του Δημήτρη Σαραφιανού
Τα δωμάτια αξιοπερίεργων πραγμάτων (wunderkammern, cabinets of curiosities) αποτέλεσαν μια κομβική στιγμή για την ανάπτυξη της δυτικής γνώσης από την Αναγέννηση και μέχρι τον 17ο αι. Οι ιδιωτικές αυτές συλλογές αναδείκνυαν ταυτόχρονα μια πρώτη επαφή με τον πλούτο των ανακαλύψεων που έφερε στη Δύση η εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων, καθώς και μια πρώτη απόπειρα ταξινόμησης γνώσεων που ξεπερνούσαν τη μεσαιωνική θεολογική ανάγνωση της αριστοτελικής σκέψης, αλλά, φυσικώ τω τρόπω, και μια αποικιοκρατική ματιά πάνω σε αυτό τον πλούτο, που είχε συσσωρευτεί χάρη στην εξόντωση, εκμετάλλευση και καθυπόταξη των λαών του μη δυτικού κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, η συλλεκτική αυτή πρακτική αναπαρήγαγε ακόμα ανορθολογικές δοξασίες και ένα βλέμμα θαυμασμού προς τον κόσμο, αναζητώντας, π.χ., κέρατα μονόκερου στα κέρατα των ναρβάλ ή στους χαυλιόδοντες των θαλάσσιων ίππων.
Tι μπορεί να μένει από ένα δωμάτιο αξιοπερίεργων σήμερα; Παρά το ότι μια θετικιστική οπτική της δυτικής επιστήμης έχει πολλές φορές επιχειρήσει να κλειδώσει το περιεχόμενο της, δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι τα αξερεύνητα πεδία του φυσικού κόσμου είναι άπειρα (και αυτό είναι μια γνώση που την έχουμε αποκτήσει χάρη ακριβώς σε αυτή την επιστήμη). Στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, εκατομμύρια ιστοριών, αντιλήψεων, δοξασιών γεννιώνται κάθε μέρα, παρά τις προσπάθειες καναλιζαρίσματός τους από τα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ. Ο Φουκώ θα έλεγε ότι η φροντίδα και η περισυλλογή τους, χωρίς αποκλεισμούς και πατερναλιστικές, νεοαποικιακές πρακτικές, αποτελεί ηθικό μας καθήκον, ανοίγοντας το πεδίο για νέες συλλογές αξιοπερίεργων, χωρίς ταξινομική λογική. Όσο σωστό κι αν είναι αυτό άλλο τόσο η αποδοχή ή η αντιπαράθεση μαζί τους, άρα μια νέα ταξινόμηση, είναι αυτή που παράγει νέες ιστορίες και νέες επιστημονικές θεωρήσεις. Αυτό που σίγουρα αποτελεί καθήκον μας είναι η μνήμη, η διαρκής πάλη ενάντια στη λήθη, που πολλές φορές επιβάλλει ένας εξουσιαστικός λόγος.
Στο επίπεδο της αισθητικής, από την απλή παράθεση στην ταξινόμηση, στην επιλογή και στον αποκλεισμό, προκειμένου να διαμορφωθεί το εγκεκριμένο σώμα γνώσεων που συγκροτεί το μουσείο ή το ακαδημαϊκό σαλόν, έχουμε περάσει σήμερα σε μια αισθητική οπτική που αμφισβητεί τις κυρίαρχες λογικές και θέτει τον θεατή (θεωρητικά) ισότιμο συμμέτοχο στον διάλογο που παράγει το έκθεμα, αφήνοντάς του τον χώρο και τον χρόνο να το προσεγγίσει και να προβληματιστεί.


Τι, λοιπόν, μπορεί να προσφέρει σήμερα μια έκθεση που επαναφέρει την οπτική του δωμάτιου αξιοπερίεργων, όπως αυτή που επιμελήθηκε ο Γιάννης Μπόλης στο Momus-Άλεξ Μυλωνά, πέρα από την αναρώτηση για την εξέλιξη του τρόπου που βλέπουμε ή που επιμελούμαστε μια έκθεση; Το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο, αναμφίβολα, καταλήγουμε είναι ότι η έκθεση λειτουργεί. Και μάλιστα δημιουργεί την αίσθηση ότι στο ένα δωμάτιο θα μπορούσαν να μπουν κι άλλα έργα. Με αυτό τον τρόπο παράγει αμφιβολίες για το αν τελικά η κατεστημένη επιμελητική πρακτική των τελευταίων δεκαετιών είναι ορθή, παρά τη «δημοκρατική» της πρόθεση (πρόθεση που μετατρέπεται σε επίφαση, αν ξεχνάμε ότι πίσω από τις προθέσεις επιμελητών και θεατών μια έκθεση λειτουργεί μέσα σε ένα εξουσιαστικό επικοινωνιακό πλαίσιο που προσδιορίζει τις οπτικές των συμμετεχόντων). Παρά ταύτα, η συγκεκριμένη αισθητική επιλογή δεν τίθεται ως ένας νέος κανόνας επιστροφής σε μια αντιαποικιακή προμοντέρνα οπτική, όπως θα μπορούσε, π.χ., να ερμηνευτεί η προτροπή του Φουκώ, αλλά καταλήγει σε μια απορρόφηση του ατομικού έργου στη συλλογική επιμελητική πρόταση.
