γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου
Η πρώτη συλλογή της Έφης Ζωγράφου ξεκινά με τίτλο και εξώφυλλο που παραπέμπουν κάπως σε «γκόθικ» κατάσταση ενώ η έννοια σπίτι (οίκος-οικόσιτο) αποσυνδέεται από τις συνήθεις συνδηλώσεις ασφάλειας, δεσμών, κοινότητας/οικογένειας καθώς συνάπτεται οξύμωρα με την πληθυντικότητα του διαμελισμού παραπέμποντας σε οικιακή βία.
Από το πρώτο ποίημα ο οικιακός χώρος διανοίγεται προς τους νεκρούς ενώ παρουσιάζονται βασικές έννοιες-λέξεις που διατρέχουν ολόκληρο το βιβλίο. Μπορούμε να εστιάσουμε στο πρώτο από τα επαναλαμβανόμενα στοιχεία, την έννοια του τεμαχισμού/κομμάτιασμα με επαναφορά των λέξεων κομμάτια, κομματιάζω. Η λέξη κομμάτια επανέρχεται στον τίτλο 18 ποιημάτων («κομμάτια τσιμέντο», το δεύτερο ποίημα, κλπ). Αυτά τα κομμάτια-τμήματα γίνονται κομβικά σημεία γιατί δίνουν την αίσθηση τεμαχισμού, «διαίρεσης» της συλλογής, χωρίς όμως να ορίζονται διακριτές ενότητες αλλά σταθμοί, όχι κατ’ ανάγκη χρονικής γραμμικότητας, όπου χαρτογραφείται μια πορεία προς την ωριμότητα: γέννηση ( «κομμάτια ιδιάζουσας γέννας»), συνείδηση του φύλου («κομμάτια μεταβίβασης»), συγκρότηση λόγου («κομμάτια λάρυγγα») κλπ σχεδόν διαρκώς με άξονα το οικιακό. Το οικιακό έχει αποτελέσει γενικά ποιητικό στοιχείο σημασιοδοτημένο ποικιλότροπα που συντελεί στην περίπτωση ποιητριών στην ορατότητα της γυναικείας εμπειρίας και υπόταξης αλλά και ως ευρύτερο στοιχείο συνώνυμο με την οικογένεια και το ρόλο της στην ανάπτυξη του παιδιού. Η λειτουργία του έχει διττότητα: ως δεσμός όταν ταυτίζεται με πρόσωπα και ως περιορισμός στις συμβάσεις που επιβάλλονται και συχνότερα ως σειρά τραυμάτων. Στη Ζωγράφου αυτή η σχέση είναι δύσκολη και αμφίσημη και σε αυτήν ασκεί, με τη σειρά των σκληρών επιτελέσεων, μια κριτική, ιδίως στην έννοια του σπιτιού ως παράγοντα ασφάλειας και εξουσίας, κριτική διαποτισμένη από συναίσθημα το οποίο επιχειρεί να τιθασεύσει. (ανακαλώ εδώ τη Sara Ahmed και την ανάλυση των θέσεών της π.χ. στο The Promise of Happiness) Η οικιακότητα αποσυνδέεται από τις αξίες της ευτυχίας και ασφάλειας αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με τη γραφή, πεδίο και αυτό όχι εύκολο.
Στο εξώφυλλο, όπως και στην τελευταία σελίδα, το σχέδιο συμπλέει με την έννοια του τεμαχισμού ως συγγενή (εκ γενετής) με το άτομο/ποιητικό υποκείμενο. Το μόμπιλε, το κρεμαστό παιχνίδι πάνω από την βρεφική κούνια, με αιχμηρά μαχαίρια και μπαλταδάκια, ως απειλή κατακρεούργησης της παιδικής ακόμη εαυτής, με πεταλούδες και άλλα έντομα και στο τέλος της συλλογής το μαχαίρι που προσεγγίζει επίσης απειλητικά τη λιβελούλα, το λεπιδόπτερο, δημιουργούν ήδη προαναγνωστικά ιδιόμορφο κλίμα απομακρύνοντας την στερεοτυπική βρεφική αθωότητα και χαρά από το πεδίο.
