Οι παλμοί της Αθήνας μέσα από την ποιητική συνηγορία του Ανδρέα Εμπειρίκου (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

0
2486

 

Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

Σε μια δεξίωση κατά τη διάρκεια Συνεδρίου στη Στοκχόλμη, με θέμα τις προοπτικές διατήρησης των μοντέρνων κατασκευών από οπλισμένο σκυρόδεμα του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, καθόμαστε δίπλα δίπλα με έναν Σουηδό της Επιτροπής διοργάνωσης του Συνεδρίου. Όταν άκουσε ότι ερχόμαστε από την Ελλάδα, φωτίστηκε το πρόσωπό του. «Λατρεύω την Ελλάδα!» έσπευσε να πει. Θεώρησα ότι ήταν αρχαιολάτρης, καθώς μάλιστα το Συνέδριο αφορούσε κατά κάποιο τρόπο τη θεώρηση σχετικά σύγχρονων κατασκευών ως μνημείων. Όμως, όχι, δεν ήταν αυτό το κύριο. «Έρχομαι στην Ελλάδα για την ψυχαγωγία μου» είπε. Δεύτερη αστοχία μου: θεώρησε ότι αγαπάει τα ελληνικά νησιά. «Όχι, όχι!» μου λέει. «Για την Αθήνα έρχομαι» μου λέει. Ήταν ακόμα η εποχή που η Αθήνα δεν κατακλυζόταν από τουρίστες, που οι πιο πολλοί την απέφευγαν και πήγαιναν κατ’ευθείαν στα νησιά, και παράλληλα όχι λίγοι από τους μόνιμους κατοίκους της πόλης μιλούσαν τότε περισσότερο για τα ελαττώματα, παρά τα προτερήματά της. Δεν του τα είπα αυτά, για να μην τον χάσουμε από επισκέπτη, μα τον ρώτησα για να καταλάβω: «Πόσο συχνά έρχεστε; Πού μένετε στην Αθήνα;» «Όσο πιο συχνά μπορώ» απάντησε, «και μένω στην Κυψέλη που λατρεύω». Η Κυψέλη είχε προβλήματα τότε, δεν ήταν όπως τώρα πούχει πάρει πολύ τα πάνω της. Οπότε, δεν άντεξα, και ξέσπασα: «Σας έχει τύχει ποτέ, ενώ περπατάτε εκεί να ρίχνουν τα σκουπίδια για αποκομιδή από τα μπαλκόνια, για να μην κατεβαίνουν κάτω;» Γέλασε με την καρδιά του. «Ω ναι! Είναι υπέροχο! Μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, και είναι τόσο ανοιχτή στις εκπλήξεις!»

Κατά σύμπτωση, αυτό το απροσδόκητο φιλο-αθηναϊκό ξέσπασμα του Σουηδού, συντονίστηκε με μια παράδοξή μου αίσθηση για τη Στοκχόλμη, που τότε πρωτογνώριζα: σε αντίθεση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις που με έθελξαν και κέντρισαν το ενδιαφέρον μου από την πρώτη στιγμή, έβλεπα την πρωτεύουσα της Σουηδίας σαν μέσα από ένα παράδοξο ονειρικό σύννεφο, να μοιάζει με πόλη που έφτιαξαν εξωγήϊνοι με ανθρώπινη εμφάνιση, και πάντως τόσο υπερβολικά τακτοποιημένη, που να αποζητώ τη ζωτικότητα στην αταξία μιας οποιασδήποτε ελληνικής πόλης, και οπωσδήποτε της Αθήνας.

Η διάθεσή μου αυτή δεν ήταν πρωτόγνωρη, συχνά έχω προστρέξει στη δυναμική και τη ζωτικότητα του βίου της Αθήνας, στην οποία συμβαίνει να κατοικώ τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου- παρά τα χίλια δυό κουσούρια της, ακόμα και την πανταχού παρούσα κακοριζικιά των πεζοδρομίων της, μεταξύ άλλων- και έχω επωφεληθεί ψυχοδιανοητικά από αυτή. Αλλά, παράλληλα, γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτή η αίσθηση της δυναμικής και της ζωτικότητας δεν είναι δημόσια ομολογημένη, δεν είναι επαρκώς τραγουδισμένη ούτε ζωγραφισμένη, είναι σαν ένα μυστικό που επικαλύπτεται από πολύ συχνές δηλώσεις απαρέσκειας και εξορκισμού.

