Πελαγία Μπότση
Με λένε Κώστα και κάποτε σκέφτηκα να το αλλάξω. Δύο φορές. Μία όταν έγινα ηθοποιός και μία όταν πέθανε ο μπαμπάς, που μετακόμισα στο κέντρο. Μάιος, Μάιος ήταν. Σίγουρα ήταν Μάιος, γιατί θυμάμαι που δεν ήρθε κανένας στα σαράντα, με το champions leage. Μπορεί οι γνωριμίες του να τον είχαν κιόλας ξεχάσει, αλλά του είχαν εξασφαλίσει έναν τάφο στο Ά νεκροταφείο. Κι αυτό ήταν το μόνο οικοπεδάκι που έμεινε στην οικογένεια Παπαδάκη. Αυτό και το γραφείο της μαμάς. Δεν ήταν άνοιξη αυτό το πράγμα. Κάψα. Λάμψη. Ανελέητη. Ο ήλιος έπεφτε κατακόρυφα πάνω στα άσπρα μάρμαρα. Στο πρόσωπό μου, στο χάρτινο το πρόσωπό του. Ο παπάς άσθμαινε ήχους προσευχών. Έλιωνε μέσα στο μαύρο του το ράσο. Ανακατεύονταν τα “αμήν αμήν λέγω υμίν” με την αναγουλιαστή μυρωδιά των χρυσανθέμων. Με δυσκολία ανάσαινα. Ανέβαζα το κεφάλι και ο ήλιος μου το ρίχνε αμέσως κάτω, λες και μου πέταγε μία χούφτα άμμο στα μάτια. Πέρασα τη μεγάλη, μαρμάρινη πύλη σκυμμένος και τυφλός. Ακόμη κι αν δεν ήξερα πού πήγαινα, έβλεπα τα πέλματα μου που συνέχιζαν να περπατούν και τις σόλες να λιώνουν στην καυτή άσφαλτο. Ήλιος ανελέητος. Είχε στρέψει στην Αθήνα τον αρχέγονο προβολέα του. Αποκάλυπτε. Απογύμνωνε. Ο ακτίνες του μου έριχναν σπαθιές βαθιές, ως το κόκκαλο. Εκεί, στη μέση της αθηναϊκής λεωφόρου, στη μέση αυτής της πατρογονικής σκηνής, ήμουν ο λάθος γιος, ο λάθος σύζυγος, στο λάθος μέρος. Ακίνητος, μουδιασμένος, είχα χάσει τα λόγια μου. Η σειρήνα ενός περιπολικού με επανέφερε. Ανοιγόκλεισα γρήγορα τα μάτια, για να διώξω αυτήν την αίσθηση. Έκανα λίγα βήματα να γλιτώσω το πολύ φως. Χώθηκα κάτω από την τέντα της ΕΒΓΑ. Το περίπτερο μου φάνηκε δροσερό και σκοτεινό. Άνοιξα το ψυγείο. Όπως έσκυβα πάνω στα παγωτά, μου σβηνότανε η κάψα. Εξατμιζόταν η θλίψη κι ο θυμός πάνω απ’τα Τρινιτά. Ο περιπτεράς καθισμένος με τα δάχτυλα πλεγμένα στο γόνατο, σκότωνε την ώρα του. Κάτω από το γείσο του τζόκει τα μάτια του άνοιξαν.
«Συγνώμη, ένα αυτόγραφο μπορώ να έχω;»
Τη δεκαετία του ενενήντα είχα γίνει διάσημος από τις σειρές στην τηλεόραση. Υπόγραψα γρήγορα στην γυαλιστερή κόντακ. Στρίμωξε το αυτόγραφο στην ήδη παραφουσκωμένη τσέπη του πουκαμίσου. Με κέρασε έναν πύραυλο βανίλια και για λίγο γαλήνεψα. Ώσπου ένας όχλος, ένα βουητό άρχισε να πλησιάζει από μακριά.
Οπαδοί της Μίλαν ή της Μπαρτσελόνα κι άλλοι που βρέθηκαν εκεί με μόνο σκοπό να χαθούν στο πλήθος. Από κάθε γειτονιά, από κάθε τάξη. Έβγαιναν οι υπάλληλοι από τα καταστήματα και γίνονταν ένα με τον συρφετό. Φοιτητές, μετανάστες, πρεζάκια και κυρίες, κύριοι και παιδιά. Συνδιαλέγονταν μεταξύ τους με συνθήματα και άναρθρες κραυγές. Κάποιοι ημίγυμνοι στο εξαγριωμένο πλήθος κι άλλοι στα κόκκινα, στα μπλε ή στα μαυροκόκκινα, που να θυμάμαι. Τα αμάξια σταματήσανε ακαριαία. Οι οδηγοί είχαν βγει από τις θέσεις τους, βρίζοντας και βλασφημώντας θεούς και οπαδούς. Μέσα σε επίμονα κορναρίσματα, με νευρικές χειρονομίες, έκαναν νοήματα για να αποχωρήσει το πλήθος από το δρόμο, μα εκείνοι τους αγνοούσαν. Τα μηχανάκια ελίσσονταν σβέλτα, ανάμεσα στα ακινητοποιημένα οχήματα. Βιαζόμουν κι εγώ να ξεφύγω από την ένταση. Με ξεκούφαιναν, με εκνεύριζαν. Με έσπρωχναν και άνοιγα το στόμα μόνο για να ζητήσω συγνώμη να περάσω. Δεν ήθελα να τους ανασάνω. Κολλούσε πάνω μου ο ιδρώτας τους. Όπως χοροπηδούσαν τα χνώτα τους πλησίαζαν στα αυτιά μου κι εγώ τιναζόμουν, μα έπεφτα σε κάποιον άλλον λεχρίτη. Κόντεψα να σκάσω μέχρι να ξεφύγω.
Σύννεφο τα ταξί μπροστά. Οι οδηγοί άλλοι μισοκοιμισμένοι πάνω στα τιμόνια κι άλλοι χυμένοι με τις πλάτες στις κίτρινες πόρτες. Ταμπουρώθηκα στο αμάξι. Εξαντλημένος. Κουρέλι. Ακούμπησα τους αγκώνες στο τιμόνι να ξεκουραστώ λιγάκι προτού ξεκινήσω για Κυψέλη.
«Τι με περιμένει, τι με περιμένει…». Ή αποκοιμήθηκα ή λιποθύμησα, δεν ξέρω. Ένας ταξιτζής μου χτύπησε το τζάμι.
«Το έχεις δει αυτό;»
Σήκωσα το κεφάλι από το τιμόνι μισοζαλισμένος. Κάποιος είχε γράψει με σπρέι στο παρμπρίζ: 4-0.
Ο ταξιτζής έτριβε το σπρέι με το δάχτυλο.
«Δεν βγαίνει, θέλει άλλαγμα το τζάμι».
Μίζα, μίζα. Φλας.
Αλάρμ.
Κοίταζα μέσα από τα δάχτυλά μου, δεν ήξερα ούτε την Κυψέλη ούτε το σόι. Έπρεπε να πεθάνει ο μπαμπάς για να τα μάθω. Άρχισα να διαγράφω μηδενικά με τον αντίχειρα στο σκονισμένο καντράν. Ούτε τα μηδενικά που με είχαν φέρει ως εκεί δεν χωρούσαν καλά καλά στη σακαράκα.
Χειρόφρενο.
Η ζέστη έκανε τα σκουπίδια να μυρίζουν ανυπόφορα. Είχαν αρχίσει ήδη να υποφέρουν οι αισθήσεις μου σε αυτήν την γειτονιά. Μια γυναίκα με μακρύ νυχτικό και μπικουτί στο κεφάλι, έδιωχνε με πίεση με το νερό πευκοβελόνες, κουκούλια, κάμπιες. Προτιμούσε να ρίχνει κλεφτές, περίεργες ματιές στο αμάξι μου, από το να κοιτάζει τις πλαστικές της παντόφλες της που τσαλαβουτούσαν στις πνιγμένες κάμπιες. Όσο πήγαινε όλο και τραβούσε την μάνικα τυλίγοντάς την στο χέρι της, σαν λάσο. Το στενάκι έμεινε βρεγμένο μα ήσυχο εντελώς. Μόνο ένας γέρος με καπέλο διέσχιζε αργά το δρόμο, σχηματίζοντας με τη μαγκούρα του κύκλους στα νερά. Δίχως να πολυσκεφτώ άρπαξα τη σακούλα με τα έγγραφα από το κάθισμα του συνοδηγού. Πιστοποιητικό θανάτου, αντίγραφο αποποίησης περιουσίας, υπεύθυνη δήλωση. Όλα αυθεντικά τ’ αντίγραφα. Και αυτή ήταν η μόνη αυθεντικότητα που μας είχε απομείνει ως οικογένεια.
