Κώστας Ταχτσής, ο ποιητής κι ο θάνατος (του Φίλιππου Φιλίππου)

0
658

 

 

του Φίλιππου Φιλίππου

 

Εφέτος συμπληρώνονται τριάντα τρία χρόνια από τον μυστηριώδη θάνατο του Κώστα Ταχτσή που θεωρήθηκε ως δολοφονία. Ο 60ετής Ταχτσής βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στον Κολωνό, στην οδό Τυρνάβου 26, την 27η Αυγούστου του 1988, ημέρα Σάββατο. Στις εφτά και μισή το απόγευμα, η αδελφή του Ελπίδα Αρτέμη άνοιξε την πόρτα του σπιτιού με το κλειδί της και τον βρήκε νεκρό. Η αστυνομία άρχισε τις έρευνες, ανέκρινε φίλους κι γνωστούς, αλλά δεν κατέληξε πουθενά κι η μη εξιχνιασμένη υπόθεση μπήκε στο αρχείο.

Η επανέκδοση των ποιημάτων του Ταχτσή σε έναν τόμο (Κώστας Ταχτσής, Καφενείο το “Βυζάντιο”, συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων, επιμέλεια-επίμετρο Δημήτρης Παπανικολάου, Ψυχογιός, 2021), μαζί με τη συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα και τη συλλογή κειμένων Η γιαγιά μου η Αθήνα, μας δίνει την ευκαιρία να ξαναδιαβάσουμε τους στίχους του και να προχωρήσουμε σε κάποιες σκέψεις που συνδέονται με τη ζωή και τον θάνατό του.

Άνθρωπος ανήσυχος, με ζωηρό ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, αλλά και θαμώνας των αθηναϊκών καφενείων, όπου σύχναζαν οι διανοούμενοι, το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα. Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η Συμφωνία του Μπραζίλιαν (1954) και το Καφενείο Το Βυζάντιο κι άλλα ποιήματα (1956).

Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Από την άνοιξη του 1956, όταν εγκατέλειψε οριστικά την ποίηση, ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε στο εξωτερικό, στη Δυτική Ευρώπη, Αφρική, κεντρική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ. Το 1962 εξέδωσε με δικά του έξοδα το μοναδικό του μυθιστόρημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, Το Τρίτο στεφάνι, ένα εμβληματικό βιβλίο που τον καθιέρωσε ως σημαντικό πεζογράφο.

Αξίζει ν’ αρχίσουμε την παράθεση ορισμένων στίχων του από το ποίημα «Καφενείο το “Βυζάντιο”», όπου πρωταγωνιστεί το θρυλικό καφενείο της πλατείας Κολωνακίου. Σε αυτό αποκαλεί τους θαμώνες «τέρατα» και περιγράφει ορισμένους:

 

αυτός εδώ είν’ ανδροπρεπής και μουσικοσυνθέτης

του λόγου του πρώην ποιητής

νυν χαρτοκλέπτης

α, λεονταράκι μου, ήσουνα, λέει, κομμουνιστής,

μα υπέγραψες τη δήλωση

 

      Στα πρώτα του ποιήματα είναι εμφανής η επιρροή του Καβάφη και του Καρυωτάκη, «σκανδαλωδώς», σημειώνει ο ίδιος, ενώ σε αρκετά ανιχνεύουμε στίχους που μιλούν για θάνατο. Δεν πρόκειται ασφαλώς για θανατολαγνεία, αλλά για το φόβο του θανάτου που τον ακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Στο ποίημα «Τι είπε κάποια νύχτα με βροχή ένας νεκρός του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου διαβάζουμε:

 

αγαπημένε

αυτές τις ώρες που η βροχή

ανοίγει τα κλειστά παράθυρα του τάφου μου

κι ορμούν κάποια πουλιά μέσα στα στήθια μου

αυτές τις ώρες

σε θυμάμαι και σε περιμένω εκεί στο πλάι μου

κι είναι σαν να πεθαίνω πάλι.

