Γκ. Μπύχνερ: ο καλλιτέχνης ως πολίτης και ως εργαλείο κοινωνικής ανατροπής (της Εύης Προύσαλη)

0
228

της Εύης Προύσαλη (*) 

 

Το βιβλίο Πένα και Νυστέρι. Οι επιστολές και μία Επαναστατική Διακήρυξη [1] δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να έρθει σε επαφή αφενός με τη ζωή του Γκ. Μπύχνερ, η οποία είναι ελάχιστα γνωστή, αφετέρου με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των αρχών του 19ου αιώνα, των μεγάλων (μετα)επαναστατικών θεωριών, σοσιαλιστικών κινημάτων και διεκδικήσεων, που έθεσαν τα θεμέλια για την είσοδο στον 20ου αιώνα. Πρωτίστως, όμως, δίνει τη δυνατότητα να μελετήσουμε ένα νέο πρότυπο καλλιτέχνη, από τα ελάχιστα ίσως στην ιστορία της δραματουργίας, ο οποίος διασυνδέει άρρηκτα την ιδιότητα του καλλιτέχνη με εκείνην τού πολίτη και με την ευθύνη που έχει ο καλλιτέχνης/πολίτης να μιλήσει για την κοινωνία, αλλά κυρίως με την ευθύνη του να ανατρέψει το συντηρητικό, άδικο και καταπιεστικό σύστημα μέσα στο οποίο διαβιεί. Πρόκειται για ένα παράδειγμα καλλιτέχνη, ως δυναμικού και δρώντος πολίτη, που αξιοποιεί την τέχνη του, τη θεατρική γραφή εν προκειμένω, ως κοινωνικό εργαλείο αφύπνισης, ενεργοποίησης και ανατροπής της σύγχρονής του κοινωνίας∙ μία στάση που βεβαίως μοιάζει να εκλείπει παντελώς σήμερα. Με αφορμή το βιβλίο αυτό, γεννιούνται σημαντικοί προβληματισμοί για την τέχνη και τους καλλιτέχνες στη σύγχρονη εποχή.

Πώς η θέση του Μπύχνερ που προκρίνει τον καλλιτέχνη ως έναν, αναγκαία, επαναστατημένο πολίτη μπορεί να διευρύνει την αντίληψή μας για την τέχνη και τους καλλιτέχνες σήμερα; Ποια είναι η σχέση του σύγχρονου καλλιτέχνη των Παραστατικών Τεχνών με την κοινωνία και την πολιτική; Τί είδους Τέχνη, εν τέλει, έχουμε ανάγκη σήμερα, στον 21ο αιώνα;

Ο Μπύχνερ, όπως προκύπτει από το βιβλίο, επινοεί μία αισθητικο-κοινωνική συνθήκη στην οποία δημιουργεί και ως καλλιτέχνης και ως πολίτης. Καμία από τις δύο αυτές ιδιότητες δεν μπορεί να λειτουργήσει, κατ’ αυτόν ανεξάρτητα, ή καλύτερα δεν έχει νόημα η τέχνη αν διαχωριστεί από τα ζητήματα της κοινωνίας και από την άσκηση κριτικής στην εξουσία και την πολιτική. Στην προκήρυξή του στον Αγγελιοφόρο της Έσσης,[2] μιλάει ανοιχτά ως πολίτης για το ποιοι ακριβώς έχουν την ευθύνη της κοινωνίας, ποια πρόσωπα, ποιοι φορείς, πώς ξοδεύονται τα χρήματα από την εξουσία και τί πρέπει να κάνουν οι πολίτες, αναφέροντας χαρακτηριστικά:

 

«Ο Ηγεμόνας είναι το κεφάλι της βδέλλας που σέρνεται πάνω σας, οι υπουργοί είναι τα δόντια της και οι υπάλληλοι η ουρά της (…).

Τα τοπικά μας κοινοβούλια είναι μία σάτιρα της κοινής λογικής.

