Μίμης Πλέσσας:  Υπήρξα πάντα αναθεωρητής των αναθεωρήσεών μου (συνέντευξη στον Γιάννη Ν.Μπασκόζο)

0
159

 

Μια ιδιαίτερη παλιότερη συνέντευξη στον Γιάννη Ν.Μπασκόζο

in memoram

 

Ανάσυρα μια συνέντευξη που είχα πάρει παλιότερα από τον Μίμη Πλέσσα. Ήταν το 2009 και ο Επίλογος θα τιμούσε τον συνθέτη για το σύνολο της προσφοράς του στη μουσική και την επιστήμη. Σωστά διαβάζετε.. «και την επιστήμη». Ο Πλέσσας ήταν διχασμένος ανάμεσα στις δύο αγάπες του, τη μουσική και τη βιοχημεία. Η συνάντησή μας έγινε στο σπίτι του στην Καλλιτεχνούπολη και η σύζυγος του Λουκίλα Καρέρ, παλιά ραδιοφωνική περσόνα, είχε φροντίσει να είναι όλα εντάξει και να έχουμε ησυχία για την κουβέντα μας. Στη συζήτησή μας ο Μίμης Πλέσσας αποκάλυψε πολλά που δεν είναι ευρέως γνωστά. Την αγάπη του για την επιστήμη του σύμπαντος, τον μη- δάσκαλό του Γιάννη Παπαϊωάννου, πως μπήκε με κοντά παντελονάκια στο στούντιο της Ραδιοφωνίας στο Ζάππειο να παίξει πιάνο και να προσληφθεί.  Πως βρέθηκε στην Αμερική λόγω σχεδίου Μάρσαλ, τη μεγάλη ραδιοφωνική εμπειρία του και πως την σταμάτησε η χούντα. Πως οι έρευνες του οδήγησαν αργότερα στην ανακάλυψη φαρμάκου για τη σκλήρυνση κατά πλάκας. Και τέλος γιατί δεν ήθελε ποτέ να ακολουθήσει την πεπατημένη, (εξ ου και ο τίτλος του κειμένου μου), ένοιωθε πάντα αναθεωρητής των αναθεωρήσεων του. Έφυγε πριν λίγες ημέρες. Όσοι τον γνώρισαν ξέρουν ότι ήταν μια σπουδαία, πάντα νεανική προσωπικότητα.

 

   

Κύριε Πλέσσα ξεκινήσατε σπουδάζοντας θετικές επιστήμες, συγκεκριμένα χημεία, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πώς έγινε το πέρασμα προς τη μουσική, ή μήπως δεν έγινε αλλά υπάρχει κάποια υπόγεια σχέση;

Η εποχή διέθετε ένα Πανεπιστήμιο με πολύ καλούς καθηγητές όπως ο Λεωνίδας Ζέρβας, ο Τρύφων Καραντάσης, ο Χόνδρος που ήταν διάσημοι και των οποίων το όνομα αναβοσβήνει ακόμα ανάμεσα στους μεγάλους θεράποντες της επιστήμης. Είχα τη χαρά τα πρώτα χρόνια να αριστεύσω στη φυσική και τη χημεία, πράγμα που οδήγησε τους καθηγητές μου να με εμπιστευτούν και αργότερα να εμπιστευτούν τα παιδιά τους ως μαθητές μου και σήμερα αυτά να είναι πρυτάνεις του Πανεπιστημίου. Όταν κάποια στιγμή είδα τον αγαπημένο μου Δημήτρη Γαλανό, με αγκάλιασε και μου είπε «δάσκαλε τώρα είμαι πρύτανης στο Πανεπιστήμιο». Ο πατέρας του Σπύρος Γαλανός ήταν καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο. Ο τελευταίος με είχε σώσει, καθώς ένας άλλος καθηγητής διαβάζοντας το όνομα μου ως Διον. Βλέσσας με πέρασε για κάποιον που είχαν διαφορές στον εμφύλιο και ετοιμαζόταν να με «εκδικηθεί», κόβοντάς με από το μάθημα της Μηχανολογίας. Την παρεξήγηση έλυσε ο καθηγητής μου Σπύρος Γαλανός.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, ανακάλυψα ότι, πατώντας τα μαυρόασπρα πλήκτρα του πιάνου την γιαγιάς μου, μπορούσα να καταλάβω πού οξύνεται ή πού βαραίνει ο ήχος και να σκαρώνω κάποια δικά μου πράγματα. Μετά από λίγα χρόνια έφτασα μόνος μου να σκαλίζω το πιάνο και να παίζω ότι άκουγα.

