Αυτό που έρχεται απ’ έξω: τα κουκλόσπιτα του Γιον Φόσε (της Μαρίας Δαλαμήτρου)

0
230

της Μαρίας Δαλαμήτρου

 

Ας ξεκινήσουμε από τη γενική παραδοχή πως είναι μεγάλη η αντίθεση του μέσα με το έξω στον Βορρά.  Οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν εκεί είναι τέτοιες που τον μισό χρόνο το έξω είναι αφιλόξενο, κρύο, εχθρικό, θανατηφόρο, ενώ τον άλλο μισό είναι – ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός – ασκότεινο.  Όχι δηλαδή απαραίτητα οικείο, αλλά περίεργα φωτεινό και ασταμάτητα λευκό.  Το θερινό ηλιοστάσιο στο Όσλο και σε άλλες σκανδιναβικές πόλεις ναι μεν χαιρετίζεται ως έλευση του καλοκαιριού, δηλαδή των φιλικότερων θερμοκρασιών, αλλά υπάρχει μία παραδοξότητα σε αυτόν τον εορτασμό.  Το διαρκές φως, μέρα νύχτα, είναι ενοχλητικό και αυτό.  Αν η μεσογειακή ψυχή ησυχάζει στην κανονικότητα του ασφαλούς και σταθερού διπόλου φως-σκοτάδι όλο τον χρόνο, η νορβηγική ψυχή είναι σε ετοιμότητα πάντα με αυτό που έρχεται απ’ έξω, με το φως: τον χειμώνα το λαχταρά, το ψάχνει, αλλά το “έξω” είναι φειδωλό μαζί της, ενώ το καλοκαίρι κλείνει τα μάτια της και τα δωμάτιά της με διπλά στόρια για να προφυλαχτεί από αυτό και να αναπαυτεί.  Σε κάθε περίπτωση, η σχέση είναι σε διαρκή κρίση.

Στο προαύλιο μπροστά από ένα ετοιμόρροπο σπίτι ξεκινάει το θεατρικό έργο του Γιον Φόσε Κάποιος θα ’ρθει.  Αυτή και αυτός δεν μπαίνουν αμέσως μέσα, γιατί έχουν να διαχειριστούν την αγωνία τους πως “από τη στιγμή που θα μπούμε μέσα στο σπίτι / κάποιος θα ΄ρθει” (σελ. 34).  Η απειλή αυτή επαναλαμβάνεται ρυθμικά πάνω από εκατό φορές στο κείμενο.  Δομικά, το κείμενο χτίζεται από, δεν θα υπήρχε χωρίς, αυτή τη φράση.  Η απειλή αρθρώνεται ως σημαντικότερη από την πραγματοποίησή της, μολονότι τελικά όντως κάποιος ήρθε.  Αυτός που ήρθε απ’ έξω ήταν η ενσάρκωση της απειλής.  Το Κάποιος θα ’ρθει διαβάζεται σαν ένα μεγάλο ποίημα, φτιαγμένο με την αγωνία του παραλόγου, ή αλλιώς μία αγωνία που φαίνεται παράλογη, και καινοτομεί στον μινιμαλισμό των δομικών του υλικών: με πόσες διαφορετικές λέξεις μπορείς να φτιάξεις ένα έργο; Ο Φόσε δεν θέλει πολλές.  Αρκεί η επανάληψη κάποιον κομβικών που θα αποφασίσει για το κάθε “σπίτι” που χτίζει.  Αρκεί, επίσης, η ίδια αγωνία να περάσει στον αναγνώστη/θεατή: πόσες φορές αντέχεις να ακούσεις πως κάποιος θα ’ρθει, κάποιος θα ’ρθει, κάποιος θα ’ρθει; Προσεύχεσαι να έρθει να τελειώνεις με αυτόν.  Όταν βέβαια έρχεται, η ερώτηση διατυπώνεται και αντίστροφα: μήπως ήταν η δύναμη των λέξεών σου, ως δύναμη πίστης, που τον έφερε; Όπως φαίνεται, ναι.  Αν δεν το διατύπωνες, ίσως να μην ερχόταν.  Οι λέξεις, στον Φόσε, είναι επιτελεστικές.  Προκαλούν αυτό που λένε, δια της επανάληψης και δια της επιβολής.