Όπως και νάχει, συνειδητοποίησα τότε, για μια ακόμα φορά, ότι ζούμε σε μια χώρα και σε συνθήκες όπου συχνά αποφεύγουμε να λέμε τα πράγματα- τα καλά και τα κακά- με το όνομά τους, πολύ περισσότερο να αναζητήσουμε επί της ουσίας τα αίτιά τους: παρά τη διάχυτη φλυαρία περί των πάντων- συχνά με παράλληλους μονόλογους αντί ουσιαστικών συζητήσεων-, οι αποφάσεις παίρνονται συχνά «κάτω από το τραπέζι», αμνημόνευτα: ψαρεύοντας στα θολά νερά.

Υπάρχουν λόγοι γι’αυτό, που έχουν να κάνουν με το ότι έτσι ή αλλιώς στον τόπο μας- μαζί με μια αδιάκοπη αναστατωτική ρευστότητα, που μεταβάλλει ακόμα και τα ονόματα των πραγμάτων ή εξακολουθεί να τα διατηρεί κενά νοήματος πιά-κάθε τόσο «διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα», όπως αναδεικνύει ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημά του «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου». Γράφει στο ποίημα «Απόδραση» από τη συλλογή ποιημάτων του «Εγχειρίδιο ευθανασίας» ο Τάσος Λειβαδίτης: «Πολλοί αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς/ Άλλοι αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα./ Ποιος είμαι ή ποιος ήμουν;/ Αναζητήσεις δίχως σημασία/ Το κέρδος ήταν ότι τους ξέφευγα διαρκώς»: μεταμφιεζόμαστε συνεχώς για να ξεφύγουμε από έναν διαρκή, μεταλλασόμενο κίνδυνο;

Με αυτά τα δεδομένα, στα πλαίσια του παρόντος κειμένου, θα επιχειρηθεί να φωτιστούν λίγο περισσότερο τα πράγματα, ξεπερνώντας κατά το δυνατόν τις αντιφάσεις του λόγου περί της σύγχρονης Αθήνας. Όσο μεγαλύτερη είναι η αυτοσυνειδησία μας, τόσο μεγαλώνουν και οι πιθανότητες ουσιαστικής μας επέμβασης στα πράγματα.

*

Είναι βέβαιο ότι η σχέση μας με τις πόλεις ή τους τόπους της ζωής μας είναι κατ’εξοχήν υποκειμενική, και επί πλέον ισχύει με βεβαιότητα ότι ο ρυθμός του Κόσμου εμπεριέχει τη ρευστότητα, τη μεταβολή, την αλλαγή: αλλάζουμε εμείς, αλλάζουν και οι πόλεις, αλλάζει και η σχέση μας με αυτές. Αλλάζει η ματιά μας.

Παρ’όλα αυτά, μπορούμε να πούμε πολύ σχηματικά ότι κάθε πόλη, για κάποιο διάστημα τουλάχιστον, έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, μια ιδιοπροσωπία, που τη διακρίνει ορισμένως από άλλες. Δεν αναφέρομαι εδώ στο λεγόμενο genious loci, το «κρυφό πνεύμα του τόπου», για να μην μπλέξουμε σε θεωρητικολογίες- και κυρίως την εμπλοκή σε ένα πεδίο χωρίς χρονικά όρια- και ενδεχομένως εκτραπούμε του σκοπού μας, που είναι κυρίως μια πρώτη διερεύνηση του γραπτού (άρα με την ευθύνη της υπογραφής) δημόσιου λόγου που τυχόν αναφέρεται στα όποια θέλγητρα της Αθήνας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μέχρι τώρα. Μια τέτοια αναφορά, στα πλαίσια του παρόντος κειμένου, που συνδέεται με την ανάδειξη, την αναγνώριση, δεν μπορεί παρά να είναι ψυχότροπη- δηλαδή να έχει σχέση περισσότερο με το είδος των διαθέσεων που βγήκαν στην επιφάνεια από τον Σουηδό φίλο μας, παρά με μια «επιστημονική τεκμηρίωση» με δείκτες, πίνακες και στατιστικές. Άρα, αναζητούμε αυτή την ανάδειξη στον χώρο της Τέχνης. Προς αυτή την κατεύθυνση, αντί του genious loci, μου κάνει μια έννοια που να σχετίζεται με την όποια ζωτικότητα του τόπου, κι’αυτή η έννοια είναι «οι παλμοί της πόλης».

Λουμίδης, το καφέ της συνάντησης των υπερρεαλιστών και άλλων της γενιάς του ΄30, δίπλα στη Στοά Νικολούδη.