Μια σειρά λέξεων, ουσιαστικών αλλά κυρίως επιτελεστικών ρημάτων, επανέρχονται στη συλλογή πέρα από το κομμάτια-κομματιάζω κλπ. συνώνυμα. Η κατάποση με τις λέξεις καταπίνω/κατάπια. Το ψήσιμο/φαγητό. Τα φωνητικά όργανα, χορδές/λάρυγγας, λαιμός που συνδέεται και με την ομιλία και την κατάποση/λήψη τροφής.
Με τις τελευταίες αυτές έννοιες συνδέεται ο τίτλος του τρίτου ποιήματος, «ελβετικός σουγιάς» όπου εισάγεται η επαναλαμβανόμενη 8 φορές λέξη «χορδές» ως όργανο του λόγου, ως συνώνυμο της αρθρωμένης φωνής που φιμώνεται διαρκώς απέξω (« όλο σώπα και σώπα»). Η απόπειρα αποκατάστασης μιας φωνής με προσφυγή σε άλλα εξω-οικιακά στοιχεία («απ’ τον αγρό») ως συνδήλωση της ελευθερίας και η γραφή ως το απελευθερωτικό στοιχείο είναι οι νέες έννοιες τις οποίες θα πραγματευτεί και σε επόμενα ποιήματα η Ζωγράφου. «όλο σώπα και σώπα/ένας λαιμός με παγιέτες για χορδές//τις ξερίζωσα/στη θέση τους έβαλα ανθοδέσμες·/ απευθείας απ’ τον αγρό/με ζωύφια/με αγκάθια/ μ’ όλα τα φύλλα/σάπια και μη.»
Οι λοιπές συνιστώσες της συλλογής μπαίνουν στα επόμενα ποιήματα: το φύλο ως μητρογραμμική απόληξη ως κανονιστικό πλαίσιο συμπεριφοράς («κομμάτια μεταβίβασης»), «το ανήμερο σπίτι» όπου πραγματοποιούνται οι διαμελισμοί («αδιαβροχοποίηση», «κομμάτια ανασυγκρότησης»).
Τίθεται επίσης και μια ακόμη καίρια θεματική του βιβλίου: η γραφή-ποίηση και το όργανό της οι λέξεις που ονομάζονται «μικρές». Απαιτητικές και επίσης σχεδόν τρομακτικές, δε δείχνουν καμιά συναίνεση: «κλαίνε πάλι, αχόρταγα πλάσματα κλαίνε»). Η ανάγκη να διαμορφωθεί μια φωνή, ένας λόγος που να μην είναι συμβατικός, («έτσι πεθαίνουν οι μικρές/όταν εντέλει συμμορφώνονται») που να εξωθεί στα άκρα, οδηγεί στην καταγραφή των αγκυλώσεων που συναντά η άρθρωση της φωνής και στον αναγκαίο διαμελισμό της εαυτής (κομμάτια λάρυγγα όπου και ο ομώνυμος με τον τίτλο στίχος). Η συγγραφή, το ποίημα είναι σαρκοβόρα («λίγος ζωμός απ’ τα κόκαλά μου/και ζυμώνω/», είναι παρασκευή και ψήσιμο της εαυτής. Με την προβληματική γύρω από τη δυσκολία αποτύπωσης της εσωτερικής εμπειρίας με λέξεις και τη συνείδηση της αναγκαιότητας του διαμελισμού για να γραφτεί το ποίημα, η συλλογή παρουσιάζει μια κλιμάκωση. Η γραφή όμως είναι η αναγκαία αλλά δύσκολη έκθεση των τραυμάτων από τα οποία και προκύπτει αποτελώντας μια διαδικασία στροφής στην εαυτή αλλά και κατανάλωσής της.