Πόσο χρονών ήσασταν τότε; Παρακολουθήσατε μαθήματα σε κάποιο Ωδείο;

Ήμουν έξι χρονών, όταν ανακάλυψα την κλίση μου στη μουσική. Δεν πήγα ποτέ σε Ωδείο, παρά μόνον ως λέκτωρ σε μεγάλα ξένα Ωδεία που με είχαν προσκαλέσει. Βλέπετε, έξω νοιάζονται να δουν τι έχεις δημιουργήσει, ενώ εδώ για να μπεις σε ένα Ωδείο πρέπει να έχεις μια σειρά χαρτιά που να πιστοποιούν ότι έχεις διδαχτεί μια κάποια αυστηρή όσο και τυποποιημένη διδακτέα ύλη, η οποία όμως κατά 50% σε απομακρύνει από την αληθινή μουσική. Το ότι σήμερα παίζουν τα έργα μου ανάμεσα σε μεγάλους κλασικούς – όσο κι αν ντρέπομαι να το πω – με κάνει περήφανο κι αυτό είναι που πιστοποιεί τις δικές μου σπουδές. Δες αυτό το πόστερ, όπου η σπουδαία τσεμπαλίστα Γιούλη Βεντούρα παίζει έργα Μπαχ, Μποκερίνι, Χαίντελ και Πλέσσα.

Πώς βρεθήκατε στην Αμερική;

Στην Αμερική πήγα μόλις τελείωσα το Πανεπιστήμιο. Το Πανεπιστήμιο δεν το τελείωσα στην κανονική του διάρκεια, μιας και οι Γερμανοί το είχαν κλείσει επισήμως, ανεξαρτήτως αν εμείς οι φοιτητές το κρατούσαμε ανοικτό στα υπόγεια με τις προκηρύξεις και τις άλλες δραστηριότητές μας. Την εποχή εκείνη δεν φανταζόμασταν ότι θα ακολουθούσε ο εμφύλιος πόλεμος, που το τέλος του θα χρησιμοποιείτο με τέτοιον τρόπο ώστε ακόμα και σήμερα να υπάρχει η επίδρασή του.

Πώς λοιπόν αποφασίσατε να γίνετε μουσικός;

σε νεσρή ηλικία

Θα σας πω πώς αποφάσισα να μην γίνω μουσικός. Τη μητέρα μου, μια συγκλονιστική κοπέλα, την έχασα σε ηλικία 39 ετών. Μέναμε τότε στην Αγίου Μελετίου, απέναντι από το σπίτι του Μεταξά και πάνω από το τότε Ταχυδρομείο. Θυμάμαι, μπήκα να αναγγείλω το «Άριστα» πού είχα πάρει στη Φυσική στη μητέρα μου – είχε φτιάξει και κουλουράκια για την περίσταση – έπεσε στην αγκαλιά μου, έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και την έχασα. Κάποια φορά, νωρίτερα, της είχα εκμυστηρευτεί ότι θέλω να γίνω μουσικός. Μου είχε απαντήσει «παιδί μου, ευχή και κατάρα των γονιών σου, μη γίνεις μουζικάντης». Και δεν έγινα. Έγινα πρώτα επιστήμονας και μετά μουσικός και καλλιτέχνης.

