Ζώντας το ειρηνικό ‘πριν’, το τραγικό ‘κατά τη διάρκεια‘, το δύσκολο ‘μετά’ (της Μαρίζας Ντεκάστρο) 

0
297

 

της Μαρίζας Ντεκάστρο  

 

Διαφορετικά βιβλία ύφους και είδους με κοινό υπόβαθρο όψεις ενστάλαξης της μνήμης στην κοινωνία, τη λογοτεχνία, την οικογένεια.

 «Νέα ζωή», Έλληνες εβραίοι μετά τη Σοά, Ιστορία, μνήμη και ταυτότητα (1944-1955)

Οι άνθρωποι στη φωτογραφία, άνδρες μέσα στην ένδεια να φορούν ακόμα το παντελόνι της στολής του στρατοπέδου, γυναίκες με στρατιωτικά ρούχα που έδωσαν οι Αμερικανοί, ρούχα παράταιρα και ταλαιπωρημένα, είναι ελάχιστοι από τους εκατοντάδες που έφτασαν στην Ελλάδα περπατώντας για μήνες στην κατεστραμμένη Ευρώπη με τον πόθο του γυρισμού. Τα χαμόγελα δηλώνουν ανακούφιση και ελπίδα για το μέλλον.

Μια ομάδα επιζώντων κατά την επιστροφή τους από διάφορα στρατόπεδα. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο Σιδηρόκαστρο, αρχές Σεπτέμβρη 1945 (δημοσίευση: Χρονικά, αρ. φ. 149, Μάιος-Ιούνιος 1997, σ. 15).

Η ιστορικός Ελένη Μπεζέ μελέτησε την κατάσταση εκείνων που επέστρεψαν από τα στρατόπεδα, έμειναν στη χώρα και σώθηκαν κρυμμένοι ή πολέμησαν στις τάξεις της Αντίστασης κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταπολεμικής, καθοριστικής δεκαετίας.

Όλοι ανεξαιρέτως βρέθηκαν αντιμέτωποι με χαώδεις συνθήκες και εξαιρετικά δύσκολες αποφάσεις, καθώς η μετάβαση προς την κανονικότητα περνούσε μέσα από απώλειες, ανθρώπινες και υλικές- χαμένες οικογένειες, κατασχεμένα σπίτια, κλεμμένες περιουσίες, διάλυση των κοινοτικών θεσμών, φτώχεια. Σημαντικός αριθμός ελληνοεβραίων αποφάσισε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και στην υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη, ενώ ανάμεσα σε όσους παρέμειναν στην Ελλάδα αναδείχτηκαν ηγετικές προσωπικότητες στις κοινότητες, αναδιοργανώθηκαν οι κοινοτικοί θεσμοί και δημιουργήθηκαν οργανώσεις αρωγής παιδιών και ενηλίκων. Παράλληλα, αναθερμάνθηκαν οι ιδεολογικές διαμάχες μεταξύ σιωνιστών και αριστερών.

Προσθέτοντας στην ελληνική εβραϊκή Ιστορία, η πολυεστιακή μελέτη της Ελένης Μπεζέ εξετάζει και τεκμηριώνει το δύσκολο μέλλον τους όπως μαρτυρούν τα δεκάδες τεκμήρια (επίσημα έγγραφα, αρχεία, δημοσιεύματα από τον ελληνόγλωσσο και ξενόγλωσσο τύπο και οι προσωπικές μαρτυρίες) στα οποία ανέτρεξε για να συνθέσει τo έργο.

Εκατό Σάββατα

Από τη Ρόδο στην Νέα Υόρκη, η μαρτυρία της υπερηλίκου Στέλλας Λεβή. Η Στέλλα και ο συγγραφέας Μάικλ Φρανκ γνωρίστηκαν τυχαία τo 2015 σε μια διάλεξη στην Casa Italiana του Τμήματος Ιταλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Έκτοτε, συνδέθηκαν και επί σειρά ετών, σε 100 σαββατιάτικες συναντήσεις, κουβέντιασαν τις αναμνήσεις της Στέλλας, η οποία προπολεμικά ζούσε στη Τζουντερία της ιταλοκρατούμενης Ρόδου με τους γονείς και τα έξι αδέλφια της, τις εμπειρίες από το Άουσβιτς και τη μετέπειτα  επάνοδό της στην κανονική ζωή.