Τα τελευταία χρόνια η βιολογία έχει εντοπίσει το φαινόμενο της αυτοφαγίας ένα σύστημα αυτό-καθαρισμού των κυττάρων που δεν τα καταστρέφει αλλά καταναλώνει μόνο τα επιβλαβή συστατικά τους ανανεώνοντάς τα. Στη συλλογή της Ζωγράφου διαδικασία της γραφής ως σωματική στροφή στην εαυτή, όπως δείχνει και το μότο, οδηγεί στον αυτοτεμαχισμό και την αυτοφαγία στο τελευταίο ποίημα «λίστα εργασιών» όπου επαναλαμβάνεται το κομμάτιασμα: «θα σπάσω την καρδιά σε μικρότερες…θα συνθλίψω τα κωνία…θα πάρω τα κατεψυγμένα μου ωάρια στο σπίτι στο memo θα γράψω «κρασάτα στο κυριακάτικο τραπέζι»». Όμως, η αυτοφαγία ολοκληρώνεται εντέλει λυτρωτικά και ανανεωτικά: απ’ όλο το σώμα-φαγητό παραμένει η κλειτορίδα και η γλώσσα ελευθερώνεται λοιπόν ο ερωτισμός και ο λόγος-ομιλία-γλώσσα-φωνή. Μέχρι το ποιητικό υποκείμενο, στο προτελευταίο ποίημα, να λάβει την απόφαση να καθοδηγήσει τις μικρές οι διαμελισμοί προσωποποιούνται και γίνονται οικόσιτοι και μια σειρά σκληρών υλικών (σίδηρος, μπρούντζος, τσιμέντο, ατσάλινη ενίσχυση, κομμάτια μπρούτζινα, πάγκος γρανίτης) έρχονται επιθετικά ενάντια στο λάρυγγα, τις χορδές, τη φωνή: «ξεπούλησα τα πάντα//νηπιακές χειροτεχνίες/παιχνίδια για ηλικίες εννιά και άνω/λευκώματα/άδεια πακέτα με στιχάκια// για έναν οικόσιτο διαμελισμό.» («κομμάτια λάρυγγα»).
Στο «κομμάτια γλώσσας» ποίημα που συνδέονται, κατά την ανάγνωσή μου, οι συνιστώσες της συλλογής και κορυφώνεται ρητά ο πόνος που «είναι βουκαμβίλια» και «σηκώνεται/ βάζει για σιδερόβεργες το σώμα μου». Το σπίτι, προσωποποιημένο και αυτό, και οι συνδηλώσεις του γίνεται κυρίως βασανιστικό και «ανήμερο»: «οικόσιτα λεπιδόπτερα σ’ ανήμερο σπίτι».
Εντέλει ένα σχεδόν εξπρεσιονιστικό κλίμα συνδέει τα στοιχεία της συλλογής. Αν και το συναίσθημα υπάρχει, συχνά με ένταση, εντούτοις υπογειώνεται καθώς δηλώνεται με έναν κάθετο, αντιλυρικό τρόπο και με επαναλαμβανόμενες έντονες σχεδόν απειλητικές εικόνες.
Η συλλογή της Ζωγράφου συνιστά ένα σύμπαν με βασικά του γνωρίσματα τη μελετημένη δομή και την επανάληψη, την απομάκρυνση από την πραγματολογική διάσταση και τη στροφή στις μεταφορές και τις συνδηλώσεις και τα αντικείμενα-σύμβολα. Μια σειρά εικονιστικών μοτίβων και λέξεων ή λεκτικών συνδυασμών επανέρχονται δημιουργώντας συστάδες ποιημάτων αποτελώντας όχι μόνο βασικό δομικό στοιχείο αλλά και αναγνωστικό κλειδί του βιβλίου.
Η Ζωγράφου αφαιρεί από το υλικό της την αφήγηση και με την επανάληψη συστήνει ένα μάνταλα επιδιώκοντας αυτό να επιτελέσει το σκοπό του: το διαλογισμό που ωστόσο δεν διατηρεί την ιερότητά του αλλά βεβηλώνεται και με το διαρκή τεμαχισμό, την αιχμηρότητα και τη αυτοσαρκοφαγία επιδιώκει να ξορκίσει την τραυματική ανάμνηση και να ανασυστήσει μια εαυτή από τα καθαρά εναπομείναντα κομμάτια.
Μ όλο που η επανάληψη παράγει αυτό το μάνταλα γίνεται τελικά καθοριστικός εκφραστικός τρόπος της συλλογής που, ως ένα βαθμό εγκλωβίζεται. Θα μπορούσε αυτή να είναι μια εμπρόθετη επιλογή στην απόπειρα απόδοση της οικιακότητας και της παιδικότητας ως περιοριστικής συνθήκης που παρότι απ τη μια επιτυγχάνει απ την άλλη λειτουργεί δεσμευτικά ώστε σε κάποια σημεία τα ποιήματα μοιάζουν ίδια. Ωστόσο, τα θετικά γενικά στοιχεία της συλλογής προοιωνίζουν μια μάλλον αντίστοιχη συνέχεια.
Έφη Ζωγράφου, Οικόσιτοι διαμελισμοί (θράκα 2024)