Πόσο κοστίζει συνολικά η Αστυνομία, η χωροφυλακή, η Δικαιοσύνη;

Διαμαρτυρηθείτε που είστε ζεμένα σαν ψωράλογα του Κράτους. Διαμαρτυρηθείτε για τα χαμένα σας ανθρώπινα δικαιώματα!» [3]

 

Ως καλλιτέχνης στα θεατρικά του έργα Βόυτσεκ και Ο Θάνατος του Δαντόν αναδεικνύει αντίστοιχα ζητήματα, μέσα από τα ιστορικά πρόσωπα και τη δράση τους, από τα οποία αφορμάται για να μιλήσει διαχρονικά και διιστορικά για τους μηχανισμούς της εξουσίας, που αλλοτριώνουν συνειδήσεις και εθίζουν τους πολίτες στην καταπίεση και την ανισότητα. Διακόσια χρόνια πριν ο Μπύχνερ επισημαίνει ήδη ότι:

 

«Στο όνομα του κράτους οι καταπιεστές επικαλούνται την κυβέρνηση,

και η κυβέρνηση λέει ότι είναι απαραίτητο να τηρείται τάξη μέσα στο κράτος.

Να ζεις με τάξη σημαίνει να πεινάς και να σε γδέρνουν!

Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί που δημιούργησαν αυτήν την τάξη

και που επαγρυπνούν για την τήρηση αυτής της τάξης;

(…) Μα τί είναι πια αυτό το τρομερό πράγμα το κράτος;»

 

Ταυτοχρόνως δίνει και τη ριζοσπαστική απάντηση:

«Το Κράτος, λοιπόν, είναι Όλοι[4] καθιστώντας αφενός τον κάθε έναν πολίτη υπεύθυνο και συνένοχο για την κατάσταση την οποία ζούμε αφετέρου δυνητικά επαναστάτη, εφόσον, αν το αποφασίσουμε, μπορούμε να ανατρέψουμε την κατάσταση. Σκέψη πραγματικά πρωτοποριακή και ρηξικέλευθη, ακόμα και σήμερα που αγωνιζόμαστε απέναντι στη μοιρολατρία του συντηρητικού νεοφιλελεύθερου αφηγήματος ότι «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει». Ο Μπύχνερ, μέσα από τις επιστολές και την προκήρυξή του που παρουσιάζονται στο βιβλίο, μας ωθεί να αναγνωρίσουμε την παθητικότητά μας, γεγονός που είναι, ήδη, ένα χειραφετητικό συμβάν, αλλά και εφαλτήριο για την κοινωνική και πολιτική ενεργοποίησή μας.

Ο Μπύχνερ αναφέρεται, επίσης, στους ηγέτες και στους κοινωνικούς φορείς που εμπλέκονται στην κατάχρηση των μέσων παραγωγής, στην κατασπατάληση των οικονομικών πόρων που αντλούνται από τους πολίτες μέσω των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, κατονομάζοντάς τους απροκάλυπτα, ώστε οι πολίτες να αφυπνιστούν. Πρόκειται δηλαδή για έναν άνθρωπο που, όπως διαφαίνεται στο βιβλίο, η κύρια μέριμνά του είναι η αφύπνιση της κοινωνίας είτε αυτό γίνεται με αισθητικά και καλλιτεχνικά εργαλεία και μέσα, είτε με τον πολιτικό λόγο. Για την ακρίβεια τέχνη και πολιτική σκέψη είναι για τον Γκ. Μπύχνερ άρρηκτα συνδεδεμένα, αποτελώντας μία αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητα. Άρα, κατά τον Μπύχνερ, ο καλλιτέχνης οφείλει να αποκαλύπτει, όχι γενικόλογα αλλά συγκεκριμένα, πρόσωπα και ζητήματα που εμπλέκονται στην κατάχρηση εξουσίας, στους νόμους που συντηρούν την ανισότητα και στους μηχανισμούς που καταπατούν τα δικαιώματα των πολιτών. Είναι, έτσι, προφανές ότι στο ερώτημα «Γιατί κάνουμε τέχνη;» ο Μπύχνερ προκρίνει το πρότυπο ενός κοινωνικά επιτελεστικού καλλιτέχνη, ο οποίος αξιοποιεί τα αισθητικά του μέσα ώστε να επιδρά κοινωνικά.

