του Γιάννη Μουρτζόπουλου (*)
Μερικές σκέψεις για την ακουστική εμπειρία σε παραστάσεις αρχαίου δράματος, με αφορμή την «Ορέστεια» που σκηνοθέτησε ο Θόδωρος Τερζόπουλος
Καλή θέαση;
«…καλή θέαση!» ήταν η ευγενική παρότρυνση του εξυπηρετικού ταξιθέτη που με οδήγησε στην θέση που επί τούτου επέλεξα στο επάνω τμήμα του άνω διαζώματος, περίπου 50m από το κέντρο της ορχήστρας, περίπου 50 εκτός του άξονα συμμετρίας του κοίλου, το Σάββατο 13 Ιουλίου, για να παρακολουθήσω την “sold out” παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου.
Πέρα από τo ενδιαφέρον μου για την παράσταση, πρόθεση μου ήταν να καταγράψω τις εντυπώσεις της ακρόασης από αυτή την απομακρυσμένη θέση με ένα κατάμεστο θέατρο (πληροφορίες αναφέρονται σε περίπου 10000 θεατές/ακροατές) και με δεδομένη την πρόθεση του σκηνοθέτη να μην ακολουθήσει την συνηθισμένη πλέον πρακτική χρήσης μικροφώνων («ψείρες») για την ηλεκτροακουστική ενίσχυση του λόγου από τους ηθοποιούς. Από όσο γνωρίζω, μια αντίστοιχη προσέγγιση ακολουθήθηκε στην Επίδαυρο το 2011, στην παράσταση της Μήδειας σε σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα. Πιθανώς να υπήρξαν και άλλες πρόσφατες παραστάσεις που δεν χρησιμοποίησαν ενισχυμένο ήχο.
Στην απομακρυσμένη θέση που βρισκόμουν, στο κατάμεστο θέατρο, ο λόγος από τους ηθοποιούς έφτανε με πολύ καλή καταληπτότητα. Εκτιμώ, ότι η σκηνογραφική παρέμβαση του χαμηλού κυκλικού παταριού που κάλυπτε το κεντρικό τμήμα της ορχήστρας είχε κάποια μικρή αλλά αρνητική επίδραση στην καταληπτότητα και φυσικότητα του ήχου, αφού αλλοίωνε την ανάκλαση που κανονικά θα παραγόταν από το έδαφος της ορχήστρας. Η ανάκλαση αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική για τον ήχο που φθάνει στους ακροατές. Επιπλέον, η καταληπτότητα χειροτέρευε σε περιπτώσεις που οι ηθοποιοί μιλούσαν ενώ σέρνονταν πάνω στη σκηνή ή όταν ήταν στραμμένοι αντίθετα προς τη διεύθυνση του ακροατηρίου.
Η σχετικά αρνητική ακουστική συνεισφορά του παταριού που χρησιμοποιήθηκε ήταν αντιληπτή όταν οι ηθοποιοί μιλούσαν από την μικρή εξέδρα, κοντά στο σημείο που υπήρχε στην αρχαιότητα το σκηνικό οικοδόμημα και περίπου στο ύψος του αρχαίου προσκηνίου. Από εκεί, και παρόλη την αυξημένη απόσταση, ο ήχος της ομιλίας έφθανε πιο ενισχυμένος, με φυσικότερο ηχόχρωμα και μεγαλύτερο εύρος στις χαμηλές συχνότητες. Αυτό, γιατί από εκείνη τη θέση παραγόταν και η ανάκλαση από την μη καλυμμένη επιφάνεια της ορχήστρας.
Για πληρότητα, έχω διασταυρώσει και επιβεβαιώσει τις δικές μου παρατηρήσεις ακρόασης με αυτές έμπειρου συνεργάτη μου που καθόταν σε κεντρική θέση στο κάτω κοίλο, δηλαδή σε μικρότερη απόσταση από τους ηθοποιούς. Οι εντυπώσεις ακρόασης έγιναν συμπληρωματικά πολλών μετρήσεων στο άδειο θέατρο, ανάλυσης δεδομένων, υπολογιστικών εξομοιώσεων αλλά και παρακολούθησης παλαιοτέρων παραστάσεων τόσο στην Επίδαυρο, όσο και σε άλλα αρχαία θέατρα.
