Ο κήπος που μιλάει (της Άννας Λυδάκη)

0
690

 

Της Άννας Λυδάκη

Η λέξη «κήπος» στον τίτλο του βιβλίου της Καρολίνας Μέρμηγκα μού έφερε στο μυαλό το βιβλίο του Peter Wohlleben Η μυστική ζωή των δέντρων (εκδ. Πατάκη), στο οποίο ο συγγραφέας μιλάει όντως για μια μυστική ζωή που υπάρχει στο δάσος, για δέντρα που έχουν μνήμη και συναισθήματα, φροντίζουν τα αδύναμα, παθαίνουν εγκαύματα, κάνουν ρυτίδες, επικοινωνούν, «μιλούν» σ’ εκείνους που μπορούν να ακούσουν τους ψιθύρους τους…

Αυτό με έκανε να σκεφτώ πως η Μέρμηγκα αφουγκράστηκε τα δέντρα στον Εθνικό Κήπο κι εκείνα της «μίλησαν» -κατά κάποιον τρόπο- για τη ζωή των προγόνων τους και για τη «θετή μητέρα» τους, την  Αμαλία, τη βασίλισσα της Ελλάδας από το 1837 έως το 1862, η οποία τα φρόντισε και τα μεγάλωσε, αφού τα πιο πολλά αλλού γεννήθηκαν κι αλλού βρέθηκαν να ζουν. Ίσως αυτό να ήταν το πρώτο έναυσμα, για να γεννηθεί μια φανταστική ιστορία, μια μυθοπλασία για τη μυστική, την εσωτερική ζωή της γυναίκας που, σε αντίθεση με τα δέντρα της που ρίζωσαν, εκείνη ξεριζώθηκε από τον τόπο που αγάπησε πολύ.

Από την άλλη, κρίνοντας και από τα προηγούμενα βιβλία της συγγραφέως, (Ο Έλληνας γιατρός, εκδ. Μελάνι, Κάτι κρυφό μυστήριο, εκδ. Μελάνι, Δέκατος χρόνος εκδ. Αλεξάνδρεια κ.ά.) είναι φανερό ότι η συγγραφέας έχει πάθος για την ιστορία -αρχαία και νεότερη. Το ίδιο πάθος φαίνεται και τώρα: Εντρυφά στην ελληνική ιστορία της εποχής για να γνωρίσει σε βάθος το πλαίσιο μέσα στο οποίο έζησε η Αμαλία και αυτό γίνεται η βάση της δημιουργίας της δικής της Αμαλίας, της μυθοπλαστικής.

Το μυθιστόρημα της Μέρμηγκα ξεκινά το 1830, όταν ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας μαθαίνει ότι δεν θα γίνει μοναχός, αλλά βασιλιάς της Ελλάδας. Τότε  τα πρωτοτόκια δεν άφηναν τίποτα για τους δευτερότοκους. Και οι Σταυροφορίες, έχει γραφτεί ότι, έτσι ξεκίνησαν: από δευτερότοκους πρίγκιπες και επαίτες που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Ο Όθων «φαίνεται» τυχερός (;).

Την ίδια χρονιά μια δεκατετράχρονη δούκισσα, η Αμαλία-Μαρία-Φρειδερίκη, η μικρή Μάλε, τον έχει ήδη ερωτευτεί από ένα πορτρέτο του.

Εκείνος δεκαεφτάχρονος «χρυσογάλανος πρίγκιπας» θα φθάσει σε μιαν άγνωστη χώρα, στην Ελλάδα, το 1833 με την Αντιβασιλεία και τους Βαυαρούς στρατιώτες του: «Πρόσωπα ξανθωπά με μάτια σαν νερωμένα από το πολύ και απότομο φως που έπεσε καταπάνω τους», γράφει η Μέρμηγκα, και φοβισμένοι από τις τρομερές ιστορίες που έχουν ακούσει για τον Κολοκοτρώνη, ανησυχούν μήπως αυτός ο «γίγαντας», ο «Κύκλωπας» τους ρίξει στη θάλασσα.