Στην Αμερική βρέθηκα ως εκπρόσωπος της Κάστωρ Α.Ε., να επιτηρώ τη φόρτωση μηχανημάτων που θα πήγαιναν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ. Εκεί με έστειλε ο τότε αμερικανός διευθυντής της U.N.R.A. Harper Souls. Με είχε ακούσει να παίζω πιάνο στις Λέσχες των Αξιωματικών, που λειτουργούσαν για τους Αμερικάνους και τους Άγγλους που βρίσκονταν τότε στην Ελλάδα. Έπαιζα για ένα σάντουιτς, μια μπύρα και τριάντα δολάρια. Έπαιζα τότε την ελαφρά μουσική της εποχής. Η τζαζ ήταν ακόμα κάτι τολμηρό για να ακουστεί.

Τι ακριβώς κάνατε στην Αμερική;

 Η εταιρεία πού με έστειλε διαφώνησε με αυτόν που θα με πλήρωνε και, ευτυχώς, με βρήκε κάποιος από τη Λεόντειο Σχολή – αυτήν είχα τελειώσει στη χώρα μου – και με πλήρωσε για να κάνω μια διάλεξη για τα Βαλκάνια. Εκεί με άκουσε ο Δρ Rev. Arthur C. Young και μου προσέφερε μια σοφίτα να μένω, λύνοντας έτσι ένα μεγάλο οικονομικό μου πρόβλημα. Ένα βράδυ με πήγε κι έπαιξα πιάνο σε μια διαγωνιστική εκδήλωση. Θυμάμαι, έπαιξα το κομμάτι «Ένα μαγεμένο απόγευμα» από το δημοφιλές μιούζικαλ της εποχής, το South Pacific. Την άλλη μέρα διάβασα στην εφημερίδα ότι είχα κερδίσει το πρώτο βραβείο του διαγωνισμού. Το βραβείο ήταν ένα εισιτήριο διαρκείας  για οποιοδήποτε θέατρο των ΗΠΑ και μία τετραετής φοίτηση για μουσική σε Πανεπιστήμιο της αρεσκείας μου, ένα στυλό κι ένα μολύβι. Δεν ήξερα αν μπορούσα να μείνω στην Αμερική, η εποχή ήταν δύσκολη, η πολυπληθής οικογένειά μου με περίμενε να τη στηρίξω και, φυσικά, έπρεπε να παρουσιαστώ στον στρατό. Άλλαξα όμως το αντικείμενο των σπουδών μου, σε χημεία, αφού προηγουμένως έδωσα σκληρές εξετάσεις. Κι έτσι η οικογένειά μου πείστηκε να μείνω. Σπούδασα βιολογική χημεία και τελειώνοντας επιστρέφω στην Ελλάδα. Αλλά τι να κάνεις με πτυχίο βιολογικής χημείας, τότε, στην Ελλάδα; Έτσι πάλι αναθεώρησα την πορεία μου. Στη ζωή μου δεν ντράπηκα ποτέ να αναθεωρήσω κάτι που πίστευα από πριν. Ήμουν σε όλη μου τη ζωή αναθεωρητής των αναθεωρήσεών μου. Έτσι στράφηκα στη μουσική και, κυρίως, στο ραδιόφωνο. Εκεί είχα την πρώτη μου αναγνώριση ως μουσικός, πράγμα που με βοήθησε κάποια στιγμή να πω: «από εδώ και πέρα μόνον η μουσική».

Πότε έγινε αυτό ακριβώς και με ποια αφορμή;

Το 1959 με αφορμή το Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, οπότε στέλνω τρία τραγούδια και μπαίνουν και τα τρία στη 15άδα. Αρχίζουν πια να με παίρνουν στα σοβαρά ως συνθέτη. Η μαθήτριά μου, τότε, Νάνα Μούσχουρη, λέει το «Αστέρι, αστεράκι» με το οποίο παίρνουμε το βραβείο. Ήμουν και συνεργάτης στο θέατρο του Δημήτρη Χορν, ο οποίος αποφάσισε να το τραγουδήσει, μόνο που ζήτησε να ιδρυθεί μια εταιρεία για να το πει. (Μοnte Carlo). Τι θυμήθηκα, είδες… Σήμερα τα διηγούμαι και καταφέρνω πολλές φορές, με δυσκολία βέβαια, να ξεπερνάω τη συγκίνησή μου.