 

Η Αθήνα μέσα από το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου

Έχοντας αυτά κατά νου, στη Γιορτή του Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως τον Σεπτέμβριο του 2024, έπεσα εξαίφνης στο βιβλίο «Η πόλις ως εντελέχεια», με υπότιτλο  «Η βιωματική εμπειρία της Αθήνας στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου» του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου- Βενετά. Το ολιγοσέλιδο βιβλίο εκδόθηκε από την «Άγρα» το 2023, και είναι γραμμένο από έναν πολύ σοβαρό αρχιτέκτονα- πολεοδόμο, με διεθνή εμπειρία, και μεταξύ πολλών άλλων, συγγραφέα βιβλίων για την Αθήνα. Έχει το ενδιαφέρον του το πόσο εξαίφνης μπορεί να πέσουμε σε βιβλία που κατά τα άλλα μπορεί να έχουν νόημα για μας, κι αυτό κατά κάποιο τρόπο συνδέεται με τον τρόπο λειτουργίας της Αθήνας, ως ένας κήπος χωρίς γεωμετρική τάξη μεν, ως μια απρόβλεπτη «αυλή των θαυμάτων» δε.

Έσπευσα να αποκτήσω το βιβλίο. Η ποίηση του Εμπειρίκου, με την έμφασή της στην ανάδειξη της ζωτικότητας, και μάλιστα της οργασμιακής ζωτικότητας, θα μπορούσε να έχει σχέση με τους παλμούς της Αθήνας, οι αυτό θα ήθελα να το διερευνήσω. Το κείμενο που ακολουθεί εστιάζεται σε μια τέτοια διερεύνηση.

Φυσικά, όσα γράφονται εδώ ουδεμία σχέση έχουν με μια συνολική θεώρηση του έργου του ποιητή. Επίσης, κάθε άλλο παρά ισχυρίζομαι ότι μόνο το έργο του συγκεκριμένου ποιητή αφορά τη ζωτικότητα της σύγχρονης Αθήνας. Όπως ο ίδιος ο Ανδρέας Εμπειρίκος γράφει: «Όμως, όπως ο εξετάζων έναν αδάμαντα, δεν ημπορεί να κατανοήσει πλήρως και να απολαύσει εις βάθος την μονολιθικήν ακεραιότητά του, παρά αν εξετάσει εκ του σύννεγγυς και εννοήσει (νοιώσει) την πολυσχιδή συνάθροισιν και συσχέτισιν των εδρών του…». Με αυτή την έννοια, μια συνάθροιση αφορά και τα γραπτά του Μίλτου Σαχτούρη και του Μάριου Χάκκα- το αναφέρω ώστε να καταδείξω ότι η ζωτικότητα δεν αφορά μόνο την ευφορία-, τη μουσική του Μάνου Χατζηδάκη, για να συμπεριλάβω την τρυφερότητα, όπως και το έργο πλείστων άλλων υψιπετών δημιουργών που ευτυχήσαμε να έχουμε στη χώρα μας για όλο αυτό το χρονικό διάστημα που πλησιάζει πιά τα τρία τέταρτα του αιώνα. Η συνάθροιση, ο ολοκληρωμένος αδάμαντας, λείπει για την ώρα- και αυτή η απουσία είναι κρίσιμη για τη συλλογική μας αυτογνωσία.

***

Για να ξεκινήσουμε τώρα, συνδέοντας την αντίληψη της σύγχρονης Αθήνας με τον Εμπειρίκο (1901- 1975), ολοκληρώνουμε το απόσπασμα παραγράφου του κειμένου του «Άρμαλα ή Εισαγωγή σε μια πόλι» (1967), που παραθέσαμε πιο πάνω: «… ούτω και ο επιθυμών να ^αισθανθεί^ και να απολαύσει ουσιαστικώς μιάν πόλιν, δεν ημπορεί να φθάσει εις το αποτέλεσμα τούτο, εάν δεν παρατηρήσει εκ του σύνεγγυς μερικά τουλάχιστον από τα επί μέρους στοιχεία και βιώματά της, και, θα προσθέσω, εάν δεν συγκινηθεί από τα συνθετικά ταύτα στοιχεία που συγκροτούν εν τέλει την καθολικήν και ενιαίαν της ύπαρξιν και γοητείαν». Η αναγκαιότητα της συνάθροισης, του ολοκληρωμένου αδάμαντα, επανέρχεται, αυτή τη φορά συγκεκριμένα για την πόλη καθ’εαυτή.

