του Αλέξανδρου Σικιαρίδη (*)
Αν μπορούσα να περιγράψω αλληγορικά τη συγγραφική περσόνα του Δημήτρη Μητσοτάκη, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα καινοφανές καλλιτεχνικό υβρίδιο: ο μισός είναι μέρμηγκας, εργατικός και ακούραστος, και ο άλλος μισός βασίλισσα μέλισσα, η ενσάρκωση ενός ακόρεστου μεταβολικού εργοστασίου που παράγει ένα αλλόκοτο μέλι. Η εργατική φύση του Μητσοτάκη, ο μέρμηγκας, μαζεύει, ανακυκλώνει, ταξινομεί, αποθησαυρίζει, αξιοποιεί και εντέλει ταΐζει την έτερη φύση του, τη μέλισσα. Το ενδιαίτημα του παράξενου πλάσματος είναι η Κυψέλη, εκεί ζει, εκεί συμβαίνουν τα πράγματα και κατά κανόνα εκεί συγγράφει. Η Κυψέλη είναι συνήθως η περιτοιχισμένη γκρίζα πραγματικότητα και κάποιες φορές η φωτεινή δημιουργική απόδραση.
Η οπτική του Δημήτρη Μητσοτάκη καθορίζει εν πολλοίς το στυλ γραφής του: σκούρο, πικρό και βαθιά ανθρώπινο. Καταφέρνει να είναι επιδερμικός και βαθύς, απλοϊκός και ταυτόχρονα περίπλοκος. Στο σύμπαν του κυριαρχεί το αστικό τοπίο με κάποιες δόσεις ελληνικής επαρχίας σε μαρασμό. Εξαίρεση σε αυτή την ντεκαντάνς κατάσταση αποτελεί η Κρήτη, απ’ όπου κατάγεται και στην οποία έχει αδυναμία. Η Κρήτη στη συνείδηση του Μητσοτάκη είναι εξιδανικευμένη, αποτελεί το ψυχολογικό του αγκυροβόλι, ένα συναισθηματικό καταφύγιο που θέλει να υπάρχει για να το επισκέπτεται αλλά όχι για να ζει μόνιμα. Η μονιμότητα απομυθοποιεί, γκρεμίζει τα ιδανικά από τον θρόνο τους και αυτό δεν το ρισκάρει ο Μητσοτάκης. Στον ιδιότυπο χωροχρόνο που δημιουργεί συνυπάρχουν η λαϊκότητα και αμεσότητα του Τσιφόρου, ο σαρκαστικός και προκλητικός σουρεαλισμός του Εμπειρίκου, η θανατερή παραδοξότητα του Κάφκα και η αυθάδικη ροκ παρακμή του Μπουκόφσκι.
Ο Μητσοτάκης δεν γράφει μόνο ιδιωτικά, γράφει και σε κοινή θέα, δημόσια, σε καφενεία και πλατείες, στους τόπους όπου συμβαίνει η επόμενη ιστορία. Στο επεισόδιο στο καφέ με τις λεσβίες που τσακώνονται μπαίνει στην ιστορία ο ίδιος, παρεμβατικά και σκόπιμα, σαν τον Σακελλάριο ή τον Τζαβέλα που εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά από την κάμερα για να πουν στον θεατή «μην τρελαίνεσαι, εδώ γυρίζουμε ταινία», τα κάνουν μπάχαλο και η ταινία συνεχίζεται ή τελειώνει, όπως και η ίδια η ζωή. Ωστόσο, ο Μητσοτάκης δεν αντλεί τη θεματογραφία του μόνο από την επαναλαμβανόμενη (έως και αδιάφορη για τους πολλούς) πραγματικότητα, τους λούμπεν χαρακτήρες της Αθήνας. Ξεπερνά το τρέχον, το ρέον, το άμορφο και δημιουργεί μια νέα συρρικνωμένη εκδοχή της πραγματικότητας που λειτουργεί σαν μακρινή ανάμνηση. Έχει την άνεση και το ταλέντο να σμιλεύει τις αναμνήσεις και να τους δίνει νέες λειτουργικές φόρμες, νέες ζωές. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάποια διηγήματα που ο γράφων αναγνωρίζει τα δρώμενα ή είχε συμμετοχή στα γεγονότα που ενέπνευσαν την ιστορία, προσλαμβάνει τις νέες εκδοχές που κατασκευάζει ο συγγραφέας παραδομένος ολοκληρωτικά στην ιλαρότητά τους. Ο Μητσοτάκης με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει κάτι ανατριχιαστικό: ξαναπλάθει το παρελθόν ακόμα και για αυτούς που έχουν βιώσει την ιστορία που περιγράφει, δίνοντας έτσι στο παρελθόν μια δεύτερη ευκαιρία.
