του Γιάννη Μουγγολιά
Στις 9 Οκτωβρίου συμπληρώνονται 104 χρόνια από τη γέννηση του σπουδαίου Αμερικανού συνθέτη, πολυοργανίστα (τενόρο σαξόφωνο, φλάουτο, όμποε, bassoon, bamboo flute, παραδοσιακά πνευστά, πιάνο), ιδιοκτήτη δισκογραφικής εταιρείας και συγγραφέα Yousef Lateef (9 Οκτωβρίου 1920, Τσατανούγκα του Τενεσί-23 Δεκεμβρίου 2013, Μασαχουσέτη), που συνδέθηκε με λαμπρές στιγμές της τζαζ και της πρωτοποριακής μουσικής μέσα από μια ξεχωριστή αυτοσχεδιαστική λογική, μέσα από μια απόλυτα επαρκή ηχητική εμπειρία που πρόσφερε και προσέγγιζε τους ήχους περιβάλλοντος και το κυριότερο μέσα από τη μίξη δυτικών και ανατολικών μουσικών στοιχείων, αφού ο Lateef ήταν από τους πρώτους που διερεύνησε διεξοδικά τη σύγκλιση αυτή πολύ πριν γίνει τάση, ακολουθηθεί από πολλούς μουσικούς και γίνει μόδα. Από τη μια πλευρά το περιβάλλον του και ο τρόπος που ευδοκίμησε το ταλέντο του σε αυτό και στις τζαζ διαδρομές και από την άλλη το γεγονός ότι ήταν εξέχουσα φυσιογνωμία της μουσουλμανικής κοινότητας Ahmadiyya στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου έγινε μέλος της από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ασπαζόμενος το Ισλάμ και αλλάζοντας το αρχικό όνομά του, διαμόρφωσαν τις επαρκείς συνθήκες για τον διάλογο μεταξύ δυτικής και ανατολικής παράδοσης που παρατηρούμε στα περισσότερα έργα του.

Πριν 4 χρόνια με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννησή του Yousef Lateef, το UMass Fine Arts Centre γιόρτασε με την παραγωγή του «Yusef Lateef: A Centenary Celebration», μιας σημαντικής διαδικτυακής έκθεσης του έργου του που επιμελήθηκε ο Glenn Siegel και άλλοι. Η γιορτή της εκατονταετηρίδας περιελάμβανε το «100 Responses to Yusef Lateef», μια σειρά από βίντεο αφιερώματα πολλών επιφανών καλλιτεχνών και πρώην συνεργατών και μαθητών του Lateef.
Ένα συμφωνικό ποίημα για τον αδελφό Yousef Lateef
Ωστόσο η κορυφαία στιγμή αυτής της επετείου ήταν αναμφίβολα το αφιέρωμα που ετοίμασαν δυο σπουδαίοι μουσικοί, συνεργάτες του ογκόλιθου της τζαζ, ο πνευστός Bennie Maupin και ο κιμπορντίστας και κρουστός Adam Rudolph, οι οποίοι υπέγραψαν και τις συνθέσεις του δίσκου.