Πάμε τώρα στη γοητεία της Αθήνας, κατά τον Εμπειρίκο, ο οποίος τη θεωρεί δεδομένη:

«Εις τί να οφείλεται άραγε η γοητεία αυτή, η πανταχού παρούσα και παντού διαχεόμενη;» διερωτάται για την Αθήνα, σε άλλο σημείο του ίδιου κειμένου, ο ποιητής. «Είναι άραγε αυτά ταύτα τα κτίσματα που γοητεύουν τους κατοίκους και τους ξένους;», έχοντας ήδη γράψει (αιρετικά, για πολλούς): «…η γοητεία που εκπορεύεται από την ασυνήθη ρυμοτομίαν της και την πρωτότυπον συγκρότησίν της, καθιστά αυτήν την πόλιν αντικείμενον θερμού θαυμασμού, έστω και αν δεν εγκρίνεται πάντοτε, υπό πολλών εντοπίων και ξένων, μιά έλλειψις πολεοδομικής πληρότητας και ευρυθμίας». Ο Εμπειρίκος τέρπεται από την Αθήνα της πραγματικότητας, την ίδια εποχή που άλλοι διανοούμενοι δήλωναν σε συνεντεύξεις τους σε εφημερίδες ότι «η μεταπολεμική Αθήνα πρέπει να βομβαρδιστεί για να ξαναχτιστεί εξ αρχής».

«Είναι το φως του οποίου η παλλομένη οξύτης εισδύει παντού και ώρες- ώρες φαίνεται να καταργεί την ύπαρξιν των σκιών πέραν του σημείου που, περί την μεσημβρίαν, καταλαμβάνουν αι σκιαί, όταν γίνονται βραχύτεραι παρά εις οιανδήποτε άλλην ώραν, συσπειρούμεναι γύρω από τα αντικείμενα που τας προβάλλουν;», «Είναι το κλίμα το ευκραές;…» συνεχίζει ο ποιητής τις διερωτήσεις του περί τη γοητεία της Αθήνας.

«Ή μήπως η γοητεία της πόλεως αυτής οφείλεται εις την ψυχήν της και εις τον έχοντα μίαν απίστευτον αριστοκρατικήν ευγένειαν, ακόμη και εις τας στιγμάς της χυδαιότητος ή και της αγριότητός του λαόν της;» «Οφείλεται άραγε εις την ευκινησίαν και την λυγηρότητα των ανδρών…;  Ή μήπως οφείλεται εις των εμμελών θηλέων της την σφριγηλήν και μαγνητικήν και άκρως ποιητικήν παρουσίαν…;»

Είναι βέβαιο ότι, όπως επισημαίνει ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου- Βενετάς στο βιβλίο του, στο έργο του Εμπειρίκου «ο λόγος τείνει προς μίαν συνεχή υπερύψωση (exaltatio), έναν υπέρμετρο έπαινο, μίαν υπερβολή…την υψηγορία, τον υπερβολικό λόγο που κατά τον Αριστοτέλη είναι ^τρόπος φραστικός υπερβαίνων το αληθές χάριν εμφάσεως^». Και συνεχίζει: «Η καλλιέπεια, ο πλούτος και η σαφήνεια των διατυπώσεων, η άψογη άρθρωσις και οι υποβλητικές αυξομοιώσεις της εντάσεως της φωνής, συνθέτουν ένα οιονεί κήρυγμα, μια προσλαλιά εις την διαπασών της εντάσεως».

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο Εμπειρίκος αγνοεί τα δεδομένα στο πεδίο, ότι γοητεύεται από μια Αθήνα φανταστική. Αντιθέτως, γράφει: «…η πόλις εκτείνεται και αναπτύσσεται ιδιορρύθμως…εις μέγα έργον αντιακαδημαϊκώς ποιητικόν…Μιά αρμονία, μή υπακούουσα, μή υποτασσόμενη εις καμμίαν ξένην προς τους βαθυτέρους της ρυθμούς νομοτέλειαν ή επιταγήν. Εναπόκειται εις ημάς, ή εις τους ευαισθήτους εξ ημών, να την κατανοήσωμεν και να την απολαύσωμεν.»

Η Αθήνα στην οποία αναφέρεται είναι ήδη (1967) η πόλη των μεταπολεμικών πολυκατοικιών, διάσπαρτη ακόμη με συνοικισμούς από παράγκες που παραπέμπουν στην ταινία του 1961 “Συνοικία το όνειρο”, αλλά και “με σύνορα διαρκώς μετακινούμενα”- με την έννοια της ποικιλότροπης επέκτασης του οικιστικού οργανισμού της.

Διερεύνηση

Η πυξίδα μου κατά τη διερεύνηση του θέματος του παρόντος κειμένου, είναι μια προσωπική αποτίμηση, όπως αυτή προκύπτει από τη μακροχρόνια και πολυκύμαντη βίωση της πόλης στο πεδίο. Καθώς μάλιστα από μεθοδολογική άποψη δεν μου ταιριάζουν οι για πολλά χρόνια επαναλαμβανόμενες ad nauseum αγοραίες απόψεις για την Αθήνα, απόψεις που δεν συμβαδίζουν με την πρακτική της καθημερινότητας ως προς το οικοδομείν και τα συναφή πεδία, ασχολούμαι εδώ με όχημα το έργο του Εμπειρίκου- μέσα από το φίλτρο Βενετά- εξ αιτίας της διάθεσής μου να αντιληφθώ επαρκέστερα την πραγματικότητα.

