πολλές γενιές για να αντλήσει βασικά τοπικά γεγονότα από την περίοδο της αποικιοκρατίας στα τέλη του 19ου αιώνα και τη δεκαετία του 1950, λίγο πριν από την ανεξαρτησία. Χωρίζεται σε τρία μέρη, με το καθένα να επικεντρώνεται σε αλληλένδετους κύριους χαρακτήρες που ζουν απαγορευμένους έρωτες, για να εξερευνήσει τις προσωπικές και πολιτικές κληρονομιές της αποικιοκρατίας και το πώς αυτές αιχμαλωτίζουν τις ζωές. «Κάποιες μέρες όλα φαίνονται τόσο κοντινά, τα γεγονότα που έγιναν πριν από χρόνια μοιάζουν χθεσινά, όλα στριμωγμένα, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο σε βαθμό ασφυξίας».
Το πρώτο μέρος ξεκινά το 1899 με ένα δραματικό περιστατικό σε μια ρημαγμένη παραλιακή πόλη της Ζανζιβάρης: Ο Χασανάλι, ένας μαγαζάτορας και αυτός που καλεί τον κόσμο σε προσευχή στο τζαμί, κάποιο πρωί πέφτει πάνω σε έναν άγνωστο μισοπεθαμένο άνδρα. Τον μεταφέρει στο σπίτι του και εν αγνοία του ξεκινά μια αλυσίδα γεγονότων που θα επηρεάσουν πολλές μελλοντικές ζωές. Η γυναίκα του και η αδερφή του Ριάνα φροντίζουν τον αφυδατωμένο ξένο, ο οποίος είναι ένας «μζούνγκου» (λευκός Ευρωπαίος), Άγγλος ονόματι Μάρτιν Πιρς, που αποκόπηκε από μια αποστολή κυνηγιού γιατί δεν άντεχε τους σκοτωμούς των ζώων. Οι Σομαλοί συνοδοί του, αφού τον λήστεψαν, τον εγκατέλειψαν στην έρημο. Κατάφερε να συρθεί ως την πόλη των Χασανάλι που του πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες μέχρι να μεταφερθεί στην ασφάλεια του σπιτιού του Βρετανού περιφερειακού διοικητή. Το πορτρέτο του ευγενικού και καταδεκτικού Πιρς έρχεται σε αντίθεση με τους αποικιακούς Βρετανούς αξιωματούχους. Μιλά με τους ντόπιους στα λίγα αραβικά που γνωρίζει, ντρέπεται για τις αποτρόπαιες πράξεις των συμπατριωτών του, οι οποίοι θεωρούν τους Αφρικανούς «ζώα» και σκοτώνουν για να υπακούουν οι υπόλοιποι, αλλά εύκολα παραθέτουν αποσπάσματα του Ρεμπό ή ενοχλούνται που ο αιώνας «κλείνει τον απολογισμό του εξοντώνοντας ένα πνεύμα όπως αυτό του Όσκαρ Γουάιλντ». Ιστορικός και γλωσσολόγος, εκείνος επιθυμεί να γεφυρώνει τους πολιτισμούς και δεν αντιμετωπίζει την αυτοκρατορία ως χάρη προς τους υπηκόους της.
Επιστρέφοντας στην οικογένεια του Χασανάλι για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, ο Πιρς γοητεύεται από την «οδυνηρή ομορφιά των ματιών» της Ριάνα, η οποία έχει εγκαταλειφτεί από τον σύζυγό της, είναι απογοητευμένη, αλλά μαχητική και αδιάφορη για την κοινή γνώμη. Στα είκοσι δύο της θεωρείται μεγάλη για να παντρευτεί ξανά, ενώ όσες προτάσεις είχε ήταν από παντρεμένους που την ήθελαν για δεύτερη ή τρίτη σύζυγο. Με έντονη αίσθηση του μοιραίου και την σχεδόν αναπόφευκτη εγκατάλειψη, οι δυό τους ξεκινούν μια παράνομη σχέση. Μετακομίζουν στη Μομπάσα (σήμερα στην Κένυα), αλλά όταν η Ριάνα μένει έγκυος, εκείνος της αφήνει κάποια χρήματα και επιστρέφει στην πατρίδα του. Μαθαίνουμε ελάχιστα για τη σχέση τους και μόνο σταδιακά, καθώς ο συγγραφέας με δεξιοτεχνία ακολουθεί μια συνεχή αναβολή των αποκαλύψεων.