Ο πατέρας προσφωνούσε «μητέρα» την πεθερά του, την γιαγιά Σεβαστή. Η Σεβαστή, όνομα και πράγμα, ήταν αρχόντισσα. Εξ Αιγύπτου Ελληνίδα, γαλλοτραφής και με μεγάλη περιουσία. Ξέρω καλά πως δεν τη φώναζε «μητέρα» ούτε από σεβασμό, ούτε από αγάπη. Το έκανε, γιατί προτιμούσε την Σεβαστή για μάνα του, ταίριαζε περισσότερο στο κατασκεύασμα της εικόνας του, δεν του έκανε η Ελένη, η Κρητικιά χωριάτισσα, η αγράμματη. Είχε αρνηθεί τη ρίζα της ύπαρξής του και μαζί τον μισό του εαυτό. Καταλάβαμε ότι είχε καρδιά όταν δοκίμασε πρώτη του φορά ραμπουτάν. Ραμπουτάν. Να γράφει το πιστοποιητικό θανάτου «Ραμπουτάν». Άλλος ένας λόγος για να ντρέπομαι. Τα μάτια του, μου έδειχναν το ποτήρι έτοιμα να εκραγούν, σαν δύο μπαλόνια γεμάτα νερό, με τους ιστούς τριγύρω πρησμένους.
«Κωστή, Κωστή!»
Το όνομά μου έβγαινε από το στόμα του σαν να’χε καταπιεί αγκίστρι. Το όνομά μου… Ένας Κωστής ολόκληρος του’χε κάτσει προ πολλού στο λαιμό. Ήταν η απόρριψη, από τότε που είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ με τις ηλίθιες ξεσκονίστρες του.
«Λίγο νερό;» προσπαθούσα να τον καθησυχάσω.
Αντί να συνέλθει όμως, άρχισε να πρήζεται αλλόκοτα σε όλο του το σώμα. Το «εκατό» συνεχώς έδειχνε κατειλημμένο. Κι όσο εγώ τράβαγα με τους κυνόδοντες τις παρανυχίδες αναμένοντας στο ακουστικό, τόσο ο μπαμπάς φούσκωνε και κοκκίνιζε. Και όσο κοκκίνιζε, τόσο τα «Κ με το αγκίστρι στο λαιμό» χειροτέρευαν. Μέχρι που σταμάτησε. Πλησίασα. Έσκυψα στο ύψος της καρδιάς. Με αυτήν μου την κίνηση αντιλήφθηκα ότι μύριζε μια δροσιά φρουτένια. Κι ότι η καρδιά του είχε σταματήσει. Σηκώθηκα απ’τα γόνατα. Καμία εξήγηση δεν θα χρειαζόταν να του δώσω για την πρωτοφανή αυτή εγγύτητα. Αν ήξερε ο πατέρας ότι ένα κομμάτι εξωτικό φρούτο θα τον σκότωνε μέσα στο ίδιο του το σπίτι, θα μισούσε ακόμη περισσότερο τον μαύρο του εργάτη, τον Γιουσήφ απ’ το Σουδάν. Η καρδιά του όμως είχε σταματήσει. Δεν μπορούσε να μισήσει άλλο. Αυτή η μηχανική καρδιά. Λες και ήταν βγαλμένη κι αυτή από το εργοστάσιο με τις μηχανικές του ξεσκονίστρες.
Το νερό στο πεζοδρόμιο είχε αρχίσει ήδη να εξατμίζεται σε σημεία. Ο παππούς έσκυψε στον τηλεφωνικό θάλαμο. Έκανε μια τρεμούλικη κίνηση με την τηλεκάρτα κι αμέσως με αυτό, το ίδιο χέρι σχημάτισε ο δείκτης του με πίεση έναν ακαθόριστο αριθμό. Με γρήγορα και κοφτά βήματα έτρεξα προς το μέρος του. Ένα βουητό έβγαινε από το ακουστικό, καλούσε ενώ εκείνος με τα θολά του μάτια με μετρούσε.
«Συγγνώμη, ψάχνω την Θερίσου. Ξέρετε ποια είναι η Θερίσου;»
Έκλεισε με τη δεύτερη το ακουστικό. Κι αμέσως τα κουτσά του βήματα άρχισαν να ξεδιπλώνουν μια ησυχία σαν χαλί. Πάτησα λοιπόν ξοπίσω του. Ώσπου έστριψε τη μαγκούρα με τρόπο. Έμεινε καμπουριαστός να με χαζεύει που περνούσα τρεχάτος απέναντι.
Εκεί βρήκα ένα πολύβουο παζάρι. Ξελαρυγγιάζονταν οι έμποροι της λαϊκής για την τιμή της πατάτας που έπεσε, βράχνιαζαν για το πορφυρό της φράουλας. Κάποιοι που με αναγνώριζαν από την τηλεόραση, τους κοβόταν λίγο η ανάσα και αμέσως κοίταζαν ο ένας τον άλλον μειδιώντας. Ήμουν συνηθισμένος σε τέτοια βλέμματα. Οι ψαροπώλες λουσμένοι στον ιδρώτα, χτένιζαν με τις ματσέτες τους τα λέπια κι έτσι όπως τινάζονταν ψηλά, προτού πέσουν στην άσφαλτο, λαμποκοπούσαν για μια στιγμή στον ήλιο. Οι τσιγγάνες μισομεθυσμένες άνοιγαν δρόμο με το γρήγορο, συρτό περπάτημά τους και τα τεράστια στήθη αναστάτωναν τα λαχούρια στα φουστάνια τους. Όμως δεξιά, στο εσωτερικό, στο πλακόστρωτο σοκάκι της οδού Θερίσου, η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς διαφορετική. Ανθισμένες βουκαμβίλιες κάλυπταν τους τοίχους. Ένιωθες να ανασαίνει, το χώμα της πόλης, ανάμεσα απ’ τις πλάκες. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μόνο τα τζιτζίκια άκουγες και το μακρινό, αόριστο βουητό που ερχόταν από τη λαϊκή. Κόλλησα την μύτη στο τζάμι του καφενείου “Ο Βενιζέλος”. Κοίταξα στο εσωτερικό. Έδειχνε κλειστό παρόλο που κάθονταν κάποιοι έξω στα τραπεζοκαθίσματα. Άφησα το σώμα μου κι εγώ να πέσει στη ψάθα μιας καρέκλας. Άναψα τσιγάρο. Ανακουφίστηκα. Οι δύο κυρίες από το τραπεζάκι παραδίπλα, αμέσως τράβηξαν τις καρέκλες τους κοντά κι άρχισαν ψιλή κουβέντα. Δεν μπορούσα να ακούσω. Σε καμία άλλη περίπτωση δεν θα με απασχολούσε το περιεχόμενο της συζήτησης των δυο εκείνων γυναικών. Ήταν όμως μια ευκαιρία να συλλέξω πληροφορίες για τη γειτονιά, όπου υπήρχε το μοναδικό διασωθέν ακίνητο από την λαίλαπα της αποποίησης. Έπλεξα τα δέκα δάχτυλά μου πίσω από την πλάτη κι άρχισα να κάνω πάνω κάτω το στενό. Βήματα αργά στον πεζόδρομο. Από το λάμδα του δρόμου ως το τέλος της Θερίσου, πάνω -κάτω, πάνω-κάτω. Πήγαινα ή ερχόμουν, δεν ήξερα. Οι λέξεις έφταναν σαν παράσιτα τα αυτιά μου. Μου ήταν αδύνατον να ξεχωρίσω τι έλεγαν. Ένα βουητό, κάτι ανακατεμένοι φθόγγοι. Ενήλικες που δεν μπορούσαν ούτε να εκφέρουν τα γράμματα ορθοφωνημένα. Αυτή η τραγουδιστή και σκληρή εκφορά, μου έγδερνε τα αφτιά. Θα είχε περάσει κανά δεκάλεπτο που περπατούσα έτσι. Ξέμπλεξα τα χέρια και συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν μια συνηθισμένη άσκηση του μπαμπά για να ξεπιαστεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπιανα τον εαυτό μου να αντιγράφει συνήθειές του. Από την ημέρα που είχε πεθάνει είχα αρχίσει ένα αλλόκοτο πένθος. Να υιοθετώ μια σειρά από δικές του κινήσεις, συμπεριφορές, λέξεις. Τον έφερνα έτσι για λίγο κοντά μου. Οι γυναίκες συνέχιζαν την ζωηρή κουβέντα. Τι περιέργεια διαγραφόταν στα πρόσωπά τους… Με τι ορμή μιλούσαν. Κάτι χαράκωνε την έκφρασή τους. Κάτι τις σκλήραινε και τις ευχαριστούσε μαζί. Μέχρι που τα μάτια τους, κόλλησαν πάνω μου. Τα πρόσωπα και των δύο σιγά σιγά γλύκαιναν, με καλούσαν με χαμόγελο που σχηματιζόταν αργά καθώς πλησίαζα. Θα ήταν αγένεια να αγνοήσω το κάλεσμά τους. Σκέφτηκα ότι κατά πάσα πιθανότητα να ήταν θαυμάστριες. Σε κάθε περίπτωση αν δεν ανταπέδιδα το νοερό κάλεσμα, θα ήταν μια χαμένη ευκαιρία να μάθω αν κρυβόταν ακόμα σε αυτήν την ποντικότρυπα το Παπαδακέικο ή αν είχαν αναβαθμιστεί σε άλλη γειτονιά.