Τι ακούγατε εκείνη την εποχή;

 Ξέρεις τι διάλεξα να ακούσω με το δωρεάν εισιτήριο που κέρδισα στην Αμερική; Την πρόβα του Δημήτρη Μητρόπουλου με την ορχήστρα του. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν πολλές συναυλίες, εξάλλου εγώ άκουγα τζαζ, κάτι άγνωστο τότε στην Αθήνα. Στη Νέα Υόρκη από μια σύμπτωση είχα παίξει με το σεξτέτο του Χάρρυ Τζέημς, με τον Κόλμαν Χόουκινς, τον Λέστερ Γιανγκ… Ήταν η εποχή του μακαρθισμού και μου κάνανε παρατηρήσεις, γιατί εγώ, ένας λευκός, έπαιζα με τους μαύρους. Ούτε λίγο ούτε πολύ θεωρούσαν σοβιετικό πράκτορα όποιον συγχρωτιζόταν με τους μαύρους jazzmen.

Μέχρι τότε στηριζόσασταν, όπως κατάλαβα, στην εμπειρική σας σχέση με τη μουσική. Με τις νότες πότε πιάσατε επαφή;

Κάποτε έπρεπε να αρχίσω να καταγράφω τη μουσική που συνέθετα. Είπα, λοιπόν, αντί να φωνάξω κάποιον να μου τις γράφει, όπως πολλοί συνθέτες κάνουν, να κάτσω να μάθω μόνος μου. Πόσο δύσκολο, σκεφτόμουν, να ήταν; Εδώ έμαθα τα 24 γράμματα του αλφαβήτου, θα κολλήσω στις 7 νότες; Με βοήθησε η εμπειρία μου στον κινηματογράφο, τη ραδιοφωνία, το θέατρο. Τότε το κουαρτέτο μου έπαιζε με τον Μαρούδα, τον Γούναρη, τη Δανάη. Έγραφα μουσικές για έργα στα οποία  έπαιζαν η Άννα Συνοδινού, η Μελίνα Μερκούρη, ο Δημήτρης Χορν κι αργότερα έγραψα για την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή.

Ξεχωρίζετε σήμερα κάτι από τα είδη της μουσικής με τα οποία ασχοληθήκατε;

Υπήρξαν πράγματα που δεν θα ήθελα να έχω κάνει. Όμως το επάγγελμα με ανάγκαζε να τα κάνω. Προσπαθούσα πάντα να τα κάνω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Από έναν καρσιλαμά ως ένα βαλσάκι, ή κάποια τραγούδια που έγραψα για τις ανάγκες τού Ελληνικού Κινηματογράφου που έμειναν διαχρονικά. Ήξερα ότι η μανιέρα είναι θνησιγενής. Απέφευγα, λοιπόν, να επαναλαμβάνομαι. Υπάρχουν κάποια τραγούδια μου που με ακολουθούν ακόμα και σήμερα. Φαντάσου έναν νέο ή έναν παλιό που έρχεται σε μια σημερινή συναυλία μου από την οποία θα λείπει το «Άγαλμα» ή το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» ή το «Θα πιω απόψε το φεγγάρι»… Αδιανόητο!  Υπάρχουν και σήμερα πολλά τραγούδια μου, που τραγουδιούνται πολύ συχνά, τα οποία δεν ξέρουν ότι τα έχω γράψει εγώ.

Μου αρκεί ότι τα τραγουδάνε. Αυτό με ικανοποιεί. Για να επανέλθω στην ερώτησή σας, τελικά όλα τα είδη με τα οποία ασχολήθηκα, τα αγαπώ. Σήμερα κάνω αυστηρές επιλογές και εν μέρει με φρενάρουν η γυναίκα μου και ο γιος μου.