Εκείνη, ερωτευμένη από την εφηβεία της και νιόπαντρη θα έρθει στην Ελλάδα το 1837 με τις κυρίες των τιμών και με την αγαπημένη της Νόρντεν που τη μεγάλωσε και, ζαλισμένη από το ταξίδι, εκπλήσσεται που μπορεί να γίνεται χορός στο κατάστρωμα του πλοίου Φλεβάρη μήνα.

Στο βιβλίο της Μέρμηγκα «παρελαύνουν» όλα τα γνωστά πρόσωπα της εποχής, οι αγωνιστές και οι Φαναριώτες, οι πολιτικοί και ο απλός λαός που αγκαλιάζει την Αμαλία, οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων… Καταγράφεται ο ρόλος της Ευρώπης  και τα δάνεια που δεν αποπληρώνονται… Και ακόμη στο βιβλίο εμφανίζονται χήρες και κόρες ηρώων του 21, έρωτες νόμιμοι και παράνομοι, συναντήσεις κρυφές και φανερές. Γυναίκες μοιραίες -όπως η Τζέιν και η Λόλα Μοντέζ, που την ερωτεύτηκε ο Λεοπόλδος. Γυναίκες αλλοπαρμένες όπως η Δούκισσα της Πλακεντίας που ζει με τη νεκρή κόρης της και χτίζει παλάτια αφήνοντάς τα ατελείωτα φοβούμενη την προφητεία πως όταν ολοκληρωθεί το κτίσιμο ενός σπιτιού της, εκείνη θα πεθάνει. Περιηγητές και επισκέπτες της χώρας όπως ο Φλομπέρ, ο παραμυθάς Άντερσεν, η νοσοκόμα Φλόρενς Νάιτινγκέιλ, η συγγραφέας Φρεντρίκα Μπρέμερ… Ντόπιοι και Ευρωπαίοι, ντόπιες και Ευρωπαίες συνομιλούν στον δρόμο, στα ανάκτορα, σε απόκρυφα μέρη και στο καφενείο η Ωραία Ελλάς που άνοιξε το 1836 ένας Ιταλός με το όνομα Μπέλλα Γκράτσια.

Τα γεγονότα και οι κρυφές και φανερές δράσεις των ανθρώπων της εποχής αναπλάθονται και γίνονται το φόντο, ένα μείγμα ιστορίας και μυθοπλασίας, για να αναδυθούν οι ήρωες του μυθιστορήματος. Η συγγραφέας τους «ζωντανεύει», εμπνέεται και καταγράφει φανταστικούς διαλόγους και στιγμιότυπα μεταξύ τους που φανερώνουν το ύφος και την προσωπικότητά τους, τον ρόλο τους στην επίσημη ιστορία της εποχής, αλλά και κυρίως στην ιστορία που αφηγείται η Μέρμηγκα. Γίνονται μυθιστορηματικοί ήρωες.

Ακόμη ανέκδοτες ιστορίες παρεμβάλλονται: «Ακούμε», για παράδειγμα, τον Κολοκοτρώνη να φωνάζει στον Πλαπούτα, όταν το τσάμικο ακολουθεί το γερμανικό βαλς και τον βλέπει να αρχίζει τις φιγούρες πηδώντας, στριφογυρίζοντας και πετώντας ψηλά τα τσαρούχια του: «-Τον νου σου, Μήτσο. Σιγά τον πολυέλαιο». Σε ένα χορό στο παλάτι, σημειώνει η συγγραφέας, όπου συνυπάρχουν φουστανέλες και φράκα, φέσια και ημίψηλα καπέλα, μακριά γένια και γυριστά μουστάκια, γυναίκες ντυμένες με παραδοσιακές στολές και άλλες σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μόδα.

