Ένα ωραίο σμήνος (της Ανδρονίκης Τασιούλα)

0
204

της Ανδρονίκης Τασιούλα (*)

 

 

Η ιστορία

Ένας ήχος απόκοσμος, κρουστικός σαν σφυρί πάνω σε μέταλλο, που κάνει τους τοίχους να δονούνται και τον αέρα να γίνεται πηχτός, ακούγεται αργά τη νύχτα σε μια μικρή συνοικία της πόλης, όταν οι κάτοικοί της ησυχάζουν, ξυπνώντας προαιώνιους φόβους επιβίωσης. Η νουβέλα Ντεσιμπέλ, παρτιτούρα χαοτική σε 10 νύχτες της Έφης Κ. παρακολουθεί μέσα από δέκα κεφάλαια, ένα για κάθε νύχτα, πώς τα ανθρώπινα και μη ανθρώπινα ζώα συντονίζονται με τον μυστηριώδη ήχο.

Το σμήνος

Το βιβλίο στην πρώτη του σελίδα αφιερώνεται στο σμήνος. Το βιβλίο στις δύο τελευταίες του σελίδες ευχαριστεί «[α]υτό το ωραίο σμήνος». Σύμφωνα με τον ορισμό του σμήνους, μια συλλογικότητα από ανεξάρτητες οντότητες μετατρέπει την ενέργεια του περιβάλλοντός της σε κατευθυνόμενη κίνηση. Τα ανεξάρτητα άτομα συντονίζονται χωρίς την παρέμβαση αρχηγού χάρη σε απλούς κανόνες: πρώτον, καθένα από αυτά κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με τα γειτονικά του, δεύτερον, παραμένει κοντά τους και τρίτον αποφεύγει τις συγκρούσεις με οποιοδήποτε από αυτά. Στο Ντεσιμπέλ ένας «παντελώς ανόμοιο[ς] πληθυσμό[ς]» συντονίζεται μέσα από την «ταυτόχρονη ακρόαση του […] ήχου» και την αντίδραση που αυτός προκαλεί, «[την] έκπληξη […], την απορία, την ανησυχία για κάποιο αγαπημένο πρόσωπο». Το αγόρι, η γάτα, το κορίτσι, η γριά, ο κουρέας, ο 8, η οδοκαθαρίστρια, οι τρεις φοιτητές, ο μηχανικός, η υπνοβάτισσα, ο σύντροφός της, η Blue, αποτελούν το σμήνος του Ντεσιμπέλ.

Η γριά

Μία από το σμήνος, τη γριά, τη συναντάμε στην πρώτη, δεύτερη, τρίτη, πέμπτη, όγδοη, ένατη και δέκατη νύχτα. «Τα χρέη της σ’ αυτόν τον κόσμο είχαν τελειώσει […] οι άνθρωποι που αγαπούσε βρίσκονταν στον άλλο». Είχε να κοιμηθεί χρόνια, από τότε που έχασε τον γιό της κι έτσι στο άκουσμα του πρώτου ήχου «“Ήρθες;”, ρώτησε η γριά. “Ήρθες, για να με πάρεις αγόρι μου;” κι έκλεισε ήρεμη τα μάτια, σταύρωσε τα χέρια και περίμενε με ένα μειδίαμα στα χείλη σαν αρχαϊκό άγαλμα». Όμως δεν ήρθε ο Θάνατος εκείνη τη νύχτα, παρά ο Ύπνος. Τις επόμενες νύχτες, κάθε φορά που ακουγόταν ο ήχος, η γριά ξεπόρτιζε. Τη δεύτερη νύχτα έσφιξε στα χέρια της σαν φυλαχτό το χρυσό χτενάκι του κοριτσιού που βρήκε πάνω στο παγκάκι, την τρίτη έσπασε τη βιτρίνα του κομμωτηρίου του ρατσιστή κουρέα με μία πέτρα, την όγδοη επισκέφθηκε το καταφύγιο των άστεγων και τους έδωσε μια πίτα που έβγαλε από το μπογαλάκι της, την ένατη περιέθαλψε στο σπίτι της μία μετανάστρια με το μωρό της κι «ένιωσε να ξεκινάει η ζωή της από την αρχή». Τη δέκατη νύχτα, «την ώρα που τα πουλιά εμφανίστηκαν στον ουρανό, η γριά είχε πια πεθάνει».