Ο θάνατος
Ο Μητσοτάκης εντάσσει τον θάνατο σε μια κανονικότητα που αγγίζει τον κυνισμό του εργολάβου κηδειών. Θα έλεγα ότι τον βιώνει, αλλά αυτό είναι ένα λογικό παράδοξο δεδομένου ότι ο θάνατος δεν βιώνεται, ο θάνατος δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως ο φόβος του θανάτου και ο Μητσοτάκης ξορκίζει το φόβο του θανάτου. Έχω την άποψη ότι ο θάνατος δεν αποτελεί κάποιο είδους τέλος για τον Μητσοτάκη, αλλά είναι γι’ αυτόν μια υπόσχεση συνέχειας, μια αλληλουχία απότοκων, συνεπειών που πλανώνται στο μέλλον χωρίς φυσική υπόσταση. Ο θάνατος του πατέρα και της γιαγιάς είναι αναμενόμενος και στην πρώτη περίπτωση λυτρωτικός. Αυτό που συμβαίνει όμως με τον άτυχο τον ντράμερ που παίζει στην εξέδρα καθισμένος σε μια τροχήλατη σάτο και γκρεμίζεται στο μοιραίο τέλος του είναι ένας θάνατος ξορκισμένος, σχεδόν κωμικός: γελάς διαβάζοντας και μετά ντρέπεσαι που γέλασες, γιατί έπρεπε να λυπηθείς. Εκεί λοιπόν στις αποφάσεις του θανάτου, εκεί που οι ήρωες πεθαίνουν κωμικά ή δραματικά δεν μπορώ παρά να επιχειρήσω κάποιες κινηματογραφικές συνδέσεις που με οδηγούν από τον Λουί ντε Φινές στον Λιουίς Μπονουέλ, από τον γκαφατζή Χωροφύλακα του Σεν Τροπέ στον ανατριχιαστικό Ανδαλουσιανό Σκύλο και στην Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας.
Χαρακτήρες και συναισθήματα
Στους χαρακτήρες του βιβλίου ο Μητσοτάκης ξεδιπλώνει τη μαστοριά του. Δεν καταφεύγει υποχρεωτικά στην επίκληση ακραίων τύπων, έχει το μάτι και την ικανότητα να εντοπίζει στιγμές, αντιδράσεις, συμπεριφορές σε ανθρώπους που οι περισσότεροι από εμάς τους προσπερνάμε ως άοσμους, άχρωμους, ουδέτερους, αδιάφορους. Κι όμως κάποιοι από αυτούς θα γίνουν πρωταγωνιστές των ιστοριών του. Ο Μητσοτάκης είναι σε θέση να ψαρέψει την ύστατη στιγμή από τη ζωή κάποιου αντιήρωα και να τον καταστήσει πρωταγωνιστή. Αυτό πάντως που τον κάνει ξεχωριστό είναι ο σεβασμός που δείχνει στους ήρωές του. Ο Μητσοτάκης δεν είναι ενάρετος, είναι όμως ηθικός και δίκαιος, δεν κορφολογεί συναισθήματα, δεν εκβιάζει καταστάσεις. Αποδίδει τους χαρακτήρες απογυμνωμένους και ο ίδιος στέκει συνήθως αόρατος αφηγητής με μια μπρεχτική αποστασιοποίηση, μιαν ανατριχιαστική, πολλές φορές παγωμένη αντικειμενικότητα.
Ο Μητσοτάκης είναι ευαίσθητος και τρυφερός αλλά όχι γλυκερός. Συγκινεί η de profundis αλλά φοβισμένη συγγνώμη στον ανήμπορο, παράλυτο πατέρα και σίγουρα ο αναγνώστης αισθάνεται τη ζεστασιά στη νοσταλγική αναπόληση της υπέροχης κοκεταρίας της γιαγιάς Ευαγγελίας μα ποτέ, σε κανένα σημείο, πουθενά στο έργο του, δεν συμβαίνει κανενός είδους ολίσθηση στο φτηνό μελόδραμα, στην εκβιαστική εκμαίευση των συναισθημάτων του αναγνώστη με αυτοματισμούς και κλισέ. Ο Μητσοτάκης ραγίζει ο ίδιος, γδυμένος από τα φτιασίδια και τα φιλολογικά τερτίπια, φανερώνεται στον αναγνώστη και του λέει: «Aυτός είμαι, άμα θες κλαις άμα θες γελάς».
info: Δημήτρης Μητσοτάκης, Σκισμένα ημερολόγια, Τόπος
(*) Ο Αλέξανδρος Σικιαρίδης έχει συγγράψει με τον Δημήτρη Μητσοτάκη το μυθιστόρημα Υπόγειος (εκδ. Τόπος 2013)