του Θανάση Αγάθου (*)
Βαθιά κρίση του θεσμού της οικογένειας, διαφθορά της αστυνομίας, έρωτες του παρελθόντος που βγαίνουν στην επιφάνεια και προκαλούν τον διχασμό, αδίστακτοι νονοί της νύχτας, φιγούρες του υποκόσμου, άγριοι νόμοι της φυλακής, υποκρισία της εκκλησίας, απωθημένα, συμβιβασμοί και εξευτελισμοί μιας ολόκληρης ζωής, όνειρα που προσπαθούν να αντισταθούν στη φθορά του χρόνου, εφιάλτες της μέρας και της νύχτας, διαψεύσεις και ματαιώσεις, τύψεις, προδοσίες, εκδικήσεις, μοναξιά, απελπισία, ενοχές, παρανομία, διαλυμένες ζωές, ελπίδα μέσα στη λάσπη.
Αυτός είναι ο κόσμος που πλάθει με μαεστρία ο Χρήστος Χαρτοματσίδης στο μυθιστόρημά του Ρίο Γκράντε. Ο κεντρικός χαρακτήρας του, ο Μπίλης, έχει αποφυλακιστεί εδώ και είκοσι χρόνια και έχει προσπαθήσει να επανενταχθεί: είναι παντρεμένος με την Ανθούλα, καθηγήτρια Θεολογίας, με την οποία έχουν αποκτήσει δύο παιδιά που βρίσκονται στην εφηβεία, και έχει ανοίξει ένα τσιπουράδικο. Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν, όταν εμφανίζεται ένας διεφθαρμένος αστυνομικός ονόματι Τζιγέρης που εκβιάζει στυγερά τον Μπίλη και του πουλά προστασία, κάνοντάς τον να ζητήσει τη βοήθεια του θείου του Νάσου, γνωστού νονού της νύχτας. Ταυτόχρονα, επανεμφανίζονται δύο μοιραία πρόσωπα από το παρελθόν, που διαταράσσουν την κανονικότητα του παντρεμένου ζευγαριού: η τραγουδίστρια της νύχτας Βάσια διεκδικεί τον Μπίλη και ο πρώην αστυνομικός διευθυντής και νυν ταξίαρχος της ΕΛΑΣ Βελέγκας πολιορκεί την Ανθούλα. Οι σχέσεις δοκιμάζονται, οι ισορροπίες ανατρέπονται και οι συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες.
Οι χαρακτήρες του Χαρτοματσίδη στο Ρίο Γκράντε δεν είναι μονόπλευροι ούτε μονολιθικοί, δεν εντάσσονται σε συμβατικές μανιχαϊστικές κατηγοριοποιήσεις. Είναι σχεδόν γοητευτικοί μέσα στις αντιφάσεις και τις εμμονές τους, σκοτεινοί και φωτεινοί μαζί, σίγουροι και ταυτόχρονα αβέβαιοι για τις επιλογές τους, αγέρωχοι και ταπεινωμένοι συγχρόνως, ρεαλιστές και συνάμα ονειροπόλοι, κυνικοί και παράλληλα ρομαντικοί. Το παρελθόν τούς βαραίνει πολύ, τους εγκλωβίζει, σχεδόν τους καταδιώκει και η αφήγηση, με τις διαρκείς αναδρομές, με τις βίαιες χρονικές παλινδρομήσεις, καλεί το αναγνωστικό κοινό να συνθέσει τα κομμάτια του παζλ που συνθέτουν τις κατακερματισμένες υπάρξεις τους.
Ο Χαρτοματσίδης δίνει έμφαση στη μετάλλαξη που υφίστανται τα πρόσωπα, τα σώματα, οι ψυχές, τα μυαλά, οι σχέσεις στο πέρασμα του χρόνου, παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς τους τέσσερεις χαρακτήρες του ερωτικού κουαρτέτου, αλλά και τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, σε ένα χρονικό άνυσμα είκοσι ετών και υποβάλλοντας την αίσθηση ότι οι άνθρωποι σπάνια ωριμάζουν και ακόμη σπανιότερα διδάσκονται από τα λάθη τους. Το εντυπωσιακό και συγκινητικό, πάντως, είναι ότι ορισμένα από τα πρόσωπα αγωνίζονται να διατηρήσουν και να υπερασπιστούν έναν αξιακό κώδικα, ακόμη και όταν φτάνουν στο χείλος του γκρεμού.
Και από κοντά οι (προσεκτικά επιλεγμένες) λογοτεχνικές και κινηματογραφικές παραπομπές, που στηρίζουν και ενίοτε υπομνηματίζουν την αφήγηση: η Αντιγόνη του Σοφοκλή, το Έγκλημα και τιμωρία και το Ταπεινοί και καταφρονεμένοι του Ντοστογιέφσκι, το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι, η Νανά του Ζολά, ο Φύλακας στη σίκαλη του Τζ. Ντ. Σάλινγκερ, ο Σταντάλ, ο Νονός του Κόπολα, το Μπόνυ και Κλάιντ του Άρθουρ Πεν, το Άρωμα γυναίκας του Μάρτιν Μπρεστ, με τον Αλ Πατσίνο, το Θέλμα και Λουίζ του Ρίντλεϋ Σκοτ, οι Διπλοπεννιές του Γιώργου Σκαλενάκη, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Και, υπεράνω όλων, το Ρίο Γκράντε του τίτλου, που δεν παραπέμπει μόνο στον διάσημο ποταμό στα σύνορα του Μεξικού με τις ΗΠΑ (σύμβολο του περάσματος προς την ελευθερία), αλλά και στο θρυλικό ομότιτλο γουέστερν του Τζων Φορντ με τον Τζων Γουαίην και τη Μωρήν Ο’Χάρα στους ρόλους ενός παντρεμένου ζευγαριού σε κρίση και αναζήτηση ταυτότητας, όπως ο Μπίλης και η Ανθούλα του Χαρτοματσίδη.
