του Βασίλη Γραμμενά
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να παρακολουθήσουμε την διαδρομή ενός συγγραφέα, ανιχνεύοντας τα σημάδια εκείνα που αντιστοιχούν στις τροπές της διαδρομής του. Αυτοί οι πολλοί τρόποι γίνονται περισσότεροι όσο πιο πολυπράγμων είναι ο συγγραφέας που έχει εγείρει το σχετικό ενδιαφέρον μας. Μια τέτοια προσπάθεια αποκτά μεγαλύτερο ερευνητικό ενδιαφέρον στην περίπτωση κατά την οποία η συγκεκριμένη συγγραφική διαδρομή του δεν είναι ευθύγραμμη: οι καμπές είναι εκείνες που του δίνουν την ιδιαίτερη μορφή, και με τον τρόπο αυτόν, την ξεχωριστή σημασία του. Από τον παραπάνω κανόνα δεν εξαιρείται, βεβαίως, ο Δημήτρης Χατζόπουλος.[1]
Πεζογράφος, με τρεις εκδομένες συλλογές διηγημάτων, χρονογράφος, με χιλιάδες χρονογραφήματα στον ημερήσιο τύπο, και κυρίως δημοσιογράφος, αδελφός του γνωστού λογοτέχνη Κώστα Χατζόπουλου γεννήθηκε το 1872 στο Αγρίνιο, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα, και πολύ νέος, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, ήρθε στην Αθήνα για να σταδιοδρομήσει σαν δημοσιογράφος και να κατακτήσει μια θέση στον πνευματικό κόσμο της εποχής του, πολύ νωρίτερα από τον αδελφό του Κώστα. Από τα πρώτα δημοσιογραφικά κείμενά του ξεχωρίζουν οι περίφημες «Συνεντεύξεις με τους λογίους μας» που ξεκίνησαν να δημοσιεύονται στην εφημερίδα «Το Άστυ» την περίοδο 1893-1894. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «Μποέμ» και έμελλε να το κρατήσει στην συνέχεια σε ολόκληρη την επαγγελματική του πορεία. Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1936 στις Σέρρες, σε μια από τις περιοδείες που συνήθιζε να κάνει με την θέση πια του ανωτέρου υπαλλήλου της Αγροτικής Τράπεζας, αφήνοντας πίσω του, σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, ο οποίος με αυστηρότητα έκρινε και ανθολόγησε το πεζογραφικό του έργο, «λιγότερα από όσα θα μπορούσε να περιμένει και ο πιο ολιγαρκής και ο πιο δύσπιστος».[2]
Σίγουρα, η δημοσιογραφική ζωή του αποσπούσε πολύ χρόνο, κι εμείς έχουμε την αίσθηση ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν πλασμένος για άλλα πράγματα, άλλα η ψυχή του λαχταρούσε. Κατά βάθος δεν αρκέστηκε ποτέ σε ότι του επεφύλαξε η δημοσιογραφική του μοίρα. Παρόλο που υπηρέτησε με συνέπεια το λειτούργημα του δημοσιογράφου, ο Χατζόπουλος υπήρξε ένας αεικίνητος εργάτης της πέννας, ένα ανήσυχο πνεύμα. Συχνά αναθεωρούσε τις απόψεις του για την τέχνη και δεν έπαυε να εξελίσσεται ως συγγραφέας τολμώντας την υιοθέτηση αμφισβητούμενων μεθόδων και την ανάμειξη διαφορετικών για τους πολλούς επιστημονικών πεδίων. Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι Ιστορίες ενός ρεπόρτερ, μια λησμονημένη σειρά διηγημάτων που δημοσιεύεται στα έντυπα Σκρίπ, Εθνικόν Ημερολόγιον, Ημερολόγιον Σκρίπ και Ποικίλη Στοά το χρονικό διάστημα 1896-1897.