Ο Σοπέν, η Σάνδη και το πιάνο στη Μαγιόρκα (της Δήμητρας Διδαγγέλου)

0
251

ταξιδεύει και γράφει η Δήμητρα Διδαγγέλου(*)

 

Χειμώνας του 1838. Το ζευγάρι Φρεντερίκ Σοπέν και Γεωργία Σάνδη καταφεύγει στο Μοναστήρι της Valldemossa στη Μαγιόρκα με σκοπό να βρει γαλήνη και να βελτιωθεί η υγεία του διάσημου συνθέτη που πάσχει από φυματίωση. Tα πράγματα, όμως, δεν εξελίσσονται όπως τα υπολόγιζαν.

Η επίσκεψή μου σ’ αυτό το πανέμορφο μεσογειακό νησί -επίσης χειμώνα- δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει πέρασμα από το μουσείο που είναι αφιερωμένο στην περιπετειώδη διαμονή τους εκεί.

Μια μικρή έρευνα γύρω από την ιστορία που ήδη γνώριζα, με οδήγησε στην ανακάλυψη της πρόσφατης ελληνικής έκδοσης ενός μικρού, καλαίσθητου βιβλίου, το Η Μαγιόρκα και ο Σοπέν στην «Ιστορία της ζωής μου». Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2024 από τις εκδόσεις Εύμαρος, σε μετάφραση της Αγγελικής Αγγελοπούλου και της Μαρίας Βέρρου και περιέχει την καταγραφή της Σάνδης -με το ελληνικό ψευδώνυμο[1]– για το πώς βίωσε την εμπειρία στη Μαγιόρκα, όπως καταγράφεται στο διάσημο βιβλίο της «Η ιστορία της ζωής μου».

Το Καρθουσιανό Μοναστήρι

Το Καρθουσιανό Μοναστήρι όπου έμεινε  το διάσημο ζευγάρι μετατράπηκε σε μουσείο από το 1932, με το κελί Νο4 να αποτελεί πόλο έλξης χιλιάδων τουριστών κάθε χρόνο. Η Σάνδη επέλεξε αυτό το νησί για το μεσογειακό του κλίμα καθώς πίστευε ότι θα βοηθούσε στην ανάρρωση του Σοπέν, ο οποίος έπασχε από φυματίωση. Τον έπεισε να αφήσει το γεμάτο υγρασία Παρίσι που τότε ζούσε και να εγκατασταθούν εκεί μαζί με τα δυο της παιδιά, τον Μωρίς και τη Σολάνζ, που είχε αποκτήσει από τον γάμο της με τον γιο βαρώνου Φρανσουά-Καζιμίρ Ντυντεβάν.

Εγκαταστάθηκαν εκεί τον Δεκέμβριο του 1838, όμως αντί για τις ειδυλλιακές συνθήκες που περίμεναν, συνάντησαν κρύο, βροχή και τα επικριτικά σχόλια των ντόπιων. Η Σάνδη ήταν μια γυναίκα πρωτοποριακή για την εποχή της, με θυελλώδη ερωτική ζωή, ντυνόταν με αντρικά ρούχα, κάπνιζε πούρα, έξι χρόνια μεγαλύτερη του Σοπέν, ερωμένη του χωρίς να τον έχει παντρευτεί. Όλα αυτά συντέλεσαν στο να είναι ανεπιθύμητη σ’ εκείνο το μικρό νησί της Ισπανίας την εποχή του εμφυλίου και της καχυποψίας.

Ούτε το μοναστηριακό τοπίο με τη θέα στο βουνό που σήμερα αποπνέει γαλήνη και ηρεμία, στάθηκε καταπραϋντικό για το ζευγάρι, που ήδη βρισκόταν σε μια περίοδο παρακμής του έρωτά τους.

Η Σάνδη στο βιβλίο της Ένας Χειμώνας στη Μαγιόρκα παραδέχεται ότι το μοναστήρι θα ήταν υπέροχο αν δεν ήταν εκεί ο Σοπέν. Γράφει με πικρία: «Ήταν υπερβολικό να φύγω μόνη στο εξωτερικό με δύο παιδιά, το ένα ήδη άρρωστο, το άλλο γερό και άτακτο, για να επωμιστώ ένα ακόμα βάσανο και μια ιατρική ευθύνη.[2]»

Ο Σοπέν, εύθραυστος και ευαίσθητος, καταπονημένος από τη φυματίωση αποδείχτηκε πολύ δύσκολος ασθενής. Η ίδια σημειώνει: «Ο ταλαίπωρος μεγάλος καλλιτέχνης ήταν ένας απεχθής ασθενής. Δυστυχώς συνέβη αυτό που δεν είχα πάρει πολύ στα σοβαρά έχασε τελείως το ηθικό του. Ενώ υπέμενε θαρραλέα την ανημποριά του, δεν μπορούσε να ηρεμήσει την ανήσυχη φαντασία του. Ακόμα και όταν ένοιωθε καλά, το μοναστήρι για ‘κείνον ήταν γεμάτο φόβους και φαντάσματα. Δεν το ομολογούσε και χρειάστηκε να το μαντέψω.[3]»

Στην κακή διάθεση του διάσημου συνθέτη συνέβαλε η καθυστέρηση της άφιξης του πιάνου του που είχε παραγγείλει να μεταφερθεί από τη Γαλλία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναγκαστεί να χρησιμοποιεί ένα πιάνο κατώτερης ποιότητας.

