Επιμέλεια : Θανάσης Χατζόπουλος.
«Mια εν προόδω ανθολογία ποιημάτων». Ανθολογούνται οι :Ζωή Καρέλλη, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Ερρίκος Μπελιές, Ελευθερία Κυρίτση.
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ
(1901-1998)
ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ
Όταν ξυπνούνε μέσα μας οι πεθαμένοι,
δεν θα κοιμηθούμε τον γλυκόν ύπνο
της ζωής, δώρο της καλής κούρασης.
Όταν τα σφαλιχτά τους μάτια
ανοίξουν μέσα μας το φοβερό τους βλέμμα,
αλίμονο, μας παρακολουθεί
και δεν μπορούμε να ησυχάσουμε
το σώα της ζωής μας.
Γνώση των περασμένων πικρία,
χάλασμα του ολόκληρου κόσμου
πάλη εντός μας απ’ ό,τι ήταν πριν
και τώρα γίνεται απ’ ό,τι είμαστε.
Μάθημα η κενότητα του βλέμματος,
βάθος εντός μας των προγόνων,
που έπαψαν για τον εαυτό τους.
(Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, 1948)
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Δεν είμαστε πλασμένοι
για να βλέπουμε τα θαύματα,
να τα γνωρίσουμε δεν ημπορούμε.
Τόσο μικροί κι ασήμαντοι
για το ανέλπιστα μεγάλο,
δεν καταλαβαίνουμε το θαύμα
που εκτελείται με το φτωχό μας
σώμα βοηθό.
Ύστερα το μαθαίνουμε.
Γι’ αυτό μας βοηθούν τα οράματα.
(ΧΑΛΚΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ, 1952)
ΑΓΑΠΗ
Ποιος ημπορεί ν’ απλώσει
τη γλυκιά την ώρα,
να τυλιχτεί σ’ αυτήν και ν’ αποκοιμηθεί;
Σε όνειρο να θυμηθεί
της μάνας του τα σπλάχνα,
για να μη φοβηθεί
που στην πυκνή τη γη θα ξαπλωθεί.
(ΤΟ ΠΛΟΙΟ, 1955)
ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ
Στο χέρι κρατούσε ένα ρόδι ανοιγμένο,
ένα ρόδο πολύ ανοιχτό.
Στο πρόσωπό της είχε το στόμα
μισοανοιχτό και τα χείλη ανοίγαν
στη θήκη γεμάτη χυμό
των δοντιών, τα ρόδινα ούλα
έφεγγαν, κοκκίνιζαν δίχως ντροπή,
όπως το σπασμένο ρόδι, τα’ ανοιχτό ρόδο.
*
Οι ωραίες γυναίκες είναι
λουλούδια και καρποί μαζί.
Μη ζητάς πιο πολύ,
όταν η ζωή σου χαρίσει
το ένα και τ’ άλλο.
Η ανάμνησή τους είναι
που ξυπνάει την αγιάτρευτη στέρηση.
Απ’ αυτήν θρέψε την ακούραστη
ψυχή, ανθρώπινη,
της φαντασίας.
(ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ, 1955)
ΒΑΚΧΗ
Ορχούμαι και κρατώ μες στην παλάμη ακόμα,
σχήμα , μορφή της παιδικής μου ηλικίας.
Ι. της Τ.
Γυμνώθηκε απ’ το φόρεμά της, περιβολήν ονείρου,
σα χλωμό σπαθί που βγαίνει
απ’ το θηκάρι του στο φως,
για ν’ αντιλάμψει άγρια κι απαλά μαζί.
Και φαίνονταν το σώμα της
σαν φεγγαριού δρεπάνι που τα σύννεφα
παράτησε και τώρα, με το φως του,
σε καρφώνει ήσυχο, αρπαχτικό και μαγεμένο.
Η ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.
Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως τότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καημός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.
Πώς θα δω το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.
«Ότι δια σου αρμόζεται
γυνί των ανδρί.»
Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
τόσα πολλά ξέρω και γνωρίζω καλύτερα
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.
Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην περηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δε θέλω να περιμένω.
Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,
εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.
ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΑΟ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ
Ήταν τόσο γυμνή
που η γυμνότητα φαινόταν ένδυμά της
κι η τελειότητα του σχήματός της
ήταν μια λύση.
Ίσως ελευθερία μιας στιγμής στο χρόνο,
τόσο πυκνής, που ήταν της ψυχής
παραδοχή.