Ο δίσκος με τον τίτλο «Symphonic Tone Poem For Brother Yusef» ηχογραφήθηκε στο Clear Lake Studio στο New Jersey, κυκλοφόρησε το 2022 από τη δισκογραφική εταιρεία Strut και αποτελεί ηχογράφηση του έργου που αρχικά ανατέθηκε στους δυο συνθέτες και μουσικούς ως παραγγελία από το Φεστιβάλ Τζαζ της Πόλης Angel στο Claremont της Καλιφόρνια. Πρόκειται για ένα πραγματικό «συμφωνικό ποίημα» που βεβαίως γράφτηκε από τους δυο δημιουργούς στην παρτιτούρα, ωστόσο πήρε σάρκα και οστά μέσα από την αυτοσχεδιαστική λειτουργία των μουσικών, οι οποίοι βρήκαν ελευθερία και χώρο να αναπτύξουν τις ιδέες, τις αναμφισβήτητες εκτελεστικές δεξιοτεχνίες τους αλλά κυρίως τη φαντασία, τη φλόγα και τον ενθουσιασμό τους εμπνεόμενοι από το πρότυπο του Lateef. Παρότι το μουσικό υλικό που παρουσιάζεται είναι πρωτότυπο και αποτελεί δημιουργία των μουσικών, ο αυτοσχεδιασμός μεταμορφώνει τη δυναμική τη δίσκου. Πάντα ωστόσο η συναρπαστική, απόκοσμη, στοχαστική, διαλογιστική, βαθιά εσωτερική προσέγγιση των Maupin και Rudolph παρακολουθεί με πειθαρχία και εντάσσεται δημιουργικά στην κληρονομιά που άφησε το έργο του Lateef, την ατμόσφαιρα του οποίου αναπλάθει και κάποιες στιγμές ανανεώνει με σεβασμό. Το «συμφωνικό ποίημα» ξετυλίγεται σε πέντε κινήσεις (η μία από αυτές εκτείνεται σε δυο μέρη) που κινούνται γύρω από τον πνευματικό (spiritual) άξονα του Lateef. Ο συνδυασμός ηλεκτρονικών, σοπράνο σαξοφώνου, μπάσο κλαρινέτου, φλάουτου, άλτο φλάουτου, φωνών και μιας ευρύτατης γκάμας κρουστών από ντραμς μέχρι πιάνο με αντίχειρα και γκονγκ, δημιουργεί μια εξαιρετική αίσθηση που θολώνει τα όρια ηλεκτρονικών και ακουστικών χροιών. Οι διάλογοι των ακουστικών οργάνων αναπτύσσονται πάνω στις «ήσυχες» ηλεκτρονικές λούπες. Η μουσική που αναδύεται, χαρακτηρίζεται για τον τελετουργικό χαρακτήρα της και τη μαγική, σχεδόν μυστηριακή ατμόσφαιρά της. Παρόλα αυτά αποτελεί προϊόν μια γήινης, διαισθητικής και ενστικτώδους λειτουργίας που υποβάλλει η σχεδόν μεταφυσική επικοινωνία των δυο μουσικών με το όραμα του Lateef. Κατά αυτόν τον τρόπο δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί και να ξαναπαιχτεί με τον ίδιο τρόπο, αφού η αμεσότητα και η έμπνευση της στιγμής είναι βαθιά ριζωμένες στο σπουδαίο αυτό τζαζ έργο. Maupin και Rudolph προσεγγίζουν με θρησκευτική προσήλωση τα διδάγματα του τιμώμενου και κατορθώνουν να δημιουργήσουν ένα σπάνιο σύγχρονο έργο όπου οι αναπνοές, οι ψίθυροι, οι βουές, τα θροϊσματα γίνονται μέρος της μινιμαλιστικής ματιάς τους.
Το εξώφυλλο του δίσκου, εναρμονισμένο πλήρως με το πνεύμα του Lateef και του έργου του, φιλοξενεί έργο της σημαντικής Αμερικανίδας ζωγράφου Nancy Jackson με τον άνθρωπο απέναντι στα φύλλα ενός δέντρου, που είναι εμπνευσμένο και παραπέμπει στη ρήση του Lateef: «Have you noticed the leaves waving to you? It’s okay to wave back».
Ποιοι είναι όμως οι δυο σπουδαίοι συνθέτες και μουσικοί που ακούμε εδώ;
Bennie Maupin και Adam Rudolph αποτίνουν φόρο τιμής στον κορυφαίο μουσικό
O Αμερικανός συνθέτης και πνευστός, 84χρονος σήμερα Bennie Maupin, που συνδεόταν με προσωπική σχέση με τον Lateef, γεννημένος στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ, άφησε την εκτελεστική του σφραγίδα μέσα από τις θρυλικές συνεργασίες του ως μέλος του σεξτέτου Mwandishi του Herbie Hancock (σε πολλούς δίσκους με προεξέχοντες τους «Mwandishi»-1971, «Crossings»-1972 και «Sextant»-1973) και της μπάντας του ίδιου Headhunters αλλά και μέσα από την καταλυτική του συμμετοχή στο αριστουργηματικό «Bitches Brew» (1970) του Miles Davis, όπως και στα «Jack Johnson» (1971), «On the Corner» (1972) και «Big Fun» (1974) του ίδιου, όλα από τη δισκογραφική εταιρεία Columbia.