Η μοναδικότητα της Επιδαύρου
Η εμπειρία μου από την παράσταση επιβεβαίωσε τη μοναδικότητα και το μεγαλείο του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου, που ως τεχνολογικό επίτευγμα του αρχαίου πολιτισμού είναι αντίστοιχο σε διαχρονικότητα και σημασία με τα κείμενα του αρχαίου δραματολογίου για τα οποία σχεδιάστηκε να φιλοξενεί.
Για να κατανοήσουμε την εξαιρετική τύχη που έχουμε να μπορούμε να παρακολουθούμε εκεί τις παραστάσεις του αρχαίου δραματολογίου, ας αναλογιστούμε ότι:
Το θέατρο αυτό αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο – κτίσμα που επί 2500 χρόνια περίπου δεν έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις, εκτός από την καταστροφή του σκηνικού οικοδομήματος. Το αρχαίο αυτό θέατρο εμφανίζει μοναδική αισθητική αρτιότητα που προκαλεί δέος στον επισκέπτη και που είναι σε πλήρη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.
Ειδικότερα από την προοπτική του μηχανικού της ακουστικής, το θέατρο αποτελεί ένα πρωτοφανές παράδοξο: από πλευράς χρηστικότητας, λειτουργεί και σήμερα με τον ίδιο, άψογο τρόπο για τον οποίο σχεδιάστηκε 2500 χρόνια πριν και η ακουστική του συνεχίζει να καλύπτει σωστά τις σύγχρονες θεατρικές παραστάσεις σε μεγάλα ακροατήρια π.χ. 12000 ατόμων. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο ανθρώπινο κατασκεύασμα (εργαλείο, μηχάνημα, κλπ.) που να επιτυγχάνει κάτι αντίστοιχο σε τέτοια τεράστια χρονική περίοδο.
Για σύγκριση η ακουστική κάλυψη, για ακροατήριο αντίστοιχου μεγέθους, ακροατήριο για εκδηλώσεις που γίνονται σε άλλους ανοικτούς χώρους, απαιτεί ενεργοβόρες ηλεκτροακουστικές εγκαταστάσεις με ενισχυτές και ηχεία χιλιάδων Watt που χρειάζονται πολλές ανθρωποώρες στησίματος, ξεστησίματος και ρυθμίσεων. Η Επίδαυρος, επιτυγχάνει αντίστοιχο αποτέλεσμα χωρίς να χρειάζεται εξωτερική τροφοδοσία, π.χ. ηλεκτρική παροχή, είναι δηλαδή ένα σύστημα που σήμερα θεωρείται θεωρούμε ως ενεργειακά αυτόνομο και οικολογικό.
Εκτεταμένες μετρήσεις και υπολογιστικές αναλύσεις, τόσο από τη δική μας ομάδα, όσο και από άλλους συναδέλφους, επιβεβαιώνουν τη σχεδιαστική ακουστική αρτιότητα του θεάτρου αυτού, με τέλεια επιλεγμένες αναλογίες στις διαστάσεις και σχήμα των εδωλίων, κατάλληλη κλίση του κοίλου τόσο στο κάτω όσο και στο άνω διάζωμα, κλπ. Από όσο γνωρίζουμε, άλλα αρχαία θέατρα δεν είχαν πετύχει αυτή τη βέλτιστη επιλογή παραμέτρων ώστε να έχουν τόσο άριστη ακουστική.
Όπως γίνεται αντιληπτό από όλους /-ες που παρακολουθούν εκεί μια παράσταση αρχαίου δράματος, ο ήχος είναι φυσικός σε σχέση με τη χροιά και τις διακυμάνσεις της έντασης της ομιλίας και ο λόγος είναι επαρκώς καταληπτός, ανεξάρτητα της θέσης στο κοίλο. Βέβαια, προϋπόθεση είναι οι ηθοποιοί να εκφέρουν τον λόγο με αρκετή ψηλή ένταση και καθαρή άρθρωση. Ταυτόχρονα, ο ακροατής προσλαμβάνει μια ακριβή αντίληψη της θέσης και της απόστασης των πηγών – ομιλητών και του χορού σε σχέση με τη δική του θέση στο κοίλο, σε πλήρη ισορροπία με την πρόσληψη του τρισδιάστατου ακουστικού πεδίου. Αυτή η απόλυτα φυσική, μη παρεμβατική και διακριτική εμπειρία ακρόασης, απαιτεί επαυξημένη προσοχή και εμπλοκή με τα ηχητικά δρώμενα, μια μορφή συλλογικής «ενεργούς ακρόασης» που κατά τη γνώμη μου αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την σωστή πρόσληψη ενός αρχαίου δραματικού έργου.