Δεν μπορεί νάταν άψυχο
το τέλειο σώμα. Η συμμετρία
είναι το πνεύμα της ζωής.
Ποιος σου την έμαθε;
Τι σου την αποκάλυψε;
Πώς το γνωρίζεις κι ομολογείς;
Όχι, δεν ήταν πια ο έρωτας.
Η επιθυμία είχε ξεπεραστεί.
Ούτε η γαλήνη εσήμαινε τη νίκη.
Ήσυχη η γυναίκα στον εαυτό της
περιείχε την γέννηση.
(ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ, 1957)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
(1939)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ
Μου άρεσαν πάντα οι επιστροφές
στα χώματα, στους ορίζοντες
που γέννησαν την ψυχή μου.
Κι τώρα που κάθομαι σιωπηλός κι αδέξιος
ανάμεσα σε τεράστιους λευκούς τοίχους,
αισθάνομαι την ανάσα αυτών που έφυγαν
να περνά σφυρίζοντας
πάνω από καρπισμένα στάχυα,
το κυμάτισμα των ψυχών που αγωνίστηκαν
να ψελλίσουν άγνωστες λέξεις,
μιας γλώσσας ακατανόητης και οδυνηρής,
τον ήχο των βημάτων που προσπέρασαν
χωρίς να σταματήσουν.
Αποθησαυρισμένη απορία…
Κινήσεις σκοτεινές κάτω από ένα
αμείλικτο φως. Ακριβές μνήμες,
φυλαγμένες στην πιο ζεστή γωνιά της θύμησης.
Εδώ,
εδώ που τα νερά βούρκωσαν
κι ο καθρέφτης της λιμνοθάλασσας σου επιστρέφει
ένα πρόσωπο αγνώριστο.
(ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ, 1973)
ΘΟΥΡΙΟΣ
Τα παιδιά της τα μύρωσαν με τσεκουριές
τις θυγατέρες όλες τις κοιμήθηκαν.
Ρήμαξε το κορμί της στένεψε
η γλώσσα της στεριάς
για να την καβαλούν τα κύματα
και να την πνίγει η αρμύρα.
Τα ξερονήσια ματωμένα καρφιά
στο άχραντο σώμα.
Τα βήματά της λόγια της μέθης
μικρού παιδιού καλλιγράφημα.
Αθροίζει τα λευκά αθροίζει τα μαύρα
περισσεύει πάντοτε το αναίτιο δάκρυ.
Κατάντησε
τομάρι που άπλωσαν
σε αυλή βυρσοδεψείου.
(ΝΕΚΥΙΑ, 1978)
ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ
Όπως η δύσβατη σιωπή
από τα χρόνια των Πελασγών
το φως στις ξερολιθιές του Αιγαίου
το αρχικό κεφαλαίο στα αρχέτυπα
όπως η δίψα χτυπάει την πέτρα
κι αναβλύζει αρτεσιανό
όπως οι χειρονομίες του δειλινού
πλάθουν τους τρούλους των εκκλησιών
όπως δασύτριχα ονόματα
λαχταρούν την ελευθερία
όπως ο έρωτας αθροίζει τη ζωή
σε μιαν ώρα μέσα.
(ΚΛΕΙΔΟΥΧΟΣ ΜΟΙΡΑ, 1993)
ΣΤΙΓΜΗ
Δίπλα σε μιαν έφηβη ανθισμένη ροδιά
φυλλομετρούσε οικογενειακές φωτογραφίες.
Τον σταμάτησε αυτή η άγνωστη μορφή
της τέλεια ερωτικής γυναίκας
με το μαύρο χωρίς έλεος βλέμμα
που τον κοιτάζει
χωρίς να κατεβάζει τα μάτια της
αγέννητη κι αγέραστη
δίχως αφή και σώμα.
Λένε πως έχασε σ’ ένα βράδυ δύο νήπια.
Σε λίγο έσβησε κι η ίδια
–ξεχείλισε, είπαν, η χολή της–
και πέθανε μια μέρα της άνοιξης
γύρω στα 1920.
Τα δέντρα παραδομένα στη σιωπή
ο αγέρας πηχτός το τοπίο ακίνητο.
Μόνον το πέρασμα της σαύρας στην ξερολιθιά
και το πέταγμα ενός πουλιού
στον αγέρα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ (1941 μ. Χ.)
