της Βαρβάρας Ρούσσου
Με ένα κατεξοχήν αστικό εξώφυλλο (φωτογραφία από τον ακάλυπτο πολυκατοικίας με είσοδο και σκάλες υπηρεσίας), -ερεθιστικό έναυσμα για πολλές αφηγήσεις- η εικαστικός Μυρτώ Χμιελέφσκι καταθέτει τη δεύτερη ποιητική συλλογή της. Η αφηγηματικότητα μιας κινούμενης στην πόλη κάμερας, -συναρμογή εξωφύλλου και περιεχομένου-χαρακτηρίζει τα περισσότερα από τα ποιήματα. Ο αστικός χώρος, η μητρόπολη και οι διαρκώς μεταβαλλόμενες και πολλαπλές παραστάσεις στις οποίες υποβάλλονται οι άνθρωποι μέσα σε αυτό, σε μια διάδραση κάθε άλλο παρά θετική που παραπέμπει άμεσα στις παρατηρήσεις του Ζίμελ (Simmel) για τη ζωή στις μητροπόλεις (Μητροπολιτική αίσθηση).[1] Η αστική μικροκαθημερινότητα κουραστικά επαναλαμβανόμενη, σκληρή («Το όφελος») και δίχως διαφυγή, αυτά αποτελούν βασικό θεματικό υπόβαθρο στη συλλογή και μορφοποιούνται με επιλεκτικές αλλά χαρακτηριστικές εικόνες: οι άστεγοι του κέντρου («Από την ΕδουάρουΛω ως τη Σταδίου»-ποίημα που παράγει έντονη φόρτιση με τις ρεαλιστικές αποτυπώσεις,), οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες-μετανάστες (Migration.gov ή πολίτες,(«Ουρές»: «Δείτε τις αεροφωτογραφίες της πόλης πολύχρωμες, ακίνητες, γιγάντιες ουρές καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της[…]. Πρέπει να υπάρχει ένας άχαρος, σκονισμένος, δύσοσμος λόγος για να κατέχεις μια θέση εδώ.».), η ρηχότητα των υποχρεώσεων («Μεγάλες προσδοκίες», Επιτήρηση εξετάσεων», η ζωή στο διαμέρισμα («Έξω από το διαμέρισμα», «Μέσα στο διαμέρισμα», «Ο ένοικος»). Ο θάνατος δεν είναι παρά μια αθόρυβη εξαϋλωση σε ένα περιβάλλον απόλυτης σχεδόν μόνωσης στον περίκλειστο στο αστικό διαμέρισμα εαυτό: «Gone» το τελευταίο ποίημα που κλείνει σκληρά τη συλλογή.
Μεταξύ του μέσα- η κατοικία- και του έξω – ο αστικός περίγυρος («Ιατρείο στην οδό Πούλιου», «Brazil»- τα συγκεχυμένα όρια μεταφέρονται στον ψυχισμό της ποιητικής φωνής. Παράλληλα κινείται η σφαίρα τη τέχνης συμπληρωματικά σχεδόν στην εικονοποιΐα της πόλης («4 νύχτες με την Άννα», «Akira, Vincent&Fryderyk»«Γιατί η EmilyDickinson αρνήθηκε την πρόταση»).
Ακόμη κι όταν η μετακίνηση στο εξωτερικό αποδεικνύεται στείρα κατά την καβαφική πόλη το ταξίδι αφού η ίδια ανθρωπογεωγραφία και ο ίδιος εαυτός αφήνουν το ίδιο στίγμα, προιόν της σαρωτικής παγκοσμιοποίησης («Listopad», «Saltsjobanan», «Saltsjobaden».