[3] Στην σειρά αυτή θα συμπεριλάβει 19 διηγήματα τα οποία ανήκοντας στην κατηγορία της λογοτεχνικής δημοσιογραφίας («Literary Journalism») πραγματεύονται ανθρώπινες ιστορίες, για την σύνθεση των οποίων αξιοποιήθηκαν υλικά προερχόμενα -σε μεγάλο βαθμό- από την εξωλογοτεχνική πραγματικότητα της Αθήνας, και συγκεκριμένα από τις ανταποκρίσεις που ανέλαβε να φέρει εις πέρας φορώντας το ένδυμα του ρεπόρτερ, της νέας αυτής μορφής δημοσιογράφου, που αν και αρκετοί, όπως ο Ροΐδης, την «βδελύσσονταν», οι αθηναιογραφικές της επιδόσεις κάτω από το προστατευτικό βλέμμα του Γαβριηλίδη είχαν αρχίσει ήδη από το 1893 να σημειώνουν μεγάλη εξέλιξη. Απόδειξη, Ο Κύριος Πρόεδρος του Γεράσιμου Βώκου, Τα κορίτσια μας: πρωτότυπος αθηναϊκή μυθιστορία του Κωστή Χ. Νεαπολίτου, Η Αθήνα μας: σκηναί εκ του αθηναϊκού βίου (σε 3 τόμους) του Ν. Σπανδωνή και Αι Αθήναι μας: τα μυστήρια του N. Spontané (πρώην διπλωματικού υπαλλήλου στην Αθήνα). Ό,τι αργότερα θα ενισχύσει την επιφυλλιδογραφική και αθηναιογραφική παραγωγή του Γρηγόρη Ξενόπουλου (Ο άνθρωπος του κόσμου και ο Νικόλαος Σιγαλός έχουν ήδη κυκλοφορήσει το 1888 και το 1890), διαμορφώνεται και καθιερώνεται στα τέλη του 19ου αιώνα, με κύριο επικοινωνιακό όργανο την εφημερίδα.
Άνθρωπος του τύπου λοιπόν ο Δημήτρης Χατζόπουλος, ιδιότητα που περιλαμβάνει και τον άνθρωπο των γραμμάτων θέλησε στις ιστορίες του να αποδώσει την κοινωνία του με τρόπο που να αγγίζει αμεσότερα την αισθηματικότητα των συγχρόνων του. Έτσι, αρνούμενος να παραμείνει περιχαρακωμένος στον περίγυρο της ηθογραφίας και προσπαθώντας να υψώσει σε σύμβολα του ήρωές του δεν σταμάτησε να παρατηρεί, να αφομοιώνει, να περιγράφει, δίνοντας ζωηρότητα στις αφηγήσεις του όταν χρειάζονταν, να ψυχολογεί, φέρνοντας στην επιφάνεια όχι μόνο του ήρωές του μα και τα μύχιά τους κίνητρα, σε μια αξιοζήλευτη εναρμόνιση της εξωτερικής και της εσωτερικής τους ζωής, να αποδίδει πλαστική έκφραση στα πάθη τους και ταυτόχρονα να τα αναλύει έως τις ακρότατες λεπτομέρειές τους, ώστε να φανεί αβίαστη η ψυχολογική τους δικαίωση, κι αυτό χωρίς να εκτείνεται σε κουραστικές ψυχομετρήσεις, αφήνοντας το διήγημα να περπατεί άλλοτε με το γοργό και άλλοτε με το αργό του βάδισμα.
Ικανότατος γνώστης των αναλογιών και εμπειρότατος ρυθμιστής του ειδικού βάρους κάθε λέξης κατορθώνει μ’ έναν φαινομενικά πρόχειρο και συμπτωματικό χαρακτηρισμό να δημιουργεί την ατμόσφαιρα που ταιριάζει και τη συγκίνηση που συνακολουθεί. Τα θέματα των ιστοριών του είναι πρωτογενή, χωρίς περίτεχνα κράματα. Η λιτότητα είναι η σαγήνη του ενδιαφέροντος του αναγνώστη. Η φυσικότητα, φυσικότητα που στα διαλογικά μέρη φτάνει την τραχύτητα, θα έμοιαζε άτεχνη αν από μέσα της δεν αναπηδούσε μια συγκλονιστική αληθοφάνεια που αιχμαλωτίζει το συναίσθημα μαζί με τις διακυμάνσεις και τις μεταπτώσεις της ψυχικότητας του εκάστοτε προσώπου.