Μήπως όμως με αυτό τον τρόπο το έργο τέχνης, όπως και η έκθεσή του, μετατρέπεται από κοινωνικοαισθητικό σχόλιο σε απλό αξιοπερίεργο; Οι αμφιβολίες αυτές καταρρίπτονται εντέλει από την επιλογή (και την παραγγελία) των έργων που συγκροτούν την έκθεση. Η έκθεση μπορεί να ακολουθεί την φόρμα του wunderkammer, δεν παύει όμως να μιλάει για τον τρόπο που βλέπουμε σήμερα. Κάνοντας δυο βήματα πίσω, στις απαρχές τόσο της επιστημονικής γνώσης όσο και της αισθητικής πρακτικής (στην εποχή του πρώτου ξεριζωμού του αισθητικού αντικειμένου από την αύρα του και την τοποθέτησή του σε μια ιδιωτική συλλογή), κοιτάζει και σχολιάζει τη σύγχρονη δυστοπική απομάγευση, στην οποία προσπαθούν να αντισταθούν οι καλλιτέχνες. Άλλοι αναζητώντας την επαναμάγευση (veneficia), άλλοι αναζητώντας τη συνειδητοποίηση (consientia).



Η έκθεση ξεκινά –και σωστά– από τις μάσκες του Φίλιππου Τσιτσόπουλου «Paradise is the new hell» (2016), που συνδέονται άμεσα με το έργο του Peter Weil, «Marat-Sade». Έργο που, ως γνωστόν, αναδεικνύει ότι ο παράδεισος του Διαφωτισμού, της ισότητας και της ελευθερίας, τον οποίο διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση δεν είναι παρά η νέα κόλαση της σύγχρονης εκμετάλλευσης και δυστοπίας. Μια σειρά έργων προτείνουν μια νέα σχέση σύμφυσης του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο, με τα ονειρικά έργα του Ανδρέα Βάη ή τα ανησυχητικά σχέδια του Γιώργου Τσακίρη (που όλη του, άλλωστε, η δουλειά κινείται γύρω από τη φροντίδα της φύσης) να ξεχωρίζουν. Άλλα αναδεικνύουν την κραυγή της φύσης μπροστά στην περιβαλλοντική καταστροφή (αλλά και το εφήμερο της ανθρώπινης κυριαρχίας πάνω στη φύση), όπως η νεκροκεφαλή από πευκοβελόνες της Μάρθας Δημητροπούλου, το σκαθάρι χειροβομβίδα της Αντιγόνης Καββαθά, ο «Λάζαρος» και τα «Δάκρυα της πεταλούδας» της Λίνας Μπέμπη, η «Κραυγή της κουκουβάγιας» του Αλέξανδρου Μαγκανιώτη, τα εγκλωβισμένα λουλούδια και έντομα της Αννίτας Αργυροηλιοπούλου, με την Μαρίνα Γκεναντίεβα, τέλος, να εικονογραφεί μια ιδιαίτερη όψη της σύγκρουσης φύσης – ανθρώπου και ανθρώπων μεταξύ τους στη νεκρή ζώνη της Κύπρου. Άλλα έργα χρησιμοποιούν αλλόκοτα και ανοίκεια σύμβολα του φυσικού κόσμου για να εκφράσουν τη σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση ή τα τραύματα που μας ταλανίζουν, όπως το βίντεο με το αμφικέφαλο φίδι του Μπάμπη Βενετόπουλου (που τόσο θυμίζει το Αlarme του Τερζόπουλου), οι γορίλες του Ανδρέα Σπηλιωτόπουλου ή τα πορσελάνινα πλάσματα της Κυριακής Μαυρογεώργη. Στην ίδια κατεύθυνση οι τερατόμορφες φαντασιώσεις της Αλίκης Παππά, τα δυσοίωνα όντα του Θοδωρή Μπαργιώτα και ο καταπληκτικός μπρόκερ του Βασίλη