Τίθεται λοιπόν το εύλογο ερώτημα του κατά πόσο είναι τεχνικά, ιστορικά ή και πολιτιστικά ορθή η χρήση επιπλέον μικροφωνικών εγκαταστάσεων για την ενίσχυση του λόγου από τους/-τις ηθοποιούς στο θέατρο αυτό ή και σε άλλα αντίστοιχα θέατρα. Στο ερώτημα αυτό θα καταθέσω την προσωπική μου άποψη που μαζί με ορισμένα στοιχεία, ελπίζω να συνεισφέρουν στον τρέχοντα, γόνιμο διάλογο που συνήθως επικεντρώνεται μόνο σε θέματα ερμηνείας, σκηνοθετικής προσέγγισης, σκηνογραφίας, κλπ.
Τα θεατρικά προσωπεία
Να ξεκαθαρίσω ότι αυτή η συζήτηση δεν αφορά την δυνατότητα ιστορικά επακριβούς ακουστικής αναπαραγωγής του αρχαίου δράματος, δηλ. όπως γινόταν την εποχή εκείνη αφού αρχικά υπάρχει κενό στη σημερινή γνώση μας για τον τρόπο εκφοράς του αρχαίου ελληνικού λόγου. Υπάρχουν και άλλοι τεχνικοί παράγοντες που ηχητικά διαφοροποιούν τις σύγχρονες από τις αρχαίες παραστάσεις ακόμη και στο θέατρο της Επιδαύρου το οποίο λόγω καλής τύχης-συγκυρίας δεν έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις. Αρχική διαφοροποίηση είναι η απουσία σκηνικού οικοδομήματος από το οποίο στην αρχαιότητα οι ηθοποιοί εκτελούσαν τους ρόλους τους, ενώ ο χορός δρούσε από την ορχήστρα όπου σήμερα έχει μεταφερθεί η σκηνική δράση.
Μια δεύτερη σημαντική διαφοροποίηση είναι ότι σε όλες τις αρχαίες παραστάσεις, οι ηθοποιοί είχαν καλυμμένο το πρόσωπο και πιθανώς όλο το κεφάλι τους με τα θεατρικά προσωπεία. Τα προσωπεία αυτά, πέρα από την αλλοίωση της οπτικής εμφάνισης και την εξάλειψη οποιουδήποτε δραματικού στοιχείου έκφρασης στην θέαση του προσώπου και της ερμηνείας, αποτελούσαν ένα ατομικό ακουστικό εργαλείο αλλοίωσης της έντασης, χροιάς και χωρικής ακουστικής εκπομπής από τον ηθοποιό. Επιπλέον της αδυναμίας ακουστικής επικοινωνίας με τον «έξω κόσμο», οι ηθοποιοί με τα προσωπεία θα είχαν και ελάχιστες δυνατότητες οπτικής επαφής και κατ’ επέκταση κινητικότητας: στα προσωπεία, οι τρύπες για τα μάτια είναι μικρές και το οπτικό πεδίο είναι περιορισμένο. Αν προσθέσουμε και τους περιορισμούς χρήσης κοθόρνων, ειδικής ένδυσης και κίνησης στο περιορισμένων διαστάσεων προσκήνιο, τότε αντιλαμβανόμαστε την επαυξημένη σημασία μετάδοσης των δραματικών στοιχείων του έργου κυρίως μέσα από τον λόγο, αφού η κίνηση και έκφραση του προσώπου δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί. Τα στοιχεία μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το αρχαίο θέατρο ήταν κυρίως θέατρο λόγου με περιορισμένη οπτική δράση εξ ου και η σημασία της κατάλληλης ακουστικής του θεάτρου.
Η ακουστική λειτουργία και χρήση των αρχαίων θεατρικών προσωπείων αποτελεί αντικείμενο δικής μας έρευνας (σε συνεργασία με τον σκηνογράφο Θάνο Βόβολη). Συνοπτικά, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια μιας αρχαίας παράστασης, οι ηθοποιοί θα οδηγούνταν σε μια ξεχωριστή ακουστική κατάσταση απομόνωσης από τον εξωτερικό κόσμο και εν δυνάμει, σε μια μορφή έκστασης λόγω της υψηλής στάθμης που θα άκουγαν την δική τους φωνή μέσα στο προσωπείο.
