της Όλγας Σελλά
«Όλα μέσα μου είναι σκόνη». Είναι από τις πρώτες φράσεις αυτού του φοβισμένου, μπερδεμένου, απελπισμένου Φάουστ που δεν έρχεται ούτε από τον 16ο αιώνα, οπότε έζησε το πραγματικό πρόσωπο που γέννησε τους μετέπειτα θρύλους, ούτε από τον 18ο, όταν άρχισε ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε να γράφει τον δικό του «Φάουστ». Αυτός ο Φάουστ, που βρίσκεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, που έχει συνθλιβεί από αδιέξοδα, φοβίες, ερωτήματα αναπάντητα, επιθυμίες ατελέσφορες και σκιές, μεγάλες και ανυπέρβλητες, που τον εμποδίζουν να καταλάβει, να δει, να προχωρήσει. Βρίσκεται στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή του, που στέκεται όρθιος και σε απόσταση, σ’ ένα χαμηλοτάβανο κλειστοφοβικό δωμάτιο. Έτσι ξεκινάει κι έτσι εικονίζεται ο «Φάουστ» που σκηνοθέτησε και διασκεύασε ο Άρης Μπινιάρης.
Με λυγμική εκφορά του λόγου, με το σώμα κυρτωμένο, για να περιφρουρήσει ό,τι έχει ή για να προφυλαχθεί, ο «Φάουστ» (Μιχάλης Βαλάσογλου μιλάει σ’ αυτόν τον ψυχρό και απρόσιτο ψυχαναλυτή (Άρης Νινίκας). Του λέει για τον «συρφετό αυτόν που με πιέζει», για τη «σκοτεινή σπηλιά της ψυχής» του, για την «πλημμύρα του μυαλού (που) δεν κοπάζει», για την απελπισμένη ανάγκη του να φύγει «στη γη την απλόχωρη». Γιατί αυτό που επιθυμεί είναι: «να νιώσω, να αιστανθώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου. Κι ας συντριβώ!!!». Και ο ψυχαναλυτής, ο Μεφιστοφελής αυτής της ιστορίας, τον συμβουλεύει: «Αναζητήστε τη νιότη σας ξανά, στα σύνορα του ασυνειδήτου σας».
Κι ο Φάουστ κάνει δειλά, διστακτικά το βήμα και κατεβάζει το πόδι του από αυτό το κλειστοφοβικό δωμάτιο. Κι αρχίζει να περιπλανιέται εκεί όπου φοβόταν να πάει: «στων ενοχών το χαλασμένο Καρναβάλι». Κι από εκείνο το σημείο και μετά ο Άρης Μπινάρης μας δείχνει αυτή τη διαδρομή, αυτού του σημερινού και οικείου Φάουστ, που «δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει». Και στη διαδρομή, συναντά πειρασμούς, περίεργες Σειρήνες, ανθρώπους που φορούν μάσκες, τον ίδιο τον Εωσφόρο (που μοιάζει με τον ψυχαναλυτή του) και ένα κορίτσι, μ’ ένα κίτρινο φόρεμα, τη Μαργαρίτα (Νάντια Κατσούρα). Και «τον σαρώνει ο έρωτας».
Και μ’ έναν ευφυή τρόπο, ο Άρης Μπινιάρης συνδέει τον αρχικό μύθο του Φάουστ, με τις αναζητήσεις του 18ου αιώνα, και με τις παντοτινές αναζητήσεις των ανθρώπων κάθε εποχής: ν’ αφήσουν πίσω τους τις σκιές «των φόβων, των τραυμάτων, των ενοχών και των τιμωριών» που προκλήθηκαν από μικρές ή μεγαλύτερες εξουσίες (οικογένεια, θρησκεία, κοινωνικά ταμπού και απαγορεύσεις) και να αφεθούν στην πολύχρωμη βουή της επιθυμίας και της αναζήτησης.
Και αυτήν ακριβώς την όψη δίνει στην παράστασή του ο Άρης Μπινιάρης. Κίνηση σε ξέφρενους ρυθμούς, βακχικούς, μουσική -κάλεσμα κι απελευθέρωση-, και μια σκηνική όψη ονειρική, πολύχρωμη, καρναβαλική, στα όρια της παραίσθησης και της απέραντης χαράς.
Κι ο Φάουστ σ’ αυτή τη διαδρομή συναντά τους δαίμονές του, αλλά και τους δαίμονες που μπλοκάρουν την ελεύθερη διαδρομή της σκέψης των ανθρώπων. «Τώρα που έγινες αδελφός με το διάβολο, μη φοβηθείς τη φλόγα» τον συμβουλεύουν τα «ξωτικά» στη διαδρομή. «Και ο Φάουστ ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα με την ενσωμάτωση της σκιάς του, γίνεται ολόκληρος μέσα από την αναμέτρησή του με τον Μεφιστοφελή», σημειώνει στο πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα η δραματολόγος της παράστασης, Έρι Κύργια.
