Μάτση Χατζηλαζάρου: Από την ποίηση στη μύηση

1
3109

 

Της Άννας Λυδάκη(*).

Η ποιήτρια Μάτση Χαζηλαζάρου γεννήθηκε το 1914 στη Θεσσαλονίκη και εμφανίζεται με την πρώτη της συλλογή το 1944 (Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης) υπογράφοντας ως Μάτση Ανδρέου. Άλλα έργα της είναι: Δύο διαφορετικά ποιήματα, Κρυφοχώρι, Τα λόγια έχουν κρόσσια, Εκεί-πέρα εδώ, -με την αφιέρωση στον Αντρέα- 7Χ3, εφτά γραπτά στα ελληνικά. Η θυελλώδης σχέση της με τον Ανδρέα Εμπειρίκο κι ο γάμος της μαζί του (τρίτος για εκείνη), ο έντονος ερωτικός δεσμός της με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά, τον Βιλατό και τον Καστοριάδη, υποδεικνύουν μια παράφορη φύση που καθοδηγείται από την επιθυμία, σημειώνει η Λαμπρίνα Μαραγκού, η οποία εμπνέεται από τη Χατζηλαζάρου και την  περιπετειώδη ζωή της και προσεγγίζει ερμηνευτικά, με οξυδέρκεια, ευαισθησία και γνώση το έργο της ποιήτριας.

Η Μαραγκού βυθίζεται με ένα ιδιαίτερο τρόπο στην ποίηση της Χατζηλαζάρου, «ακούει» την κραυγή του πάθους της να καταγγέλλει το «μέτρο» του συναισθήματος και ανακαλύπτει τα νεύματα της ψυχής προς το σώμα κι έναν έρωτα συμπαντικό που πάνω σ’ αυτόν δομείται η ουσία της ποίησής της. Η συγγραφέας διακρίνει στην ποιήτρια την κυριαρχία του ενστίκτου και την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες της με λέξεις, σε μια άκρως παθιασμένη σχέση μαζί τους. Ως αρχετυπική φιγούρα, γράφει, παραπέμπει στη θεά κυνηγό του έρωτα, που αναζητά σύντροφο εκτός συνόρων και ορίων με γνώμονα την ικανοποίηση ενός ίμερου φανταστικού που προσιδιάζει στη σεξουαλική έκφανση του πρωτόγονου ενστίκτου.

Η ένταξη της Μάτσης Χατζηλαζάρου σε κάποιο ποιητικό ρεύμα δεν είναι δυνατή. Στην ποίησή της η Μαραγκού εντοπίζει έναν ιδιόρρυθμο, ανατρεπτικό μοντερνισμό, στον οποίο η κανονικότητα διαρρηγνύεται από μια κυρίαρχη λίμπιντο που αναδύεται μέσα από τη θλίψη της απουσίας και την ταυτόχρονη αναμονή για την επιστροφή του αντικειμένου του πόθου.

Η συγγραφέας βλέπει στο έργο της ποιήτριας την Αφροδίτη, άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε φωτισμένη και η διάχυση του μαγικού ερωτισμού έχει ως βάση την υπεροχή της γυναικείας νοητικής και σωματικής παρουσίας. Της γυναίκας που έχει τη δύναμη να ναρκώνει το παρελθόν και να «αγγίζει» την αγαπημένη μορφή σε μιαν άλλη διάσταση, ημι-άυλη, όπως ακριβώς έχει εγγραφεί στη μνήμη. Έτσι, αυτή η φευγαλέα μορφή αποκτά υπόσταση μέσα από την αναζήτηση, ενώ ταυτόχρονα λησμονείται η εγκατάλειψη, και η αναμονή εκείνου που έφυγε δεν φαίνεται να είναι μάταιη: «…η φωτογραφία σου ακόμα πιο κοντύτερά μου απ’ οποιονδήποτε άντρα…», γράφει η Χατζηλαζάρου. Και αλλού «…μα αυτός είναι / ήρθε να ξανασμίξουμε,/  εσύ μου ξανάρχεσαι, εσύ μ’ αγαπάς ακόμα, εσύ με γυρεύεις // όχι, δεν είναι αλήθεια, / ναι, είναι αλήθεια».