Ας δούμε όμως τώρα, τί συμβαίνει στη σύγχρονη τέχνη. Ο Ρίτσαρντ Σέχνερ (Richard Schechner) θεωρεί ότι ενώ οι Παραστατικές Τέχνες στον 20ο αιώνα, ήταν «ανατρεπτικές, ίσως και απολύτως καταστροφικές σε σχέση με το υπάρχον σύστημα», σήμερα αναφερόμενος στον 21ο αιώνα, υπάρχει μία «συντηρητική πρωτοπορία» όπως την ονομάζει, «η οποία αναπαράγει τις ίδιες της τις επαναλήψεις».[5] Κατά συνέπεια, στην πλειονότητά τους οι Παραστατικές Τέχνες έχουν χάσει την κοινωνική επιτελεστικότητά τους, τη δυνατότητα δηλαδή να προβάλουν ένα διαφορετικό κοινωνικό φαντασιακό. Πράγμα που σημαίνει ότι οι καλλιτέχνες έχουν, εκόντες άκοντες, αφομοιωθεί από το υπάρχον οικονομικο-πολιτικό σύστημα. Πώς μπορεί να προσεγγιστεί, λοιπόν, το ερώτημα «Γιατί κάνουμε τέχνη, σήμερα;»

Το τοπίο στις Παραστατικές Τέχνες, σήμερα, μοιάζει διαυγές και απλό, παρότι αποκαλύπτεται θολό και συγκεχυμένο. Οι συστημικοί θεσμικοί φορείς του πολιτισμού (ΥΠΠΟΑ, Κρατικοί φορείς και Κοινωφελή Ιδρύματα) χρησιμοποιούν τους καλλιτέχνες επιχορηγώντας τους και εκείνοι δημιουργούν παραστάσεις που διαφημίζονται από τους πρώτους –μέσα από ρητορικές πρακτικές που προσελκύουν το κοινό– ως κοινωνικά ανατρεπτικές και ρηξικέλευθες. Η πλειονότητα των παραστάσεων αυτών, έχει θεωρητικά κοινωνικό περιεχόμενο, ενίοτε αμεσότητα στη φόρμα και κάποιου τύπου διάδραση με το κοινό. Αφορούν κυρίως σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, τη φτωχοποίηση των πολιτών –των δυτικών κοινωνιών–, αλλά και ζητήματα «Me too» ή/και συμπερίληψης, επανασύνδεσης με τη φύση και το άστυ, σε μια προσπάθεια να προταθούν νέοι όροι κοινωνικής συμβίωσης. Στις ιστορίες που παρουσιάζονται, όμως, στις παραστάσεις αυτές διακρίνεται ένα πανομοιότυπο αναπαραστατικό μοντέλο, με ανώδυνες και στερεοτυπικές οπτικές, το οποίο βεβαίως αγγίζει άμεσα τα συναισθήματα του κοινού. Καθώς η πραγμάτευση των ζητημάτων, όμως, γίνεται με έναν άκρως επιφανειακό και επιδερμικό τρόπο, είναι αμφίβολο αν οι παραστάσεις αυτές δημιουργούν έστω και μια μικρή αναταραχή ή προβληματισμό στους θεατές τους. Σε ό,τι αφορά δε στο λεγόμενο Θέατρο Ντοκουμέντο, που πραγματεύεται τους εκπατρισμούς, τις διώξεις, τις διεθνείς συρράξεις κ.ο.κ. απουσιάζει έστω και η παραμικρή νύξη για τα αίτια των φαινομένων, ενώ υπάρχουν μόνο ακροθιγείς αναφορές στη «διεθνή κοινότητα» που διαχειρίζεται τα θέματα αυτά, γενικώς! Στην πλειονότητα των παραστάσεων, αποσιωπώνται οι αναφορές στις αιτίες των πολέμων, στην εμπλοκή των πολυεθνικών όπλων, στην εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, στον ορατό κι αδιόρατο εποικισμό, στα χρηματιστηριακά συμφέροντα κ.ά. που ο καλλιτέχνης οφείλει εξίσου να παρουσιάσει, αν φιλοδοξεί να πραγματευτεί ολόπλευρα τα δεδομένα του.