«Ψάχνω τον κύριο Παπαδάκη», είπα απλώνοντας το χέρι μου για χειραψία.
«Καλά, δεν με θυμάσαι καθόλου;»
Απάντησα με χαμόγελο άρνησης, αλλά είχα μείνει με το χέρι στον αέρα περιμένοντας. Αλλά όχι. Όχι. Δεν μου έδωσε το χέρι. Έκανε ένα βήμα πίσω.
«Σε αυτό εδώ το κτίριο μένουν. Αν γνωρίζετε τον κύριο Ιωσήφ, μήπως την αδερφή του την Καλλονή; Είμαι ξάδερφός τους».
«Η Νίτσα είμαι».
Κανονικά στο άκουσμα και μόνο ενός τέτοιου ονόματος, θα έπρεπε να είχα βάλει τα γέλια. Πως θα μπορούσα να μείνω σοβαρός μπροστά σε ένα άτομο που θα έπρεπε να αποκαλώ Νίτσα. Η ξαδέρφη μου η Καλλονή είχε την ευφάνταστη ιδέα να κάνει ακόμα χειρότερο το όνομα της.
«Καλλονίτσα- Νίτσα! Πολύ μοντέρνο ονοματάκι. Έχω να σε δω πάνω από τριάντα χρόνια. Το Καλλονή σου ταιριάζει ακόμα βεβαίως”.
«Εσύ πάλι καημένε, με δυο τρίχες έμεινες στο κεφάλι».
Το βλέμμα της νόμιζα πως καρφώθηκε στις δυο τρίχες που πράγματι χόρευαν τότε ακόμα καρφωμένες στην στρογγυλή μου φαλάκρα. Εκείνη όμως κοίταζε πιο πέρα. Στα δυο μακρόστενα παράθυρα του πρώτου ορόφου. Στα δυο αγόρια που βγάζαν και βάζαν τα κεφάλια τους απότομα, κάνοντας αστείες γκριμάτσες και κραυγές.
«Ξύλο ξύλο», κούναγαν με ψεύτικη αγριάδα τις γροθιές τους. Η Νίτσα έφερε τον δείκτη στα χείλη, κάνοντας νόημα από μακριά να ησυχάσουν. Προσγείωσε το βλέμμα της σε εμένα.
«Πώς από τα μέρη μας;» ρώτησε με μια δόση ειρωνείας.
Εκείνη ήταν η στιγμή που θα της ζητούσα να με δεχτεί πάνω. Έλιωσα το τσιγάρο στον κορμό του δέντρου. Τίναξα το μανίκι να τσεκάρω την ώρα και ο καρπός μου ελαφρύτερος, μου θύμισε που δεν το είχα πια το Ρόλεξ. Πάει και το δώρο του Άλκη για το γάμο μου. Το σκότωσα κι αυτό, ογδόντα πέντε χιλιάδες δραχμές έκανε η ουγκιά, τουτέστιν ενενήντα και είπα κι ευχαριστώ.
«Δεν ξέρω αν είναι η κατάλληλη ώρα, αλλά ήρθα για να μιλήσουμε για κάτι σοβαρό. Οικογενειακό. Θα μπορούσαμε;» έκανα με νόημα προς το διώροφο.
Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της και το γεμάτο στριμωγμένα δόντια στόμα της:
«Στον πρώτο!»
Έσφιξα με το χέρι τη σακούλα. Όσο κι αν κάτι μέσα μου μου έλεγε να το βάλω στα πόδια, ήξερα πως ήταν «ή τώρα ή ποτέ». Την ακολούθησα με βήματα βαριά τα σκαλιά. Όσο μπορούσα να καθυστερήσω τη στιγμή των εξηγήσεων, τα βλέμματα αποδοκιμασίας. Όταν μπήκα, τα παιδιά κρύφτηκαν κάτω απ’ την τραπεζαρία. Φαίνονταν μόνο τα μάτια τους, φοβισμένα μα λαμπερά κι αυτά, σαν της μάνας τους. Και μαύρα, κατράμι, κάρβουνα πυρακτωμένα.
«Είμαι ο θείος Κωνσταντίνος», έσκυψα και τους έγνεψα παιδιάστικα.
«Έχεις ακριβώς την ίδια ολοστρόγγυλη καράφλα στην κορυφή, που είχε και ο πατέρας μου. Ευτυχώς, που είσαι πολύ ψηλός και δεν βλέπουν οι περισσότεροι το τρύπιο σου κεφάλι». Χαζογελούσε, «για να παίρνουν τα μυαλά αέρα κι έτσι…», χαχάνιζαν και τα μικρά. Οποιοσδήποτε άλλος το έλεγε θα είχα παρεξηγηθεί.
Μπλέχτηκε στο παπούτσι μου μια Παταπούφα και καρφώθηκα σαν τόξο στο βελουτέ καναπέ. Η Νίτσα σάρωνε πέρα δώθε με τα κεράσματα. Έκανα αγωνιώδη προσπάθεια να συγκρατήσω τον ειρμό μου, κάθε που έβγαινε από την κουζίνα.
«Θα πρέπει να κάνετε αποποίηση και τα δύο αδέρφια. Πρέπει οπωσδήποτε να πάει και ο Σήφης».
«Ναι, ρε παιδί μου. Θα του το πω εγώ».
Έσκυψε μπροστά μου κι ακούμπησε στο γυάλινο τραπεζάκι με τη σειρά: σαλιγκάρια, ρακί, ρυζόγαλο. Το άρωμα της κανέλας μου τρύπαγε τα ρουθούνια.
«Δηλαδή οι παππούδες μας ήταν αδέρφια;» ρώτησα σε μια ξαφνική έκλαμψη.
«Έτσι, Σήφη. Κι οι γονείς μας πρώτα ξαδέρφια».
«Κωνσταντίνος».
«Το ‘22 ήρθαν στην Κυψέλη, βοσκοί από την Κρήτη. Ο Σήφης ο Παπαδάκης – Σήφης δεν είσαι κι εσύ;- έστειλε στα τσακίδια τον βασιλιά με τον Βενιζέλο μαζί.»
«Όχι, Κώστας! Κωνσταντίνος, Κωστής».
«Σήφη», συνέχισε, «στους βαλκανικούς ο παππούς, επειδή ήταν αντιμοναρχικός, μπήκε σε τάγμα ανεπιθύμητων».
