Νίκος Μάντζιος (*)
…και κάθε φορά που ’χει πανσέληνο, κάνω μνημόσυνο. Βγάζω από πάνω μου τα μαύρα ρούχα, και τελετουργικά, μπροστά στον καθρέφτη τον σκεπασμένο ακόμα από το πένθος, φοράω την κατακόκκινη κάπα με τον σκούφο, αυτή που φόραγα και τότε που τον συνάντησα πρώτη φορά στο δάσος. Παίρνω το ίδιο μονοπάτι που πήρα και τη μέρα που αψήφησα την προτροπή της μάνας μου, να πάω από άλλο δρόμο. Όμως εγώ ήξερα ότι αυτός ήταν εκεί και με περίμενε, κι ήταν αυτός η μοίρα μου που δεν μπορούσα κι ούτε ήθελα ν’ αποφύγω. Διόλου δεν είχα τότε φοβηθείꞏ μονάχα ανατρίχιαζα στη γλυκιά προσμονή του πειρασμού που κάνει τα κοριτσόπουλα να θέλουν να γίνουν γρήγορα γυναίκες.
Τώρα, το κάτασπρο φεγγάρι, πιάνονταν κλαδί κλαδί και αργά σκαρφάλωνε στα δέντρα, μέχρι που έφτασε στην κορυφή και φώτισε τον δρόμο μου. Καταμεσής του ξέφωτου, έξω απ’ την καλύβα την καταραμένη, γυμνή όπως και η σελήνη, απλώνω ευλαβικά σαν κατασάρκιο επάνω σ’ αγία τράπεζα, σαν αντιμήνσιο, μία λυκοπροβιά που έχει στο ύψος της κοιλιάς πλατιά ραφή κακοραμμένη που έραψα εγώ η ίδια με χέρι που έτρεμε μετά το φονικό (τον κυνηγό-φονιά τον εκδικήθηκα σκληρά λίγο αργότερα).
Γονατίζω επάνω της ανάλαφρα, σηκώνω το κεφάλι με σφαλιστά τα μάτια, κι έχοντας φωτοστέφανο το ολόγιομο φεγγάρι, αφήνω μακρόσυρτο σπαραχτικό ουρλιαχτό λύκαινας πληγωμένης.
(*) Ο Νίκος Μάντζιος είναι συγγραφέας