Και στις δυο αυτές συνεργασίες με Hancock και Davis συνεισέφερε τα μέγιστα με τον τρόπο του στα ηλεκτρικά φορτισμένα έργα των δημιουργών τους, που ανήκουν στην αφρόκρεμα της ηλεκτρικής φιούζιον τζαζ. Συνεργάστηκε επίσης με πλειάδα κορυφαίων της τζαζ όπως: Horace Silver, Roy Haynes, Woody Shaw, Lee Morgan, Marion Brown, Chick Corea, Jack DeJohnette, Andrew Hill, Eddie Henderson, McCoy Tyner κ.α. Ήταν μέλος τους συγκροτήματος Almanac, με τον κοντραμπασίστα Cecil McBee, τον πιανίστα Mike Nock και τον ντράμερ Eddie Marshall. Η προσωπική δισκογραφία του περιλαμβάνει εξαιρετικούς δίσκους με πρώτο και καλύτερο το αριστουργηματικό ντεμπούτο άλμπουμ του «The Jewel in the Lotus», που κυκλοφόρησε το 1974 από τη δισκογραφική εταιρεία ECM και το σεξτέτο που ακούμε στελεχώνουν ο πιανίστας Herbie Hancock, ο κοντραμπασίστας Buster Williams, οι κρουστοί Billy Hart, Freddie Waits και Bill Summers, ενώ προσκεκλημένος σε δύο κομμάτια είναι ο τρομπετίστας Charles Sullivan. Πρόκειται για ένα έξοχο δείγμα spiritual jazz των 70s με καθοριστικά στοιχεία fusion, avant-garde Jazz και post bop.
O άλλος σπουδαίος μουσικός που ακούμε στον δίσκο είναι ο Αμερικανός από το Σικάγο, 69χρονος σήμερα συνθέτης, κιμπορντίστας και κρουστός Adam Rudolph, με έντονη παρουσία στους χώρους της post-bop και της world fusion, που ήταν στενός συνεργάτης του Yousef Lateef για 25 χρόνια. Η συνεργασία τους εγκαινιάστηκε με τη γνωριμία τους το 1988.
Με τον Yusef Lateef εμφανίζεται στους παρακάτω δίσκους του: «Tenors of Yusef Lateef and Archie Shepp» (YAL, 1992), «The African-American Epic Suite for Quintet and Orchestra» (ACT, 1994), «The World at Peace» (Meta, 1997)-2CD] – rec. 1995, «Beyond the Sky» (YAL/Meta, 2000), «A G.I.F.T. (A Goodness Inwardness Forgiving Tolerance)» (YAL, 2000), «Live at Luckman Theater» (YAL, 2001), «Towards the Unknown» (Meta, 2010) και «Voice Prints» (Meta, 2013), αρκετοί εκ των οποίων εκδόθηκαν από τη δισκογραφική εταιρεία Meta του Adam Rudolph και αρκετοί στη δισκογραφική εταιρεία του Jousef Lateef, YAL. Ο Adam Rudolph συνεργάστηκε με εξέχουσες προσωπικότητες της τζαζ όπως: Sam Rivers, Omar Sosa, Wadada Leo Smith, Pharoah Sanders, Bill Laswell, Herbie Hancock, Foday Musa Suso, Shadowfax, ενώ η δουλειά του με την Mandingo Griot Society κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’70 και του ’80 και πιο πρόσφατα με την Go: Organic Orchestra συνεχώς ανανέωσαν τη χρήση των κρουστών. Η προσωπική του δισκογραφία αριθμεί 12 άλμπουμ με πιο πρόσφατο το «Focus and Field» που κυκλοφόρησε το 2020 στη δισκογραφική εταιρεία Meta.
