του Χρήστου Τσιάμη
Την Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου του 2001, γύρω στις εννέα παρά τέταρτο το πρωί, φρέσκος από τον ύπνο, καθόμουν στο στρογγυλό τραπέζι της κουζίνας του διαμερίσματος μου, στον τελευταίο όροφο, και έτρωγα πρωϊνό, ένα βαθύ πιάτο με κόρν φλέϊκς και γάλα. Ξάφνου με περιτύλιξε ένα τεράστιο βουητό, σαν το διαμέρισμα κι εγώ να ήμασταν στο εσωτερικό μιας πελώριας καμπάνας. Κι εντός δεκάτων του δευτερολέπτου ήμασταν πάλι απέξω, και το αμέσως επόμενο, για μένα, αόρατο γεγονός ήταν ένα στιγμιαίο, γιγαντιαίο και υπόκωφο ΜΠΟΦ!
Εκείνο το κύμα ήχου είχε έρθει από τα νότια (την τυφλή πλευρά για το δικό μας διαμέρισμα) κι έτσι, ενστικτωδώς, γύρισα και κοίταξα πίσω μου, από τα ανοικτά παράθυρα που έβλεπαν δυτικά πάνω από τα απέναντι χαμηλότερα κτίρια, προς τη μεριά της πολυκατοικίας μήκους ενός τετραγώνου, στην Έκτη Λεωφόρο, όπου είδα κεφάλια και κεφάλια τεντωμένα προς το τέλος του Μανχάτταν… Κατάλαβα αμέσως πως είχε συμβεί εκείνο που είχα υποψιαστεί κι αμέσως έτρεξα έναν όροφο πιο πάνω στην ταράτσα στου κτιρίου μας.
Και είδα τη μαύρη τρύπα που είχε ανοίξει το αεροπλάνο στη βόρεια πλευρά του βόρειου πύργου με διάμετρο κάμποσα πατώματα. Και καπνό συνάμα, όχι πολύ, κι έτσι είχαμε προς στιγμήν καθαρή θέα. Είχε ανέβει κι ο γείτονας στην ταράτσα και ένας δυο άλλοι από τον τέταρτον όροφο. Οι υποθέσεις για το τί είχε συμβεί έδιναν κι έπαιρναν, μεταξύ μας και με άλλους από τα διπλανά κτίρια. Ο γείτονας με ρώτησε ‘πότε ήρθατε απ’ την Ελλάδα;’, και του απάντησα ‘το Σαββατοκύριακο’, ‘τότε θα πρέπει να σου έχει μείνει κάποιο φίλμ στην κάμερα’, κατέβηκα να την πάρω και να απαθανατίσω τα γεγονότα.
Ακούμπησα στο τοιχίο της ταράτσας, για σταθερότητα της φωτογραφικής, και άρχισα να πατάω το κουμπί. Κάποτε, μέσα από τον φακό, είδα στο βάθος, πίσω από τους πύργους, μεταξύ του νησιού Στέϊτεν Αϊλαντ και του αγάλματος της Ελευθερίας, την αχνή μορφή ενός μικρού, κατά την εκτίμηση μου, αεροπλάνου που κατευθυνόταν βόρεια, προς τους πύργους. Θα είναι ιδιωτικό αεροπλάνο, σκέφτηκα, στην υπηρεσία κάποιας ειδησεογραφικής υπηρεσίας για να κινηματογραφήσει το δυστύχημα… Και, κατά τους υπολογισμούς μου πάντα, το αεροπλάνο, που είχε προς στιγμή εξαφανιστεί πίσω από τους όγκους των πύργων, ανέβαινε απ’ τη μεριά του ποταμού Χάτσον, στα δεξιά όπως κοιτάζαμε, για να βρεθεί σε λίγο ανάμεσα σε μας και την πληγωμένη πλευρά του πύργου, μια απόσταση δεκαπέντε οικοδομικά τετράγωνα περίπου.
Και πριν καλά-καλά τελειώσω αυτή τη σκέψη, ξεπετάχτηκε, με φρικιαστική μεγαλοπρέπεια, η ακαριαία λάμψη της φωτιάς από το χτύπημα του τζέτ στη μέση του νότιου πύργου, και ακαριαία επίσης εγώ πάτησα το κουμπί της κάμερας. Και η εικόνα αυτή έχει αποτυπωθεί, για πάντα, στο φίλμ και στην ψυχή.
Νέα Υόρκη, 9 Σεπτεμβρίου
Η ΑΓΆΠΗ ΣΤΟ ΚΛΕΙΝOΝ ΆΣΤΥ
Την αγάπη μας την χτίζουμε με δυναμίτη.
Πώς αλλιώς να σπάσουμε τον γρανίτη,
τέτοια κοιτάσματα από πείσμα και βούληση;
Η αγάπη μας έχει την τόλμη να τιναχτεί ψηλά
τόσο που κάποτε φτάνει μέχρι τα σύννεφα –
χωρίς υπερβολή, κοίταξε απέξω και θα δεις
(αν τις αλλαγές του καιρού τις παρακολουθείς.)
Στο στερέωμα τις νύχτες ανοίγει φωτεινές τρύπες
η αγάπη μας, πιο λαμπρές και απ’ τους πλανήτες.
Άλλοτε ακολουθεί διαδρομές φιδίσιες σε συρμούς υπόγειους,
με δυνατό ταρακούνημα και με βουή που αγγίζει το μεδούλι.
Κι εκεί που λες τέλειωσε, ξεφεύγει απ’ τη μεριά τού σκότους,
βγαίνει σε καινούργιους κόσμους με καινούργιους τρόπους.
Το άσμα της δεν ξέρει από στιχάκια και ρυθμούς τού συρμού.
Η φωνή της κυνηγάει τους ανέμους στων οδών τα φαράγγια.
Κάποτε τις νύχτες τις καυτές μεθάει στις γειτονιές κακόφωνα.
Μπαίνει ακάλεστη στ’ ανοιχτά παράθυρα και ταράζει τα όνειρα.
Τι να την κάνουμε, όμως, αφού αυτή είναι η αγάπη μας!
Έχει ένα πελώριο σχήμα που δίνει σε όλον τον κόσμο σήμα.
Κι αν κάποιου διαβόλου τού μπεί στο μάτι να την χαλάσει,
με πάταγο ο δεσμός θα σπάσει, θα κλάψει κόσμος και κοσμάκης,
σαν δυό τεράστιους δίδυμους πύργους θα καταρρεύσει η αγάπη.
Η ιστορία δεν τελειώνει έτσι, η αγάπη τη συντριβή θα την αντέξει.
Και μες από την κρύα στάχτη, απ’ το αβάσταχτο κενό όπου πέφτει
κόκκαλο το κοκκαλάκι, απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη, να μια νέα μορφή,
που κανένας θρησκόληπτος σατράπης δεν είναι ικανός να φανταστεί.
Η αγάπη μας για περιπέτεια έχει γεννηθεί σ’ αυτή την πόλη τη μαγική.
Σημείωση: το ποίημα, γραμμένο το 2002, είναι από τη συλλογή «Μαγικό Μανχάτταν» (Μελάνι, 2013)