Ο Χατζόπουλος στα 19 αυτά διηγήματα μας δίνει, και είναι από τους πρώτους που μας το έδωσε, το χρώμα της απλής ζωής της πόλης, την κίνησή της, τους δρόμους και τους κατοίκους της. Μας δίνει το φως, τη μυρωδιά και τον αντίλαλο της καθημερινής ζωής. Μας ανοίγει το σπίτι του Αθηναίου και μας γνωρίζει το εσωτερικό του και μαζί μας γνωρίζει την ψυχή και τα αισθήματά του, τις ήμερες χαρές και τα πρωτόγονα βίαια πάθη, το χαμόγελο και την πίκρα, την αγαθότητα μα και την πανουργία, την πονηριά, τη μικροψυχία, την πρόληψη και τον μικροσυμφεροντολογικόν εκείνον εγωισμό που κάνει τους ανθρώπους θεριά, που λερώνει την ομορφιά της πόλης και βρωμίζει τον αέρα της. Δεν μας δείχνει ποτέ τη μία όψη του νομίσματος. διαρκώς το περιστρέφει εμπρός στα άπληστα μάτια του αναγνώστη -άπληστα γιατί η αφήγηση του Αγρινιώτη συγγραφέα είναι κομμάτι θερμής ζωής- και του δείχνει μία άλλη, μια δεύτερη όψη, που συχνά είναι η άρνηση της πρώτης.
Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι ο Χατζόπουλος εφαρμόζοντας εδώ το μοντέλο της λογοτεχνικής δημοσιογραφίας ακολουθεί ένα νέο ιδιόμορφο λογοτεχνικό είδος που απαιτεί από το συγγραφέα να μορφοποιήσει πυκνά σημεία έντασης μέσα σε ένα χαλαρό διηνεκές εικόνων και περιγραφών, αναμυθοπλάθοντας την πραγματικότητα, να διαθέτει οξύ, διεισδυτικό βλέμμα και ταυτόχρονα περιφερειακή ματιά, προκειμένου να ακολουθήσει μέσα από την πρωτεϊκότητα της ζωής το δικό του μωσαϊκό ανάγνωσης της πραγματικότητας. Συγκροτεί συνεπώς ένα αφηγηματικού χαρακτήρα είδος, στο οποίο αποτυπώνεται έντονα κατά κύριο λόγο η καθημερινή επικαιρότητα της εποχής του: π.χ. στις 7/9/1896 αναφέρεται το ανέβασμα της θεατρικής παράστασης «Οθέλλος»[4] και δύο μέρες αργότερα στο διήγημα «Σταύρος Δόξας» ο κεντρικός ήρωας παρομοιάζεται με το ίδιο όνομα.
Ο Δημήτρης Χατζόπουλος παθιασμένος με την εφήμερη ποικιλία της εφημερίδας προτιμά να μείνει ανεπηρέαστος από την δεσπόζουσα δημοσιογραφική κατεύθυνσή της και να αντλήσει από την επικαιρική θεματολογία της ό,τι ανταποκρίνεται καλύτερα στις δικές του καλλιτεχνικές επιθυμίες. Έχοντας ως μέτρο του τον άνθρωπο και προσπερνώντας ό,τι ο ρεαλισμός των δημοσιογράφων χαρακτηρίζει πρώτη είδηση οι επιλογές του προέρχονται συνήθως από τα ασχολίαστα και περιθωριακά «ψιλά» γράμματα, υπακούοντας, έτσι, πιστά στην αριστοτελική αντίληψη που θέλει ακόμη και την πιο αθέατη πτυχή του κόσμου να θεωρείται άξια προσοχής και ενδελεχούς έρευνας.