Το «Symphonic Tone Poem For Brother Yusef» αποτελεί ένα ιδιόμορφο αλλά άκρως μαγευτικό πρόζεκτ, έναν φόρο τιμής στον Yusef Lateef. Δυστυχώς όμως ο Yousef Lateef που είχε πεθάνει το 2013, επτά χρόνια πριν τη δημιουργία του και εννιά χρόνια πριν την κυκλοφορία του, δεν πρόλαβε να ακούσει τον δίσκο-αφιέρωμα που του αφιέρωσαν οι δυο σπουδαίοι αυτοί συνθέτες, αυτοσχεδιαστές και φίλοι του.
Ένα ντοκιμαντέρ με τον Lateef 8 χρόνια πριν τον θάνατό του
Όσο για τον επιθετικό προσδιορισμό «Brother» του τίτλου του δίσκου, βεβαίως δεν υποδηλώνει κάποια συγγένεια αλλά πρόκειται για το προσωνύμιο που είχε αποδοθεί στον γίγαντα της τζαζ. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2005, οχτώ χρόνια πριν τον θάνατό του γυρίστηκε για αυτόν το ντοκιμαντέρ «Brother Yusef» των Nicolas Humbert και Werner Penzel (σκηνοθετών του σπουδαίου μουσικού ντοκιμαντέρ «Step Across The Border») με μουσική του ίδιου του Lateef.
Ο Lateef ήταν τότε 84 ετών και ζούσε μια πολύ απομονωμένη ζωή σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι στα δάση της Μασαχουσέτης. Οι δύο κινηματογραφιστές τον επισκέφτηκαν εκεί και δημιούργησαν ένα οικείο κινηματογραφικό πορτρέτο για τον άνθρωπο και τη μουσική του. Η ταινία προσεγγίζει το θέμα της με σεβασμό και με ένα κατάλληλο μείγμα ηρεμίας, απόστασης και ενσυναίσθησης, που ανταποκρίνονται στον μουσικό δίνοντάς του χώρο και χρόνο. Οι προβληματισμοί του για τις συνεργασίες του με τους John Coltrane και Dizzy Gillespie, δοσμένοι με μια ήσυχη μελαγχολία, ανέκδοτα περιστατικά και προβληματισμοί για τη μουσική διανθισμένα με το λυτρωτικό παίξιμο και τα φωνητικά του Lateef, αλλά κυρίως με τη διαλογιστική στάση του μουσικού αποδίδονται με εξαιρετικό τρόπο στην οθόνη. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία των δυο σκηνοθετών από την εμπειρία της συνεργασίας τους μαζί του: «Υπήρχε κάτι μαγικό στις ηχογραφήσεις με τον Yusef Lateef. Είχαμε συμφωνήσει να ηχογραφούμε κάθε απόγευμα στο σπίτι του για μια εβδομάδα. Ακούγαμε ήδη το σαξόφωνό του από μακριά καθώς πλησιάζαμε με τον κινηματογραφικό εξοπλισμό μας στο σπίτι του στο δάσος. Ο Brother Yousef δεν διέκοψε το παίξιμό του, ήταν μια μορφή βύθισης, την οποία δεν άφησε ποτέ τις ώρες που ακολούθησαν».
Στον κινηματογράφο ωστόσο έγραψε μουσική και για άλλες ταινίες, όπως το σάουντρακ του ντοκιμαντέρ «Claiming open spaces» του 1995 και για μικρού μήκους ταινίες κινούμενων σχεδίων του Δανού σκηνοθέτη Jannik Hastrup στο μεταίχμιο των δεκαετιών 1960 και 1970.