Όλα αυτά δεν χωρούσαν στο κεφάλι μου, γιατί ήταν ήδη μαστουρωμένο από την κανέλα. Το παγωμένο ρυζόγαλο θόλωνε το τζάμι στο τραπέζι κι η Νίτσα μόλις το σήκωνα να φάω αμέσως το σκούπιζε. Ήταν σαν το ρυζόγαλο που έφτιαχνε η γιαγιά τις Κυριακές του ‘62. Με τάιζε στη μαξιλαρένια της αγκαλιά κάτι δροσερές κουταλιές, σαν τον Ψηλορείτη γεμάτες, που έλεγε κι εκείνη.
«Μία για τον μπαμπά…»
Η κανέλα μου γαργαλούσε τη μύτη και φταρνιζόμουν. Δροσιά στο στόμα και κρέμα παχιά μου γέμιζαν σε κάθε κουταλιά την ψυχή. Μάσαγα και νανουριζόμουν μαζί, στην ποδιά της μαυριδερής μου γιαγιάς. Ξεχείλισα το ποτήρι που γέμιζα, έτσι χαμένος όπως ήμουν στις αναμνήσεις μου.
«Άσ’το», είπε η οικοδέσποινα και η κανέλα έγινε μεμιάς σκουριά.
«Καλό βγήκε τουλάχιστον το ρυζόγαλο; Για τον Σήφη το’ φτιαξα, θα τον έχει κόψει η λόρδα στο κρατητήριο όλη νύχτα. Αλλά φάε κι εσύ».
«Τον κακομοίρη…»
«Τον κακομοίρη;»
Κοιταχτήκαμε αμίλητοι.
«Συγνώμη, τον Σήφη λες κακομοίρη; Εξηγούμεθα για να μην παρεξηγούμεθα, ήρωας είναι που ξεροσταλιάζει, κάθε τρεις και λίγο, στο αυτόφωρο για να διασκεδάζουμε εμείς. Κακομοίρη να πεις τον Παπαθεμελή με τον νόμο του, που θέλει να βάλει για ύπνο όλους εμάς τους γλεντζέδες από τις δύο».
Μιλούσε ασταμάτητα. Είχα ακούσει ήδη αρκετά. Έστω να μην είχε τόσο ένρινη φωνή. Δεν αποκρινόμουν μήπως σταματούσε, αλλά εκείνη συνέχιζε με αμείωτο πάθος. Δεν άντεξα. Την διέκοψα.
«Ο λόγος που ήρθα να σας βρω έχει να κάνει με τον πατέρα».
Πήρε ένα ύφος λυπημένο ξαφνικά. Μου ήρθε να γελάσω αλλά συγκρατήθηκα. Μαζεύτηκε στη γωνία του καναπέ, κόλλησε τα γόνατα.
«Πήγε αδικοθάνατος ο θείος…»
Κι αμέσως πάλι έπιασε το προηγούμενο ρυθμό της.
«Γιατί δεν μας καλέσατε στο ξόδι;»
«Τώρα που θα είσαι φτωχός, θα’ ρθεις να δουλέψεις στο καφενείο;»
«Καλέ, μη μου πεις! Το ημιυπόγειο το χάσατε κι αυτό;»
«Όχι, όχι», είπα.
«Μου το είχε γράψει πολύ παλιά».
«Μα πόσα χρωστούσε επιτέλους, ο μακαρίτης;»
Οι ερωτήσεις της ένας χείμαρρος από άβολα σχόλια, υπερβολική οικειότητα, ακούσιες προσβολές. Κρεμάστηκα από το ανοιχτό παράθυρο κι έκανα πως δεν άκουγα άλλο. Κάτω, στο λάμδα του δρόμου συναντιόντουσαν από όλες τις πλευρές τα αυτοκίνητα κι ύστερα πάλι χανόντουσαν. Έκλεισα το τζάμι, αφήνοντας έξω τη φασαρία του κέντρου.
«Εντός τριών μηνών θα πρέπει να έχετε πάει στο πρωτοδικείο της περιοχής σας…»
Το άκουσμα και μόνο της λέξης «πρωτοδικείο» την αναστάτωσε.
«Κι εμείς τι σχέση έχουμε με τις ανοησίες του πατέρα σου; Θεός ‘σχωρέστον».
Ακούμπησα τα δέκα δάχτυλά μου στο τραπέζι:
«Εγώ σας ενημέρωσα, ως όφειλα. Εσείς πράξτε όπως νομίζετε».
Τα ιδρωμένα μου δάχτυλα άφησαν σημάδια στο γυάλινο τραπέζι. Η Νίτσα με ένα μαντήλι αμέσως τα σκούπισε. Κάτι τέτοια θα έβλεπε και ο μπαμπάς και εφηύρε τις «σπίντι ξεσκονίστρες».
Ο μεγάλος της γιος ήταν στο σαλόνι, αλλά δεν παρακολουθούσε την κουβέντα μας. Άκουγε τη φωνή του, διακοπτόμενους λαρυγγισμούς μπρος από τον ανεμιστήρα: «ντίλι ντίλι ντίλι, ντίλι το καντήλι».
«Φύγε από κει, θα πάθεις καμιά ψύξη», φώναξε η ξαδέρφη.
Εκείνο τέντωσε έξω από το ανοιχτό στόμα την γλώσσα. Δεν υπήρχε πουθενά στο πρόσωπό του το προηγούμενο φοβισμένο βλέμμα, είχε αποκτήσει το ξεδιάντροπο ύφος της μάνας του. Από μέσα ερχόταν και το μικρό χορεύοντας.
“Λερώθηκα”.
Στάθηκε μπροστά της με ανασηκωμένο το πιγούνι γεμάτο σοκολάτες. Εκείνη τον σκούπισε, με εκείνο το ίδιο, χρησιμοποιημένο πανάκι για το τζάμι. Τον έτριβε με πίεση. Η μπλούζα του ήταν βρεγμένη και πασαλειμμένη με σοκολάτες.
«Πιο σιγά, μαμά».
«Έτσι κάνει όλη μέρα. Τρεις φορές έχει αλλάξει από το πρωί».
Τον κράταγε από τον αγκώνα κι εκείνος τραβιόταν πίσω. Βούτηξε την άκρη από το πανάκι στο ποτήρι με το νερό και τον πασάλειψε στο στόμα, ώσπου να φύγει όλη η σοκολάτα.
«Πώς κάνεις έτσι. Κάτσε σε μια θέση».
Ξεγαντζώθηκε το χέρι της από πάνω του και το μικρό απελευθερώθηκε τρέχοντας πάλι στο χολ.
Είχαμε μείνει μόνοι τώρα. Η ησυχία δίχως τις κραυγές των παιδιών, φάνταζε νεκρική σχεδόν. Σταθήκαμε και οι δύο όρθιοι μπρος από τα δύο μακρόστενα παράθυρα αμίλητοι. Είχε διαπεραστικό βλέμμα, επιβλητικό, πομπώδες παρουσιαστικό. Άνοιξε την παλάμη της κάνοντάς μου νόημα προς τις δύο πολυθρόνες για να καθίσω. Οι παλάμες της έμοιαζαν περισσότερο με αντρικές, πλατιές σαν κουπιά και με δέρμα σκληρό, δουλεμένο.
«Εκ δεξιών», είπα ενώ λύγιζα αργά τα γόνατα στο βαθύ κάθισμα. Επικρατούσε μια φορτισμένη σιωπή. Ένιωθα τους άναρχους αναστεναγμούς της ξαδέρφης πάνω από τα πιστοποιητικά. Ξαφνικά ακούστηκε μηχανάκι που περνάει και χάνεται. Έστρεψε τα μάτια στο τζάμι. Κοίταζε έξω στο πλακόστρωτο αμίλητη, με τα μάτια γεμάτα.
«Το χειρότερο πράγμα στον κόσμο είναι η απώλεια».