Κύματα στην παραλία γλάροι
και αναμαλλιασμένοι φοίνικες.
Κένταυρος το φθινόπωρο βιάζει την άνοιξη.
Όσο φτάνει το μάτι ταξιδεύουν στα ρηχά
οι μορφές τους δίπλα στο κύμα:
ριγέ κοστούμια πρώιμες φαλάκρες,
ασημένια ρολόγια της τσέπης – και ξενιτιά.
Ο βυθός αφανέρωτος, σφραγισμένος
με κλειδαριές που δεν ανοίγουν.
Τους θυμάμαι να σεργιανούν τη νύχτα
βλέποντας αυτά που δεν φαίνονταν – τον πόθο τους.
Σκοτεινά παιχνίδια και μυρωδιά θανάτου
καθώς χάραζε το αύριο στις αστραπές.
Και κείνος ο Γέρος άφαντος
και παρών, αμίλητος και λαλίστατος
κυκλοφορούσε ανάμεσα στις αστραπές
κι ύστερα κατέβαινε αλώβητος και χθόνιος
να ξαναπάρει τη θέση του στα καθημερινά.
(ΜΕ ΔΙΧΤΥ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, 2015)
ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ
(1950-2016)
ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Λεία κορμιά της θάλασσας
και του καλοκαιριού
φορέσαν κλάματ’ ακριβά
για να σε ξενυχτήσουν
και όνειρα ανάστροφα γυρνούσαν
στο μυαλό τους
μ’ επίσημες κινήσεις τραγωδίας.
ΤΑ ΜΑΛΑΚΑ ΕΤΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Όπως το σώμα που με τον πρώτο ήχο του ξυπνητηριού
εκτοπίζει τον ύπνο αποκρυπτογραφείται και τέλος
φτάνει στην εγρήγορση την κίνηση τη συνειδητοποίηση
Ή όπως ο Σολομών που κατάφερε να γράψει το Άσμα του
με τη βοήθεια εφτακοσίων παλλακίδων που σημαίνει
ότι τουλάχιστον τόσες φορές ανανεώθηκε κι ευχαριστήθηκε
Έτσι και τα κουμπιά σφίγγονται και τελικά ανοίγουν
Χραπ το φούσκωμα του σώματος εν εκστάσει
Χρατς το ξεχείλισμα του πτώματος εν τυμπανισμώ
Γι’ αυτό θεωρώ επικατάρατους τους απελεύθερους
Και χαίρομαι τις γενεσιουργούς επαναλήψεις
όπως το γδύσιμο και η προαιώνια ωραία πράξη
δεητικός περιμένοντας τη συναίνεση των άλλων
Μελετώντας την άθροιση των φωτοσκιάσεων στα σώματα
τις καμπύλες σαν πρωτόγραμμα σε παλαιότερο ειλητάριο
τους κουμπέδες τους μιναρέδες και τις εσωτερικές αυλές
Γιατί επειδή η ομορφιά μια αρμονία λαθών που παρασύρει
Σε παντομίμες και εικονοπαραστήματα προσωρινά
που θεώνται τα συνοπτικά τους είδωλα και υπεκφεύγουν
Το σώμα κάτι προσπαθεί να εννοήσει πριν ξεπέσει.
(ΤΟ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΣΩΜΑ, 1982)
ΖΩΟΦΙΛΙΑ
Καθένας που έχουμε κατοικίδιο
πρέπει από τώρα να γνωρίζει
πως κάποτε ίσως χρειαστεί ευθανασία.
Προκειμένου απίσχνανση και φριχτοί πόνοι
καλύτερα να κλείσει το διάφραγμα
και να μη βγαίνουν πια φωτογραφίες
καλύτερα στον ειδικό τον απαθή
που με κινήσεις αβαρείς θα μπήξει τη βελόνα
το σκληρό υγρό θα διοχετευθεί στάζοντας νύχτα
το σώμα το αιώνιο ζητούμενο θα λύσει
και θα γείρουμε
–ως τελευταία ηδονής αντιφυγάδευση–
ν’ αναπαυθούμε στου κατοικίδιου τη σίγουρη αγκαλιά.
(ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ, 1990)
ΠΑΣΧΑ
Τέλος αγίας εβδομάδας.