 

Στο καρυωτακικό, ας πούμε, ποίημα «Σατυρικά ελεγεία» υπάρχουν φιλοσοφικές σκέψεις για τον θάνατο που φαίνεται που τον απασχολούσε από τα νεανικά του χρόνια:

 

Γιατί πεθαίνουμε;

Γεννηθήκαμε μέσ’ τις κραυγές των σκοτωμένων

και δε δειλιάσαμε

τα μακρινότερα ταξίδια μας τα κάναμε

πλέοντας κουτιά κονσέρβας

όλα τις εντολές τηρήσαμε επακριβώς

[…]

βρήκαμε το δρόμο μας και βγήκαμε στο φως–

γιατί πεθαίνουμε;

 

      Ο θάνατος που μοιάζει με κολλητική αρρώστια κυριαρχεί στο ποιηματάκι «Σ’ ένα φίλο που πέθανε»:

 

Δεν θα πεις ούτε σε μένα ποιος σε μάτιασε

και σ’ έπιασε θάνατος;

 

Το ίδιο συμβαίνει και στο «Απόψε», όπου παρατηρούμε μια συνεχή σκέψη για τον θάνατο, ο οποίος μπορεί να φανεί απρόσκλητος από στιγμή σε στιγμή:

 

Απόψε δεν υπάρχω

νεότερα απ’ το μέτωπό μου

κανείς δεν ‘ επ’ αυτού τα χείλη του

ίσως μεθαύριο γραφτεί ο θάνατός μου

εντός του στήθους φέρω βόμβα εγκαιροφλεγή

όπου να ’ναι θα εκραγεί

 

Το αρκετά γνωστό ποίημα «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», όπου σατιρίζει τους θαμώνες του καφενείου επί της οδού Βουκουρεστίου, στέκι διανοουμένων και καλλιτεχνών, κυρίως ποιητών, και αναγγέλλει το θάνατο της ποίησης, είναι πλημμυρισμένο με θάνατο:

 

Αν πεθάνω

δε θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος

δε θα μου στείλεις πια βιβλία

ή την καρδιά σου σ’ ένα φάκελο

[…]          

σε αρκετές μετάνοιες

και στο θάνατο

δε θα μιλήσω πια ποτέ

δε θα μιλήσω

ο θάνατος

ο θάνατος

θα τον μηδενίσω

αντίο σας

[…]

δεν έχω πια ελπίδα

δεν έχω πια καμιά ελπίδα

άλλη απ’ την αδερφή μου την Ελπίδα

δεν έχω άλλο σώμα

 

Στο ποίημα «Επιστροφή» συμβαίνει κάτι καταπληκτικό, κάτι πρωτότυπο που θα εντυπωσιάσει τους αναγνώστες του, όταν διαβάσουν μεταθανατίως το αυτοβιογραφικό του βιβλίο Το φοβερό βήμα, όπου ως Αχιλλέας Ταβουλάρης γράφει την Εισαγωγή και σκηνοθετεί τον λογοτεχνικό του θάνατο, βάζοντας τον εαυτό του να πέφτει στα νερά του Ειρηνικού –από ένα κρουαζιερόπλοιο με προορισμό την Αυστραλία – και να εξαφανίζεται. Οι στίχοι του παραπέμπουν στην μελλοντική μυθιστορηματική εξαφάνισή του:

 

χτες βράδυ κωπηλάτησα ως το ναυάγιο ΤΑΧΤΣΗΣ

σταυρό δεν είδα πουθενά

αχρείαστος να ’ναι

ο αφρός του ωκεανού είναι λένε βάλσαμο

 

Θυμίζω πως στο Φοβερό βήμα ως Αχιλλέας Ταβουλάρης γράφει την εξής φράση: «Ο Ταχτσής ήταν και φιλόδοξος και συνεπής. Φρόντισε λοιπόν ο τάφος του να είναι πράγματι “εικονικός” […] Έδωσε το σώμα του βορά στα ψάρια, όχι του Αιγαίου των ποιητών που χλεύαζε, αλλά στα δολοφονικά υδρόβια τέρατα του ωκεανού που έχουν ονομάσει κατ’ ευφημισμό Ειρηνικό».

Κώστας Ταχτσής, Καφενείο το “Βυζάντιο”, Συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων,Επιμέλεια-επίμετρο Δημήτρης Παπανικολάου,Εκδόσεις Ψυχογιός, 2021, σελ. 156 , τιμή 15,50 ευρώ

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΓια την εικοστή επέτειο της καταστροφής των δίδυμων πύργων (του Χρήστου Τσιάμη)
Επόμενο άρθροΠοίηση του άστεως (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