Στις επιστολές και τις προκηρύξεις, όμως, που παρουσιάζονται στο βιβλίο Πένα και Νυστέρι διαφαίνονται οι ευθείες βολές, οι αποκαλύψεις συγκεκριμένων δεδομένων και η «ανατομική» τακτική που υιοθετεί ο Γκ. Μπύχνερ απέναντι στα κοινωνικά φαινόμενα. Αντλώντας τεχνικές από τη ιατρική επιστήμη και την ανατομία που σπούδασε –με το νυστέρι του, κυριολεκτικά– ανατέμνει σε βάθος τα γεγονότα για να αναδείξει τις αιτίες και τις ρίζες των κοινωνικών προβλημάτων, σχολιάζοντάς τα ταυτοχρόνως επικριτικά. Η γραφή του αποκτά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαχρονικότητα και βάθος. Γι’ αυτό και μέσα στα μόλις 24 χρόνια της ζωής του κατόρθωσε να γίνει ο πιο επιδραστικός συγγραφέας για τους σημαντικότερους δραματουργούς του 20ου αιώνα: τον Τζόυς, τον Αρτώ, τον Μπέκετ, τον Χ. Μύλλερ κ.ά.

Παρότι στο Θέατρο Ντοκουμέντο συχνά οι καταπιεσμένοι και φτωχοποιημένοι πολίτες ανεβαίνουν στη σκηνή, οι παραστάσεις δεν αναστοχάζονται, ούτε εμβαθύνουν στα κοινωνικά γεγονότα, ούτε αναδεικνύουν προτάσεις και εναλλακτικές οπτικές. Συνεπώς, η κοινωνική επιτελεστικότητά τους είναι ισχνή. Διότι, όπως τονίζει και ο θεωρητικός του Θεάτρου H.T. Lehmann:

 

«Το ότι οι πολιτικά καταπιεσμένοι ανεβαίνουν στη σκηνή,

δεν καθιστά την παράσταση πολιτική.

Η απλή θεματοποίηση πολιτικών ζητημάτων δεν συνιστά πολιτικό θέατρο.

Το θέατρο γίνεται πολιτικό όταν αναδεικνύει την υπονοούμενη ουσία

και ασκεί κριτική μέσα από τους τρόπους της (ανα)παράστασής του.» [6]

 

Με δεδομένο ότι οι καλλιτέχνες επιχορηγούνται από θεσμικούς πολιτιστικούς φορείς, δεν παράγονται παραστάσεις που να αμφισβητούν ουσιαστικά το υπάρχον κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που τους επιχορηγεί και τους συντηρεί. Έτσι, η πλειονότητα των σύγχρονων καλλιτεχνών και οι παραστάσεις τους ακολουθούν τις αισθητικές νόρμες του συστήματος, οι οποίες αναπαράγουν ή/και ενισχύουν το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα, χωρίς τον κίνδυνο να διανοίξουν ρωγμές προς την αμφισβήτηση και την ανατροπή του. Συνεπώς, η σύγχρονη τέχνη δεν αποβαίνει κοινωνικά επιτελεστική, καθώς δεν αναδεικνύει ούτε φαντασιώνεται έναν διαφορετικό από τον υπάρχοντα, σε επίπεδο κοινωνικής συμβίωσης, (βιο)κόσμο! Αυτή η τέχνη επέχει θέση αφίσας, όπως το πορτραίτο του Τσε (Άντυ Γουόρχολ) στο δωμάτιό μας, μία υποδήλωση ακίνδυνη και δημοφιλής∙ αυτή η τέχνη επέχει θέση εικόνας στην επιφάνεια εργασίας στον υπολογιστή ή στο κινητό μας, εικόνα εφήμερη και μαζική∙ αυτή η τέχνη είναι ένα άλλοθι για την απολίτικη κοινωνική μας δράση. Συνεπώς, προχωρούμε στο ερώτημα:

«Τί τέχνη έχουμε ανάγκη σήμερα;»