Στο βιβλίο ο τριτοπρόσωπος αφηγητής των γεγονότων εναλλάσσεται με τις σκέψεις και τα συναισθήματα της Αμαλίας που καταγράφονται άμεσα, σε πρώτο πρόσωπο, μιλά η ίδια: «Η μαγεία της Ελλάδας. Είμαι εδώ με τον άντρα μου, και είμαστε νέοι κι ερωτευμένοι. Τι άλλο θα μπορούσα να θέλω;» Για εκείνη είναι η πιο όμορφη χώρα του κόσμου, ο καλύτερος λαός, οι πιο ωραίες κοπέλες… (Και μιλάμε για έναν τόπο με χώματα και πέτρες, με λιμνάζοντα νερά που προκαλούν κακούς πυρετούς και ελονοσία, με πολλή ζέστη…)

Η Αμαλία υποφέρει αλλά εύχεται «μόνο να μη μας πάρει ο Θεός απ’ αυτόν τον τόπο.  Κάθε μέρα που περνάει αγαπώ αυτή τη χώρα περισσότερο», γράφει στον πατέρα της, τον μέγα δούκα του Ολδεμβούργου, ενώ ταλαιπωρείται στα κατσάβραχα και τους γκρεμούς, υποφέρει από τα ζωύφια και στην εξοχή κοιμάται όπου βρει. Ο πατέρας της όμως ανησυχεί γιατί ξέρει ότι οι λαοί χρειάζονται τη συνέχεια μιας δυναστείας για να υπάρξουν. Κι εδώ χρειάζεται ένας Ελληνορθόδοξος διάδοχος.

Η Αμαλία με το άλογο της κάνει μεγάλες βόλτες, «εισπράττει» την αγάπη του κόσμου και προσπαθεί να μάθει λέξεις στα ελληνικά (έχει βάλει στόχο σε λίγους μήνες να μη χρειάζεται διερμηνέα) και αγωνίζεται να πει το -ρ-. Αγαπάει τα ζώα και ονειρεύεται να φτιάξει τον ωραιότερο κήπο του κόσμου, ενώ κάθε αδιαθεσία της εκλαμβάνεται ως υποψία εγκυμοσύνης.

Η Νόρντι ρωτά: -Σας ήρθαν τα μηνιαία σας;

Και ο γιατρός Ρέζερ: -Είναι ομαλές οι σχέσεις με τον Μεγαλειότατο;

-Φυσικά και είναι ομαλές, λέει γελώντας η Αμαλία.

Όμως, στη Γερμανία ο γιατρός Φίσερ διαπιστώνει το πρόβλημα στην είσοδο του κόλπου και αρχίζουν οι διάφορες «θεραπείες». Μια γυναίκα που της αρέσει ο χορός και το καλό φαγητό, δεν επιτρέπεται να μπει στη θάλασσα, ενώ η ζέστη είναι αφόρητη. Πηγαίνει μόνο κάθε σούρουπο και αγναντεύει το γαλάζιο.

«Στο Καρπενήσι, σ’ εκείνο το σπίτι όπου φιλοξενηθήκαμε, η σπιτονοικοκυρά μού έδειξε το υπνοδωμάτιο λέγοντας μου, μπροστά σε όλους, ‘εδώ έπιασα το παιδί μου, κι η νύφη μου το δικό της. Άντε να σου φέρει τύχη να πιάσεις κι εσύ εδώ ένα’. Μπροστά σε όλους!»