Ως θηρευτής του περίεργου και παράδοξου, αν και ασχολείται με κείμενα λογοτεχνικού χαρακτήρα, στην πράξη φτιάχνει τις ιστορίες του με υλικό αλιευμένο από το αστυνομικό δελτίο, συναιρώντας με τον τρόπο αυτό τις δύο ιδιότητές του -του αστυνομικού συγγραφέα και του δημοσιογράφου- στο «υβριδικό» είδος που σήμερα αποκαλείται non fiction crime novel. O ίδιος κάνοντας ρεπορτάζ και αρθρογραφώντας για την συγκεκριμένη στήλη, στην οποία οι ειδήσεις για εγκλήματα τιμής, δολοφονίες, απαγωγές, αυτοκτονίες βρίσκονται σε αφθονία και γνωρίζοντας το ενδιαφέρον που προκαλεί στο αναγνωστικό του κοινό το δίπολο έρωτας – θάνατος, φιλοδοξία του είναι την αξιοποιήσει δημιουργικά μέσα στα πρωτότυπά του κείμενα
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι Ιστορίες ενός ρεπόρτερ -με δεδομένο ότι τις συνθέτουν αυθεντικά τεκμήρια- δεν αποτελούν μια επινοημένη απομίμηση του αντίστοιχου πραγματικού, αλλά μπορούν επίσης να διεκδικήσουν τον χαρακτηρισμό των «αληθινών», με τον όμοιο ή παρεμφερή τρόπο με τον οποίο τον διεκδικεί και μια αμιγώς ιστορική και δημοσιογραφική αφήγηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύεται και η πειστικότητα των πλασμάτων της φαντασίας του συγγραφέα, τα οποία ναι μεν είναι φανταστικά υπό την έννοια ότι όντως έχουν εισχωρήσει στη συγγραφική φαντασία, είναι όμως επίσης και «αληθινά», αφού όντως υπάρχουν ή έχουν υπάρξει και εκτός της φαντασίας αυτής, με το προτέρημα το πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται στα διηγήματα είναι και αυτό εντός του οποίου κινούνται ή κινήθηκαν στον εξωκειμενικό κόσμο.
Μυθοπλασία και πραγματικότητα επομένως συνενώνονται αφενός εκεί όπου τα λογοτεχνικά πρόσωπα και γεγονότα ενισχύουν την πειστικότητά τους με την προερχόμενη από τον εξωλογοτεχνικό κόσμο «αλήθεια» και αφετέρου εκεί όπου η ζωή συμπυκνώνεται σε ατομικές, μυθοπλαστικά εξιστορούμενες περιπτώσεις, οι οποίες έχουν όντως συμβάλει έστω και κατ’ ελάχιστον στην ανάδειξη και την προώθησή της και οφείλουν επίσης το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμα εξαφανιστεί ανεπίστροφα μέσα στο αχανές χωνευτήρι της στο ότι η λογοτεχνία τις έχεις ανασύρει -πρόσκαιρα- από το χείλος του.
Διαβάζοντας κανείς όλα αυτά εύλογα -πιθανότατα- θα αναρωτηθεί τι ήταν εκείνο που εμπόδισε την έκδοση των συγκεκριμένων διηγημάτων. Να ήταν άραγε το ύφος τους; Οι «προκλητικά» ζωντανοί τους διάλογοι; Η διαγραφή των χαρακτήρων με απόλυτη ακρίβεια; Οι αντιθέσεις; Οι προθέσεις; Η απάντηση βρίσκεται σε κάτι ουσιαστικότερο: η ανυπακοή τους στο ειδολογικό «σύνταγμα» της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής σε συνδυασμό με την άντληση των θεμάτων τους από την πραγματικότητα και τον ημερήσιο τύπο οδήγησε στην αβασάνιστη κρίση ότι πρόκειται για ένα δημοσιογραφικό κειμενικό είδος, ίσως πιο οριακό, αλλά πάντα δημοσιογραφικό, αγγίζοντας παράλληλα και το ζήτημα της αξιολογικής διάκρισης του λογοτεχνικού ως μείζονος και ελάσσονος, της «υψηλής» δηλαδή και «χαμηλής» λογοτεχνίας, μιας στερεοτυπικής θεώρησης των λογοτεχνικών πραγμάτων που υπαγορεύονταν αντανακλαστικά από την ιεραρχική πυραμιδική θεώρηση της κοινωνικής οργάνωσης.