Για τους παραπάνω λόγους ο ήχος που σήμερα προσλαμβάνουμε σε μια σύγχρονη παράσταση, είτε με ή χωρίς «ψείρες» θα είναι διαφορετικός από αυτόν που αποτελούσε το δεδομένο κατά την αρχαιότητα. Συνεπώς, θα συνοψίσω τις τεχνικές και αντιληπτικές διαφορές του ήχου που παράγεται με ή χωρίς ενίσχυση, με βάση τα σημερινά κριτήρια και δεδομένα.
Με ή χωρίς «ψείρες» ;
Είναι απόλυτα φυσικό ότι σήμερα, οι κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές συνθήκες απαιτούν προσαρμογή ή και ελεύθερη προσέγγιση του αρχαίου δραματολογίου, ξεκινώντας από το κείμενο που μεταφράζεται στη σύγχρονη γλώσσα. Περνώντας στο ηχητικό αποτέλεσμα της εκφοράς του λόγου, είναι προφανές ότι όταν χρησιμοποιηθούν μικρόφωνα, ειδικά τα μικρά ασύρματα φορητά μικρόφωνα («ψείρες»), οι ηθοποιοί έχουν την ευκολία να μιλούν σε χαμηλότερη στάθμη, πιο φυσική άρθρωση και ρυθμολογία (δηλ. με ομιλία παρόμοια με αυτή της καθημερινής επικοινωνίας). Έτσι η προετοιμασία για την παράσταση δεν απαιτεί μακροχρόνια και επίπονη προσαρμογή και εκπαίδευση στις ιδιαίτερες απαιτήσεις εκφοράς λόγου στο μεγάλο θέατρο. Ανάλογη ελευθερία δίνεται και στο σκηνοθέτη που έχει μεγαλύτερη ευελιξία στην καθοδήγηση των ηθοποιών και στην χωροθέτηση της κίνησης τους. Από την πλευρά των ακροατών, η αυξημένη ένταση του ήχου δεν απαιτεί την επαυξημένη προσοχή τους και εν δυνάμει επιτρέπει την άριστη καταληπτότητα της ομιλίας ακόμη και σε σημεία που οι ηθοποιοί μιλούν σε πολύ χαμηλές στάθμες, ή το ακροατήριο ή και το εξωτερικό περιβάλλον είναι θορυβώδες. Σημειώνουμε ξανά ότι σε κανονικές συνθήκες η καταληπτότητα είναι σχεδόν άριστη και χωρίς ενίσχυση.
Όμως στην πράξη η ηχητική αναπαραγωγή από την ηλεκτροακουστική εγκατάσταση, όσο άρτια και αν είναι, γίνεται άμεσα αντιληπτή ειδικά αν δημιουργούνται ακουστές παραμορφώσεις και παρεμβολές. Αναγκαστικά η ηλεκτροακουστική αναπαραγωγή γίνεται μέσα από ηχεία αναρτημένα / τοποθετημένα είτε δεξιά – αριστερά είτε περιμετρικά της ορχήστρας, δηλαδή σε θέσεις όχι ταυτόσημες με τις θέσεις των ηθοποιών που παράγουν το ηχητικό σήμα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πολλαπλούς χρόνους άφιξης του ήχου από τα απομακρυσμένα ηχεία που σε ορισμένες θέσεις του ακροατηρίου γίνεται έντονα αντιληπτή ως φαινόμενα ηχούς (“double talk”). Σε πολλές περιπτώσεις είναι επίσης υπαρκτό το πρόβλημα των μικροφωνισμών που δημιουργούνται από τις ανακλάσεις του ήχου στο κοίλο που ανατροφοδοτείται από τα μικρόφωνα στα ηχεία.