Ο Άρης Μπινιάρης, πέρα από αυτό που κάνει σε όλες τις παραστάσεις του, και είναι μέρος της θεατρικής του ταυτότητας, (μουσική, κίνηση, ιδιαίτερη εκφορά του λόγου), κάνει πολύ περισσότερα, σε μια νέα διαδρομή του κι ο ίδιος. Τα έχει όλα αυτά και στον «Φάουστ». Έχει όμως και νέα στοιχεία, πολύ ενδιαφέροντα και εξίσου καλά δουλεμένα. Συνεχίζοντας τη διαδρομή που ξεκίνησε το περασμένο καλοκαίρι με τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, έβαλε ξανά χρώμα (αυτή τη φορά περισσότερο), κι έβαλε ξανά συναίσθημα –της συμμετοχής, της ταύτισης, της συγκίνησης.
Αλλά δεν έκανε μόνο αυτό. Μελέτησε βαθιά και ουσιαστικά όλα όσα αφορούν τον Φάουστ, παρέπεμψε σε όλες τις σημαντικές σκηνές του, και δεν βασίστηκε μόνο στο πληθωρικό και κεφαλαιώδες έργο του Γκαίτε. Ενσωμάτωσε και αποσπάσματα από τα κείμενα «Δρ. Φάουστους» του Κρίστοφερ Μάρλοου, «Ζυστίν» του Μαρκήσιου ντε Σαντ και «Μια εποχή στην κόλαση» του Αρθρούρου Ρεμπώ (σε δική του απόδοση όλα).
Και κατάφερε να συνενώσει δημιουργικά τις ιδεολογικές, επιστημονικές και ψυχολογικές ανησυχίες και αναζητήσεις που εμπεριέχει η ιστορία του Φάουστ –«ένα από τα καλύτερα σύμβολα της ανθρώπινης εξερεύνησης, φιλοδοξίας, υπαρξιακής απόγνωσης και τιμήματος της γνώσης»-, αλλά και το καθοριστικό κωμικό στοιχείο που ενυπάρχει ισχυρά στο λογοτεχνικό έργο, με τους σύγχρονες σκηνικούς και θεατρικούς κώδικες. Και να δώσει ένα αποτέλεσμα ζωντανό, ουσιαστικό, πνευματικό όσο και θεατρικό. Ή όπως το λέει ο Γκαίτε: «Σκέψη, αισθήματα, πάθη και χορικά/ Ας μη μας λείψει μόνο της τρέλας πανδαισία»*.
Στο αποτέλεσμα αυτό, φυσικά, δεν ήταν μόνος. Είχε τους συνεργάτες του στη χορογραφία (Φαίδρα Νταϊόγλου), στα σκηνικά, τα κοστούμια και τις μάσκες (Πάρις Μέξης), στη μουσική (Τζεφ Βάγγερ), στα φώτα (Στέλλα Κάλτσου) σε πολύ δημιουργικές στιγμές. Και είχε κι έναν θίασο που μετείχε με αυταπάρνηση σε μια δύσκολη σκηνική συνθήκη που απαιτούσε πολλά προσόντα και τεράστια αφοσίωση. Ο Μιχάλης Βαλάσογλου ουσιαστικός, βαθύς, πολύπλευρος. Δίπλα του, πολύ καλοί ο Άρης Νινίκας και ο Μπάμπης Γαλιατσάτος. Αισθαντική η Μαργαρίτα της Νάντιας Κατσούρα, πληθωρική και απολαυστική η Μάγισσα της Ιωάννας Μαυρέα, στην καλύτερη στιγμή της η Κωνσταντίνα Τάκαλου ως Κορυφαίος Φόβος. Αλλά και οι νεότεροι ηθοποιοί μετείχαν και πλαισίωσαν τη διαδρομή του Φάουστ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και την αρτιότερη δυνατή κίνηση.
Η παράσταση τελειώνει πάλι στο κλειστοφοβικό δωμάτιο του ψυχαναλυτή. Το στήσιμο του σώματός του είναι αλλιώς. Έχει ξεκινήσει τη διαδρομή, έχει βρει αυτό που τον απελευθέρωσε. Νιώθει πιο έτοιμος και πιο δυνατός. Τα επόμενα βήματα πάλι μόνος θα τα κάνει. Αλλά τώρα πιο άφοβος.
(*) Ο τίτλος από τη μετάφραση του «Φάουστ» που έκανε ο Πέτρος Μάρκαρης (εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001).
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Διασκευή-Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης, Σύμβουλος δραματουργίας: Νεφέλη Παπαναστασοπούλου, Σκηνικά-Κοστούμια-Μάσκες: Πάρις Μέξης, Μουσική: Τζεφ Βάγγερ
Χορογραφία: Φαίδρα Νταϊόγλου, Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου, Φωνητικές συνθέσεις: Μαρίσσα Μπίλη, Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια, Βοηθός σκηνοθέτη: Gelly Pedefu
Βοηθοί σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαριάνθη Ράδου, Δέσποινα Μαρία Ζαχαρίου, Βοηθός φωτίστριας: Ιφιγένεια Γιαννιού, Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης.
|
|