Σε αυτό το μέρος του μυθιστορήματος, επισημαίνεται η περιφρόνηση στους διαφυλετικούς γάμους. Κατά ειρωνικό τρόπο, πολλοί άνθρωποι στην Ανατολική Αφρική είναι καρποί «ανάρμοστων» γάμων, όπως των γονιών του Χασανάλι και της Ριάνα, αφού ο πατέρας τους ήταν Ινδός που παντρεύτηκε μια Σουαχίλι. Η Ζανζιβάρη παλεύει με τον ευρωπαϊκό αποικισμό την ίδια στιγμή που το εμπόριο ευδοκιμεί, εξ ου και η άφιξη ετερόκλιτων φυλετικών ομάδων και οι αναπότρεπτες σχέσεις με τους ντόπιους.
Έχοντας περιγράψει αρκετά παρασκήνια, μιλήσει για τη μέγγενη των ηθών και το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στην κοινωνία της περιοχής, ο συγγραφέας μεταφέρει την πλοκή του δεύτερου μέρους στη δεκαετία του 1950, όταν ακόμη ολόκληρη σχεδόν η Αφρική κυβερνιέται από τους Ευρωπαίους με ωμή βία. Στο μεταίχμιο ανάμεσα στο τέλος μιας εποχής και στην αρχή μιας άλλης, μας συστήνεται μια διαφορετική οικογένεια με τα αδέρφια Ρασίντ, Αμίν, Φαρίντα και τους γονείς τους που ως δάσκαλοι εμφανίζονται πιο ανοιχτόμυαλοι αλλά με ασφυκτική αγάπη προς τα παιδιά τους. Εκείνα, όπως η ανεξαρτησία της χώρας διαφαίνεται στον ορίζοντα, αψηφούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τους ευσεβείς πόθους τους γονιών τους.
Ο μεγαλύτερος και πιο φιλήσυχος Αμίν επιλέγει να ακολουθήσει το επάγγελμα των γονιών του, αλλά είναι αυτός που πάνω του θα πέσουν οι επιπτώσεις ενός προγονικού ατοπήματος. Ερωτεύεται την ελκυστική Τζαμίλα, διαζευγμένη στα είκοσί της, κατά μερικά χρόνια μεγαλύτερή του, ακτιβίστρια που προσπαθεί να πείσει τις γυναίκες να εγγραφούν στους καταλόγους για να ψηφίσουν. Επιπλέον ζει μόνη και το χειρότερο, όπως σιγά σιγά μαθαίνουμε, κουβαλά το βάρος της «αμαρτίας» που διέπραξε κάποτε η γιαγιά της Ριάνα. Θεωρείται απόγονος μιας επαίσχυντης σύζευξης. Έχοντας επίγνωση των πράξεών τους, Αμίν και Τζαμίλα προσπαθούν να κρατήσουν κρυφή τη σχέση τους, αλλά η κατάσταση ξεφεύγει και ο πρώτος αναγκάζεται να υποσχεθεί στους γονείς του ότι δεν θα την ξαναδεί, κάτι που τηρεί αλλά και τον τραυματίζει ψυχικά.