Εκείνη μόνη της σε έναν καναπέ φαντασιώνεται πως αυτός θα έρθει όπως αυτή τον επιθυμεί, σε αυτή, και όχι δοσμένος σε άλλο κορίτσι, στο έργο Και Δεν Θα Χωρίσουμε Ποτέ (1994).   Εδώ κυριαρχεί η αγωνία να έρθει αυτός ο κάποιος, οπότε η φράση που τον προσκαλεί επίσης επαναλαμβάνεται ρυθμικά, “πρέπει να ’ρθει τώρα / πρέπει να ’ρθει” (27), πολλές φορές.  Αυτός έρχεται, αλλά μόνο στο φαντασιακό της μάλλον, γιατί παράλληλα γράφεται ο διάλογος αυτού με ένα άλλο κορίτσι, σε ένα άλλο σπίτι.  Το φαντασιακό “μέσα της” και το δικό της σπίτι είναι άδεια: “Πρέπει να ‘ρθει όπου να ‘ναι / Δεν μπορώ να ‘μαι μέσα μου / πια / Δεν το δέχομαι / Πρέπει να υπάρχει / Κάποιο άλλο μέρος / όχι μέσα μου / αλλά κάποιο άλλο μέρος / Κάποιο μέρος όπου είναι άλλοι” (58).  Ένα ερωτικό δράμα ζήλιας και μοναξιάς γράφεται από τη μεριά εκείνης που τους παρακολουθεί.  Αυτός που ήρθε τελικά ήταν ο κανένας.  “Η ζωή όμως είναι αναμονή, έτσι δεν είναι / Οι άνθρωποι κάθονται στα δωμάτιά τους / κάθονται στα σπίτια τους / κάθονται εκεί περιμένοντας / ανάμεσα στα πράγματά τους / στην ασφάλεια που δίνουν τα πράγματα / κάθονται και περιμένουν / στα σπίτια κάτω απ’ τον ουρανό / κάθονται εκεί και περιμένουν / στα δωμάτια / στα σπίτια / ανάμεσα στα πράγματά τους / ζούνε περιμένοντας / κι ύστερα δεν περιμένουν πια / Και τότε μένουν τα πράγματα” (89).  Νομίζω πως η γραφή του Φόσε έχει στοιχεία του παραλόγου, προκαλούμενα ίσως από το ύφος της, τη ρυθμική, υποβλητική επανάληψη φράσεων που συνιστούν μία αδιευκρίνιστη απειλή και που δεν διατυπώνονται για να προχωρήσουν την εξέλιξη του έργου, αλλά για να το εγκλωβίσουν σε ένα ατέρμονο παρόν.  Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ριγμένη σε ένα τοπίο αναμονής και στο Κάποιος θα ’ρθει και στο Και Δεν Θα Χωρίσουμε Ποτέ, σκηνικό που επαναλαμβάνεται και στο πολύ σύντομο θεατρικό κείμενο Κοιμήσου Γλυκό Μου Παιδάκι, με τρεις χαρακτήρες να αναρωτιούνται “πού είμαστε;”, “δεν έχω ιδέα”, “θα μείνουμε εδώ για πάντα”.

Η Γυναίκα και ο Άντρας αποφασίζουν αιφνίδια να φύγουν από το καλοκαιρινό σπίτι στο οποίο παραθέριζαν, στο έργο Τόσο Όμορφα.  Ο λόγος είναι ότι νωρίτερα κάποιος ήρθε, κάποιος τους επισκέφθηκε, ο επονομαζόμενος Άλλος Άντρας, και η απιστία της Γυναίκας δεν αποφεύχθηκε.  Για να μην επαναληφθεί όμως, για να θεωρηθεί πως ο τόπος έφταιγε και όχι οι άνθρωποι, εγκαταλείπουν τον τόπο ώστε να εγκαταλείψουν αναγκαστικά εκεί τον Άλλον Άντρα.  Όλα συνέβησαν το καλοκαίρι, σαν να μην μπόρεσε το φως και η εποχή να εκπληρώσει τις προσδοκίες αγάπης μεταξύ της Γυναίκας και του Άντρα.  Το ωμό αντίστροφο αυτής της σχέσης είναι μία αμιγώς σεξουαλική σχέση στο έργο Χειμώνας.