Οι ερωτικές σκηνές

Από τις πιο δύσκολες σκηνές να αναπαρασταθούν λογοτεχνικά είναι, κατά τη γνώμη μου, οι ερωτικές. Αναζητώντας τις λέξεις για μια τέτοια αναπαράσταση ένας συγγραφέας είναι πιθανόν να νιώσει αμηχανία παρόμοια με αυτήν που βιώνουμε καμιά φορά όταν θέλουμε να εξαλείψουμε την απόσταση από τον άλλο άνθρωπο και να νιώσουμε μαζί του τη μεγαλύτερη δυνατή οικειότητα. Στο Ντεσιμπέλ όμως η αμηχανία αίρεται, οι ερωτικές σκηνές ρέουν, παίρνουν τον χρόνο τους, οι λέξεις παράγουν ερωτική πραγματικότητα. Το αναγνωστικό υποκείμενο τις προσλαμβάνει με μια «αίσθηση βαθιάς γνωριμίας». Όπως για παράδειγμα στο «κορίτσι» της πρώτης νύχτας: «Έπειτα νύχτωσε κι εκείνοι έμειναν εκεί. Ο σκύλος ξάπλωσε ήρεμος στα πόδια τους. Άναψαν καθυστερημένα τα λιγοστά φώτα του λόφου. Εκείνη σηκώθηκε απαλά και ήρεμα και έβγαλε τα ρούχα της. Τα δίπλωσε και τα ακούμπησε τακτοποιημένα με έναν ήσυχο, σχεδόν τελετουργικό, τρόπο πάνω στο παγκάκι. Γυμνή στάθηκε κάτω από το φως της λάμπας, σαν να έμεινε εκεί, για να συμπληρώσει αυτό που έλειπε από το κάδρο. Εκείνος την κοίταζε, χωρίς να μιλά. Μετά από λίγο, σηκώθηκε και με αργές κινήσεις, επίσης τελετουργικές, έβγαλε  τα ρούχα του και στάθηκε μπροστά της. Για λίγα δευτερόλεπτα απλώς κοίταζε ο ένας τον άλλο, όπως πριν από λίγο κοίταζαν τον ουρανό. Έπειτα, σχεδόν ταυτόχρονα, έγειραν μπροστά τα πρόσωπά τους και φιλήθηκαν μαλακά και ήσυχα. Κι έτσι συνέχισαν τις κινήσεις στις οποίες η φύση και η ανθρώπινη ανάγκη οδηγεί, κι έκαναν έρωτα τόσο απαλά, που ούτε ο σκύλος δεν κουνήθηκε. Υπήρχε μία αίσθηση βαθιάς γνωριμίας».

Η γάτα

Παρόμοια δυσκολία με τις ερωτικές σκηνές παρουσιάζει και η λογοτεχνική αναπαράσταση των μη ανθρώπινων ζώων, το να καταφέρει δηλαδή μία συγγραφέας να μην αντικειμενοποιήσει τα ζώα, το να μπορέσει να τα μετατρέψει σε υποκείμενα της αφήγησης. Στο Ντεσιμπέλ συμβαίνει ακριβώς αυτό: η γάτα γλιστράει στον χώρο της ανθρώπινης αφήγησης ως ισότιμος με τα ανθρώπινα ζώα χαρακτήρας. Κάνει αισθητή την παρουσία της άλλοτε οπτικά, καμπυλώνοντας τη γραμματοσειρά, και άλλοτε ακουστικά, τραγουδώντας με ρίμα:

Η αφηγήτρια

Στο Ντεσιμπέλ το αφηγηματικό υποκείμενο φέρνει μαζί τις ιστορίες των προσώπων και οργανώνει τις γειτνιάσεις και τους σχηματισμούς τους. Ποιο είναι όμως αυτό; Ποιο μιλά; Ποιο βλέπει; Τίνος ο φακός παρακολουθεί το κορίτσι γυμνό κάτω από τη λάμπα; Τίνος τα δάχτυλα ζουμάρουν στο γάλα που χύθηκε πάνω στο σώμα της υπνοβάτισσας, στις «γαλακτερές σταγόνες που ταξίδευαν πάνω στο δέρμα της»; «Το παρατηρούμενο […] αλλάζει […] κάτω από [τίνος] το βλέμμα»; Ενός παντεπόπτη αφηγητή, που κοιτάζει από ψηλά και που τα ξέρει όλα; Σίγουρα όχι. Με πρόσωπο πρώτο ενικό η αφηγήτρια εμφανίζεται στην εισαγωγή: «Μόνο όταν είμαι πολύ προσεκτική, ξεκαθαρίζει η εικόνα». Αλλά η αφηγήτρια είναι και μία από το σμήνος, αφήνεται στην εγγύτητα και την γειτνίαση, ώστε να της αποκαλύψουν τις ιστορίες των άλλων. Με πρόσωπο πρώτο πληθυντικό εμφανίζεται στο προτελευταίο κείμενο, με τίτλο «Μέρα»: «Η περίοδος των νυχτερινών ήχων είχε παρέλθει και κανείς πλέον δε μιλούσε για το θέμα, σαν να ήταν ένα κακόγουστο αστείο που θέλαμε να ξεχάσουμε. Σε λίγο δε θα θυμόμασταν την προέλευσή τους· αν τους προκαλούσε το υδραγωγείο ή αν ήταν ο ήχος των αναστεναγμών μας, αν το νερό ρουφούσε τον καημό της πόλης και τον έβγαζε αγκομαχώντας τη νύχτα ή κάτι άλλο που ήδη έχουμε λησμονήσει».

Η συγγραφέας

Σμήνος δεν αποτελεί μόνο ο ανόμοιος πληθυσμός του Ντεσιμπέλ, αλλά και η ομάδα όπου γνώρισα τη συγγραφέα, ένα εργαστήρι φεμινιστικής γραφής, μια συλλογικότητα από ανεξάρτητες οντότητες που έστρεψαν την ενέργεια του περιβάλλοντός τους σε γραφή. Το σμήνος δεν έχει αρχηγό, ήταν ωστόσο η Έφη Κ. που μια νύχτα έστρεψε την κατεύθυνσή μας από το τραπέζι της συλλογικής γραφής σε άλλο τραπέζι, με φαγητό και ποτό. Αυτό που μας συντόνισε εκείνη την πρώτη νύχτα ήταν ο κουδουνιστός ήχος από τα ποτήρια που τσούγκριζαν, μαζί με τις απαλές μας φωνές καθώς αφηγούμαστε μία μία με τη σειρά στις υπόλοιπες την προσωπική μας ιστορία. Υπήρξαν και άλλες τέτοιες νύχτες με πρωτοβουλία πάντα της Έφης. Έτσι, ο ενδιάμεσος κενός χώρος ανάμεσα στα μέλη του σμήνους, αυτός που ρυθμίζει τη σχέση εγγύτητας και απόστασης, κατοικήθηκε από προσωπικές ιστορίες, από βλέμματα και χαμόγελα αγαπητικά, από τρυφεράδα.

 

* Η Ανδρονίκη Τασιούλα είναι θεατρολόγος με μεταπτυχιακό στη Νεοελληνική Φιλολογία. Το κείμενο βασίζεται στο αντίστοιχο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις εκδόσεις Συρτάρι την 13-05-2024.

 

Έφη Κ., Ντεσιμπέλ, παρτιτούρα χαοτική σε 10 νύχτες, Αθήνα, εκδ. Συρτάρι, 2024.

 

Προηγούμενο άρθροΑυτό που έρχεται απ’ έξω: τα κουκλόσπιτα του Γιον Φόσε (της Μαρίας Δαλαμήτρου)
Επόμενο άρθροΔιακοπές: Χτίζοντας δυνατή – αναγνωστική – ομάδα (του Δημήτρη Πέτρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