Έτσι ακίνητη όπως στεκόταν, είχε πάρει ένα ύφος σοφό, ποιος ξέρει τι σπουδαία λόγια θα νόμιζε ότι ξεστόμισε. Ξαφνικά τινάχτηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται πάνω κάτω. Ώσπου διέκοψε το βηματισμό της. Έσπρωξε τα ξεχασμένα χειμωνιάτικα πανωφόρια που κρέμονταν από τον καλόγερο. Άνοιξε το ντουλαπάκι, άρχισε να ψάχνει. Η Νίτσα είχε χώσει το κεφάλι μέσα στο ντουλάπι και πάλευε με τις αρμαθιές των κλειδιών, ενώ εγώ παραδίπλα πάλευα να βολευτώ σε ένα σημείο δίχως να με ενοχλούν τα ελατήρια, του ξεχαρβαλωμένου καναπέ. Ρίχναμε που και που κλεφτές, απορημένες ματιές ο ένας στον άλλον. Και οι δύο δεν καταλαβαίναμε τι κάναμε ακριβώς. Προσπαθούσα να βρω την κατάλληλη στιγμή να της μιλήσω, από τον ήχο των κλειδιών. Όταν δυνάμωναν τα κοπανήματα μου κοβόταν σχεδόν η ανάσα. Τα χέρια της δεν ήταν φτιαγμένα για τέτοιες λεπτοδουλειές. Σίγουρα θα το’ ξερε κι εκείνη. Τσαντιζόταν που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει δυο αρμαθιές κλειδιά. Η ξαδέρφη είχε εντελώς το Παπαδακέικο, το πολεμόχαρο το στυλ. Όλο νεύρα κι εξυπνάδες. Νταρντάνα, σαν σφαγέας γουρουνιών ήταν. Αλλά από εκείνους που αγκαλιάζουν τρυφερά το ζώο πριν του κόψουν την καρωτίδα. Κι ύστερα το ξεχνούν κρεμασμένο ανάποδα πάνω από τις τριανταφυλλιές τους, ώσπου να στραγγίσει το αίμα.
Σταμάτησε εντελώς ο μεταλλικός ήχος.
«Νίτσα», είπα συγκρατημένα. «Πρόκειται απλώς για μια τυπική διαδικασία…»
Η Νίτσα ρουθούνιζε αλλά εγώ βράχος, συνέχιζα,
«που όμως πρέπει να ακολουθηθεί επ’ακριβώς».
Το πρόσωπό της ξαναμμένο, αλλά δεν τα είχε βάλει με εμένα, όπως νόμιζα. Κοίταγε πάλι έξω από το παράθυρο. Τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω μου. Μου έβαλε στην παλάμη ένα ζευγάρι κλειδιά κι έκλεισε τα δάχτυλα τελετουργικά. Έμεινα ακίνητος, σιωπηλός. Προσπαθούσα να καταλάβω.
«Δικά σου».
Κοίταξα τα κλειδιά.
«Είναι του γραφείου της μητέρας σου. Μου τα είχε δώσει για να ρίχνω που και που καμιά ματιά στο διαμέρισμα. Τώρα μπορείς να έρθεις να μείνεις εδώ με την οικογένειά σου».
«Με την οικογένειά μου…» είπα και κοίταξα κι εγώ έξω από το τζάμι. Τα μάτια και των δυο μας τώρα, είχαν καρφωθεί με την ίδια ένταση στο δρομάκι. Εκεί όπου εκτυλισσόταν η άλλη, η εσωτερική μας ζωή που είχε εδώ και λίγη ώρα ξεκινήσει. Τα παιδιά από μέσα πλακώνονταν μα κανένας μας δεν αντιδρούσε. Παρά μόνο όταν ακούμπησε με το χέρι τα μάτια της. Επέστρεψε. Η κίνησή της με επανέφερε κι εμένα. Βούτηξε τα δάχτυλα στο ποτήρι κι έπιασε ένα παγάκι. Πέρασε το παγάκι από το μέτωπό της, το λαιμό, το γόνατό της, μέχρι να λιώσει εντελώς. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτήν την απότομη μεταστροφή στην συμπεριφορά της. Αλλά την προτιμούσα έτσι. Προτιμούσα αυτήν την αινιγματική ξαδέρφη από τη γνωστή χοντροκοπιά της.
Σταύρωσε το ένα χέρι πάνω στο άλλο και τα δυο στα αυθεντικά μου τα πιστοποιητικά. Το ξυλιασμένο της χέρι νότιζε την μπλε σφραγίδα στο πιστοποιητικό θανάτου.
«Είναι αυθεντικά. Σε παρακαλώ, ξέρω ότι θα είσαι πολύ προσεκτική».
«Έλα, μας ζάλισες, καημένε, ηρέμησε πια», επανήλθε στον κανονικό εαυτούλη της η Νίτσα.
«Θα τα προσέχω σαν παιδιά μου τα πιστοποιητικά θανάτου, μην τυχόν και πάθουν τίποτα».
Μια ακόμα ειρωνεία δεν θα με πείραζε τόσο, αλλά είχα κάνει ήδη αδιανόητη προσπάθεια για να παραμείνω ευγενικός με αυτήν την κακομοίρα, την Νίτσα. Τέτοιου είδους όντα πρέπει, από την πρώτη κιόλας στιγμή, να τα βάζεις στη θέση τους. Έπρεπε να είχα πετάξει μια επιστολή στα σκαλιά του διώροφου και να είχα φύγει. Να τους είχα δείξει ποιος είμαι εγώ και ποιοι είναι αυτοί. Μόνο έτσι δείχνουν σεβασμό κάτι τέτοιοι. Έβλεπα την Νίτσα που έγερνε μπροστά από τον ανεμιστήρα με ανοιχτά τα πόδια. Που έψαχνε με τη γλώσσα την τρύπα του σαλιγκαριού και αναρωτιόμουν, τι άλλο ακόμη να έβρισκα για να υπερεκτιμήσω σε αυτό το πράγμα, προκειμένου να παραμείνω ευγενής κατά την επίσκεψή μου.
Τα παιδιά της εμφανίστηκαν από το χολ, με τον μεγάλο να παριστάνει πως σημαδεύει τον μικρότερο με τον δείκτη.
«Με γρατζούνισε, μάλωσέ τον», είπε καταϊδρωμένος ο μεγάλος αδερφός.
Η Νίτσα ρούφηξε με δύναμη το σαλιγκάρι. Σκουπίστηκε βιαστικά με εκείνο το χιλιοχρησιμοποιημένο μαντήλι και ταμπονάρισε το γδάρσιμο στο μάγουλο του αγοριού. Το έκρυψε στη γροθιά της, κοίταξε το ρολόι. Το βλέμμα της γαντζώθηκε στα αγοράκια.
«Για ύπνο γρήγορα».
Την αγνόησαν. Πιάστηκαν από τα μπράτσα της πολυθρόνας κι έκαναν χορευτικές κινήσεις.
«Είπατε στον θείο ποιον έχετε σε αφίσα στο δωμάτιό σας; Τον Δράκουλα, θείε Σήφη», απάντησε μόνη της.
«Κωσταντίνος».
«Πώς τον λένε τον Δράκουλα;» διερωτήθηκε ο μεγαλύτερος σοβαρά.
«Κωνσταντίνο; Σήφη; Ελευθέριο;»
«Φοράει μαύρη μπέρτα, την μασέλα του που στάζει αίμα», συνέχισε η ξαδέρφη, «κι όποιο παιδάκι δεν κοιμάται μέχρι τις δέκα, έρχεται και το δαγκώνει».
«Ο θείος είναι Δράκουλας;»
«Πηγαίνετε για ύπνο τώρα. Κα-λη-νύ-χτα».
Τα παιδιά με κοίταξαν έντρομα και μπήκαν μέσα με ένα ουρλιαχτό, τροχάδην. Η Νίτσα συνοφρυωμένη έπεσε με τα μούτρα στο πιστοποιητικό θανάτου.
“Nerphelium Lappaceum, rambu… rambutanb… Τι διαόλι είναι πάλι τούτο;”
Πως ήταν δυνατόν να μιλάει σε τέτοιο τόνο για την αιτία που έστειλε στον άλλο κόσμο έναν άνθρωπο. Ένωσα τους αντίχειρες και έπλεξα τα δέκα δάχτυλά μου. Προτίμησα να μην εξηγήσω. Σηκώθηκα σιωπηλός. Στάθηκα μπροστά από την εξώπορτα. Εκείνη η χοντροκομμένη γυναίκα, με τον ήχο μιας νάιλον σακούλας, που’χε κάτι σαν ροζ χειροβομβίδες εντός, τρομοκράτησε μέχρι και την ιερή αυτή σιωπή.
«Φραγκόσυκα από το νησί. Για την οικογένειά σου».
Έσπρωξα τη σακούλα αυθόρμητα.
«Όχι, όχι».