 Ο Γιον Φόσε βραβεύτηκε το 2023 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας “για τα καινοτόμα θεατρικά έργα και την πεζογραφία του που δίνουν φωνή στο ανείπωτο”.  Ο μεταφραστής του Φόσε στα Γαλλικά, Terje Sinding, επισήμανε πως αν ο Ρακίνας έκανε θέατρο με 2000 λέξεις, ο Φόσε χρησιμοποιεί το πολύ 200, εντελώς σκόπιμα.  Ωστόσο αυτό που επαναλαμβάνεται, αυτό που λέγεται ξανά και ξανά, δίνει φωνή σε κάτι ανείπωτο.  Το ίδιο συμβαίνει και με το μυθιστόρημα του Φόσε Το Άλλο Όνομα (Επταλογία I-II), που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Σωτήρη Σουλιώτη για τις Εκδόσεις Gutenberg.  Εδώ όλο το σκοτάδι και το φως αφορούν την ψυχή του ανθρώπου – του ζωγράφου Άσλε απέναντι στον αλκοολικό συνονόματο/άλλο εαυτό Άσλε (ο Γιον Φόσε αντιμετώπιζε χρόνια προβλήματα με την κατανάλωση αλκοόλ), απέναντι στις μνήμες του από την οικογένειά του και τις σκέψεις του για την τέχνη, τον Θεό, τη φιλία, τον έρωτα, τον χρόνο.  Τα κάδρα με άλλους, που παρατηρεί ο Άσλε, σκηνοθετούνται τόσο ελλειπτικά όσο τα θεατρικά του έργα, και συχνά υπάρχει η επανάληψη φράσεων στις στιχομυθίες που στήνει ο Φόσε για τους άλλους, σαν να εγκιβωτίζει σε αυτό το μυθιστόρημα ο Φόσε πολλές ιστορίες που θα μπορούσαν να γίνουν αυτόνομα θεατρικά έργα.  Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τον ζωγράφο Άσλε να τραβάει δύο γραμμές στον καμβά, μία μοβ και μία καφέ, που συναντιούνται και δημιουργούν ένα άλλο τρίτο χρώμα.  Η διαχείριση του φωτός στη ζωγραφική από τον ζωγράφο Άσλε είναι μία διαδικασία επίπονη:

 

“…μα πολλή ώρα μπορώ να κάθομαι έτσι, κι αυτές οι σιωπηλές στιγμές πιστεύω ότι μετατρέπονται σε φως στους πίνακες, σε φως που φανερώνεται μες στο σκοτάδι, που γίνεται φωτεινό σκοτάδι…” (257)

“…όταν έχω πουλήσει έναν πίνακα, είναι σαν να δίνω και κάτι από τον εαυτό μου, σαν δώρο θαρρείς, το φως που πρέπει να έχει ένας πίνακας, είναι σαν να κάνω στους άλλους ένα δώρο που μου είχαν κάνει εμένα, σκέφτομαι ότι πληρώνομαι για τον πίνακα καθαυτόν, αλλά όχι για το φως που έχει ο πίνακας, γιατί αυτό το πήρα εγώ ο ίδιος, και γι’ αυτό πρέπει να το δώσω, κι αυτό το φως συχνά συνδέεται με κάτι που σε βασανίζει, με πόνο, μαρτύριο, θα έλεγα ίσως, αν δεν παραήταν μεγάλες κουβέντες, και παίρνω λεφτά για τον ίδιο τον πίνακα, για τη ζωγραφιά, όχι για το φως, κι αυτός που αγοράζει τον πίνακα πρέπει να συμμετέχει στο φως, και στο μαρτύριο, στην απελπισία, στον πόνο που υπάρχει στο φως, σκέφτομαι, και αν δεν έχει φως ένας πίνακας, τότε δεν τον δίνω σε άλλους, ο πίνακας δεν τελειώνει πριν να έχει φως, ακόμα κι αν αυτό το φως είναι αόρατο, σκέφτομαι, ακόμα κι αν κανείς άλλος δεν μπορεί να δει αυτό το φως, μόνο εγώ, και πάλι πρέπει να υπάρχει, να βλέπω το φως, ναι, όπως λένε αυτός είδε το φως…” (259)

“…κι αυτό που θέλω να δείξω έχει να κάνει με το φως, και με το σκοτάδι, έχει να κάνει με το φωτεινό σκοτάδι που είναι πλημμυρισμένο απ’ το τίποτα…” (263)

 

Στην ιστοσελίδα του Μουσείου Μουνκ υπάρχει μία πολύ ωραία ανάλυση για το πώς το δωμάτιο, το εσωτερικό ενός σπιτιού, αναδεικνύεται ως ο βασικός χαρακτήρας σε μία σειρά από πίνακες του Μουνκ, με τον τίτλο Το Πράσινο Δωμάτιο – το ίδιο συμβαίνει και με τον Ίψεν, αφού σε πολλά του έργα η δράση εκτυλίσσεται σε ένα μόνο δωμάτιο.  Πηγή φωτός στο δωμάτιο δεν υπάρχει σε κανέναν από τους εφτά αυτούς πίνακες του Μουνκ.  Το κλειστοφοβικό δωμάτιο σε αυτούς τους πίνακες είναι η βάση του “ψυχικού σκοταδιού” που περιγράφεται – τα ονόματα των πινάκων επί μέρους είναι Η Δολοφόνος, Ζήλια, Ο Γητευτής, Μίσος, Επιθυμία, Ζήλια, Έκπληξη.  Με την άνοδο στον Βορρά της μεσαίας τάξης μετά το 1800 και τη Βιομηχανική Επανάσταση, ήταν λογικό οι άνθρωποι να φροντίσουν να επιμελούνται περισσότερο το εσωτερικό των σπιτιών, και έτσι άρχισε να διαμορφώνεται μία σταθερή άποψη για το πώς πρέπει να μοιάζει ένα σπίτι από μέσα, πόσω μάλλον όταν, για κλιματολογικές συνθήκες, οι άνθρωποι έπρεπε να περάσουν πολύ χρόνο μέσα στο σπίτι.  Ο Μουνκ όμως στη ζωγραφική, όπως και ο Ίψεν στο θέατρο, εγκατέλειψαν το σπίτι ως έναν χώρο ασφάλειας από το αφιλόξενο έξω.  Ο Μουνκ είπε χαρακτηριστικά “δεν θα ξαναζωγραφίσω εσωτερικά σπιτιών με άντρες που διαβάζουν και γυναίκες που πλέκουν.  Θα ζωγραφίζω ζωντανά όντα που ανασαίνουν και αισθάνονται και υποφέρουν και αγαπούν”.  Είναι τόσο αβίωτο το μέσα ενίοτε, που η Νόρα στον Ίψεν προτιμάει να κλείσει την πόρτα πίσω της σε αυτό και να αποδεχτεί το ρίσκο του έξω.

