της Δήμητρας Ρουμπούλα
Πώς μπορεί ένας καλλιτέχνης να διατηρήσει την ψυχή και την ικανότητά του να βλέπει την ομορφιά, να ξετυλίγει τη δημιουργικότητά του μέσα σε μια σκοτεινή εποχή που συχνά προκαλεί αμφίθυμες αποφάσεις και παζάρια με τη συνείδηση; Η απάντηση σε ένα μυθιστόρημα με κλασική μορφιά και διαχρονικό στυλ, στο οποίο ξεδιπλώνεται η ζωή ενός γλύπτη, αδικημένου από τη φύση αλλά προικισμένου δημιουργού, καθώς και μια δύσκολη πλην μαγευτική φιλία. Ένα έπος με φόντο τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τη φασιστική Ιταλία.
Ο Ζαν-Μπατίστ Αντρεά είναι ένας συγγραφέας το όνομα του οποίου συνδέθηκε με τη λογοτεχνία στα 46 του. Γεννημένος το 1971 στο Παρίσι, εργάστηκε νωρίτερα στη βιομηχανία του κινηματογράφου ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Με το πρώτο του βιβλίο, «Βασίλισσά μου» (Στερέωμα, 2019, μτφρ. Κ. Κατσουλάρης), καθιερώθηκε ως ένας εξαιρετικός συγγραφέας με τη δική του θεματολογία και αισθητική.
Σημαντικά θέματα για τον Αντρεά είναι η παιδική ηλικία και οι δεσμοί που γεννά, η καλλιτεχνική δημιουργία και η τέχνη ως αυθεντική έκφραση της συνείδησης. Τον απασχολούν και στο τέταρτο παρόν μυθιστόρημά του, το οποίο του χάρισε το Γκονκούρ το 2023. Με το «Να την προσέχει», από τις εκδόσεις «Πατάκη», σε μετάφραση Μήνας Πατεράκη-Γαρέφη, ανιχνεύει τη μοίρα ενός καλλιτέχνη, ο οποίος αναγκάζεται να συνεργαστεί με ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Θυμίζοντας τον ήρωα του «Τενεκεδένιου ταμπούρλου» του Γκύτερ Γκρας, ο πρωταγωνιστής είναι ένας νάνος που σταμάτησε να μεγαλώνει στην παιδική ηλικία.
Αφηγητής είναι ο Μικελάντζελο Βιταλιάνι, γνωστός ως Μίμο λόγω του μικρού αναστήματός του, ένας «αφύσικα χαρισματικός» γλύπτης στην Ιταλία του Μουσολίνι. Υπάρχει μια παράξενη γεωγραφία εδώ: ο ήρωας γεννήθηκε στη Γαλλία, από γονείς Ιταλούς μετανάστες, αλλά όλη η δράση εξελίσσεται στην Ιταλία, εξ ου και το μισητό σε κείνον παρατσούκλι «Φραντσέζος». Ωστόσο, από τα βαριά φορτία της ύπαρξής του, το όνομά του είναι το πιο ελαφρύ να σηκώσει.
Το «Να την προσέχει» αφηγείται την ιστορία του Μίμο αντίστροφα. Εν έτει 1986, 82χρονος άντρας πια βρίσκεται ετοιμοθάνατος σε ένα αβαείο στο Πιεμόντε, τη Σάκρα ντι Σαν Μικέλε, γνωστή από το «Όνομα του Ρόδου» του Έκο, όπου έχει περάσει ινκόγκνιτο σαράντα χρόνια, για «να προσέχει» το τελευταίο «υπερφυσικής ωραιότητας» γλυπτό του, ονομαζόμενο «Πιετά Βιταλιάνι». Από το αβαείο και για τις επόμενες πεντακόσιες σελίδες αφηγείται την ταραχώδη ζωή του, σε μια μακροσκελή πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση, από τη γέννησή του μέχρι το μυστικό που μαθαίνουμε στο τέλος, ενώ διανθίζεται με στυλιστικά σχόλια, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, για το μυστηριώδες αριστούργημά του. Αυτό δημιουργείται με την πτώση του φασισμού, ενώ, αν και δεν περιγράφεται ποτέ λεπτομερώς, παρά μόνο ότι «προϋποθέτει μεγαλοφυή σμίλη», όλοι συγκρίνουν με την «Πιετά» του Μικελάντζελο Μπουοναρρότι. Καθώς προκαλεί μια εσώτερη ασυνείδητη αντίδραση στους θεατές, κρίνεται από το Βατικανό, αν και δική του ανάθεση, ασεβές και επικίνδυνο και γι΄αυτό απομακρύνεται από την κοινή θέα. Στο μεταξύ, ειδικοί επιστήμονες που έχουν αφιερωθεί στη μελέτη του πασχίζουν να το αναλύσουν.
Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σαν μια εκπληκτική ιστορία της παιδικής ηλικίας, της εφηβείας και της ενήλικης ζωής του αφηγητή, δίπλα και μακριά από το «συμπαντικό δίδυμό» του, τη Βιόλα, κόρη της αριστοκρατικής οικογένειας του μαρκήσιου Ορσίνι, γεννημένη την ίδια με εκείνον ημερομηνία το 1904. Μαζί της θα διασχίσει πολλές αβύσσους. Η οικογένεια Ορσίνι, που ζει και κυριαρχεί στο ίδιο χωριό, την Πιέτρα ντ΄ Άλμπα, κοντά στη Γένοβα, θα συνδεθεί με ολόκληρη τη ζωή του Μίμο – του παρείσακτου αρχικά ταπεινού νάνου, του διάσημου στη συνέχεια γλύπτη.
Έχουν ενδιαφέρον και οι υπόλοιποι Ορσίνι: Ο πρωτότοκος πεθαίνει κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ένα τρένο με Ιταλούς στρατιώτες εκτροχιάζεται στις Άλπεις. Ο δεύτερος αδερφός της Βιόλα, Στέφανο, γίνεται εκπρόσωπος ασφαλείας του Ντούτσε και ο τρίτος, ο Φραντσέσκο, φτάνει ψηλά στην ιεραρχία του Βατικανού. Οι τελευταίοι, από τις αντίστοιχες εξουσίες, οι οποίες διατηρούν μεταξύ τους άρρηκτες σχέσεις, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή και την καριέρα του αδιάφορου τόσο για τη θρησκεία όσο και για την πολιτική Μίμο, με παραγγελίες από το Βατικανό και τη φασιστική κυβέρνηση που του επιτρέπουν να απολαύσει ακόμη και την υπερβολική πολυτέλεια. Παρακολουθούμε τη ζωή του Φραντσέζου να περνά δια πυρός και σιδήρου: Από το εργαστήριο ενός ατάλαντου γλύπτη στο Τορίνο, όπου στέλνεται από τη μητέρα του ως μαθητευόμενος, αλλά ο «θείος» τον κακομεταχειρίζεται, οικειοποιείται την ιδιοφυία του και τελικά τον «πουλά» σε ένα ατελιέ γλυπτικής στη Φλωρεντία, μέχρι το πέρασμά του ως κλόουν από κάποιο τσίρκο, το δικό του εργαστήριο στη Ρώμη, τη νυχτερινή ζωή σε διάφορα χαμαιτυπεία και την επιστροφή στην Πιέτρα ντ’ Άλμπα.
Το «Να την προσέχει» είναι ένα πολύπλοκο μυθιστόρημα, με το κέντρο βάρους να μετατοπίζεται συνεχώς, όπως κάνουν «τα καπρίτσια της γεωλογίας» στην περιοχή του Πιεμόντε. Γεμάτο απροσδόκητες ανατροπές και πολύχρωμους χαρακτήρες, με επίκεντρο πάντα το «συμπαντικό δίδυμο» Μίμο-Βιόλα και τις όχι πάντα πετυχημένες προσπάθειές τους να είναι αυτό που επιθυμούν. Η εύθραυστη και καλλιεργημένη Βιόλα ισορροπεί μεταξύ «λογικής και τρέλας». Μικρή συχνάζει σε ασυνήθιστα μέρη, όπως στο νεκροταφείο για να ακούει τους νεκρούς, στα δεκάξι της επιχειρεί να πετάξει προκειμένου να ματαιώσει έναν αρραβώνα και τραυματίζεται σοβαρά. Γνωρίζει τον κόσμο μόνο μέσα από τα βιβλία και με κάποια τροφοδοτεί κρυφά τον Μίμο, γνωρίζοντάς του τα ονόματα των Μικελάντζελο και Φρα Αντζέλικο, των οποίων έργα εκείνος βλέπει αργότερα στη Φλωρεντία.
Ο Αντρεά τους κάνει αχώριστους, τους δένει με κάτι πέρα από τον χρόνο και τον χώρο, ακόμα και όταν οι ταξικές διαφορές ή οι διαφωνίες τούς χωρίζουν. Η Βιόλα είναι καταιγιστική, εκφράζει ξεκάθαρα τις επιθυμίες της. Ο Μίμο έχει το χάρισμα, κληρονομημένο από τον νεκρό γλύπτη πατέρα του, να αισθάνεται το μάρμαρο που σμιλεύει και να μεταγράφει σιωπηλά τα συναισθήματά του στο σκληρό υλικό. Η σχέση τους κινείται ανάμεσα σε μια βαθιά, αυθεντική αγάπη και μια φιλία άνευ όρων, απόλυτη, χωρίς επιφύλαξη και σαρκική επαφή. Βιώνουν μια αληθινή σύνδεση ψυχής, ο ένας σαν καθρέφτης του άλλου, ενώ γύρω τους ο κόσμος καταρρέει, με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την άνοδο του φασισμού και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δοκιμασίες δεν τους γλιτώνουν, οι διαφωνίες φέρνουν χρόνια σιωπής, αλλά πάντα ξαναβρίσκονται. «Δεν είμαστε μαγνήτες. Είμαστε μια μουσική συμφωνία. Ακόμη και η μουσική χρειάζεται σιωπές». Εξελίσσονται σαν την κλίμακα Μερκάλλι, χωρίς προειδοποίηση και κάποτε μοιραία.