Βασιλακάκη. Ο Ανδρέας Βούσουρας τολμά να κατασκευάσει παράδοξες επιμιξίες ζώων και ανθρώπων μεταξύ τους ή με σούπερ ήρωες, σαν ένα μουσείο τεράτων, ένα νέο νησί του δρος Μορώ ή τα freaks του Τοντ Μπράουνινγκ, παρότι ξέρει την κατάληξη, ενώ η Έλλη Χρυσίδου εικονογραφεί τη γέννηση μιας κοινωνίας τεράτων. Από τη μεριά του, ο Χριστόφορος Δουλγέρης αποτυπώνει εξαιρετικά την αξιοπερίεργη ανθρωπομορφική όψη της τεχνολογίας, ενώ ο Φανούρης Μωραΐτης σχολιάζει τα μπλοκμπάστερ αξιοπερίεργα πολιτιστικά παράγωγα, τηγανίζοντας γκοτζίλες. Άλλα έργα παραπέμπουν στην αναγεννησιακή εικονογραφία και φιλολογία, την εποχή που η θεολογική φαντασία έφτανε ακόμα και να διαβρώνει τις επίγειες πολιτικές και θρησκευτικές εξουσίες, με την κόλαση του Δάντη και τον Ιερώνυμο Μπος να έχουν την τιμητική τους, όπως στα έργα της Ιφιγένειας Σδούκου και του Θάνου Μακρή, με τον Γιώργο Γυπαράκη να εμπνέεται από τα μεσαιωνικά χειρόγραφα για να εικονογραφήσει τον εφιάλτη της καρτεσιανής λογικής και τον Τάκη Γερμενή να εικονογραφεί έναν θαλάσσιο (και χωρίς ανθρώπους) κήπο της Εδέμ . Δεν θα μπορούσε να λείπει, βέβαια, ο θάνατος ως σύμβολο του vanitas και του memento mori, ακόμα και σε σύγχρονες ποπ εκδοχές, όπως αυτή του Διονύση Καβαλλιεράτου. Τα σύμβολα των αυτόχθονων λαών, θυμάτων των αποικιοκρατών, που πολλές φορές ακόμα και οι φορείς τους αποτέλεσαν εκθέματα σε ανθρωπολογικά μουσεία, αποτελούν ακόμα ένα πεδίο έμπνευσης, με τον Κώστα Τσώλη να επιστρέφει ζωγραφικά στις φωτογραφίες των μασκοφορεμένων χορευτών «Qagyuhl» από το Βανκούβερ του Έντουαρντ Κέρτις, τον Γιώργο Χατζησπύρου να κατασκευάζει μια ολόκληρη αψίδα Μάγια και τον Νίκο Παπαδημητρίου να επικαλείται savage spirits. Η ίδια η φόρμα του δωματίου αξιοπερίεργων και, κυρίως, η εκδοχή του ως έπιπλου-ερμάριου, δίνει τη δυνατότητα στον Παντελή Πραβήτα να διαμορφώσει ένα αφιέρωμα στο ελληνικό κίτς, ενώ το κουκλόσπιτο της Κατερίνας Ζαχαροπούλου αναδεικνύει ότι η ίδια μας η ζωή και κυρίως η ζωή της γυναίκας– δεν είναι τίποτε άλλο από ένα δωμάτιο αξιοπερίεργων. Δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να λείπουν από την έκθεση τα πορτρέτα του Άγγελου Αντωνόπουλου, που χρόνια ασχολείται με τον άνθρωπο-συλλέκτη και που μας υπενθυμίζει ότι ο ίδιος μας ο εαυτός είναι ένα παλίμψηστο αξιοπερίεργων –ή όχι και τόσο αξιοπερίεργων– εμπειριών, τραυμάτων και αντικειμένων. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται νοηματικά και το αναγεννησιακά γκροτέσκο «Thyself» της Εύας Μούρτζη. Ίσως πάντως το έργο που πιθανότατα θα έβρισκε τη θέση του ακόμα και σε ένα παλιό δωμάτιο αξιοπερίεργων είναι ο κόκκινος φαλλός του Γιώργου Αλεξανδρίδη.