Ναοί κλεπταποδόχοι καθημερινής ζωής
ρευστοποιούν αιωνιότητα
στους δρόμους εξαπτέρυγα εξακτινώνονται
προς την ανάσταση του ίδιου κάθε χρόνου ευνοούμενου
σουρώνουν οι αλληγορίες γίνονται πίστη
και τα ερωτήματα υποχωρούν στους αγιασμούς.
Λες να είχα επηρεαστεί απ’ την κατάνυξη των άλλων;
Πάντως εχτές το βράδυ
που αγκαλιάζαμε τον ύπνο μαζί
εγώ ένιωθα ότι κάποτε
όταν θ’ αποτοιχίσουμε αυτή την αγιογραφία
οι γάζες της θα είν’ ιάματα σε τραύματα πολλά.
ΑΛΙΩΤΑ
Έβλεπα
να φτυαρίζουνε χώματα δώθε-κείθε
να πετάνε ξύλα σαπισμένα.
Μετά γύρισα το κεφάλι.
Κίτρινοι οστών ήχοι
κι έντονη οσμή παραίτησης.
Έστρεψα
μόνον όταν είχαν συγυρίσει.
Χάος ο λάκκος.
Και στο βάθος παρατημένα
τα λουστρίνια με τις σόλες ανέπαφες
– ναι ήτανε θυμάμαι τα καινούργια.
Δεν έχει τόσο πηγαινέλα εκεί κάτω.
ΕΚΕΙΘΕΝ ΤΟΥ ΘΟΡΥΒΟΥ
Η νύχτα καπνίζει περισσότερα τσιγάρα
είναι φτιαγμένη από στιγμές
και δεν ενδιαφέρεται αν ξημερώσουνε ανάγκες.
Η νύχτα δίνει όρντινο κι η μέρα σκηνοθέτη.
Η νύχτα πισωστρέφει τον τροχό
αδειάζει λεωφόρους τα στενά γεμίζει
και με συναίσθημα το ψέμα εξαργυρώνει.
Η νύχτα δίνει τα φιλία κι η μέρα τα κραγιόνια.
Η νύχτα κατακτά καινούργιους τόπους
μαθαίνει τα περίεργά τους έθιμα
και συμφιλιώνεται με το αύριο που θα ξεχάσει.
Η νύχτα δίνει όνειρα κι η μέρα κατηγόρους.
Αλλά η νύχτα η οριστική
μοιάζει μ’ αυτή τη νύχτα
όσο η μέρα με τη νύχτα.
(ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΝ ΩΣ ΝΑ ΕΠΛΕΕ ΚΑΙ ΜΕΝΟΝ ΑΚΙΝΗΤΟΝ, 1995)
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΡΙΤΣΗ
(1979)
ΣΤΙΣ ΕΚΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ
Κάπου σ’ ένα λιμάνι χλωμό
Από αλάτι και πέτρα
Μπροστά στους κάβους
Μας είχε συνεπάρει η ιδέα πως η ζωή συνεχίζεται
Χιλιάδες μικροί ναυπηγοί
Ανθοκομούσαν αφρούς
Για την ανακαίνιση των υδάτων
Δεν είχαμε προσέξει τη σκουριά στις καρίνες
Την ανθοφορία του γήρατος
Τα μάτια μας είχαν πολλά νιάτα
Το φως κεντούσε στο δέρμα
Τη συμμετρία της προσμονής
Βόαζαν καπνούς τα κύτταρα
Δε χώραγε η φθορά στης ανεμελιάς τον εξώστη
Χωράει τώρα όλη η ζωή
(Και εκείνα τα ετοιμόρροπα καράβια
Κρεμασμένα πάνω απ’ τα νερά
Να μας θυμίζουν ότι ξεκινήσαμε από κάπου το ταξίδι)
Η ΚΡΑΚΟΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΜΑΚΡΙΑ
Αφού σκότωσα το ατελείωτο τίποτα
έφτασα ώς τη γέννηση
(Έφευγαν πίσω τα λιμάνια των προορισμών
ξέπλεκα, αθέατα μες στον ταραχώδη κυματισμό τους)
Κι από δω αποκρίνομαι ξανά στο θάνατο
τον θαυμάζω
Θα ’ρθω να σε ξαναδώ
τέλος καθρεφτισμένο στην αμμουδιά που δε βρέχεται
και που δε στεγνώνει
(ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΠΟΛΗ, 2013)