Με κοίταξε με απορία και αηδία μαζί. Πρώτη μου φορά έβλεπα φραγκόσυκα. Η ομοιότητά τους με τα Ραμπουτάν ήταν εφιαλτική. Και θα μου πεις: βρε Κώστα Παπαδάκη Νέγρη ή αλλιώς Ξεσκονιστράκη, που να ήξερε τα ραμπουτάν αυτή η κακομοίρα; Και που να ήξερες τα φραγκόσυκα κι εσύ. Ο κακομοίρης;
«Θα με προσβάλεις αν δεν τα πάρεις».
Μου άφησε στα χέρια δυο σακούλες φραγκόσυκα, ενώ πίσω από την μισόκλειστη πόρτα με αποχαιρετούσε βιαστικά. Τα χέρια μου κόπηκαν από το βάρος. Κι ύστερα σκοτάδι. Πίσσα.
Προσπαθούσα να καταλάβω τι γινόταν από τους απόηχους που γλιστρούσαν κάτω από τις κλειστές πόρτες. Οι ήχοι έφταναν ασθενείς στα αυτιά μου.
«Μπλακ άουτ- ένα κερί- θέλω τον μπαμπά».
Άρχισα να ακούω την ανάσα μου. Ακούμπησα την πλάτη στον τοίχο κι έμεινα ακίνητος. Κι αμέσως μια μυρωδιά αναμένων σπίρτων κι ένα μακρινό κλαψούρισμα φτάνανε ως έξω.
«Πού είναι ο μπαμπάς».
Η μαύρη αυλαία που είχε σκεπάσει τα πάντα, είχε καταφέρει να βγάλει στο προσκήνιο τους βαθύτερους φόβους μου.
«Η Άννα θα μου πάρει τα παιδιά».
Έλιωσα στο σκαλί. Εκείνη την εποχή δεν είχε και πολλή σημασία η θλίψη. Σημασία είχε να μη φαινόταν ότι ξεπέσαμε.
«Μπορούν να φοιτούν με τα μισά λεφτά αν δηλωθούμε Καθολικοί, Άννα. Σιγά το πράμα, τίποτα δεν θα αλλάξει για εμάς».
«Καλά, πάντα τόσο ηλίθιος ήσουν;»
Η Άννα δεν άντεχε τις στερήσεις και είχε αρχίσει να μου το δείχνει με όλους τους τρόπους. Το μόνιμα βαριεστημένο της ύφος. Τα κρεμασμένα χέρια σαν μαρούλια πίσω από την πλάτη μου. Χέρια που άλλοτε με αγκάλιαζαν σφιχτά. Η σχέση μας είχε μετατραπεί σε μία αλληλουχία αποπειρών αυτοκτονίας μέχρι τη λήξη της. Προτιμούσα να την απειλώ ότι θα πεθάνω αντί να την αφήσω σε άλλον. Την μισούσα τόσο πολύ, που θα μπορούσα ακόμα και να αυτοκτονήσω στ’ αλήθεια, προκειμένου να την πονέσω. Δεν είχε τσίπα όμως αυτή. Στις εφτά του μακαρίτη, θα έβρισκε κανέναν ευκατάστατο εργένη, να πνίξει τον καημό της, και η αυτοκτονία μου θα πήγαινε χαμένη. Μου φαινόταν, και σε έμενα τον ίδιο, αδιανόητο το πόσο πολύ την μισούσα εκείνη την εποχή. Την Άννα. Που το ίδιο πολύ την είχα αγαπήσει κάποια άλλη εποχή. Εκείνο το απόγευμα με είχε αποχαιρετήσει στην πόρτα γελαστή. Φυσικά, δεν χαιρόταν που θα έβρισκα τους χαμένους μου συγγενείς, αλλά γιατί ανυπομονούσε να βρεθεί με τον άλλον. Έμεινα μπροστά από την κλειστή πόρτα. Νόμιζα ότι σε ένα λεπτό, σε έναν μήνα, σε ένα χρόνο θα άνοιγε πάλι. Θα παραδεχόταν ότι με υποτίμησε, ότι δεν άξιζα τέτοια συμπεριφορά και θα με αγκάλιαζε. Ό,τι έγινε έγινε. Και η οικογένεια που έφτιαξα και η οικογένεια που με έφτιαξε, με αδίκησαν. Με απέρριψαν. Ήμουν ο φτωχός συγγενής. Και αυτή η φτώχεια είναι ακραία, γιατί συνδέεται ευθέως με την αξία του εαυτού.
Το ίδιο συνέβη και με εκείνη, την παλιά μου κρητική γενιά, που με τραβούσε πίσω, μέσα από το θάνατο του μπαμπά. Όπως ο Πλούτωνας μαγνητίζει τους μελλοθάνατους στην σπηλιά του, έτσι, προτού έρθει το τέλος, μας πιάνει μια ανεξήγητη επιθυμία να επιστρέψουμε στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε. Σαν να θέλει από εκεί να μας πάρει ο θάνατος, σαν να μας είχε βάλει στο μάτι από την βρεφική μας κούνια. Αρχή και τέλος ένα. Κι εκείνος, ο δικός μου νεκρός, που έσβησε αναπάντεχα, με μια δαγκωνιά και κάμποσα απλήρωτα εκατομμύρια, επέστρεφε, κατά κάποιον τρόπο, στην αυγή του 20ου αιώνα. Στον Θέρισο, στην σκληρή, πολεμική του ρίζα, σε αυτό που πάντα ήταν. Όπως αναλογιζόμουν περιμένοντας, έχωσα στα τυφλά το χέρι μέσα στη σακούλα με τα φραγκόσυκα. Εκατομμύρια λεπτεπίλεπτα, τριχοειδή, αγκάθια μου τρυπούσαν τα δάχτυλα. Τα τσιμπήματα έφτασαν ως το τελευταίο κύτταρο της παλάμης μου. Το πέταξα.
«Στο διάολο, στο διάολο ηλίθιο φρούτο!»
Έτριβα το χέρι στο σκληρό 501 μήπως και βγουν. Τα αγκάθια χώνονταν όλο και πιο βαθιά. Το τσαλαπάτησα εκδικητικά. Μα τα αρώματα σαν εκρήξεις αναμνήσεων επανέρχονταν σε κάθε πάτημα δυνατότερα. Η στιγμή του θανάτου. Η σχέση μας η κακή. Η μέρα που τα μάζεψα κι έφυγα από το σπίτι: «Κανένας δεν σε αντέχει. Μόνος σου θα μείνεις, να το ξέρεις». Όσο προσπαθούσα να απωθήσω τις σκέψεις, το έλιωνα κάτω και σκάγανε εντονότερες οι μυρωδιές. Οι τύψεις σκάγανε. Που ακόμα και την ύστατη στιγμή δεν έκανα αρκετά. «Είχε δίκιο ο μπαμπάς», παραπονιόμουν στο σκοτάδι, «δεν ήμουν αρκετά καλός γιος. Δίκιο τελικά έχουν όλοι που μου φέρονται σαν να είμαι χαζός, κακομοίρης. Γιατί είμαι ένας χαζός, ένας κακομοίρης». Με τέτοιες σκέψεις με βρήκε το φως ενός αναπτήρα στο κλιμακοστάσιο. Μέσα στο σκοτάδι μου φάνηκε πως είδα μια αντρική φιγούρα να βγάζει το καπέλο. Κατάπια γρήγορα την πίκρα απ’τη φωνή μου:
«Προσέξτε, θα γλιστρήσετε!»
Προσευχήθηκα να μην λήξει εκείνη τη στιγμή η διακοπή. Τα χέρια μου ήταν γεμάτα αγκάθια και το πρόσωπό μου γεμάτο δάκρυα. Ο κύριος με το καπέλο περίμενε. Ανασήκωσα τα χέρια από κάπου για να πιαστώ και τα αγκάθια βυθίστηκαν κι άλλο στο δέρμα. Ανατρίχιασα, λες και μόνο τα αγκάθια ήταν που μ’έκαναν να ανατριχιάσω. Ακολούθησα το φως του αναπτήρα σαν υπνοβάτης. Από την άσφαλτο ερχόταν ακόμη η πρωινή λαστιχόσκονη. Μπροστά από το κρητικό καφενείο καθυστερήσαμε κι οι δυο το βήμα μας. Φύσηξε τον αντίχειρά του.