Στις 23 Ιουλίου του 1944, όταν ο πόλεμος είχε ήδη κριθεί, οι Γερμανοί μάζεψαν 1650 Ροδίτες εβραίους (Ροδεσλί όπως αποκαλούνταν στα λαδίνο), τους φόρτωσαν σε τρία πλοία, μάζεψαν και άλλους στο δρόμο, κατέληξαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και από κει στην Πολωνία. Πολλά ανεξήγητα ‘γιατί’ σε ολόκληρο το έργο, σκέψεις για το ‘πώς’ της επιβίωσης, το θάρρος, την μπαγαποντιά που μπορεί να σώσει, τη συντριβή για τους δολοφονημένους, τη μοναξιά, τον δισταγμό της επιστροφής στους τόπους όπου έζησε.

Η μνήμη της Στ. Λ. δεν την πρόδωσε. Η μαρτυρία της είναι μοναδική, όπως όλες των επιζώντων. Η εξιστόρηση της ζωής στην, άγνωστη σε πολλούς, ανθηρή εβραϊκή κοινότητα της τότε Ρόδου, μπορεί να γίνει το έναυσμα για μελέτες άλλων κοινοτήτων.

 Μια προσευχή για την Κατερίνα Χοροβίτσοβα

Ένα μυθιστόρημα του Τσέχου Arnost Lustig στο οποίο οι ήρωες δεν έφτασαν ποτέ στο ‘μετά’ επειδή δολοφονήθηκαν πριν. Η ηρωίδα, Κατερίνα Χοροβίτσοβα, εξαιρείται της εκτόπισης στο Άουσβιτς επειδή είναι πανέμορφη. Για καλή της (προσωρινή) τύχη την αναλαμβάνει μια ομάδα πλουσίων εβραίων που πληρώνουν αδρά για να δραπετεύσουν με τη ‘βοήθεια’ των ναζί, να φτάσουν στο Αμβούργο και να επιβιβαστούν στο πλοίο Γερμανία για τις ΗΠΑ. Και όπως τους διαβεβαιώνει ο αρχηγός της αποστολής, ο κύριος Μπρένσκε, ‘Η ωμή βία είναι ξένη σ’ εμάς, όλα με το καλό’.

Στο μυθιστόρημα διαβάζουμε την προετοιμασία του πολυπόθητου ταξιδιού, ο οποίος κινείται στα όρια του σουρεαλισμού, που περιλαμβάνει και τις ψυχικές μεταπτώσεις των υποκειμένων. Εκδηλώνεται με ψέματα, απειλές, υποσχέσεις, ‘οργανωτικά λάθη’, πισωγυρίσματα, αντιφατικές εντολές… να ράψουν ζεστά ρούχα, να μπουν στο τρένο και να επιστρέψουν πάλι πίσω, να παντρευτεί η Κατερίνα Χοροβίτσοβα τον ηλικιωμένο κύριο Κόεν, ώστε ως σύζυγος πλέον να της επιτραπεί να τον ακολουθήσει στο ταξίδι, να βρεθεί ραβίνος ανάμεσα στους έγκλειστους του στρατοπέδου για να τελέσει τον γάμο, να γράψουν επιστολές, να μετρηθούν και να ξαναμετρηθούν, να μεταβιβάσουν τους λογαριασμούς τους στις γερμανικές αρχές, να πληρώνουν κάθε τόσο απίθανα καινούργια έξοδα για τη σωτηρία τους, που διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή- έκδοση διαβατηρίων, τρόφιμα, ηλεκτρική ενέργεια που ξοδεύτηκε για τη μεταφορά τους, ταχυδρομική υπηρεσία, τροφοδοσία του πλοίου, χαρτζιλίκια στις φρουρές, και… και…   Η έκβαση, το τέλος της ομάδας, ήταν η αναμενόμενη.

Ο Arnost Lustig (1926-2011), ο οποίος εκτοπίστηκε έφηβος στα στρατόπεδα Τερεζίν, Άουσβιτς, Μπούχενβαλντ, Νταχάου (όπου δεν έφτασε επειδή πήδηξε από το τρένο μεταφοράς κατά τη διάρκεια μιας αμερικάνικης αεροπορικής επιδρομής), έγραψε ένα μυθιστόρημα βασισμένο στα βιώματά του με θέμα τον παραλογισμό των ναζί και τις παρανοϊκές καταστάσεις που ζούσαν οι υπό εκτόπιση, και βεβαίως οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα εξόντωσης.

