του Άρη Μαραγκόπουλου
Πάνω στον καθρέφτη του μπάνιου ήταν ένα [χαρτάκι] που έγραφε αστρατίποτε, λέξη ελπιδοφόρα, όπως και να το κάνεις, αφενός γιατί θύμιζε το φως των αστεριών, αφετέρου γιατί αποτελούσε ολοφάνερη προσπάθεια σύνδεσης δύο λέξεων, σχηματισμού κάποιας ασύλληπτης φράσης.
Σ. Α. Άγνωστες λέξεις, σ. 28.
Ι. H γλώσσα Zaum
Καθώς διαβάζω τη νουβέλα Άγνωστες λέξεις της Σοφίας Αυγερινού σκέφτομαι το κίνημα των Ρώσων κυβο-φουτουριστών Βελιμίρ Χλέμπνικοφ (1885-1922) και Αλεξέι Κρουτσόνιχ (1886-1968) και τους νεολογισμούς που κατασκεύαζαν στην υπερ-λογική γλώσσα Zaum. Αυτοί οι ενθουσιώδεις ουτοπιστές ακράδαντα διατυμπάνιζαν στα μανιφέστα τους, όπως περίπου το διατυπώνει και η συγγραφέας, ότι «οι λέξεις είναι μια σκέτη απάτη». Το οποίο σημαίνει ότι παραφθαρμένες λέξεις στο βιβλίο όπως, για παράδειγμα, «κατρακρύο» (σ. 50) ή «έλκαφρος» (σ. 84), μπορούν θαυμάσια να διαβαστούν ως δάνεια της ιδιολέκτου Zaum…
Με δεδομένο, μάλιστα, το γεγονός της πολυγλωσσίας της συγγραφέως που, επιπλέον, κατέχει τη ρωσική λογοτεχνία (και τη μεταφράζει εξαιρετικά) αυτή η ανάγνωση προδίδει όχι μόνον κάποια αδιόρατη εκλεκτική συγγένεια αλλά και ορισμένη γοητεία. Η τελευταία δεν οφείλεται απλώς στην πρωτότυπη χρήση εξαρθρωμένων λέξεων. Το Ζaum των νεολογισμών στη νουβέλα της Αυγερινού δεν επέχει θέση λεκτικού παιχνιδιού ή αστείου, δεν προβάλλεται ως αυτοσκοπός. Κι αυτό είναι το πιο γοητευτικό: η «γλώσσα Zaum» λειτουργεί εδώ ως μια καθόλα φυσιολογική γλώσσα σε μια ιδιότροπη συνθήκη όπου επιδιώκεται να αναδυθεί το πρωταρχικό τραύμα στην πρώτη του έκφραση, ώστε οι εμπλεκόμενοι ήρωες να το επανιδιοποιηθούν για να προχωρήσουν παραπέρα.
ΙΙ. Η εγκυμοσύνη της γραφής
Οι Άγνωστες λέξεις της Σοφίας Αυγερινού αρθρώνουν μια παρατεταμένη, βασανιστική εμμονή, μια διαρκή αγωνία του αφηγητή να προλάβει αυτό που θέλει να πει ο Άλλος, να προλάβει να συλλάβει αυτό που θέλει να πει ο Άλλος, ώστε πιθανόν και να αποτρέψει αυτό που θέλει να πει ο Άλλος, να μην το πει, να μην αρθρώσει ο Άλλος εκείνο το αρχέγονο λέξημα που η ίδια / ο ίδιος φοβάται να ακούσει, να δει, να διαβάσει απογοητευτικά (εξ)αρθρωμένο ή γοητευτικά (ανα)συνθεμένο.
Κι όλη αυτή η αγωνία, το άγχος ή άχθος κυριαρχεί δραματικά από την πρώτη ως τις τελευταίες σελίδες αυτής της δυνατής νουβέλας – καθώς ο ήρωας αφηγητής το υποψιάζεται, πιο σωστά, γνωρίζει εξαρχής πολύ καλά ό,τι οφείλεται να ειπωθεί, ό,τι είναι αναπότρεπτο, αργά ή γρήγορα, να εκμαιευτεί δημοσίως και ανενδοιάστως ενώπιον του Άλλου.
Η Αυγερινού εδώ δραματοποιεί με πηγαίο πάθος την υπαρξιακή αγωνία της γραφής που παλεύει να φτάσει την ποιητική έμπνευση ως το τέλος, να καταθέσει στο δικαστήριο ορκωτών αναγνωστών τη μικρή της αλήθεια με τη μεγαλύτερη πιστότητα, έτσι όπως την οραματίστηκε όταν τη συνέλαβε για πρώτη φορά. Αγωνιώδης μαιευτική διαδικασία που στη διάρκειά της το υποκείμενο της γραφής γνωρίζει και δεν γνωρίζει τι θα καταγραφεί, τι θα διαβάσει στο τέλος, τουλάχιστον μέχρι να φτάσει κάπου όπου αισθάνεται ασφαλής με την αργή, επίπονη εγκυμοσύνη των ιδεών του. «Η κύηση, σκέφτομαι, εγκυμονεί κινδύνους» σημειώνει σε παιγνιώδη αποστροφή της η αφηγήτρια.