Καθαρά οπτική θεώρηση, ρεαλιστική απογύμνωση χωρίς να λείπει ένα ελάχιστο λυρικό στοιχείο πυκνωμένο στην παρατήρηση ή ένα ονειρικό στοιχείο («Παγωμένο βούτυρο»), κοινωνική ποίηση και η αναμενόμενη ειρωνεία ως απόρροια της απογοητευτικής επαναληψιμότητας και στεγνότητας: «στο δρόμο για το υπογεγραμμένο χαρτί// Βαδίζουμε μέσα από έναν γύφτικο καβγά που τελειώνει: Σου λέω μόνο μάζεψε την κόρη σου.» («Δυο μέρες καύσωνα»). «Δευτέρα/να πάω στην τράπεζα/να ενεργοποιήσω την κάρτα μου/στο κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών/ν πάρω μια αριθμομηχανή/ για το διαγώνισμα φυσικής/[…] δεν είναι ένα ειρωνικό ποίημα/αλλά ένα πραγματικό σημείωμα» («Μεγάλες προσδοκίες»). Η άρνηση της ειρωνείας με την κατεξοχήν ειρωνική αποτύπωση σε τόνο απόλυτα ρεαλιστικής κυριολεξίας παράγει ενδιαφέροντα διάλογο.
Τα ποιήματα επιδιώκουν να διαφύγουν από την ψυχική απάθεια (Βλ. ξανά Ζίμελ) που μπορεί να επιβληθεί στο άτομο εξαιτίας της σύγχρονη βιοτικής συνθήκης, να την καταδείξουν για να εξασφαλιστεί η αντίδραση. Ωστόσο δεν πρόκειται για καταγγελία και σε αυτό συντελεί η επιλογή μορφολογικών εναλλαγών:ελευθερόστιχασύντομα ποιήματα με σύντομων στίχων ή με εναλλαγή πολυσύλλαβων και ολιγοσύλλαβων στίχων, πεζά ή πεζόμορφα ποιήματα, ή άλλα σε στίχο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στίχος-παράγραφος, όλααποκαλύπτουν τη μέριμνα για την τυπογραφική διάταξη των ποιημάτων, για την οπτική τους πρόσληψη και παράλληλα τονίζουν την αφηγηματικότητα και διακρίνονται από πεζολογία.
Δεν παρουσιάζεται μεγάλη διαφορά από την πρώτη σε αυτή τη νέα συλλογή της Χμιελέφσκι. Η πρώτη διαβάστηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η δεύτερη το ίδιο, εξακολουθώντας μάλιστα να δημιουργεί σχετική αναγνωστική συγκίνηση προερχόμενη από την φορτισμένη απόδοση και βέβαια από την άμεση, συνήθως οπτική εμπειρία, κοινή στους σύγχρονους αστούς όσο και ο αναπόφευκτα σκληρός στοχασμός που παράγει αυτή η εμπειρία. Ωστόσο, οι αδυναμίες να χειριστεί η Χμιελέφσκι το εν θερμώ βίωμα περισσότερο αφαιρετικά ή να οξύνει το γλωσσικό εργαλείο ώστε να γίνει δραστικότερο και να διαφύγει από το πρώτο, ας το πω αισθητηριακό προιόν, παραμένουν στη συλλογή όπως και άλλα τροπικά στοιχεία που παραπέμπουν σε μάλλον αδιαμεσολάβητη απόδοση της εμπειρίας. Η συλλογή εντάσσεται βέβαια στην ευρύτερη ομάδα έργου νεότερων ποιητών/τριών που επιδιώκουν να καταθέσουν με κυριολεκτικούς τρόπους και χωρίς υπεκφυγές τη δυσφορία τους για τις συνθήκες ωστόσο αυτή η διάσταση και οι τρόποι με τους οποίους αρθρώνεται η διαμαρτυρικού τύπου δυσαρέσκεια νομίζω ότι απαιτούν την περαιτέρω επεξεργασία. Πάντως δεν παύει η Χμιελέφσκι, με την έντονη εικαστικότητα και το ιδιαίτερο βλέμμα στην αστική εικόνα, να υπόσχεται.
[1] Βλ. κυρίως GeorgSimmel, Πόλη και ψυχή, Αθήνα Έρασμος 2009 και Μητροπολιτική αίσθηση. Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης- Κοινωνιολογία των αισθήσεων, Αθήνα Άγρα 2017
Μυρτώ Χμιελέφσκι, Ο πίσω τοίχος, ο ανεπίσημος, ενύπνιο, 2021
Βρες το εδώ