Βλέπω, όμως, ότι τελευταία επιμένετε στα σύνθετα είδη, όπερες, ορατόρια, μεγάλα ποιητικά έργα κ.ά. Αισθάνεστε μια πικρία, ότι αυτά δεν γνώρισαν την αποθέωση που γνώρισαν τα λαϊκά τραγούδια σας, όπως ο «Δρόμος»;

Η αρχή έγινε με τον Λουκιανό, ένα συγκλονιστικό κείμενο που έγραψε ο Κώστας Βίρβος. To ανεβάσαμε στο θέατρο και πήγε πολύ καλά. Αρκεί να σκεφτείς πως τότε ζούσαμε την εποχή της αντιστασιακής ή της ψευδοαντιστασιακής κουλτούρας, η οποία δεν ευνοούσε τέτοια έργα. Ο «Δρόμος», όμως, ήταν κάτι άλλο. Συνδύαζε τις παιδικές μνήμες τού Λευτέρη  Παπαδόπουλου και τις δικές μου εφηβικές ευαισθησίες. Ο «Δρόμος» συμπληρώθηκε αργότερα με τον κύκλο τραγουδιών «Μίλα μου για τη λευτεριά», που απαγόρεψε η λογοκρισία της χούντας.

Κι έτσι εγκαταλείψατε για πάντα τη χημεία…

Όχι. Ας είναι καλά οι δάσκαλοί μου. Όταν ήμουν φυλακή άκουγα μια βρύση να τρέχει – πήγα πέντε μέρες φυλακή γιατί είπα σε έναν καραβανά ότι η μουσική έχει δώδεκα νότες και όχι επτά που νόμιζε εκείνος – και όπως έπεφταν οι σταγόνες σε έναν κουβά, εγώ τις άκουγα σαν νότες. Αν ήμουν λίγο λιγότερο ερωτευμένος με τη μουσική, θα είχα ανακαλύψει ίσως τη θεωρία του χάους. Τότε έγραψα το πρώτο μου λυπημένο κομμάτι, το «Λειτουργία για άθεους». Όλα αυτά τα χρόνια σκεφτόμουν την επιστήμη και συνεχώς τη χρησιμοποιούσα για να αναθεωρήσω τις πεποιθήσεις μου. Πείσμωνα και προχωρούσα μπροστά.

Τι θα ξεχωρίζατε και τι θα διασώζατε σε ένα μακρινό μέλλον από τις συνθέσεις σας; 

Από τα πέντε χρόνια με τον Χορν ξεχωρίζω το «Ποιος το ξέρει».  Στον κινηματογράφο έγραψα πολλά και διαφορετικά τραγούδια, για μιούζικαλ, αστυνομικά, κωμωδίες …πώς να ξεχωρίσω κάτι… Ας πούμε, το «Θα πιω απόψε το φεγγάρι» σήμερα είναι ο εθνικός ύμνος των Ελλήνων τραγουδιστών. Θα διέσωζα ακόμα και το «Έπεφτε βαθιά σιωπή» από τον «Δρόμο». Είναι η πρώτη, ίσως, φορά που τόλμησε κάποιος να αναμείξει τις αρχαϊκές κλίμακες με το βυζαντινό μέλος και να τις εναρμονίσει με έναν τρόπο …μεθαυριανό.

Θυμάμαι πάντα τη στιγμή που βρέθηκα στην Πολωνία στη δεκαετία του ΄70 και μου ζήτησαν να γίνω Λέκτωρ στην έδρα Πεντερέτσκι. Αλλά δεν είχα χρόνο, δεν είχα χρήματα κι έτσι επέστρεψα στην Αθήνα. Από τα συμφωνικά  μου έργα ξεχωρίζω «Τον χορό των σφαιρών», που συνέθεσα για το Ευγενίδειο Πλανητάριο. Φέτος θα συνθέσω ένα έργο για τον μικρόκοσμο και το σύμπαν, για το Ευγενίδειο Πλανητάριο, που είναι το μεγαλύτερο ψηφιακό του κόσμου και γιορτάζει τα 400 χρόνια από τη στιγμή που το μάτι μας είδε μέσα από το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου.