Σ’αυτά τα πλαίσια, οι κατά τον Εμπειρίκο λόγοι περί γοητείας της Αθήνας, μου κάνουν, μα το ζήτημα απαιτεί και άλλη επεξεργασία. Μάλιστα, για να μήν μπλέξουμε σε άστοχες και ατελέσφορες διαμάχες περί των λέξεων, θα αντικαθιστούσα στις θεωρήσεις μας τη λέξη “γοητεία” με το “ενδιαφέρον”.

Η οδός Φιλελλήνων που ενέπνευσε στον Α. Εμπειρίκο το ομοτιλο ποίημα του

Όσον αφορά την προς ώρας προσωπική μου αποτίμηση, βρίσκω (συμμεριζόμενος και τις προαναφερθείσες θεωρήσεις του Εμπειρίκου) την Αθήνα- παρά τις πολλές της ελλείψεις, κυρίως ως προς τη λειτουργικότητά της- ιδιαζόντως θελκτική. Πολύ σχηματικά, τη βλέπω ως «έναν ορισμένως άγριο- μα μή κινδυνώδη- κήπο», οπότε και ενδιαφέρουσα, με πολλές εν δυνάμει εκπλήξεις. Εκπλήξεις που μπορεί να λειτουργήσουν ως «το άλας της καθημερινότητας», και που εκ των πραγμάτων ευνοούν μια άλλη τάξη από την επιβαλλόμενη από άλλους, ενδεχομένως ασφυκτική όταν είναι ξένη προς τις ανάγκες μας, γεωμετρική τάξη. Βλέπω την πόλη κυρίως ως έναν «κήπο» που χαρακτηρίζεται από μια εξέχουσα ζωτικότητα- μαζί βεβαίως με μια διάχυτη, χαμηλής έντασης, ψυχοπαθολογία και «κακοριζικιά». Δεν παραγνωρίζουμε ότι οι συνθήκες κάθε άλλο παρά ιδανικές είναι, μα εστιαζόμαστε στην εξέχουσα μή κινδυνώδη ζωτικότητα, και επομένως σε έναν κοινωνικό οργανισμό με δυνατούς παλμούς.

Αλλά, για να είμαστε ουσιαστικοί, δεν έχει νόημα να σχολιάζουμε την σύγχρονη Αθήνα «σαν να έπεσε από τον ουρανό», μα να δούμε συγκεκριμένα τον κοινωνικό και τεχνικό μηχανισμό που τη γέννησε, κυρίως στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου.

Κοινωνική Μηχανική: πώς προέκυψε η σημερινή Αθήνα;

Κρίσιμης σημασίας για τη διερεύνησή μας είναι η έννοια της Εντελέχειας, όπως ωραία την παραθέτει στην εισαγωγή του βιβλίου του ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς- αντλώντας από το 15τομο «Λεξικό Δημητράκου της Ελληνικής γλώσσας». Παραθέτουμε τμήμα της:

«Εντελέχεια. Φιλοσοφικός αριστοτελικός όρος. Δηλοί: την μετάβασιν από τον δυνητικόν (το δυνατόν γενέσθαι) της ύλης εις την πραγματικήν της μορφήν (διά του είδους, της εξωτερικής όψεως)».

Κρατάμε το «δυνατόν γενέσθαι». Θα αναφερθούμε σ’αυτό, στη συνέχεια του κειμένου.

***

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ευρώπη, και όχι μόνο- αλλά και στις πρώην αποικιοκρατούμενες χώρες που αποκτούσαν πια την ανεξαρτησία τους, η πολιτική της κοινωνικής δικαιοσύνης που συνδυαζόταν και με τη δημιουργία αξιοπρεπούς στέγασης για τους πολλούς ήταν κυρίαρχη σε Ανατολή και Δύση. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν αδιανόητη για τον πληθυσμό, που πολέμησε σκληρά και γνώρισε ανείπωτες καταστροφές, να επιστρέψει στις πανάθλιες συνθήκες διαβίωσης του μεσοπολέμου. Ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων, όπως αυτές προέκυψαν από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, σε συνθήκες μάλιστα Ψυχρού Πολέμου- την επικράτηση δηλαδή όχι διά των όπλων καταστροφής, αλλά σε συνθήκες ειρήνης- καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη προσεταιρισμού των πληθυσμών με συγκεκριμένα εποικοδομητικά μέτρα μεγάλης κλίμακας στο πεδίο.