Επιλεκτική δισκογραφία και βιβλία του μεγάλου πνευματικού δημιουργού
Όσο για την ογκώδη προσωπική δισκογραφία του Yusef Lateef, αν επιχειρούσαμε μια αυστηρά επιλεκτική ματιά σε αυτήν, θα ξεχωρίζαμε τους παρακάτω δίσκους, η ακρόαση των οποίων θα δικαιολογούσε στο μέγιστο το τεράστιο καλλιτεχνικό του εκτόπισμα και το μεγάλο βεληνεκές του ως συνθέτη, μουσικού και αυτοσχεδιαστή:
–«Jazz Mood» (Savoy, 1957)
Mε ένα εκλεκτό σχήμα σπουδαίων μουσικών (τον κοντραμπασίστα και αδελφό της Alice Coltrane, Ernie Farrow, τον τρομπονίστα Curtis Fuller, τον πιανίστα Hugh Lawson, τον ντράμερ Louis Hayes), ο Lateef (τενόρο σαξόφωνο, φλάουτο, argot, scraper) μας χαρίζει με το προσωπικό δισκογραφικό ντεμπούτο του έναν μαγικό, βαθύ, πληθωρικό και πολυποίκιλο ήχο μπολιασμένο με αρχαίες και σύγχρονες ινδικές επιρροές, παιγμένες με παραδοσιακό τζαζ τρόπο. Εκδόθηκε το 1969 και με τον τίτλο «Expression!».
-«The Three Faces of Yusef Lateef» (Riverside, 1960)
Διασκευάζει με σπάνιο τρόπο και φαντασία συνθέσεις των Antonin Dvorak και Duke Ellington, Abe Woodley, Joe Zawinul, Sidney Clare, μας παρουσιάζει τρία δικά του πρωτότυπα και μας φανερώνει το αστείρευτο εκτελεστικό του ταλέντο στο τενόρο σαξόφωνο, στο όμποε και στο φλάουτο, έχοντας δίπλα του μουσικούς πρώτης κλάσης όπως τους Ron Carter και Herman Wright (κοντραμπάσο), Hugh Lawson (πιάνο), Lex Humphries (ντραμς, κρουστά).
-«The Centaur And The Phoenix» (Riverside, 1960)
Διασκευές και πρωτότυπα και εδώ σε έναν αριστουργηματικό δίσκο με πολλά ρίσκα, καινοτομίες, νέες ιδέες αλλά και γνήσια ομορφιά που καθιστά την ακρόαση προσιτή και καθόλου δύσκολη. Πρόκειται για μια οριακή στιγμή του όπου δείχνει ότι τολμά και είναι έτοιμος να απαγκιστρωθεί και να λοξοδρομήσει από την κατεύθυνση των μέχρι τώρα δίσκων του. Και εδώ πλαισιωμένος από μεγάλες μορφές της τζαζ: Clark Terry, Richard Williams (τρομπέτες), Curtis Fuller (τρομπόνι), Tate Houston (βαρύτονο σαξόφωνο), Josea Taylor (bassoon), Joe Zawinul (πιάνο), Ben Tucker (κοντραμπάσο), Lex Humphries (ντραμς).
-«Into Something» (New Jazz, 1962)
Εξαιρετική δεξιοτεχνία σε ένα συγκροτημένο και στοχευμένο άλμπουμ με τους Barry Harris (πιάνο), Herman Wright (κοντραμπάσο) και Elvin Jones (ντραμς) να συνοδεύουν υποδειγματικά το μοναδικό παίξιμό του. Γνήσιες τζαζ στιγμές αλλά και προχωρημένες εξωτικές παρεκβάσεις με διακριτό το στοιχείο της ηχητικής περιπέτειας.
-«Eastern Sounds» (Moodsville, 1962)
Mε τις περισσότερες συνθέσεις δικές του, αλλά και με διασκευές σε μουσικά θέματα των Alex North και Alfred Newman στις ταινίες «Spartacus» και «The Robe», σε έναν από τους ωραιότερους δίσκους της καριέρας του, ο Lateef βάζει ψηλά τον πήχη εξερευνώντας δημιουργικά τις ρίζες μουσικών της Μέσης Ανατολής και επιχειρώντας να εντάξει τους ήχους αυτούς σε ένα γόνιμο τζαζ πλαίσιο.
