της Όλγας Σελλά
Ανάμεσα στις παραστάσεις που βλέπουμε είναι κι εκείνες που μας συνοδεύουν περισσότερο από μια σεζόν. Είναι κάποιες που συνδεόμαστε μαζί τους, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Κάποιες φορές, όταν καλούμαστε σε επόμενες σεζόν να τις ξαναδούμε, συνήθως από άλλους συντελεστές, σχεδόν φοβόμαστε να χάσουμε την ανάμνηση εκείνης της παλαιότερης. Παρ’ όλα αυτά, όλα τα έργα ξανανεβαίνουν, και ένα από τα γοητευτικά ρίσκα του θεάτρου είναι να το δούμε αλλιώς, με άλλους, να διαπιστώσουμε αν και πώς μπορούμε ξανά να γοητευτούμε.
Σε δύο τέτοιες παραστάσεις θα σταθώ σήμερα. Η μία είχε γίνει μεγάλη επιτυχία το 2011, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο «Θησείον». Είναι η θεατρική διασκευή της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου του πασίγνωστου και παγκόσμια ευπώλητου βιβλίου του Ίρβιν Γιάλομ «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» (εκδόσεις «Άγρα»), και τη σκηνοθεσία υπέγραφαν ο Νίκος Χατζόπουλος και ο Ακύλλας Καραζήσης, οι οποίοι έπαιζαν στην παράσταση μαζί με τον Χάρη Φραγκούλη. Φέτος το έργο παίζεται και πάλι, στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, με σκηνοθέτες τους ίδιους, με άλλη διανομή όμως.
Η δεύτερη παράσταση είναι πάλι μεταφορά λογοτεχνικού έργου στο θέατρο. Είναι το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου «Γκιακ» (εκδόσεις «Πατάκης») που είχε σκηνοθετήσει ο Θανάσης Δόβρης το 2016 και η Γεωργία Μαυραγάνη το 2017. Φέτος, ένας σκηνοθέτης, που έχει τη δική του θεατρική γλώσσα και είναι αναγνωρίσιμη στις δουλειές του, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, το παρουσιάζει ξανά στο θέατρο «Σταθμός».
«Γκιακ» σημαίνει αίμα
Στην αρβανίτικη διάλεκτο, αυτή η μονοσύλλαβη οξεία λέξη, σημαίνει αίμα, συγγένεια εξ αίματος, έγκλημα αίματος, αντεκδίκηση, βεντέτα, φυλή. Το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου καταπιάνεται με το αίμα του πολέμου, με τις μνήμες που στοιχειώνουν όσους μετείχαν σε στιγμές που θέλουν να ξεχάσουν, μα δεν μπορούν, σε όσα αγγίζονται μόνο μετά από κάμποσα ποτήρια κρασί. Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας (που έχει σκηνοθετήσει και το θαυμάσιο «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», παράσταση που δεν σταματά να παίρνει παρατάσεις) υιοθετεί, και εδώ, μια γλώσσα σωματική και αφαιρετική, συνομιλεί ευθέως με την παράδοση και επιχειρεί να τη συνδέσει με τις πολιτισμικές διαμορφώσεις του σήμερα. Ξεκινάει σκωπτικά με διάφορες ερωτήσεις ιστορίας να προβάλλονται στο video wall που θα μπορούσαν σήμερα να κληθούν ν’ απαντήσουν μαθητές με τη μέθοδο multiple choice. Τέσσερις άνδρες βρίσκονται στη σκηνή, περισσότερο μοιάζουν με εξαϋλωμένα πλάσματα παρά ζωντανά όντα, φορώντας σκελέες. Γύρω τους υπάρχουν σωροί από τούβλα, στοίβες σκισμένων χαρτιών, ένα παλιό ραδιόφωνο, μια ραπτομηχανή και μια μεσήλικη γυναίκα, με κυρτωμένες πλάτες και παράσημα στο στήθος, που πηγαινοέρχεται με αργό βήμα. Στο video wall τώρα προβάλλονται κείμενα που αφορούν τα ζώα και τους χώρους σταβλισμού, κάνοντας μια ειρωνική σύνδεση με την ευτέλεια της ανθρώπινης ζωής σε καιρό πολέμου. Οι άντρες έχουν κλειστά τα μάτια, περπατούν αργά. Και τότε αρχίζουν ν’ απαγγέλουν ένα δημοτικό τραγούδι, τη «Λυγερή», που παρότι μιλάει για την απώλεια και το θάνατο, αντιπαραβάλλει τις χαρές της ζωής και του έρωτα, σε αντίστιξη με τον ζόφο του πολέμου.