Για να επικεντρωθούμε στην Ευρώπη, από τη Δύση ως την Ανατολή, σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν τεράστια οικοδομικά προγράμματα ιδίως για τους μη έχοντες ή τα «ασθενέστερα οικονομικά στρώματα», σύμφωνα με την ορολογία της εποχής. Η συντριπτική πλειοψηφία τους μελετήθηκε και κατασκευάστηκε από μεγάλους Οργανισμούς- κρατικούς ή ιδιωτικούς οργανισμούς, αναλόγως της φύσης του καθεστώτος που κυβερνούσε κάθε χώρα.

Η Ελλάδα αποτελεί ενδεχομένως τη μοναδική εξαίρεση σ’αυτό τον κατασκευαστικό ορυμαγδό, όχι ως προς τον στόχο ή το αποτέλεσμα, αλλά ως προς τον τρόπο: εδώ ήταν οι μικροί ιδιοκτήτες, οι μικροί (σε μέγεθος γραφείου) μελετητές, και οι μικροί κατασκευαστές που ήταν οι πρωταγωνιστές της ανοικοδόμησης, με αντικείμενο κάθε φορά το μεμονωμένο κτίριο, σε αντίθεση με τα μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα που ήταν η νόρμα για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κατεύθυνση αυτή (εξαιρετικά αποδοτική στο πεδίο: γκρεμίστηκαν και ξαναχτίστηκαν ειρηνικά πρακτικά όλες οι πόλεις της χώρας), ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική κατάσταση της εποχής, τόσο στη χώρα όσο και συνολικά εξ αιτίας του Ψυχρού Πολέμου: για να κατασιγαστεί ο αναβρασμός του πληθυσμού μετά από έναν Πόλεμο στον οποίο συμμετείχε εξαιρετικά ενεργά, φέρνοντας συχνά τους επιτιθέμενους σε δυσχερή θέση υπέρ των συμφερόντων των τελικά νικηφόρων Συμμάχων, αλλά και μετά από έναν οδυνηρό Εμφύλιο που είχε και έντονα κοινωνικά χαρακτηριστικά, η κοινωνική μηχανική της εγκαθιδρυθείσας κατάστασης εξυπηρετήθηκε πολύ από ένα είδος «λαϊκού καπιταλισμού» που μετέτρεπε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αυτού του πληθυσμού σε μικρο-επιχειρηματίες, και η οικοδομή (στη χώρα της μικρο-ιδιοκτησίας γης) ήταν, μεταξύ άλλων, ιδανική γι’αυτό τον σκοπό.

Μάλιστα, ακόμα και η τεράστια μετανάστευση σε χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, ή η Αυστραλία- αποτέλεσμα της ενδημικής φτώχειας της χώρας-, όπως και η επάνδρωση των πλοίων της εκρηκτικά αναπτυσσόμενης μετά τον Πόλεμο ελληνικής ναυτιλίας, λειτούργησε επωφελώς σ’αυτό το μοντέλο κοινωνικής μηχανικής, που χρηματοδοτήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος όχι από το Κράτος ή τις Τράπεζες, μα από τους μετανάστες.

Ο ιδιόρρυθμος «πρόδρομος νεοφιλελευθερισμός των μικρών» μεταμόρφωσε σχεδόν καθ’ολοκληρίαν τις πόλεις της χώρας, κατέστησε όντως μικρο-επιχειρηματίες ένα μεγάλο ποσοστό της χώρας και άπλωσε κοινωνικά πολύ τη «μοιρασιά των κερδών» (κάτι που δεν θα συνέβαινε βεβαίως αν η ανοικοδόμηση γινόταν από ολιγοπώλια), ανεβάζοντας κατά πολύ και οριζόντια το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα. Παράλληλα, κι αυτό έχει ιδιάζουσα σημασία, το λεγόμενο «κοινωνικό ασανσέρ» ήταν συνεχώς σε πυκνή λειτουργία, με συνέπεια την χωρική μείξη ανθρώπων κάθε λογής εισοδημάτων, σε αντιδιαστολή με τα ταξικά γκέτο που ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν στην Ευρώπη. Οι θολές αυτές γραμμές των ορίων- αντί των αυστηρών διαχωρισμών- αποτυπώνονται ποικιλοτρόπως στο πεδίο της Αθήνας, και έχουν μια σχέση με τη συγχεχυμένη θέα που συχνά έχουμε κοιτάζοντας την πόλη.