Όταν, όμως, τελικά το πιάνο Pleyel έφτασε, εκείνος βρήκε ξανά την έμπνευσή του και έγραψε μερικά από τα πιο ατμοσφαιρικά έργα του, τα Πρελούδια Op.28 και το διάσημο «Πρελούδιο της σταγόνας της βροχής».

Το πιάνο είναι το πιο εμβληματικό έκθεμα του μουσείου. Σήμερα βρίσκεται στο κελί όπου έζησε ο Σοπέν, αποπνέοντας τη μελαγχολία που αποτυπώθηκε στα έργα εκείνου του χειμώνα.

Επιστολές, χειρόγραφα, αλληλογραφία, παρτιτούρες, αντικείμενα, έπιπλα και προτομές βρίσκονται ανάμεσα στα εκθέματα του μουσείου.

Το ζευγάρι έφυγε από το νησί τον Φεβρουάριο του 1839, αφήνοντας πίσω το πιάνο, το οποίο δεν μπορούσε να μεταφερθεί. Φαίνεται πως στο νησί όμως έμεινε και ό,τι είχε απομείνει από τον έρωτά τους.  Όταν επέστρεψαν στο Παρίσι η σχέση τους είχε ήδη πεθάνει, όπως η Σάνδη παραδέχεται ανοιχτά στο βιβλίο της. Παρ’ όλα αυτά, δεν χώρισαν και η ίδια έγινε η «νοσηλεύτρια» του Σοπέν για τα επόμενα οκτώ χρόνια στο πατρικό της στη Νοάν.

Το βιβλίο της Σάνδης, όταν εκδόθηκε γνώρισε μεγάλη επιτυχία και μεταφράστηκε σε πάρα πολλές γλώσσες, οι Μαγιορκέζοι όμως δεν το ενστερνίζονται καθώς εκείνη τους επικρίνει χρησιμοποιώντας διάφορους χαρακτηρισμούς, αποκαλώντας τους μεταξύ άλλων «κατεργάρηδες». Το βιβλίο Ένας Χειμώνας στη Μαγιόρκα μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον διάσημο Βρετανό ποιητή και συγγραφέα Robert Graves, ο οποίος επίσης για κάποιο διάστημα έζησε στη Μαγιόρκα. Το σπίτι του που έχτισε εκεί με την σύντροφό του Laura Riding έχει γίνει μουσείο. Όμως αυτό…είναι μια άλλη ιστορία.

Η γραφική πλατεία του χωριού Valldemossa όπου βρίσκεται το Μουσείο.

Όσο για την επίσκεψη στο νησί, αξίζει να γίνει χειμώνα, καθώς είναι η εποχή που το νησί αποκαλύπτει τον ατμοσφαιρικό του χαρακτήρα χωρίς τον τουριστικό συνωστισμό. Δεν είναι τυχαίο που η Μαγιόρκα συνεχίζει να ελκύει και να εμπνέει πολλούς καλλιτέχνες. Το καταπράσινο τοπίο, τα μονοπάτια πεζοπορίας, τα μεσαιωνικά χωριά και οι καταγάλανες παραλίες συνθέτουν ένα σκηνικό που ευνοεί την ηρεμία και τη δημιουργία.

Παραλία στο φυσικό πάρκο Mondrago

 

(*) H Δήμητρα Διδαγγέλου είναι Ψυχολόγος, M.Sc. Ψυχολογία & Μ.Μ Ε., Contributing Editor The Brussels Review

 

 

 

[1] Το Γεωργία Σάνδη (George Sand) είναι ψευδώνυμο της Αμαντίν-Ωρόρ-Λουσίλ Ντυπέν.

[2] «Η Μαγιόρκα και ο Σοπέν στην «Ιστορία της ζωής μου», εκδ.Εύμαρος, μτφρ. Αγ. Αγγελοπούλου, Μ. Βέρρου, 2024

[3] «Η Μαγιόρκα και ο Σοπέν στην «Ιστορία της ζωής μου», εκδ.Εύμαρος, μτφρ. Αγ. Αγγελοπούλου, Μ. Βέρρου, 2024

 

Προηγούμενο άρθροΗ σεζόν τελείωσε. Η σεζόν του Μαΐου ξεκινά! (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΑστρατίποτε ή θάνατος, μια δεύτερη ανάγνωση στις Άγνωστες λέξεις της Σοφίας Αυγερινού (του Άρη Μαραγκόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