Και ξεκινάει η ιστορία του «Γκιακ». Διαδοχικά ένας ένας οι ηθοποιοί αφηγούνται στιγμές που τους σημάδεψαν από τη συμμετοχή τους στη Μικρασιατική Εκστρατεία, που τους έκαναν να μην αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ή τους καρδιακούς τους φίλους. «Καθαρός δεν είναι κανένας. Μόνο ο άπραγος». Και την ίδια στιγμή, όλα όσα έγιναν εκεί, στη διάρκεια του πολέμου, τους έκαναν ήρωες, άντρες στα μάτια της κοινότητας, αλλά και στα δικά τους μάτια. Σκληραίνουν, πάει να πει. «Άντρας με το σκοτωμό έγινα». Κάποια στιγμή, σοκαρισμένοι και οι ίδιοι απ’ όσα ανασύρουν από τη μνήμη τους ομολογούν: «Ξεμάθαμε να ‘μαστε ανθρώποι». Και τα τούβλα γίνονται τάφοι και η μεσήλικη γυναίκα (που ενσαρκώνει την πατρίδα) καρφώνει από ένα παράσημο σε κάθε τάφο-τούβλο.
Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας αφηγήθηκε το «Γκιακ» υπογράφοντας μια παράσταση με χορογραφημένη επανάληψη ρυθμού, λόγου και κινήσεων, που εκτέλεσαν με ακρίβεια οι ηθοποιοί της παράστασης, μετέφερε το ζόφο, την ανατριχίλα, το πλήρες νόημα της φράσης «εγώ δε ειμί σκώληξ και όνειδος, ουκ άνθρωπος» μ’ έναν τρόπο γοητευτικά εικαστικό, έντονα σωματικό, σε μια σκηνική γλώσσα που είναι πλέον αναγνωρίσιμη. Με την καθοριστική συμβολή των φωτισμών, της μουσικής, της κίνησης, των κοστουμιών, αλλά και του είδους της μάσκας που επιλέγει. Κι ήταν αυτή η επανάληψη το μόνο αρνητικό σχόλιο για την παράσταση, που ήταν καλά σχεδιασμένη και εξίσου καλά εκτελεσμένη.
Και μια ακόμα παρατήρηση: στο δελτίο Τύπου της παράστασης διάβασα για «αρσενικό πρόσωπο της βίας», για «αρρενωπότητα», για ανθρώπους «δέσμιους του ρόλου πους τους δόθηκε ως φύλακες της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας». Ήταν και στοιχεία που δεν αναδύθηκαν στην παράσταση –παρά μόνο σε κάποια σημεία με συμβολισμούς, όχι πάντα χωνεμένους στην ιστορία, όπως οι πολλές μικρές σημαίες, ή τα παράσημα στα τούβλα-τάφους. Δεν ήταν δηλαδή το ισχυρό στοιχείο της παράστασης, όπως ήταν ο τρόπος που αναδύθηκε η διαχρονική θέση της γυναίκας στην προηγούμενη παράστασή του (που συνεχίζεται, επίσης στο θέατρο «Σταθμός») «Οι γριές μαζεύουν την τσουκνίδα».