Παρότι μάλλον άγνωστος στη χώρα μας, ήταν υποψήφιος για τα βραβεία Booker και Pulitzer και μεταφράστηκε από τη ‘μικρή του γλώσσα’ στα ελληνικά με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού της Τσεχικής Δημοκρατίας!

Ο κήπος της γιαγιάς μου*

Ο συγγραφέας Jordan Scott, ενήλικος πλέον, ανέσυρε αναμνήσεις, εικόνες και στιγμές με τη γιαγιά του απ’ όταν ήταν παιδί.

Η Πολωνή γιαγιά του Scott επιβίωσε του Ολοκαυτώματος και έφτιαξε τη ζωή της στον Καναδά. Ωστόσο, τα τραυματικά βιώματα του πολέμου δεν σβήστηκαν. Μετά από δεκαετίες ο εγγονός θυμάται και αναφέρει, χωρίς να τις σχολιάζει, ορισμένες συνήθειες της γιαγιάς του. Λόγου χάριν, αναρωτιέται γιατί ‘μαζεύει τη μπουκιά που πέφτει κάτω, της δίνει ένα φιλί και την ξαναρίχνει στο μπόλ’; Η μητέρα τού λέει πως κάποτε η γιαγιά δεν είχε να φάει, όμως ο μικρός το προσπερνάει. Ή γιατί φυλούσε τα προϊόντα του κήπου της σε απίθανα μέρη του σπιτιού (στο μπάνιο, στη ντουζιέρα, στην παπουτσοθήκη, στην κουνιστή πολυθρόνα, στο κρεβάτι…) και δεν τα έβαζε στην κουζίνα που ήταν η θέση τους; Κι ακόμα, το πιο δύσκολο να εξηγηθεί, γιατί φρόντιζε τόσο τα σκουλήκια, κάτι που συνέχισε να κάνει κι ο ίδιος.

Στη δική μου ανάγνωση της ιστορίας, αυτές οι ασυνήθιστες δραστηριότητες της γιαγιάς λειτουργούν μεταφορικά και υπονοούν τα τραύματα που ενστάλαξε στην ψυχή της ο πόλεμος- την πείνα και την αγωνία για τροφή, τη φροντίδα και την προστασία των αδυνάμων. Γιατί τι διαφορετικό μπορεί να συμβολίζουν τα σκουλήκια, αν όχι την άποψη των ναζί για την υπόσταση εκείνων που καταδίωξαν, εκτόπισαν και δολοφόνησαν;

 

Υ.Γ. Πρόσθεσα το Ο κήπος της γιαγιάς μου στα παραπάνω βιβλία λόγω της εικονογράφησης. Ο Sidney Smith (Βραβείο Άντερσεν Εικονογράφησης, 2024) ζωγράφισε στην κυριολεξία τη ‘μνήμη’ θαμπή, θολή, ίσως κάπως ονειρική, αποδίδοντας αυτό που πραγματικά μας συμβαίνει πολλές φορές.

* https://www.oanagnostis.gr/pos-eikonografeitai-mia-anamnisi-syzitoyn-maria-topali-niki-konstantinoy-sgoyroy/

 

INFO

Jordan Scott

Ο κήπος της γιαγιάς μου

Εικ. Sidney Smith

Μτφρ. Μαριάννα Ψύχαλου

Εκδ. Μικρή Σελήνη, 2025.

 

 

Ελένη Μπεζέ

«Νέα ζωή», Έλληνες εβραίοι μετά τη Σοά, Ιστορία μνήμη και ταυτότητα (1944-1955)

Εκδ. Άγρα, 2024.

 

 

 

Michael Frank

Εκατό Σάββατα

Μτφρ. Σπύρος Κουλούρης

Εκδ. Ίκαρος, 2025.

 

 

 

Arnost Lustig

Μια προσευχή για την Κατερίνα Χοροβίτσοβα

Μτφρ. Σόνια Στάμου- Ντορνιάκοβα

Εκδ. Λέμβος, 2023.

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Φάουστ», Γκαίτε, Άρης Μπινιάρης: «…αντλεί απ’ τη ζωή και δίνει στη ζωή» (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΜ.Γκανάς (εκδήλωση 20/3). Μια ποιητική γραμματική της απουσίας (του Μιχάλη Μακρόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