Με κυρίαρχη τη σχέση ανάμεσα σε Μίμο και Βιόλα, ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι μια τοιχογραφία της Ιταλίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Ανάμεσα σε Ρώμη, Φλωρεντία και Πιεμόντε, ανακαλύπτουμε «μια Ιταλία, βασίλειο του μαρμάρου και των σκουπιδιών», μια χώρα εν μέσω της ανόδου του φασισμού, της βίας των μελανοχίτωνων, των αιμομικτικών σχέσεων πολιτικής εξουσίας και κλήρου και της ξέφρενης κατασκευής μνημειακών έργων υπό τις διαταγές του Μουσολίνι που θέλει να αποκαταστήσει το παλιό μεγαλείο.
Ο συγγραφέας τοποθετεί τους χαρακτήρες του σε ένα διχαστικό πλαίσιο, στο οποίο όλοι παίζουν τα χαρτιά τους, με ή ενάντια στην εξουσία. Ο Μίμο εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που του δίνει η φιλία με τους Ορσίνι, οι οποίοι με τη σειρά τους χρησιμοποιούν το ταλέντο του όταν οι μετοχές του εκτοξεύονται. Στη μέση, η Βιόλα να εκφράζει την αντίθεσή της με τη φασιστική εξουσία και τη μοίρα της γυναίκας. Έχοντας αυξημένη ευαισθησία στα σημάδια, προειδοποιεί από νωρίς τον Μίμο για τον κίνδυνο του φασισμού. Γίνεται ένας ηθικός οδηγός του, μια συνείδηση που εκείνος προδίδει πολλές φορές. Αλλά χάρη σ΄ αυτήν θα κάνει κάποια στιγμή την πιο σημαντική ηθική επιλογή της ζωής του, μετατρέποντας την «Πιετά» του σε σύμβολο αντίστασης.
Οι αποφάσεις του ήρωα λαμβάνονται σε έναν διαρκή αγώνα ανάμεσα στην επιθυμία να αποδείξει ότι είναι μεγάλος καλλιτέχνης, και όχι «άνθρωπος των δεύτερων ευκαιριών» λόγω του νανισμού του, και στη σταδιακή συνειδητοποίηση ότι λαμβάνει χρήματα για παραγγελίες από το καθεστώς Μουσολίνι, προδίδοντας τη Βιόλα και την ψυχή του. Έτσι γίνεται κατανοητό το νόημα του τίτλου, «Να την προσέχει», που σημαίνει όχι μόνο την προφύλαξη του αριστουργήματος στο αβαείο, αλλά και τη διατήρηση της ηθικής αγνότητας έναντι της εξουσίας που εξαγοράζει συνειδήσεις.
Χάρη στον θαρραλέο και ελεύθερο χαρακτήρα της Βιόλα, η οποία κάποια στιγμή καταφέρνει να απαλλαγεί από έναν γάμο συμφέροντος, ο Αντρεά θίγει και ζητήματα φεμινισμού, ενώ μέσω του χαρακτήρα του Μίμο καταθέτει εύστοχους στοχασμούς για την τέχνη. Η κατάδυση στον βαθύτερο κόσμο της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι πραγματικά συναρπαστική. «Άκουσέ με καλά. Γλύπτης, είναι κάτι πολύ απλό. Είναι να αφαιρείς στρώσεις ιστοριών, ανεκδότων, εκείνες που είναι άχρηστες, μέχρι να φτάσεις στην ιστορία που μας αφορά όλους (…), την ιστορία που δεν μπορείς πια να τη μικρύνεις χωρίς να τη χαλάσεις».
Το «Να την προσέχει» είναι μια συνάντηση της τέχνης του γλύπτη και της μαεστρίας του συγγραφέα. Είναι η αποκάλυψη μιας εκλεπτυσμένης και ρομαντικής πένας με πραγματική ευαισθησία και ποιητική μουσικότητα. Ακόμη και στις περιγραφές, η γραφή του Αντρεά συναρπάζει και υπνωτίζει. Είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που αξίζει κανείς να βυθιστεί στις λέξεις, την ατμόσφαιρα και τους χαρακτήρες. Με το πνεύμα της τέχνης να στροβιλίζεται και να κυματίζει στους ανέμους. Με μερικά «από εκείνα τα εντελώς μικροσκοπικά τίποτα που κάνουν τις επαναστάσεις». Ένα μυθιστόρημα για την πιο σημαντική επιλογή που μπορεί να κάνει κανείς στον 20ό αιώνα και γιατί όχι και στον 21ο. Ο κόσμος του είναι τόσο ποιητικός και όμορφος όσο και απαρέγκλιτα σκληρός και αδυσώπητος.
«Να την προσέχει» Ζαν–Μπατίστ Αντρεά, εκδ. Πατάκη, μτφρ. Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, σελ. 516