«Είμαι κι εγώ καπνιστής», προσφέρθηκα μες στους σπινθηρισμούς του δικού μου αναπτήρα. Ο σκοτεινός συνοδοιπόρος έβγαλε το καπέλο του. Το στριφογύρισε γρήγορα στα χέρια του. Ψέλλισε κάτι καθαρευουσιάνικα και μου το άφησε στα χέρια. Γεγονός που μου προκάλεσε έναν κάποιο δισταγμό. Σκέφτηκα πως με αυτήν του την κίνηση μου έδειξε πως χρειαζόταν κάποιου είδους βοήθεια. Προχώρησε όμως. Απομακρύνθηκε. Καπνός δίχως φωτιά. Το αναποδογύρισα κι εξέτασα την φίρμα από μέσα. Ήταν λευκό με μια μαύρη, τσόχινη κορδέλα που αυθόρμητα τη διέτρεξε το δάχτυλό μου γύρω τριγύρω. Έριξα μια ματιά στο εσωτερικό του μαγαζιού. Το μέσα σκοτάδι φαινόταν χειρότερο από το έξω. Βούλιαζες στην μαυρίλα προτού καλά καλά μπεις. Κι εκείνο το παλιομοδίτικο καπέλο που είχε βρεθεί στα χέρια μου δεν ήξερα πια τι να το κάνω. Το έβαλα στο κεφάλι για να απελευθερώσω τα χέρια. Έσπρωξα την τζαμένια πόρτα με τεντωμένα δάχτυλα. Οι μεντεσέδες έτριξαν στην ησυχία. Ο οξύς ήχος έκανε όλα τα κεφάλια να στρίψουν προς το μέρος μου, μέσα από τις κυρτωμένες τους πλάτες. Μόλις μπήκα όλοι σώπασαν και μόνο οι φλόγες από τα κεριά σάλευαν. Μέσα στο λιγοστό φως της κουζίνας, μου φάνηκε πως μια θηριώδης σιλουέτα έστριβε το μουστάκι. Από γύρω βραχνοί ψίθυροι περπάταγαν κάτω από τα τσιγκελωτά μουστάκια των θαμώνων. Έφταναν στα πόδια μου. Σκαρφάλωναν τη σκιά μου.
«Συγνώμη». Δεν φώναξα, όμως έτσι ακούστηκε.
«Καλησπέρα!» συνέχισα πιο χαμηλόφωνα. «Είμαι ο γιος του ξεσκονίστρα. Το ξεσκονιστράκι».
Εκείνη η ησυχία που απλώθηκε τότε, ήταν ανυπόφορη. Ήταν ντροπιαστική. Ούτε μια κουβέντα για τον πατέρα. Για τον σύντεκνο. Για τον εκλιπόντα, σε τελική ανάλυση. Όλοι όταν πεθαίνουν έχουν δικαίωμα στην τιμή, στο σεβασμό. Μας προσδίδει ένα κύρος ο θάνατος, ένα μεγαλείο. «Πέθανε ο τάδε» λες και σε πιάνει ένα δέος, «αιωνία του η μνήμη», κι ας μην τον θυμόταν στη γιορτή του ούτε η μάνα του, όσο ζούσε. Γι’ αυτό τοποθετείται στο τέλος της ζωής ο θάνατος. Δεν χρειάζεται βελτίωση. Όλοι ανεξαιρέτως πεθαίνουμε τέλεια, ολόσωστα, ακόμη κι αν δεν ξέρουμε πως να ζούμε.
Δυο μεταλλικοί ήχοι κι ένας πιο υπόκωφος, με επανάφεραν στη σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά μου. Τα μάτια μου τα ένιωσα στεγνά. Ανοιγόκλεισα τα μάτια. Πέρασε από μπροστά μου σαν κινηματογραφικό καρέ ο σερβιτόρος που έστρωνε σερβίτσιο στο μοναδικό άδειο τραπέζι. Έτριψα το πρόσωπό μου για να δόσω τέλος σε αυτήν την αίσθηση κι έσυρα την ξύλινη καρέκλα για να καθίσω. Έβγαλα το καπέλο και το σήκωσα ψηλά, σαν σύννεφο.
«Ξέρει κανείς σε ποιόν ανήκει αυτό το καπέλο;»
Σήκωσαν όλοι τα μάτια πάνω μου με ένα είδος απορίας. Κοίταζα μία το καπέλο, μία εκείνους. Όχι μόνο δεν μπορούσα να καταλάβω ποιοι ήταν όλοι αυτοί εκεί, αλλά και ποιος έλειπε. Κατά βάθος όμως μου ήταν όλοι παντελώς αδιάφοροι. Κι εκείνοι και το καπέλο τους. Αν μπορούσα να αποποιηθώ ακόμα και αυτήν την αναγκαστική επίσκεψη για να τους ενημερώσω, σίγουρα θα το είχα κάνει. Το παράτησα πάνω στο καλάθι με το ψωμί και στρογγυλοκάθισα. Σταύρωσα τεντωμένα τα πόδια κάτω από το τραπέζι. Ένα ποτήρι γεμάτο παγάκια και λιγοστό νερό βρίσκονταν ήδη ακουμπισμένα στο τραπεζομάντηλο. Το κατέβασα μονοκοπανιά. Ξαφνικά με έπιασε ένας βήχας εξωφρενικός. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι με ένα ποτήρι ρακί ανά χείρας.
«Πιες. Πιες. Πιες. Πιες», ακούστηκε σαν μπαλοθιές, από όλες τις μεριές.
«Κόβει το βήχα μαχαίρι».
Παραδόθηκα. Κάποιος μου κατέβασε το σαγόνι σαν μωρό και μου’ ριξε μέσα μια γουλιά. Όπως μου σκούπιζε το στόμα με τα δάχτυλά του, αντιλήφθηκα ότι βρώμαγε. Μου βγήκε μια μεγαλειώδης έκφραση αηδίας. Προσποιήθηκα αμέσως πως χασμουριόμουν. Ο καθείς και τα όπλα του. Δεν θα το διακινδύνευα να με αντιληφθούν οι τύποι αυτοί ότι τους σιχαινόμουν. Κι όμως. Κάτι μες στην τσίκνα με έκανε να νιώσω για λίγο ότι ήμουν ένα μαζί τους. Σαν να άνηκα ξαφνικά κι εγώ σε αυτό το άξεστο μπουλούκι. Εισχωρούσε από τα ρουθούνια μου η μυρωδιά του καμένου λίπους σαν ξενιστής και με άλλαζε. Με μεταμόρφωνε. Έπλεα σε ένα πέλαγο ανεξήγητης, βαθιάς, λυτρωτικής ηρεμίας.
«Τον Σήφη, ψάχνει”, έκανε στους θαμώνες ο καφετζής και μου γέμισε πάλι το ποτήρι.
“Μένω έκπληκτος με την ταχύτητα με την οποία έφτασαν τα νέα στα αφτιά σας”.
“Δεν είναι μπάτσος”, τους καθησύχασε.
Μπορούσα να τον διακρίνω στο ημίφως. Σαν περσικό γατί ήταν. Πλακουτσωτό προφίλ με μακριά μουστάκια. Εκείνος δεν με κοίταγε. Σέρβιρε ρακί. Γέμιζε δίπλα μαζί και το δικό του.
«Ο συγχωρεμένος, το απολωλός πρόβατο, έκανε λάθη μεγάλα. Πρώτα πρώτα, σου έδωσε το όνομα Κωνσταντίνος. Θα τρίζουν τα κόκαλα του παππού σου».
Γύρισε ξαφνικά και τα μάτια του μου φάνηκε πως έλαμψαν στο σκοτάδι. Με κοίταξε σαν να τον είχε προδώσει ο πατέρας με την ονοματοδοσία μου. Σαν να τους είχε όλους προδώσει.
«Πιες», σέρβιρε εμένα και τον εαυτό του. Έμεινε με το ποτήρι σηκωμένο κι έλεγε, έλεγε… Η φωνή του ακουγόταν σαν να μην έβγαινε από το δικό του στόμα. Σαν να έψελνε μιλούσε. Σήκωσα το ποτήρι μου κι εγώ με μια αίσθηση μετάνοιας. Τσούγκρισα και ήπια μονορούφι, στο όνομα του πατρός.