Μετά από εφτά χρόνια γάμου η βασίλισσα είναι σχεδόν παρθένα. «Εγώ είμαι ο λόγος που ο Όθων δεν έχει διάδοχο», λέει και τον φροντίζει ενώ η ίδια ταλαιπωρείται από την υγρασία, αλλά και την ξηρασία και ο Ρέζερ της δίνει κινίνο και της βάζουν είκοσι βδέλλες στο στομάχι, δεν την αφήνουν να βγει στον καθαρό αέρα και νιώθει ότι υπάρχουν εχθροί μέσα της και γύρω της «Μέσα μου οι χειρότεροι…»

Ο κήπος ετοιμάστηκε εντωμεταξύ και δέντρα ήρθαν από διάφορες περιοχές της Ελλάδας και άλλα από μακριά:

Το δέντρο διασχίζει αργά την πόλη. Καθώς περνά από μπροστά τους, η Ακρόπολη κι οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός μοιάζουν να στέκονται προσοχή. Το τραβούν με βαρούλκο δεκατέσσερα άλογα, το ακολουθεί πλήθος αμέτρητο, κι είναι τόσο πελώριο, που καμιά άμαξα δεν ήταν αρκετά γερή για να το αντέξει – μία τσακίστηκε ήδη. Στο πλοίο που το έφερνε εδώ (και του πήρε τρεις μήνες για να έρθει) το άπλωσαν απ’ άκρη σ’ άκρη, μέχρι τα κανόνια. Για να φυτευτεί θα χρειαστεί, όπως έκαναν και με τους προηγούμενους, ένα είδος τρίποδα και παλαμάρια και σαράντα ναύτες που θα το τραβούν με σκοινιά φωνάζοντας «βίρα, βίρα, παιδιά μου» μέχρι να φτάσουν στον λάκκο όπου θα χώσουν τις γιγάντιες ρίζες του. Και μετά θα το σηκώνουν αργά αργά, ενώ αυτό θα σείεται και θα τρέμει, και γύρω του οι ναύτες θα σκαρφαλώνουν και θα κρέμονται ώσπου να σταθεί όρθιο και στέρεο και να ξεδιπλώσει το φύλλωμά του. τότε πια, που ο κορμός του θα ξεπερνά το τοιχίο του εξώστη και θα φτάνει πιο ψηλά κι απ’ το παράθυρο του βασιλιά, όποιος στέκεται στη μέση της Αίθουσας του Θρόνου αυτό θα βλέπει, το δέντρο της. …

Δένδρα – παιδιά της που ταξιδεύουν για να φθάσουν σ’ εκείνη: «Δεν έχει σημασία πού φύτρωσες, αλλά πού ριζώνεις. Γιατί πρέπει σώνει και καλά να γεννηθούν από τα σπλάχνα μας οι διάδοχοί μας; Φέρτε μου ένα παιδί κι εγώ θα το κάνω πιο Έλληνα απ’ όλους τους άλλους. Που θ’ αγαπά τη χώρα αυτή όσο κι εγώ, και παραπάνω».

Η Αμαλία καμαρώνει τους μικρούς καταπράσινους κόμπους πάνω στα κλαράκια των φυτών, σπυράκι ζωής του έμβιου που γεννάει, γεννάει… «Κάποιοι με λένε βασίλισσα των φοινίκων. Δεν νομίζω να το λένε για καλό, αλλά δεν με νοιάζει, μ’ αρέσει κιόλας…»

Προοδευτικά αντιλαμβάνεται ότι είχε δίκιο ο Δραγούμης που της είπε:  «Κανένας δεν νοιαζόταν για την πατρίδα, μόνο για το ποιος θ’ αρπάξει την εξουσία…»

Η Αμαλία ανακατεύεται στην πολιτική, καταλαβαίνει τα παιχνίδια που παίζονται γύρω από τον Όθωνα και προσπαθεί να βοηθήσει. «Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα με έναν διάδοχο», σκέφτεται.