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία, έρευνα, δραματουργική επεξεργασία: Κωνσταντίνος Ντέλλας, Ηχητικό περιβάλλον-μουσική: Αλέξανδρος Κτιστάκης, Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα, Κοστούμια: Κωνσταντίνα Μαρδίκη, Σχεδιασμός φωτισμών: Παναγιώτης Λαμπής,
Μάσκες: Μάρθα Φωκά, Σκηνικό περιβάλλον: Κωνσταντίνος Ντέλλας, Βοηθοί σκηνοθέτη: Άρτεμις Λεπτοκαροπούλου, Μαντώ Κατσούγκρη
Φωτογραφίες προώθησης: Δημήτρης Νικολάου
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο
Experimenta Art Company
Παίζουν:Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Γιώργος Σύρμας, Ευθύμης Χαλκίδης, Αντώνης Χρήστου και σε διπλή διανομή οι Μαρίζα Τσίγκα και Θέκλα Γαΐτη
Θέατρο «Σταθμός» (Βίκτωρος Ουγκώ 55), κάθε Τετάρτη στις 7μ.μ. και Πέμπτη στις 9μ.μ.
«Όταν έκλαψε ο Νίτσε»
Έτσι το θέλησε ο Ίρβιν Γιάλομ: να βάλει να συναντηθούν στη Βιέννη του 19ου αιώνα, δυο σπουδαίες προσωπικότητες της επιστήμης: ο Γερμανός φιλόσοφος Φρήντριχ Νίτσε και ο Αυστριακός γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ, ένας από τους πατέρες της Ψυχανάλυσης. Στην ιστορία του Γιάλομ υπάρχει κι ένας άλλος σπουδαίος ψυχαναλυτής, ο νεαρός τότε Ζίγκμουντ Φρόιντ, αλλά και τρεις γυναίκες με διαφορετικές προσωπικότητες και ρόλους, που έγιναν όμως αφορμή για πολλές σκέψεις, συζητήσεις, συναισθήματα και αδιέξοδα των τριών ανδρών: η Λου Σαλομέ, μια γυναίκα που υπήρξε ίνδαλμα για όσους τη γνώρισαν, μια ασθενής που είχε γοητεύσει τον Μπρόιερ, τον γιατρό της, η Άννα Ο., και η σταθερή και ανεκτική κυρία Μπρόιερ. Οι τρεις γυναίκες εμφανίζονται στην παράσταση μέσα από τις αφηγήσεις των ανδρών, με τη μορφή κούκλας-μαριονέτας, την οποία κινούν οι ηθοποιοί, σχολιάζοντας, ασφαλώς, τον ρόλο που ήταν προδιαγεγραμμένος, έτσι κι αλλιώς, ακόμα και για γυναίκες που εκτιμούσαν, σέβονταν ή ποθούσαν οι άνδρες.
Ο Ίρβιν Γιάλομ θέλησε μ’ αυτή τη γοητευτική ιστορία –που μετέφερε εξαιρετικά εύστοχα για το θέατρο η Ευαγγελία Ανδριτσάνου, συνμεταφράστρια του βιβλίου, μαζί με τον Γιάννη Ζέρβα- να μιλήσει για τη σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου κατ’ αρχήν, για τη δύσκολη διαδρομή των σχέσεων μέχρι να γίνουν ουσιαστικές κατά δεύτερο (που αποτυπώνεται εύστοχα με τον τρόπο που κινούν τις καρέκλες του ο Γιόζεφ Μπρόιερ και ο Φρήντριχ Νίτσε στην αρχή των συναντήσεών τους), για την σπουδαιότητα του μοιράσματος κατά τρίτον. «Δεν είμαι προετοιμασμένος και δεν μπορώ να ξαναεμπιστευτώ» λέει στην αρχή ο Νίτσε (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης). Και αναφέρεται «στους φόβους που ξυπνούν τη νύχτα». Και ο Γιόζεφ Μπρόιερ (Γιάννης Κότσιφας) του απαντά πως «όταν καταπίνεις την οργή σου, αρρωσταίνεις» και του εξηγεί ότι «ο πόθος απαλύνει τον φόβο». Και ψάχνουν στα όνειρα να βρουν κάποια άκρη –«στο κείμενο των ονείρων μας μπορούμε να διαβάσουμε την προϊστορία της ζωής μας»-, με τη συμβολή και τις πρώτες ανήσυχες αλλά καινοτόμες σκέψεις του νεαρού Φρόιντ (Θάνος Λέκκας). Κι όσο η εμπιστοσύνη μεγαλώνει, τόσο τα φώτα της παράστασης χαμηλώνουν. Γιατί η εμπιστοσύνη και το μοίρασμα δεν χρειάζονται έντονο φωτισμό.