Ακόμη και αν ελαχιστοποιούνται τα παραπάνω προβλήματα και δεν γίνονται αντιληπτά από τον μη ειδικό ακροατή, επειδή όλα τα μικροφωνικά σήματα αναπαράγονται μέσα από ηχεία τοποθετημένα σε συγκεκριμένες θέσεις, ο ακροατής χάνει τη δυνατότητα εντοπισμού της θέσης και ακουστικής ταυτοποίησης του ομιλητή και ο ήχος είναι αναγκαστικά μονοδιάστατος, δηλαδή προερχόμενος κυρίως από τη διεύθυνση των ηχείων. Στον παρακάτω πίνακα θα αντιπαραβάλω τα υποκειμενικά και αντικειμενικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τη φυσική ακρόαση («χωρίς ψείρες») και αυτήν με ηλεκτροακουστική ενίσχυση του λόγου, ειδικά στο θέατρο της Επιδαύρου. Σημειωτέο ότι οι παρατηρήσεις δεν αφορούν την αναπαραγωγή μουσικής επένδυσης ή εφέ από ηχεία, αφού αποτελεί ηχητική συνοδεία που δεν επηρεάζεται στον ίδιο βαθμό από τις παραμέτρους που αναφέρω. Επιπλέον, η ανάλυση δεν αφορά αρχαία ωδεία (όπως το Ηρώδειο) που από την αρχαιότητα ως και σήμερα εμφανίζουν διαφορετικά ακουστικά χαρακτηριστικά από αυτά των ανοικτών θεάτρων.
Φυσική ομιλία
|
Ενισχυμένη ομιλία |
ως προς την ακρόαση της παράστασης
|
|
Φυσικός, μη παρεμβατικός ήχος | Τεχνητός, παρεμβατικός ήχος |
Καταληπτός λόγος, για δυνατή ομιλία και χαμηλό θόρυβο | Καταληπτός λόγος, ανεξάρτητα από τη στάθμη ομιλίας και θορύβου |
Αντίληψη της θέσης και ακουστική ταυτοποίηση ομιλητών | Αδυναμία ακουστικού προσδιορισμού ομιλητή |
Φυσική χροιά και έκταση δυναμικών της ομιλίας | Πιθανές αλλοιώσεις της χροιάς και της δυναμικής της ομιλίας |
Φυσική αντίληψη του τρισδιάστατου ακουστικού πεδίου | Υπέρθεση μονοδιάστατου τεχνητού ακουστικού πεδίου |
Αυξημένη προσοχή κατά την ακρόαση | Ακρόαση χωρίς έντονη προσοχή ή προσπάθεια |
Απουσία παραμορφώσεων στον ήχο | Πιθανές παραμορφώσεις και μικροφωνισμοί στον ήχο |
ως προς την παραγωγή της παράστασης
|
|
Εκπαίδευση ηθοποιών για δυνατή ομιλία και κατάλληλη άρθρωση | Ευελιξία στον τρόπο ομιλίας και εκφοράς του λόγου |
Περιορισμοί στη θέση των ηθοποιών | Ευελιξία στη θέση των ηθοποιών, δυνατότητα χρήσης εφέ |
Ανάγκη προσαρμογής στη ακουστική και στο επίπεδο θορύβου του εκάστοτε θέατρου | Ο μηχανικός ήχου προσαρμόζει τον ήχο στις συνθήκες του χώρου |
Ηχεία, μόνο για την αναπαραγωγή μουσικής ή εφέ | Μεταφορά / τοποθέτηση / ρύθμιση πλήρους ηχητικής εγκατάστασης |
Μικρό ή μηδενικό κόστος για εξοπλισμό και τεχνικό προσωπικό | Αυξημένο κόστος για εξοπλισμό και τεχνικό προσωπικό |
Μια προσωπική άποψη
Θεωρώ σωστή την επιλογή του Θόδωρου Τερζόπουλου να πάει αντίθετα στις σύγχρονες πρακτικές και να μην χρησιμοποιήσει ηλεκτροακουστική υποβοήθηση στην παράσταση της τριλογίας της Ορέστειας που παρακολούθησα στην Επίδαυρο. Ως ακροατής καταθέτω την αίσθηση μιας συλλογικής εμπειρίας εμβύθισης στο δύσκολο κείμενο του έργου από ένα πολυπληθές αλλά ήσυχο ακροατήριο. Όπως ανέφερα και παραπάνω, πιστεύω ότι αυτή η συμμετοχική εμπειρία δημιουργείται από την ενεργή και προσεκτική ακρόαση του λόγου των ηθοποιών. Σε τέτοιες συνθήκες, η πρόσληψη του τρισδιάστατου ακουστικού χώρου του θεάτρου, της φυσικής θέσης των πηγών / ομιλητών και της σκηνικής δράσης και του διευρυμένου σκηνικού από το φυσικό περιβάλλον του θεάτρου, οδηγεί σε μια ολιστική και σε σημεία υπερβατική εμπειρία. Θεωρώ ότι αυτή η ακουστική εμπειρία δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά με τα υπάρχοντα τεχνικά μέσα ηλεκτροακουστικής αναπαραγωγής και εκτιμώ ότι αναδυόμενες τεχνολογίες (π.χ. WFS, HOA, κλπ.) θα απαιτήσουν ασύμφορο αριθμό ηχείων και πολυπλοκότητας για να προσεγγίσουν την απόδοση της φυσικής αναπαραγωγής του ήχου στο θέατρο αυτό. Ως μηχανικός και ερευνητής με πάνω από 35 χρόνια εμπλοκή σε σύγχρονες τεχνολογίες του ήχου, θεωρώ ότι σε αυτή την περίπτωση η υπεροχή τεχνολογικών λύσεων που δόθηκαν 2500 χρόνια πριν, αποτελεί ένα μάθημα για τη σχετικότητα της έννοιας της προόδου. Παραφράζοντας τη θεματολογία της 3ης πράξης της Ορέστειας, οι νέοι θεοί, δεν προσφέρουν κάτι χρησιμότερο από ότι μας δόθηκε από τους παλιούς θεούς.