Μια γραμμή συνδέει τον Ίψεν με τον Φόσε, και οι κριτικοί αρέσκονται στο να βρίσκουν κοινά στοιχεία στους δύο συγγραφείς.  Ερωτηθείς, ο ίδιος ο Φόσε είπε πως θαυμάζει τον Ίψεν για το κουράγιο του να δείξει τις καταστροφικές δυνάμεις του ανθρώπου χωρίς ίχνος αγάπης – ενώ ο Στρίντμπεργκ πάντα βάζει και την αγάπη ως επιλογή.   Ο Ίψεν είναι ο δαίμονας του θεάτρου, ο πιο σκοτεινός συγγραφέας.   Τα κουκλόσπιτα του Ίψεν είναι ανελέητα στην απεικόνιση της καταστροφής.  Τα κουκλόσπιτα του Φόσε, συνήθως χαμένα σε ένα ονειρόδραμα χωρίς χρόνο και σαφή τόπο, συνδιαλέγονται με την πιθανότητα να είναι το σκοτάδι φωτεινό, όπως λέει ο Άσλε στο μυθιστόρημα.  To λευκό έχει μέσα του όλα τα χρώματα.  Όποιος κι αν έρθει απ’ έξω, θα τα φέρει όλα, τα ανθρώπινα πάθη.  Το σπίτι θα γίνει εξίσου επικίνδυνο με το έξω, η ψυχή θα έχει μέσα της και σκοτάδι και φως.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Φόσε, Γιον.   Τρία Έργα: Παραλλαγές θανάτου, Κάποιος θα ’ρθει, Κοιμήσου γλυκό μου παιδάκι.           Μτφρ. Κατερίνα Σαρροπούλου.  Αθήνα: Άγρα, 2007.

————- Και Δεν Θα Χωρίσουμε Ποτέ.  Μτφρ.  Ζήσης Σαρίκας.  Χανιά: Μνήμη Εταιρεία          Θεάτρου, 2008.

————- Τόσο Όμορφα.  Μτφρ. Γιάννης Χουβαρδάς.  Αθήνα: Νεφέλη, 2004.

————- Χειμώνας.  Μτφρ.  Liv Nilsen Garras – Ελένη Σταυρόπούλου.  Αθήνα: Εκδόσεις         Ανατολικός, 2002.

————- Το Άλλο Όνομα (Επταλογία I-II).  Μτφρ.  Σωτήρης Σουλιώτης.  Αθήνα: Gutenberg, 2022.

“Ibsen is a great hater and I admire him for that” at https://revistascena.ro/en/interview/jon-fosse-ibsen-is-a-great-hater-and-i-admire-him-for-that/

“When the Room is the Main Character” at https://www.munchmuseet.no/en/our-collection/when-the-room-is-the-main-character/

(*) Η Μαρίας Δαλαμήτρου είναι Δρ. Λογοτεχνίας Essex University

 

 

Jon Fosse, Τρία Έργα: Παραλλαγές θανάτου, Κάποιος θα ’ρθει, Κοιμήσου γλυκό μου παιδάκι.           Μτφρ. Κατερίνα Σαρροπούλου.  Αθήνα: Άγρα, 2007.

 

Jon Fosse, Το Άλλο Όνομα (Επταλογία III).  Μτφρ.  Σωτήρης Σουλιώτης.  Αθήνα: Gutenberg, 2022.

Προηγούμενο άρθρο«Προς τον Κήπο των Εσπερίδων»- 30 χρόνια Πλόες
Επόμενο άρθροΈνα ωραίο σμήνος (της Ανδρονίκης Τασιούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