Η όλη διαδικασία είχε βεβαίως τα μικρά και μεγάλα προβλήματά της, που δεν σχετίζονται μόνο με την ειρηνική μεν «πολεοκτονία» δε- την σχεδόν εξαφάνιση των κτιρίων της προηγούμενης φάσης, κάτι που πάντως δεν είναι πρωτόγνωρο στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, χαρακτηριστικό σύμφυτο της τεράστιας ρευστότητας των εξελίξεων-, μα και με μια διάχυτη κακοριζικιά του δημόσιου χώρου (φαινόμενο συναφές με την σχεδόν ολοκληρωτική έμφαση στο μεμονωμένο κτίσμα, όπως και με τη νεοφιλελεύθερη επιχειρηματική πρακτική για την κατά το δυνατόν μέγιστη «εξωτερίκευση του κόστους»), μια αισθητική που προκύπτει από τη μονότροπη έμφαση στο χρήμα («τα λεφτά φτιάχνουν τη δική τους αισθητική» λένε οι αμερικάνοι).

Κοντολογίς, πρόκειται για μια κατάσταση με έντονη ενέργεια (ο Βενετάς συνδέει αυτή την ένταση με ρήματα της ποίησης του Εμπειρίκου: καταυγάζω, πάλλομαι, σκιρτώ, οργιώ, μέλπω, φρικιώ, δονούμαι, σφρίγω,…), και θετικές ιδιότητες (εύρωστος, ρωμαλέος, ακαταπόνητος,…), μαζί με τις κατ’εξοχήν έκτακτες συνθήκες (κατά Εμπειρίκο: τύρβη, χλαλοή, μυστήριον, πλημμυρίς…). Μια κοινωνία πολύ δυνατών παλμών, που διψάει για πρόοδο και προκοπή, και βλέπει να έχει πιθανότητες να το επιτύχει, παρά τις τεράστιες αντιξοότητες που έχει να αντιμετωπίσει.

*

Αναλυτικά γι’αυτό το μοντέλο κοινωνικής μηχανικής στα βιβλία μας «Η γη τρέμει/ άνθρωποι και κατασκευές σε έναν κόσμο που αλλάζει»», «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων», «Ηδονική Γεωγραφία», «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων», όλα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Αυτό που ενδιαφέρει εδώ, σε σχέση με το έργο του Εμπειρίκου, είναι ότι ο ποιητής αναγνωρίζει την πραγματική Αθήνα και θέλγεται από τη ζωτικότητα και το είδος των παλμών της («…και ιδού που η τεραστία πόλις σφύζει ως μέγας έμψυχος οργανισμός και ζει και λειτουργεί και αναπτύσσεται…» γράφει), και ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου- Βενετάς σχολιάζει: «Η προβληματικά υψηλή πυκνότητα εποικισμού (δηλαδή κτισμάτων, οχημάτων και κατοίκων) στο κέντρο της πόλης, η έντονη μείξη- συχνά ασυμβίβαστων- χρήσεων, αλλά και η μορφολογική αντίθεσις των νέων αρχιτεκτονημάτων προς την παράδοση της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής που χαρακτήριζε την Αθήνα, χαρακτηριστικά που απετέλεσαν επί μακρόν αντικείμενο δυσμενούς κριτικής διεθνώς, προβάλλονται ξαφνικά ως σπάνια προτερήματα μιάς σύγχρονης μεγαλούπολης ^με ψυχή^, δηλαδή με ζωτικότητα, ποικιλομορφία και ένταση ζωής».

Τα σχετικά αποσπάσματα, στα οποία ο Εμπειρίκος αναγνωρίζει και ψηλαφεί τους παλμούς της οργανικής τάξης που διέπει την ανάπτυξη της Αθήνας- αντί της γεωμετρικής ευταξίας («…όχι βεβαίως από αρχιτέκτονας και πολεοδόμους οιηματίας…με χάρακες, υποδεκάμετρα, γωνίες και ^ταυ^, μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι…πνίγοντες και πνιγόμενοι, να κανονίζουν») είναι ποικίλα, και σε συντονισμό με την υπαρκτή Αθήνα, στο πεδίο.

Έτσι έρχεται ο ποιητής και ολοκληρώνει την έννοια της Εντελέχειας, όπως την προαναφέραμε, ως «δυνατόν γενέσθαι»: αυτό που ήταν δυνατόν να γίνει για την Αθήνα- στις συνθήκες της εποχής.

Οπότε;

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα κείμενά μου, το παρόν επιχειρεί να ανοίξει ένα (παραγνωρισμένο μεν, πολύ ουσιαστικό δε) θέμα, όχι να το κλείσει. Με αυτή την έννοια αναδείξαμε την ποιητική συνηγορία των σύγχρονων Αθηνών από τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Εδώ ο εξαιρετικός (ως εξαίρεση) ποιητής των οργασμών, που ονειρεύεται «…οι άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ’άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον»- θέλει δηλαδή «τον πυρετό του ουρανού στη Γη», αγκαλιά με την πραγματικότητα-, αναδεικνύει και υμνεί την υπαρκτή Αθήνα. Και μόνο που το κάνει, παρέχει ζωτικό χώρο στην επί της ουσίας συλλογική μας αυτοσυνειδησία, και ανοίγει την πόρτα σε διερευνήσεις που εν δυνάμει συνδυάζουν την ποιητική θέαση με την πραγματική πραγματικότητα. Από τέτοιες διερευνήσεις θα προκύψει ο «αδάμαντας», στην κατεργασία του οποίου μας προτρέπει ο ποιητής.