Τη φόρμα του κινηματογραφικού γουέστερν υιοθετεί άλλωστε και ο Χαρτοματσίδης στο μυθιστόρημά του, για να αναπτύξει μιαν αληθινά συναρπαστική αφήγηση, με γοργές εναλλαγές (κάθε κεφάλαιο είναι οργανωμένο σαν μια σύντομη κινηματογραφική σεκάνς), με τον Μπίλη ως μοναχικό, πρώην παραβατικό, καουμπόυ που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του και καλείται να αντιμετωπίσει διασταυρούμενα πυρά, και τον Βελέγκα ως ανελέητο, διπρόσωπο σερίφη που προβαίνει σε κατάχρηση εξουσίας και κυνηγά εμμονικά τον Μπίλη, απειλώντας θεούς και δαίμονες. Και με μια Θεσσαλονίκη που μετατρέπεται σε σύγχρονη αστική Άγρια Δύση, παρά το γεγονός ότι η αφήγηση μάς υπενθυμίζει κάθε τόσο τα αναγνωρίσιμα τοπόσημα της πόλης, τον Λευκό Πύργο, την Εγνατία Οδό, τα Λαδάδικα, τους Αμπελόκηπους, την οδό Καρόλου Ντηλ, την Πλατεία Γιάννη Ρίτσου, το ξενοδοχείο Μακεδονία Παλάς: ένα αστικό τοπίο όμορφο και τραχύ μαζί, ανοιχτό σε ανατροπές και εκπλήξεις, που λειτουργεί ως δυναμικό σκηνικό, το οποίο συχνά καθορίζει τις κινήσεις των χαρακτήρων.
Μία ακόμη κινηματογραφική επίδραση που δεν κατονομάζεται αλλά η αύρα της, κατά τη δική μου τουλάχιστον γνώμη, πλανάται σε όλο το μυθιστόρημα είναι αυτή των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη: η πλοκή, η όλη ατμόσφαιρα και το ιδιόλεκτο των ηρώων μου θυμίζουν το ιδιαίτερο σύμπαν ταινιών όπως Το σπιρτόκουτο, Ο μαχαιροβγάλτης, Το μικρό ψάρι και Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς.
Ο Χαρτοματσίδης αποδίδει εύγλωττα τις ψυχικές μεταπτώσεις, τα κίνητρα και τις εξωτερικές και εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων του, καθώς και τις απεγνωσμένες προσπάθειές τους να ξεφύγουν από τη μιζέρια τους και να αλλάξουν πορεία πλεύσης πριν να είναι πολύ αργά. Με μια γλώσσα αιχμηρή, αφοπλιστική και ουσιαστική, γεμάτη βωμολοχίες και χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης ή εξιδανίκευσης της ωμής, ισοπεδωτικής πραγματικότητας, αποτυπώνει έναν μικρόκοσμο σκληρό και συχνά εκδικητικό όπου και η παραμικρή έκφραση τρυφερότητας και ευαισθησίας εκλαμβάνεται ως αδυναμία ή αφέλεια.
Ο συγγραφέας αποτυπώνει τη βία, σωματική και συναισθηματική, που κυριαρχεί πλέον στις εκδηλώσεις του σύγχρονου ανθρώπου, και την παθογένεια της μικροαστικής οικογένειας, αποφεύγοντας την εύκολη οδό της κοινωνικής καταγγελίας ή της ηθικολογίας. Παρουσιάζει τα πρόσωπά του ως θύτες και θύματα ταυτόχρονα, αντιπροσωπευτικά δημιουργήματα μιας αμείλικτης εποχής.
Με το Ρίο Γκράντε ο Χρήστος Χαρτοματσίδης δίνει, θαρρώ, το πυκνότερο και ωριμότερο μυθιστόρημά του. Κατορθώνει να δημιουργήσει ομορφιά μέσα από την ασχήμια και παρασύρει το αναγνωστικό κοινό να αγαπήσει τον «καταραμένο» ήρωά του, τον αδικημένο από τις συγκυρίες Μπίλη, που δίνει σκληρή μάχη επιβίωσης και παλεύει για τη δικαίωσή του και τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς του μέχρι την τελευταία στιγμή. Και τα όνειρα που επιμένουν τελικά προχωρούν προς τα εμπρός, οδηγώντας σε ένα λυτρωτικό φινάλε, από τα ωραιότερα της πρόσφατης ελληνικής πεζογραφίας.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Χρήστος Χαρτοματζίδης, Ρίο Γκράντε, Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, σελ. 304.