Εν κατακλείδι, το έργο τέχνης έχει την ικανότητα να μας δείχνει ότι είναι εφικτός ένας άλλος κόσμος με άπειρες –και γι’ αυτό μαγικές– δημιουργικές δυνατότητες, απελευθερωμένος από τους περιορισμούς και τις κοινωνικές συμβάσεις που μας κρατούν καθηλωμένους εν είδει αυτομάτων. Φυσικά, αυτό ισχύει αν το έργο τέχνης με ειλικρίνεια υιοθετεί αυτή την κατεύθυνση και δεν αρκείται να αναπαράγει τον κυρίαρχο λόγο, αν δεν συγχέει το wunderkammer με το wanderlust ή τη ζωγραφική με την ΑΙ εικονολογία.
Αυτού του είδους η επαναμάγευση είναι πάντα κρίσιμη, γιατί το διακύβευμα σήμερα είναι αν τελικά θα αφεθούμε στο απομαγευμένο παρόν ή σε μια τεχνολογική ΑΙ επαναμάγευση που, ως τέτοια, μάλλον παραπέμπει στις πιο δυστοπικές όψεις της επιστημονικής φαντασίας.
* Ο Δημήτρης Σαραφιανός είναι νομικός και κριτικός τέχνης, επικεφαλής του χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων «Λόφος art project», στην οδό Βελβενδού 39, στην Κυψέλη.
info
A cabinet of curiosities
Επιμέλεια: Γιάννης Μπόλης
MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, Πλ. Αγίων Ασωμάτων 5, Θησείο, Αθήνα
Διάρκεια: 13 Φεβρουαρίου έως 31 Αυγούστου 2025
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Τετάρτη, Παρασκευή – Κυριακή 10.00-18.00, Πέμπτη 10.00-21.00
Είσοδος: 6 €, μειωμένο 3 €
Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Λένα Αθανασοπούλου, Γιώργος Αλεξανδρίδης, Άγγελος Αντωνόπουλος, Μαίρη Αντωνοπούλου, Αννίτα Αργυροηλιοπούλου, Μιχάλης Αρφαράς, Ανδρέας Βάης, Βασίλης Βασιλακάκης, Μπάμπης Βενετόπουλος, Ανδριάνα Βερβέτη, Ανδρέας Βούσουρας, Τάκης Γερμενής, Νίκος Γιαβρόπουλος, Λεωνίδας Γιαννακόπουλος, Μαρίνα Γκενάντιεβα, Γιώργος Γυπαράκης, Λυδία Δαμπασίνα, Μάρθα Δημητροπούλου, Χριστόφορος Δουλγέρης, Τζένη Δούπη, Ράνια Εμμανουηλίδου, Κατερίνα Ζαχαροπούλου, Μάριον Ιγγλέση, Διονύσης Καβαλλιεράτος, Αντιγόνη Καββαθά, Αντώνης Καπνίσης, Άρης Κατσιλάκης, Νίκος Καχριμάνης, Δάφνη Κλάγκου, Γιάννης Κονταράτος, Αλέξανδρος Μαγκανιώτης, Θάνος Μακρής, Δήμητρα Μαρούδα, Πάνος Ματθαίου, Κυριακή Μαυρογεώργη, Δημήτρης Μεράντζας, Χριστίνα Μήτρεντσε, Εύα Μούρτζη, Μανώλης Μπαμπούσης, Θοδωρής Μπαργιώτας, Λίνα Μπέμπη, Μάνια Μπενίση, Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Φανή Μπουντούρογλου, Άλκης Μπούτλης, Μαργαρίτα Μποφιλίου, Νουράκο (Φανούρης Μωραΐτης), Μαρία Ξυνοπούλου, Νίκος Παπαδημητρίου, Αντώνης Παπαδόπουλος, Ξένια Παπαδοπούλου, Αλίκη Παππά, Κωνσταντίνος Πάτσιος, Νατάσσα Πουλαντζά, Βασίλης Πούλιος, Περικλής Πραβήτας, Ιφιγένεια Σδούκου, Νίκος Σεπετζόγλου, Δήμητρα Σιατερλή, Ζωή Σκλέπα, Μίλτος Σκούρας, Μάριος Σπηλιόπουλος, Ανδρέας Σπηλιωτόπουλος, Δημήτρης Τζαμουράνης, Νίκος Τρανός, Γιώργος Τσακίρης, Γιώργος Τσεριώνης, Μαριτάσα Τσιμπλάκη, Φίλιππος Τσιτσόπουλος, Κώστας Τσώλης, Πάνος Φαμέλης, Μάριος Φούρναρης, Παντελής Χανδρής, Πάνος Χαραλάμπους, Γιώργος Χατζησπύρου (Looper), Διονύσης Χριστοφιλογιάννης, Έλλη Χρυσίδου, Λία Ψωμά