«Δεν μου είχε πει ποτέ τίποτα από όλα αυτά ο μπαμπάς».
«Στον βομβαρδισμό του Πειραιά τα παράτησε όλα και έφυγε νύχτα για Θεσσαλονίκη ο παππούς σου. Τον είχε καλέσει μυστικά ο ίδιος ο Βενιζέλος- ακούς; – ο Βενιζέλος, για να φτιάξουν την Εθνική Άμυνα. Καταφέρανε και τον διώξανε τον βασιλιά. Τον συνονόματό σου».
Τα ποτήρια γέμισαν πάλι.
«Να μην σου έχει πει τίποτα; Ο συγχωρεμένος είναι ασυγχώρητος. Δεν σου είχε πει ότι αν και αγράμματος ο παππούς, τον βοηθούσε να έχει αλληλογραφία με τον Βενιζέλο; Όσο ο Βενιζέλος ήταν στο εξωτερικό, ο Σήφης υπαγόρευε και ο ξεσκονίστρας που ήξερε γράμματα έγραφε. Γι’αυτό του είχε χαρίσει το άσπρο καπέλο. Έγραφε και λίγο τα δικά του βέβαια. Διάβαζε και λίγο όπως ήθελε τα λόγια του Βενιζέλου. Από τότε φαινόταν ότι ήταν στραβόξυλο. Όταν τον τσάκωνε ο παππούς, τον κρέμαγε ανάποδα στο δέντρο και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Το 1935 πέθανε από κάτι που έφαγε. Δηλητηριάστηκε; Πνίγηκε; Αλλά ευτυχώς, δεν πρόλαβε να δει την επιστροφή του βασιλιά, του Γεωργίου του Α’. Πού έχετε το καπέλο τώρα;”
Τα φώτα άναψαν κι έσβησαν πάλι και όλοι κουνήθηκαν από τις θέσεις τους. Η λάμψη πέρασε σαν λεπίδα μπροστά από τα μάτια μου. Tα ξαφνικά παράσιτα από τα ηχεία, μας έκαναν να φέρουμε τα χέρια ως τα αφτιά. Το φως μετά από λίγο ξανάρθε οριστικά. Και στα ηχεία τώρα ξελαρυγγιαζόταν σαν από πάντα η Carmina Burana. Φόρεσα εκείνο το λευκό καπέλο για να γλιτώσω από το ξαφνικό φως. Γυάλισα στο παντελόνι το μαχαίρι του σερβίτσιου και καθρεφτίστηκα πάνω του.
«Με αυτό το καπέλο δεν φαίνομαι καθόλου ρακένδυτος», φώναξα με μία δόση αυτοσαρκασμού.
«Ίσως θα έπρεπε να υιοθετήσω αυτό το Βενιζελικό στυλ».
Κανένας δεν αντέδρασε. Ούτε ένα αμήχανο χαμόγελο συγκαταβατικής συναίνεσης για τη φιλική μου διάθεση. Κόλλησα στα χείλη το Ρόθμανς μετανιωμένος για τον οικείο μου τόνο. Άρχισα να ψάχνω τον αναπτήρα μου απορημένος. Αφού ήμασταν από άλλη πάστα, τι με είχε πιάσει και παρίστανα τον χαρωπό χωριάτη; Έσφιξα τα χείλη στην πρώτη ρουφηξιά. Έπρεπε το στόμα μου να πειθαρχήσει κι αυτό στο μοναδικό σκοπό για τον οποίο είχα βρεθεί σε εκείνο το θλιβερό καφενείο και να αφήσω τις περιττές κουβέντες. Ο γέρος με το ασημοκίτρινο μουστάκι πλησίασε με ένα βάζο μέλι στα χέρι.
«Πάρε», είπε. «Μέλι από το νησί για την οικογένειά σου».
Τα μουστάκια του κάλυπταν τα χείλη κι αυτό με δυσκόλευε ακόμη περισσότερο να κατανοήσω την ήδη ακατανόητη προφορά του.
«Μήπως γνωρίζετε πότε θα έρθει ο Σήφης Παπαδάκης;»
«Ίντα λες;» Κούνησε το χαρακωμένο του χέρι. «Δεν αναγνωρίζεις τον ξάδερφό σου;»
Ξαφνικά όλοι στο καφενείο άρχισαν να χασκογελούν.
«Κόψε φάτσες και βγάλε συμπέρασμα», δυνάμωσε τη φωνή του.
Τα γέλια δυνάμωσαν κι αυτά. Κάποιοι σηκώθηκαν επιδεικτικά κι άρχισαν να αυτογελοιοποιούνται προς χάρη του άθλιου κοινού τους. Έσβησα το τσιγάρο με χέρι εκδικητικό. Η ανάγκη να εξαφανιστώ από την τραγελαφική ομήγυρη φαινόταν επιτακτικότερη από οτιδήποτε άλλο. Έσυρα την καρέκλα για να σηκωθώ, αλλά μαζί έσυρα και το βάζο. Ένας κεχριμπαρένιος χείμαρρος απλώθηκε παντού. Το χυμένο μέλι έμοιαζε με τα μαλλιά της Άννας, όταν έμενε ξαπλωμένη.
Ο κρητικός έβριζε για το χυμένο μέλι.
Από την πόρτα παρακολουθούσε αμίλητος ο Σήφης. Θηριώδης, μονοκόμματος. Σαν να κουβαλούσε την προτομή του έστεκε. Έφερε στο σώμα του την μακρινή έπαρση των Παπαδάκηδων. Σώμα ψηλό που κατέληγε σε μια ολοστρόγγυλη φαλάκρα. Προφίλ μακρύ, με ένα φούσκωμα σαν μπαλόνι να πανηγυρίζει στην άκρη της μύτης. Έτσι όπως είχε σταθεί μπροστά μου, έπρεπε να τον σπρώξω για να προχωρήσω. Και δεν ήταν του χαρακτήρα μου τέτοιου είδους βιαιότητες. Προτίμησα να κάνω πως δεν τον αναγνώρισα για να τον αποφύγω.
«Συγγνώμη, θα ήθελα να περάσω».
Πέταξε έξω το τσιγάρο επιδεικτικά, με ένα τίναγμα του αντίχειρα.
«Γιατί δεν ήρθες να μου τα δόσεις εσύ κι έβαλες την Νίτσα;»
Ύψωσε το χέρι μπροστά στο πρόσωπό μου. Κρατούσε σαν βεντάλια τα πιστοποιητικά. Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή που έλεγε πολλά όμως. Έκανα να περάσω.
«Πρέπει να πάω στο αμάξι».
«Ξέρεις τι είναι εκεί;»
Θα ορκιζόμουν ότι μου έδειχνε την πανσέληνο.
«Το φεγγάρι;» τραύλισα.
Μα εκείνος μου έδειχνε την πρόθεσή του. Με μια απότομη κίνηση πέταξε τα χαρτιά ψηλά. Ο αέρας τα ανέμιζε στο πεζοδρόμιο. Κατέληγαν άλλα στις πλάκες κι άλλα στ’ απόνερα.
«Δε μου λες, τι παριστάνεις με αυτό το καπέλο;»
Χαμήλωσα το κεφάλι και μουδιασμένος το έβγαλα. Ο Σήφης με δυο βήματα βρέθηκε μπροστά μου. Οι μύτες μας συγκρούστηκαν, καθώς σήκωνε τις φτέρνες.
«Έχουμε την ίδια ολοστρόγγυλη φαλάκρα», διαπίστωσε χαμογελώντας αφηρημένα.
«Σαν τρύπα. Κι εσύ όπως κι εγώ. Για να παίρνουν τα μυαλά αέρα, κι έτσι».
Άνοιξε το μπράτσο του:
Περπατήσαμε δυο βήματα μαζί. Γύρισα το κεφάλι πίσω, για να δω τα σκορπισμένα πιστοποιητικά.
«Σταμάτα να κοιτάς τα κωλόχαρτα».
Σήκωσα το βλέμμα πάνω από το ύψος του. Στο κεφάλι του χόρευαν δυο τρίχες στον βραδινό αέρα. Και πιο πάνω, όμοιο με τις φαλάκρες μας το φεγγάρι, στον ίδιο μαύρο ουρανό, μεσουρανούσε πίσω από τις αντένες των σπιτιών.