-«Psychicemotus» (Impulse, 1965)
Satie, Oscar Hammerstein II-Jerome Kern, Bud Green, Brooks-Andy Razaf-Fats Waller και αυθεντικές συνθέσεις σε ένα εξαιρετικό μουσικό πανόραμα όπου ο Lateef παίζει κάθε είδους πνευστό, ταμπουρίνο και κρουστά, συνοδευόμενος από τον πιανίστα Georges Arvanitas, τον κοντραμπασίστα Reggie Workman και τον James Black στα ντραμς, στα κρουστά και στα ινδικά κουδούνια. Υπέροχη μουσική σε διαδρομές που προσδιορίζονται στιλιστικά στους χώρους της modal και της post bop. Από τους κορυφαίους και συναρπαστικούς δίσκους του.
-«The Complete Yusef Lateef» (Atlantic, 1968)
Post bop, modal αλλά και γερές δόσεις jazz-funk σε έναν θαυμάσιο δίσκο που ανήκει στην αφρόκρεμα της προσωπικής δισκογραφίας του και θέτει σημαντικές τομές. Φρέσκος και ανανεωτικός δίσκος που αντικατοπτρίζει με τον καλύτερο τρόπο τον ταξιδιάρικο χαρακτήρα της μουσικής του. Με Hugh Lawson (πιάνο), Cecil McBee (κοντραμπάσο), Roy Brooks (ντραμς) και Sylvia Shemwell (ταμπουρίνο).
Εκτός όμως από την προσωπική του δημιουργική πορεία, ο Yusef Lateef συνεργάστηκε με πλήθος μουσικούς της τζαζ στη δισκογραφία και συναυλίες.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στα πρώτα χρόνια ήρθε σε επαφή με πολλούς μουσικούς της τζαζ με έδρα το Ντιτρόιτ όπως τον βιμπραφωνίστα Milt Jackson, τον κοντραμπασίστα Paul Chambers, τον ντράμερ Elvin Jones και τον κιθαρίστα Kenny Burrell, ενώ το 1949 προσκλήθηκε από τον Dizzy Gillespie να περιοδεύσει με την ορχήστρα του.

Επίσης δισκογραφικά συμμετείχε σε άλμπουμ σημαντικών μουσικών της τζαζ όπως των Cannonball Adderley, Charles Mingus, Curtis Fuller, Art Blakey, Donald Byrd, Paul Chambers, Art Farmer, Dizzy Gillespie, Grant Green, Slide Hampton, Louis Hayes, Louis Hayes, Les McCann, Clark Terry, Doug Watkins, Archie Shepp, Randy Weston κ.α.
Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο Yusef Lateef εκτός από την εντυπωσιακή και ουσιαστική, βαθιά εσωτερική μουσική του πορεία, δραστηριοποιήθηκε και στον χώρο της συγγραφής.
Έχει γράψει δύο νουβέλες με τίτλους «Night in the Garden of Love» και «Another Avenue», τις συλλογές διηγημάτων «Spheres» και «Rain Shapes» που χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία, δύναμη, βάθος, φαντασία, ηρεμία, πνευματικότητα, επικοινωνία, στοιχεία που υπήρχαν και στη μουσική του, και την αυτοβιογραφία του «The Gentle Giant», που γράφτηκε σε συνεργασία με τον Herb Boyd.
Η μουσική του ήταν πάντα συνεπής στα οράματά του. Η τάση του να συνδυάζει στοιχεία της ανατολικής μουσικής, αφρικάνικα στοιχεία αλλά και δυτικούς δρόμους, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και υλοποίησε ιδανικά την μίξη διαφορετικών ειδών αλλά και εθνικών παραδόσεων. Αυτή η διαχρονική, οικουμενική διάσταση της μουσικής του που τον καταξίωσε, αποτέλεσε μια από τις πιο πρώιμες απόπειρες και τα γόνιμα πεδία δημιουργικής συνύπαρξης διαφορετικών μουσικών παραδόσεων, πολύ πριν οι κατευθύνσεις αυτές συστηματοποιηθούν και εντοπιστούν σε ευρεία κλίμακα.
–