Η Μαραγκού θαυμάζει τη δύναμη της Χατζηλαζάρου να εκφράζει τα συναισθήματα που προκαλούνται από την απουσία του ιδανικού εραστή (πραγματικού ή φανταστικού, δεν έχει σημασία), την απουσία του έρωτα γενικά που, όμως, είναι εσαεί παρών σε μια κατάσταση διαρκούς αναμονής.  Και τελικά η μνήμη –ή η φαντασία- είναι σαν να δίνει πραγματική υπόσταση σ’ ένα πρόσωπο που έχει φύγει ή δεν υπήρξε ποτέ. Η Χατζηλαζάρου έτσι πορεύεται στο σύμπαν με σύμμαχο τα λόγια και τα βλέμματα, με τη φωτιά που άλλοτε την καίει και άλλοτε τη ζεσταίνει. «Η σκιά αργά / τ’ απόγεμα ξαπλώνει // ναι χάδια ζητά / μιαν άχνα του γιασεμιού / μιας χρυσόμυγας φτερό // γυμνή παλάμη / είν’ απόψε το κορμί μου // σφοδρές ορέξεις / θυμάμαι για ανθρώπους / για δάση για τη Δήλο …» Στην ποίησή της φαίνεται πως «οι ιστορίες του έρωτα δεν τελειώνουν, δεν αρχίζουν. Απλά υπάρχουν και είναι αυτές που είναι. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν όπου υφίσταται ο ποιητικός λόγος ως λόγος ύπαρξης, ως δεδομένη ανάσα για τη ζωή», όπως σημειώνει η συγγραφέας.

Η Μαραγκού παρατηρεί ότι ο έρωτας εναλλάσσεται με τον θάνατο, καθώς ο εραστής χάνεται στο πρόσωπο του ερωμένου, και πιστεύει ότι η τραγικότητα είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ποιητική αρμονία. Με το πένθος αναδύονται οι κρυφές δυνάμεις της ψυχής, το μέτρο της αντοχής και η γνώση. Και κάθε ύπαρξη βιώνει τον βίο και τη βία με τον δικό της τρόπο, με τις δικές της μυητικές δυνατότητες.

Αντί επιλόγου η συγγραφέας παραθέτει ένα ιδιάζον ποίημα της Χατζηλαζάρου, γραμμένο σε πεζό και έμμετρο λόγο που φανερώνει την αναζήτηση του ιδεατού τόπου όπου όλα συμβαίνουν και όλα καταργούνται συγχρόνως. Αυτό το αντιφατικό στοιχείο του ανθρώπινου βίου, όπου συνυπάρχουν το πάθος με το πένθος, ο έρωτας με τον θάνατο, συγκινούν τη Λαμπρίνα Μαραγκού που με αφορμή την ποίηση της Χατζηλαζάρου παρουσιάζει με εξαιρετικό τρόπο σκέψεις για τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο.

(*) Η Άννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

INFO:Λαμπρίνα Α. Μαραγκού, Μάτση Χατζηλαζάρου. Από την ποίηση στη μύηση, Παπαζήση, Αθήνα 2016.

Προηγούμενο άρθρο“Δεν είμαστε πλασμένοι για να βλέπουμε τα θαύματα” (Ζωή Καρέλλη, Δ. Δασκαλόπουλος, Ε. Μπελιές, Ελ.Κυρίτση)
Επόμενο άρθροΣυζητήσεις για τη λογοτεχνία στο διαδίκτυο (της Βενετίας Αποστολίδου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. ανυπερβλητη η προσεγγιση σου στο εργο της Ματση υπερρεαλιστρια στη ζωη και στον ερωτα βαθεια μεσα στις βλεβες της κυλα ο ερωτας …..

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