Στο πλαίσιο αυτό το έργο του έμοιαζε ιδιάζον, αιρετικό σύμφωνα με τον καθορισμένο ειδολογικό χάρτη της εποχής δημιουργίας του, κειμενικό απότοκο στο ανεπτυγμένο περιβάλλον του Τύπου με την ειδησεογραφική, κοινωνική πρωτίστως κατεύθυνσης, δεσπόζουσα της διαμεσολαβημένης πραγματικότητας που προσπάθησε να κατασκευάσει.[5] Αντιφατικό, αμφίσημο, ξεχωριστό στην αυτοτέλειά του, η πρωτεϊκή του φύση ήταν αρκετή για να θέσει το εγχείρημά του στο περιθώριο των φιλολογικών σπουδών εν παραλλήλω με την υποβάθμισή του ως είδους δημοσιογραφικού, χαρακτηριζόμενου έτσι μόνο και μόνο επειδή «γεννήθηκε» και διαμορφώθηκε από το ταπεινό και θνησιγενές περιβάλλον του Τύπου, παρόλο που ο συνειδητοποιημένος συγγραφέας υποτάσσοντας το επικαιρικό στοιχείο στην καλλιτεχνική του πρόθεση και υπερβαίνοντας τον εφήμερο χαρακτήρα του έδινε συστηματικά στον εσωτερικό του κορμό το αποτύπωμα της λογοτεχνικότητας.
Οι ιστορίες του εισήγαγαν δυναμικά από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους μια «σολώνεια» αντίληψη για την λογοτεχνία, η οποία ήθελε το λογοτεχνικό εκλεκτό να εντοπίζεται παντού από την φιλολογική επιστημονική σκαπάνη, ακόμη και στον ανυπόληπτο χώρο της εφημερίδας, επιδεικνύοντας με την παρουσία τους μια σθεναρή αντίδραση στην «απολώνειας καταγωγής» καθαρόαιμη λογοτεχνία. Ανεξαρτήτως του δημοσιογραφικού κειμενικού περιβάλλοντος ο Χατζόπουλος κινούμενος στην τροχιά του έντεχνου λόχου και βαθιά επηρεασμένος από τους ευρωπαίους συγγραφείς εφάρμοσε ένα νέο λογοτεχνικό είδος με σκοπό όχι να ενημερώσει, αλλά να αποτυπώσει σ’ αυτό ισχυρά αναγνωστικά και εμπειρικά βιώματα, κατάλληλα να αναπτύξουν, λόγω της απόλαυσης που προσέφεραν, έναν διαφορετικό τρόπο πρόσληψης από εκείνον που διέθεταν οι αναγνώστες.
Συνοψίζοντας λοιπόν καταλήγουμε στο ένα και μοναδικό συμπέρασμα: ο Δημήτρης Χατζόπουλος ακολουθώντας το μοντέλο της λογοτεχνικής δημοσιογραφίας επιχείρησε στα υπό εξέταση αυτά κείμενά του μια πυκνή, θα λέγαμε, έντονη και κάθε άλλο παρά μονότονη συγγραφική διαδρομή από τα ύψη στα βάθη, από τα ορατά, απτά και συγκεκριμένα πράγματα «της γύρω περιβομβούσης ζωής»,[6] που θα έλεγε και ο Παλαμάς, προς τη θέαση των αοράτων, δημιουργώντας έτσι μια ιδιότυπη καλλιτεχνική τέρψη μαζί μ’ έναν ευπρόσδεκτο -ενδεχομένως- διδακτισμό.
[1] Η παρούσα μελέτη αποτελεί μέρος της διπλωματικής μου εργασίας, που εκπονήθηκε στο τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ υπό την εποπτεία του καθηγητή κ. Λάμπρου Βαρελά.
[2] Για ένα εκτενές εργοβιογραφικό σημείωμα του Δημήτρη Χατζόπουλου βλ. Βασίλης Γραμμενάς, Λησμονημένες γραφές: Το διηγηματικό έργο του Δημήτρη Χατζόπουλου στη δεκαετία 1890-1900 (διπλωματική εργασία), Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2025, σσ. 10-30.