Το κορίτσι που ο νεαρός βασιλιά έφερε στην Ελλάδα και τη χόρευε κάτω από τα αστέρια του Πειραιά, δεν υπάρχει πια. Τη θέση του πήρε η γυναίκα που στέκεται σε στάση μάχης απέναντι στη μοίρα. Είναι τώρα μια κανονική βασίλισσα, γράφει η Μέρμηγκα και «μεταφέρει» τις σκέψεις της:

21 Δεκεμβρίου του 1858:

Σήμερα γίνομαι σαράντα χρονών. Η ζωή μου, το κομμάτι της ζωής μου που είχε νόημα για τους άλλους, τελείωσε. Δεν μπορώ να χρησιμεύσω σε τίποτα πια. Το όνομά μου θα μείνει στην ιστορία σαν εκείνης που δεν μπόρεσε. Κρύβομαι στον κήπο μου και κοιτάζω τις κορυφές των δέντρων – πόσο ψηλά φτάνουν πια. Θα ‘ρθει μια μέρα ίσως που ο κήπος μου θα γίνει «εθνικός»; Μακάρι. Αλλά εγώ πού θα είμαι; Γιατί σε ένα έθνος δεν μπορούν να χωρέσουν όλοι όσοι το αγάπησαν;

Ο Όθων είναι κουφός και ευγενικός. Δουλεύει ασταμάτητα, αλλά αργεί πάντα να πάρει αποφάσεις. Οι ξένες δυνάμεις γίνονται εχθρικές και τον περιπαίζουν κι εκείνη θλίβεται όταν τον κατηγορούν και αναρωτιέται. «Γιατί τα βάζουν με τον Όθωνα; Τον πιο τίμιο κι αφοσιωμένο βασιλιά, τον πιο πιστό και καλό σύζυγο;»

Ο τριαντατετράχρονος άντρας πια μοιάζει πολύ μεγαλύτερος, χλωμός από τους πυρετούς που τον βασανίζουν. Και όλοι εγκωμιάζουν την ομορφιά της δεσποινίδος Μαυρομιχάλη και προειδοποιούν την Αμαλία: «Πόσο φρόνιμο είναι να έχεις μια τόσο γοητευτική ύπαρξη στην Αυλή σου, τόσο κοντά στον βασιλιά;»

Και εκείνη σκέφτεται: «Πόσες προσβολές μπορώ ν’ αντέξω ακόμα; Το εμπόδιο για τη δυναστεία είμαι εγώ. Φυσικά, ποιος άλλος; Όμως εγώ, το εμπόδιο, πιστεύω ότι κάποια στιγμή πρέπει να σκεφτούμε και τη χώρα… Οι ιβίσκοι έχουν ψηλώσει τόσο, ώστε ενώνονται με τα χαμηλά πυκνά κλαδιά των δέντρων κι έχω επάνω μου έναν ολόκληρο πράσινο ουράνιο θόλο. Ο δικός μου ουρανός… Είναι καλό μέρος εδώ για να κρύβομαι»

Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο «Σκοτάδι και σπαθί» εμπεριέχεται το φινάλε. Ένα φινάλε που άρχισε στο Ναύπλιο το 1862 και τελείωσε στον Πειραιά, στο ίδιο λιμάνι που την είχε υποδεχτεί πριν από είκοσι πέντε χρόνια..

«Τίποτα δεν χάνεται, μονολογεί η Αμαλία. Κάποιοι από τους θεούς με είδαν να γεννώ και είναι με το μέρος μου. Οι σπόροι φυτρώνουν, παιδιά παίζουν κάτω από τις σκιές των δέντρων…»

Μια συναρπαστική ιστορία φθάνει στο τέλος της αφήνοντας τον αναγνώστη να κρίνει τους ήρωες -όχι της ιστορίας, αυτό είναι δουλειά των ιστορικών-, τους ήρωες της Καρολίνας Μέρμηγκα σ’ αυτό το υπέροχα γραμμένο μυθιστόρημα.

 

Καρολίνα Μέρμηγκα, Ο κήπος της Αμαλίας, Πατάκη, Αθήνα 2024.

Προηγούμενο άρθροΗ τρελή αποκοτιά της αγάπης, του μοιράσματος, της εμπιστοσύνης προς ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα (της Κατερίνας Ηλιοπούλου)
Επόμενο άρθροΒιβλιοπωλεία στα νησιά 1, Περί Τήνος (του Σταύρου Χατζηθεοδώρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