Αναφορικά τώρα με τις δικές μας ενδεχόμενες μελλοντικές διερευνήσεις του θέματος- που έχουν όλες τις προϋποθέσεις να είναι συναρπαστικές, για να θυμηθούμε και τον τρόπο του ποιητή-, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι τα πράγματα μεταβάλλονται: η Αθήνα του 2024 έχει ομοιότητες, μα διαφέρει από την Αθήνα του 1960 και του 1970. Δεν αναφέρομαι τόσο στα κτίρια, τα οποία μάλιστα σε μεγάλες αναλογίες μπορεί να είναι τα ίδια με τότε (έχει ενδιαφέρον η ανθεκτικότητά τους στον χρόνο), και μάλιστα υπό ανακαίνιση και σεισμική αναβάθμιση εξ αιτίας του απροσδόκητου τεράστιου τουριστικού κύματος που κατακλύζει την Αθήνα τα τελευταία χρόνια (η μεγάλη ρευστότητα και το ^εξαίφνης^ δεν έχουν πάψει να είναι βασικά στη λειτουργία της πόλης). Αναφέρομαι περισσότερο στα όποια χαρακτηριστικά της κοινωνικής δυναμικής.

Για να κλείσουμε πάντως με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, μαζί με την ποίησή του της γονιμοποιητικής λεπταισθησίας («Υποθρώσκουσα σαν βάμμα της αυγής, έρχεσαι…μ’ένα φιλί στο στόμα, μ’ένα διαμάντι στο λαιμό…» ή «Καμμιά φορά συμβαίνει να φιλεί κανείς/ Το χέρι μιάς πρωϊνής ανταύγειας/ Στην σιωπή του πανοράματος…», από το βιβλίο του «Ενδοχώρα», εκδόσεις Άγρα), μας έχει χαρίσει μια διαχρονική ουτοπία για την πόλη, δηλαδή για την κοινωνία, στο ποιητικό πεζό του «Όχι Μπραζίλια, μα Οκτάνα», στο βιβλίο «Οκτάνα», εκδόσεις Ικαρος. Όσο για μένα προσωπικά, το έργο του Εμπειρίκου που έχω αδιαλείπτως στο μυαλό μου και στην καρδιά μου, ζώντας στην Αθήνα και περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της, είναι το κείμενό του «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», που περιέχεται κι αυτό στο βιβλίο «Οκτάνα»- ένας εκ βαθέων ύμνος στην πραγματική Αθήνα.

Επίμετρο

Ολοκληρώνοντας το κείμενό μου για την Αθήνα και τον Εμπειρίκο, συνέβη να ξυπνήσω, σε πραγματικό χρόνο, σε μια Αθήνα του Οκτωβρίου με τον ευφορικό καιρό που τη χαρακτηρίζει όταν είναι στις καλές της, μια Αθήνα «να την πιείς στο ποτήρι».

Αλλά ο Ανδρέας Εμπειρίκος το λέει καλλίτερα:

«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές. Λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι στον ήλιο. Τα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’έναν φράχτη αλαλάζει».

 

Σημείωση

Η «ιδιο- γλώσσα» του Ανδρέα Εμπειρίκου (που βρίσκεται στον πυρήνα της ποιητικής γραφής του), όχι μόνο δεν μεταφράζεται, μα και δεν μεταφέρεται σε σύστημα γραφής ξένο προς το πολυτονικό. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε με τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας, ελπίζοντας ότι δεν έχουμε αλλοιώσει την ουσία του λόγου του.

 

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι συγγραφέας και πολιτικός μηχανικός. Το τελευταίο του βιβλίο «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων», όπως και το σύνολο των βιβλίων του στα ελληνικά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

 

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου- Βενετάς, Η πόλις ως εντελέχεια»,Η βιωματική εμπειρία της Αθήνας στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, Άγρα

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΕυριπίδης – ανάμεσα στα 6 Καλύτερα Βιβλιοπωλεία του Κόσμου 2024(The Daily Telegraph!)
Επόμενο άρθρο28η Οκτωβρίου 2024- Κάτω ο Χίτλερ, το graphic novel   (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