Στο τελευταίο, συντομότερο και πλέον αποκαλυπτικό μέρος, ο μικρότερος αδερφός, ο ευαίσθητος και ονειροπόλος Ρασίντ φεύγει με μια υποτροφία για σπουδές στην Αγγλία (για να μην επιστρέψει ποτέ) όπου θα γράψει την ιστορία και αυτός θα είναι ο αφηγητής της. Ο Ρασίντ – χαρακτήρας που ίσως βασίζεται σε έναν βαθμό στον ίδιο τον Γκούρνα – φτάνει στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στο πολυπολιτισμικό Λονδίνο, σε μια πόλη όπου το χρώμα του δέρματός του μοιάζει πιο σκούρο από ποτέ και οδηγείται στον αποκλεισμό και την αποξένωση. Η περιγραφή τα λέει όλα: «Δεν ήταν εύκολο να πλησιάσεις τους Άγγλους φοιτητές (…) Αισθανόμουν την απόσταση από τα συγκρατημένα χαμόγελα με τα οποία ανταποκρίνονταν στα δικά μου, τα πλατιά και αστραφτερά. Την έβλεπα στον τρόπο που απέστρεφαν το βλέμμα τους και στο κατσούφιασμά τους όταν τους ακολουθούσα βγαίνοντας από το μάθημα…» Η εμπειρία τού να είσαι ξένος, πρόσφυγας ή εξόριστος, περιγράφεται με πίκρα – «Το πρώτο μάθημα που πήρα στο Λονδίνο ήταν πώς να ζω μες στην απαξίωση» – και είναι ένας από τους λόγους που ανέφερε η επιτροπή Νόμπελ για την βράβευση του Γκούρνα το 2021.
Καθώς ο χαρισματικός Ρασίντ προσπαθεί να περιηγηθεί στη ζωή του Λονδίνου, αλληλογραφεί με την οικογένειά του και αφηγείται τη δική του ιστορία ψυχρής εξορίας. Απορροφημένος στις σπουδές και στα μετέπειτα καθήκοντά του ως καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο εκτός Λονδίνου, περνά πολλά χρόνια γνωρίζοντας μόνο φευγαλέες στιγμές από την οικογενειακή και πολιτική πραγματικότητα στην πατρίδα, όπως τον θάνατο της μητέρας του, τις βίαιες ανατροπές, τις μαζικές σφαγές και τις εξαφανίσεις ανθρώπων. Η διάλυση του γάμου του με την Γκρέις τον κάνει να ταυτίζεται με την ερωτική θλίψη άλλων προσώπων της καταγωγής του. Τα αισθήματα της απογοήτευσης και της εγκατάλειψης του παρελθόντος είναι καταδικασμένα σε επανάληψη. Από καθαρή τύχη εντοπίζει τους Άγγλους συγγενείς της Τζαμίλα και, αφού έχει λάβει ένα εξομολογητικό γράμμα από τον αδελφό του, σκέπτεται να επιστρέψει στη μετα-αποικιακή γενέτειρά του για να συμπληρώσει το παζλ.
Σταθερά επικεντρωμένος στην ιστορία της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην Αφρική και την ανατολική ακτή της, ο συγγραφέας προσφέρει μια ζωντανή εικόνα του πολιτικού τοπίου και της ζωής στη Ζανζιβάρη μέσα από το θέμα των απαγορευμένων σχέσεων στις τοπικές κοινωνίες και από το πώς οι πολιτισμικές διαφορές αντανακλώνται στις επόμενες γενιές. Ο Γκούρνα συμπληρώνει την εικόνα δίνοντας έμφαση στην εφιαλτική θέση της γυναίκας («Μια γυναίκα έπρεπε πάντα να έχει κηδεμόνα»), τον μονολιθικό ρόλο της θρησκείας και των οπισθοδρομικών ηθών στις ζωές των ανθρώπων.
Ενώ ο αφηγητής Ρασίντ έχει καταφέρει να ξεφύγει από μια ακραία πραγματικότητα, αντιμετωπίζει την πρόκληση να ανήκει στη γη του. Η αίσθηση ότι αυτός ο χαρακτήρας είναι μια ενσάρκωση των εμπειριών του ίδιου του συγγραφέα που κατάφυγε στο Ηνωμένο Βασίλειο νεαρός άνδρας είναι έντονη. Πάντως η «Λιποταξία» του μαγνητίζει τον αναγνώστη με τρόπο που βρίσκεται συντονισμένος με τις προσωπικές εμπειρίες των ηρώων κι αυτό είναι που δημιουργεί μια υπέροχη ρεαλιστική μυθοπλασία.
Αμπντουλραζάκ Γκούρνα, Λιποταξία, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Ψυχογιός