Η διαπιστωμένη αλήθεια είναι ότι κάθε συγγραφέας αμφιβάλλει μέχρι την ολοκλήρωση της αφήγησής του, διαπορεί συνεχώς, ερευνά ακατάπαυστα τις πιθανές επιλογές του: από δω θα στρίψω ή από κει, με το σκοτάδι ή με το φως, με τον θεό ή με τον δαίμονα, επιφυλακτικά ή ανεπιφύλακτα, έτσι όπως τα φαντάστηκα τα πράγματα ή έτσι όπως δείχνουν (ή μπορεί) να είναι, έτσι όπως νιώθω καλά με τις πεποιθήσεις μου, την αξιοπρέπειά μου, ή παρά κι ενάντια σ’ αυτές κ.ο.κ.
Γι’ αυτό και η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια εκφέρει με γλώσσα τρικυμιώδη, υστερική, μανιακή, νευρωτική, έως και καταθλιπτική –ως να βιώνει μια πέραν του φυσιολογικού παρατεταμένη λοχεία– την απόπειρά της να συνεννοηθεί με τον Άλλον. Να συνεννοηθεί δηλαδή με τον καταχωνιασμένο εαυτό, αυτόν που καθρεφτίζεται στα μάτια του άλλου ήρωα, του εξαδέλφου που, απ’ την πλευρά του, κοινωνεί μια άλλη ταραχώδη, μανιοκαταθλιπτική γλώσσα, αυτήν που αποκάλεσα «γλώσσα Zaum».
ΙΙΙ. Α-νόητα παιδιά
Άγνωστες λέξεις, άγνωστος κόσμος. Ο κόσμος των παιδιών είναι γεμάτος από άγνωστες λέξεις. Ο κόσμος των «μεγάλων», ο άγνωστος κόσμος. Τα παιδιά εκφέρουν α-νόητα εκφωνήματα για να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα σε ό,τι ακούγεται και αισθάνεται ο αδύναμος, έναντι του κόσμου των ενηλίκων, εαυτός τους: «Μέσα στο κεφάλι μου υπήρχε μια γεννήτρια λέξεων, ίσως μέσα σε όλα τα κεφάλια, μια γεννήτρια που φυσιολογικά δουλεύει κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία κι έπειτα πέφτει σε αχρησία…»
Η αφηγήτρια – ηρωίδα προσπαθεί απεγνωσμένα να επαναφέρει στη ζωή αυτή την απολιθωμένη στον χρόνο γεννήτρια των λέξεων. Ο εξάδελφός της επιχειρεί το ίδιο. Εκείνη παλεύει μανιακά, μάχεται ενάντια στη δοσμένη, διδαγμένη, ενήλικη γλώσσα της («Έχει και η γραμματική τα όριά της»). Αυτός παραδίνεται μανιοκαταθλιπτικά στα αρχέγονα, ασυνάρτητα λεξήματα Zaum.
Αμφότεροι επιθυμούν σφόδρα να αναδιηγηθούν τον κόσμο ώστε να τοποθετηθούν με ασφάλεια εντός του. Αμφότεροι συνειδητοποιούν βασανιστικά αργά ότι οφείλουν να δοκιμάσουν το μήλο της απαγορευμένης γνώσης, να επιτρέψουν στις γλώσσες τους να ανασύρουν το ταριχευμένο μυστικό. Αμφότεροι δοκιμάζουν διστακτικά, στα τυφλά στην αρχή, πιο θαρρετά στη συνέχεια, να επιστρέψουν στην πρώτη κραυγή, στην πρώτη ηδονή, στην πρώτη Επιθυμία, στο πρωταρχικό αμάρτημα. Διότι διαφορετικά θα πεθάνουν.
- IV. Η άγρια ομορφιά
Ποιος γράφει, ποιος διαβάζει, ποιος ακούει. Η συγγραφέας σε ένα αξιοθαύμαστο tour de force αρπάζει τον αναγνώστη από το χέρι και τον παρασύρει να ξανα-διαβάσει, να ξανα-γράψει, να ξανα-ακούσει την ανέγγιχτη μέσα φωνή της παιδωσύνης. Αναγκάζει, αυτή είναι η λέξη, αναγκάζει τον αναγνώστη να την ακολουθήσει στο άγριο κυνήγι της γλώσσας που α-νόητα ή διδακτικά αρθρώνει τον λόγο και στο κυνήγι της γραφής που πάντα επιτελεί. Ένα κυνήγι «…των λέξεων που ξάφνου δεν ήταν πια άγριες ακίδες καρφωμένες στο εσωτερικό της κοιλιάς, δεν ήταν αιχμηρά αγκάθια σφηνωμένα στους πνεύμονες, δεν ήταν ενοχλητικά κεντριά από σφήκες δομημένα μέσα στον φλοιό του εγκεφάλου μας και δεν ήταν, αυτό μπορώ ίσως να το πω, δεν ήταν πια φορείς του πράγματος που δεν μιλάει».
H Aυγερινού κατορθώνει, εντέλει, με μια ελεγχόμενη αφήγηση ψυχολογικού θρίλερ να στήσει ένα αριστοτεχνικά συγκερασμένο δράμα διαδοχικών αποκρύψεων και φανερώσεων, ηρεμίας και έντασης, πάθους και απάθειας, λογικής και παράλογου. Μια άγρια ομορφιά κυριαρχεί σ’ αυτή την παθιασμένη, συγκρουσιακή περιπέτεια των γνωστών με τις άγνωστες λέξεις, σ’ αυτό το λαχανιασμένο θρίλερ που δεν είναι θρίλερ, σ’ αυτή την ταραχώδη θεατρική πλοκή όπου ο πρωταγωνιστής γραφιάς χτυπιέται απεγνωσμένα με τον άρρητο εαυτό του.
Σοφία Αυγερινού, Οι άγνωστες λέξεις, Πόλις