[3] Οι ιστορίες που συγκαταλέγονται στη συγκεκριμένη σειρά διηγημάτων είναι οι ακόλουθες: Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Σημερινός Φάουστ (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 3/7/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Ένας έρως (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)» [διήγημα σε συνέχεια], Σκρίπ, 6/8/1896 και 7/8/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Για την επιστήμη (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 13/8/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Στην ταράτσα (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 25/8/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Σταύρος Δόξας (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)» [διήγημα σε συνέχεια], Σκρίπ, 8/9/1896 και 9/9/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Μια αυτοκτονία (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 13/9/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Μέσα σε ένα ερείπιο (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 23/9/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Φρικτές στιγμές (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 4/10/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Δανάη (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 8/10/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Η τρελούτσικη (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 25/10/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Το κτήνος (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 5/11/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Μια ύπαρξις (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 20/11/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Ο άντρας της μαμμής (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 2/12/1896. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Το βραχιόλι (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 19/12/1896. Μποέμ, «Ιστορίες ενός ρεπόρτερ: Ο τηλεγραφητής», Εθνικόν Ημερολόγιον (1897): 65-69. Μποέμ, «Η παράξενη (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Ημερολόγιον Σκρίπ (1897): 29-31. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Ο μάρτυς (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 12/1/1897. Μποέμ, «Το διήγημα της ημέρας: Στο παλιό ή στο νέο; (Από τις Ιστορίες ενός ρεπόρτερ)», Σκρίπ, 22/1/1897. Μποέμ, «Ιστορίες ενός ρεπόρτερ: Μια μικρούλα», Ποικίλη Στοά (1898): 177-184.
[4] Ο Χατζόπουλος έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για το θέατρο. Δεν είναι τυχαίο πως σε πολλές συνεντεύξεις του αποτελούσε βασική θεματική τους. Βλ. Βαλάντω Λάνδρου, Για ένα «διαλεκτικόν ενσταντανέ»: Οι απαρχές του θεσμού της συνέντευξης με λογοτέχνες στην Ελλάδα και η συμβολή του Μήτσου Χατζόπουλου (1893-1911) (διπλωματική εργασία), Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2017, σσ. 52, 60-69, 72-76, 105-109, 118. Ακόμη, στον Διόνυσο θα τον βρούμε να αναφέρεται και πάλι συστηματικά στο θέατρο. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής: M., «Επιθεώρησις: Η ελευθέρα σκηνή», Ο Διόνυσος, τόμ. Α΄, 1901, σσ. 69-71. Μ., «Βασιλικόν Θέατρον», Ο Διόνυσος, τόμ. Β΄, 1902, σσ. 60-63. Μ., «Επιθεώρησις: Ο Ψυχάρης – “για το ρωμαϊκό θέατρο”», Ο Διόνυσος, τόμ. Β΄, 1902, σσ. 134-135.
[5] Η αμηχανία της κριτικής απέναντι σε τέτοια κείμενα αποδεικνύεται περίτρανα και μέσα από τις αντίστοιχες περιπτώσεις του Μητσάκη και του Παπαδιαμάντη. Συγκεκριμένα, σύγχρονοι του Μητσάκη αλλά και μεταγενέστεροι κριτικοί (π.χ. Άλκης Θρύλος, Άριστος Καμπάνης) κατέφυγαν στην ασαφή χρήση και ανάμειξη όρων, όπως χρονογράφημα, εικονογράφημα ή ηθογράφημα για να προσδιορίσουν την ιδιότυπη φύση τους και να αποδώσουν ό,τι εκλαμβάνουν ως την αποσπασματική ή ανολοκλήρωτη μορφή τους. Βλ. Γεωργία Γκότση, Η ζωή εν τη πρωτευούση: Θέματα αστικής πεζογραφίας από το τέλος του 19ου αιώνα, Αθήνα, Νεφέλη, 2004, σσ. 287-288. Βλ. σχετικά και στο: Ιουλιανή Βρούτση, Νεοελληνικό χρονογράφημα: Η γέννηση και η διαμόρφωση ενός λογοτεχνικού είδους στον κόσμο του Τύπου (διδακτορική διατριβή), Αθήνα, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2015.
[6] Κωστής Παλαμάς, «Μιχαήλ Μητσάκης», Άπαντα, τομ. Β΄, Αθήνα, Μπίρης, 1962, σ. 192.