…. και μια μικρή σήμανση
Στην τέχνη δεν υφίσταται λογική της «μίας αλήθειας» και πολύ περισσότερο στην καλλιτεχνική έκφραση δεν νοείται κάποια μορφή αστυνόμευσης και περιορισμών, ειδικότερα εδώ ως προς τη μέθοδο ακουστικής αναπαραγωγής που θα πρέπει να ακολουθείται σε τέτοιες παραστάσεις στην Επίδαυρο ή και σε άλλα αρχαία θέατρα.
Όμως θέλω να προσθέσω μια δική μου πρόταση προς τους θεσμοφύλακες των σχετικών εκδηλώσεων, δηλ. τη διοίκηση του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου και κατ’ επέκταση προς το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Με δεδομένη την ιστορική και διεθνώς αναγνωρισμένη ακουστική μοναδικότητα του χώρου της Επιδαύρου, προτείνω στο πρόγραμμα του φεστιβάλ να προστίθεται μια μικρή σήμανση για την κάθε εκδήλωση, που να πληροφορεί αν θα χρησιμοποιηθεί η όχι μικροφωνική ηλεκτροακουστική για υποβοήθηση στις φωνές των ηθοποιών και του χορού.
Μια τέτοια σήμανση θα αποτελεί το ελάχιστο δείγμα σεβασμού προς τα επιτεύγματα της αρχαίας κοινωνίας που γέννησε την τέχνη του θεάτρου και ελπίζω σε βάθος χρόνου να ευαισθητοποιήσει το κοινό αλλά και τους δημιουργούς για τη σημασία των καταλλήλων συνθηκών ακρόασης των παραστάσεων αρχαίου δράματος, ειδικά σε αυτόν τον μοναδικό χώρο. Ελπίζω ότι κάποτε στο μέλλον οι ταξιθέτες να εύχονται όχι μόνο «καλή θέαση», αλλά και «καλή ακρόαση»!
(*) Ο Γιάννης Μουρτζόπουλος είναι ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών. Υπηρέτησε το αντικείμενο της Ηλεκτροακουστικής και Ψηφιακής Τεχνολογίας Ήχου στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών και έχει εκτεταμένη και διεθνώς αναγνωρισμένη ερευνητική δραστηριότητα στις παραπάνω περιοχές. Παράλληλα ασχολείται εδώ και 25 περίπου χρόνια με την ακουστική των αρχαίων θεάτρων και συμπροέδρευσε 2 διεθνών συνεδρίων που συνδιοργανώθηκαν με αυτό το αντικείμενο από το Ελληνικό Ινστιτούτο Ακουστικής και την Ιταλική Ακουστική Εταιρεία . Τα πρακτικά των συνεδρίων και δημοσιεύσεις βρίσκονται στο σύνδεσμο: https://www.eaa-saat.eu/.
Λεπτομερέστερα στοιχεία δίνονται και σε παρουσιάσεις αναρτημένες στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=J9JJVVyVy50&t=276s
https://www.youtube.com/watch?v=_9SGlk4A9nY&t=11s