Έχουμε ανάγκη από μια τέχνη που να πραγματεύεται διιστορικά και διαχρονικά τα ζητήματα της εξουσίας, προκειμένου να αναδείξει τις μεθόδους, τις πρακτικές και τις ρητορικές που οι μηχανισμοί εξουσίας αξιοποιούν για να καθυποτάξουν, άλλοτε φανερά κι άλλοτε αδιόρατα, τον πολίτη. Η γραφή του Μπύχνερ είναι μια τέτοια μορφή τέχνης∙ μία δραματουργία με ασυνέχειες, με μη γραμμική αφήγηση, με μοντάζ, με αποσπασματικότητα, με ανορθόδοξη συμπαράθεση στοιχείων∙ επινοεί και εισάγει όλα εκείνα τα σκηνικά σημεία που συνιστούν, σήμερα, τη σύγχρονη μεταμοντέρνα γραφή, ως πρόδρομός της.  Η γραφή του, όμως, δεν αξιοποιείται μόνο ως φόρμα αλλά ως παραστασιακό εργαλείο που ρηγματώνει τη «ντετερμινιστική» οπτική της κοινωνίας και ασκεί μέσα από τις ανοικειώσεις της φανερή κριτική στα κοινωνικά φαινόμενα, δίνοντας ταυτοχρόνως και εναλλακτική (προ)οπτική σε αυτά. Διότι μόνο η αισθητική φόρμα, όπως καταχρηστικά γίνεται σήμερα, δεν αρκεί. Το νυστέρι πρέπει να διεισδύσει σε βάθος για να αφαιρέσει το πάσχον όργανο ώστε να αναδείξει το αίτιο της νόσου. Μόνο μία τέτοια τέχνη μπορεί να οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση των μηχανισμών της εξουσίας και σε μια αισθητική εμπειρία που όπως επισημαίνει και ο Ζακ Ρανσιέρ «έχει πολιτικό αποτέλεσμα, διότι πολλαπλασιάζει τις συνδέσεις και τις αποσυνδέσεις ανάμεσα στα σώματα των θεατών/πολιτών και τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν, επιτρέποντας νέους τρόπους πολιτικής οργάνωσης και πιθανότητες συλλογικής διατύπωσης».[7]

Τέτοια είναι η καθολική προσέγγιση του Γκ. Μπύχνερ, διαφανής και στοχευμένη προς όλες τις κατευθύνσεις τόσο προς την εξουσία -«τα τοπικά μας κοινοβούλια είναι μία σάτιρα της κοινής λογικής»- [8] όσο και προς τους πολίτες. Στόχευσε στην ολόπλευρη αφύπνιση και χειραφέτηση αμφότερων, του ατόμου και της κοινωνίας, όπως προκύπτει και από το Άρθρο 34 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη,[9] που αποτυπώνεται στο βιβλίο :

 

«Ολόκληρο το κοινωνικό σώμα υφίσταται καταπίεση,

όταν καταπιέζεται έστω και ένα μέλος του.

Κάθε μέλος καταπιέζεται,

όταν καταπιέζεται όλο το κοινωνικό σώμα.»

 

 

[1]Γκ. Μπύχνερ, Πένα και Νυστέρι. Οι επιστολές και μία Επαναστατική Διακήρυξη, Επιμ. Ευγ. Τζιρτζιλάκη, μτφρ. Μαρία Ρούσσου, Εκδόσεις Μέδουσα, Αθήνα, 2023

[2] Αυτόθι  σ.227

[3] Αυτόθι σ. 87

[4] Αυτόθι σ. 247

[5] Richard Schechner, “The Conservative Avant-Garde”, New Literary History, 2010, 41: 895–913

[6] H.T. Lehmann, Post Dramatic Theatre, transl. Karen Jürs-Munby, Routledge, London, 2006, p.178.

[7] Jacques Ranciere ό.π., 72 (σε δική μου μετάφραση).

[8] Γκ. Μπύχνερ, ό.π. σ. 86.

[9] Αυτόθι  σ. 323

 

 

(*) Η Εύη Προύσαλη είναι Διδάσκουσα στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Παραστατικές Τέχνες, ΕΑΠ, – Δρ. Θεατρικών Σπουδών, Post Doc: Performing Arts and Neuroaesthetics

 

 

Γκέοργκ Μπύχνερ, Πένα και Νυστέρι. Οι επιστολές και μία Επαναστατική Διακήρυξη, μτφρ. Μαρία Ρούσσου, Μέδουσα

Προηγούμενο άρθροΠάμε σαν άλλοτε με την ποίηση (επιλογές από την Βαρβάρα Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΜικρά κριτικά εικονογραφημένα… με δυο λόγια  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