Το ενδιαφέρον σ’ αυτή την παράσταση –είχα δει και στο πρώτο ανέβασμα του 2011- είναι ότι υπογράφεται από τους ίδιους σκηνοθέτες. Σ’ αυτά τα 14 χρόνια που μεσολάβησαν στο μεταξύ, και η γλώσσα του θεάτρου έχει αλλάξει –έχει απελευθερωθεί, έχει εντάξει περισσότερο τον υπαινιγμό και το παιχνίδι με τα σκηνικά μέσα. Είναι προφανές ότι οι ίδιοι άνθρωποι προσέγγισαν με αυτή την εν τω μεταξύ εξέλιξη της θεατρικής διαδικασίας την παλιά τους παράσταση. Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι αυτή τη φορά δεν σκηνοθέτησαν τους εαυτούς τους, αλλά άλλους ηθοποιούς και ασφαλώς υπάρχουν και άλλοι συντελεστές. Αναμφίβολα αυτό δεν έδωσε απλώς μιαν άλλη παράσταση (που είναι αυτονόητο), αλλά πιστεύω και πιο απελευθερωμένη –χωρίς να μειώνω διόλου εκείνην του 2011.
Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου όριζε το πεδίο της πνευματικής «μάχης» και της συνάντησης των τριών ανδρών, τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου συνομίλησαν με τις αλλαγές της διάθεσής τους και των συναισθημάτων τους και η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή τα συνόδευσε όλα αυτά ταιριαστά. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης θαρρείς ζωντάνεψε για λίγο τον Φρήντριχ Νίτσε, είχε όλη την παλέτα και όλο το ύφος ενός ευφυούς ανθρώπου που κι εκείνος, όπως όλοι, δεν αγγίζει ότι τον πληγώνει. Μια εξαιρετική ερμηνεία. Ανθρώπινος και οικείος ο Γιόζεφ Μπρόιερ του Γιάννη Κότσιφα, δημιούργησε το πλαίσιο και τις συνθήκες για να τον εμπιστευτεί ένας άνθρωπος που μέχρι τότε ζούσε καλύτερα στη μοναξιά του. Ο Φρόιντ του Θάνου Λέκκα, ήταν ο συνδετικός αφηγηματικός κρίκος, ο ανήσυχος αλλά εξαιρετικά προικισμένος νέος επιστήμονας και όλα αυτά τα απέδωσε εύστοχα ο καλός ηθοποιός.
Μια ιστορία γοητευτική, μια παράσταση που την ζωντανεύει με τον καλύτερο τρόπο.
Η ταυτότητα της παράστασης
Θεατρική διασκευή: Ευαγγελία Ανδριτσάνου, Σκηνοθεσία: Ακύλλας Καραζήσης, Νίκος Χατζόπουλος, Σκηνικό – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου, Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Βοηθός σκηνοθέτη: Φαίη Κοτσιλίτη, Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη, Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος
Παραγωγή: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος-Λυκόφως ΑΜΚΕ
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κότσιφας Θάνος Λέκκας,
Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας (Κεφαλληνίας 18), από Τετάρτη ως Κυριακή.
- Από τις 19 Φεβρουαρίου η παράσταση μεταφέρεται στο γειτονικό Θέατρο της οδού Κυκλάδων- Λευτέρης Βογιατζής, και θα παρουσιάζεται κάθε Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Κυριακή. Τον ρόλο του Ζίγκμουντ Φρόιντ θα ερμηνεύει ο Μάνος Βαβαδάκης.