Πολύς κόσμος σας γνώρισε από το ραδιόφωνο. Πώς βρεθήκατε εκεί; Πώς γίνονταν γνωστά τότε τα τραγούδια σας; 

Μια μέρα με άκουσε η μεγάλη μας Δανάη να παίζω πιάνο και με πήγε στο Ζάππειο, στη ραδιοφωνία. Ήμουν μόλις 15 χρονών, φορούσα ακόμα κοντά παντελόνια γκολφ. Βρήκα ένα πιάνο με δύο ξεκούρδιστες χορδές, έτσι ανέβασα μισό τόνο τα όσα έπαιξα. Με άκουσε ο Μάριος Βάρβογλης και ενθουσιάστηκε. Έτσι έγινα ο πρώτος σολίστας της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Τότε παίζαμε ζωντανά στο Θέατρο της Δευτέρας και σε άλλες εκπομπές, αλλά δεν έχει διασωθεί σχεδόν τίποτα, μιας και δεν υπήρχαν  μαγνητοφωνήσεις. Η αξία των ζωντανών εκπομπών ήταν τότε μεγάλη, εάν σκεφτείτε πως υπήρχαν εκείνη την εποχή μόνον 500 ηλεκτρόφωνα και το minimum τύπωμα δίσκων γινόταν σε 250 αντίτυπα. Ένα καλό τραγούδι γινόταν γνωστό από το ραδιόφωνο και πιο πολύ μέσα από μια θεατρική παράσταση. Ο Φίλιππος Νάκας ήταν ο πρώτος που τύπωσε σε νότες το «Αστεράκι».

Τι σας έχει μείνει στη μνήμη από εκείνη την εποχή;

Την εποχή εκείνη τα πάντα στο ραδιόφωνο διαφέντευε ο Γιώργος Οικονομίδης. Οποιοσδήποτε πρόλογος και εκφώνηση ανήκε σε αυτόν. Στο ραδιόφωνο μεγάλο ρόλο έπαιζε και ο πρωταγωνιστής. Οι άνθρωποι του θεάτρου είχαν τις εκπομπές τους. Υπήρχαν «Τα καθημερινά του καθημερινού» που έγραφε ό Κώστας Πρετεντέρης για τον Δημήτρη Χορν, το «Λατέρνα, φτώχεια και κουβεντούλα» με τον Μίμη Φωτόπουλο, το «Σαλούδος αμίγκος» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Ήταν η εποχή που η ραδιοφωνία έκανε τη μεγάλη αντεπίθεση, λίγο πριν έρθει η τηλεόραση στη χώρα μας. Άλλη επιτυχημένη εκπομπή ήταν «Ο πιανίστας Χ και το τηλέφωνο» και φυσικά «Τα τριάντα δευτερόλεπτα» που κράτησαν 13 χρόνια. Είχαν την ίδια απήχηση που έχει σήμερα η εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου. Έτρεχε ο κόσμος σπίτι του για να την ακούσει. Συνεργάτες μου αξέχαστοι σε εκείνη τη ραδιοφωνική παραγωγή ήταν ο Νίκος Νικολαρέας, γνωστός και ως «συνεργάτης χωρίς όνομα» και η ηθοποιός Μαίρη Αιγυπίδου.

Πώς σταμάτησε εκείνη η εκπομπή;

Τη σταμάτησε η χούντα. Είχαν ζητήσει να γνωρίζουν από πριν τις ερωτήσεις. Τους είπα ότι δεν μπορεί να διακυβεύσουμε τη σοβαρότητα της εκπομπής, μιας και οι ερωτήσεις έρχονταν σφραγισμένες από συμβολαιογράφο. Κάποτε, λοιπόν, υπήρξε η ερώτηση: «τι είναι τα κινέζικα αυγά;». Είναι αυγά που μένουν στο χώμα πενήντα χρόνια. Όταν τα βγάλουν, ο κρόκος γίνεται συμπαγής και είναι σπουδαίο αιμοστατικό, με την ιδιότητα, δηλαδή, να σταματάει το αίμα. Ήταν σε προχωρημένη σειρά δυσκολίας, που σημαίνει ότι ο ακροατής θα κέρδιζε ένα ραδιόφωνο ή ένα ψυγείο. Πριν απαντήσει ο ερωτώμενος ζήτησε τη λεγόμενη «βοήθεια» και ο «συνεργάτης χωρίς όνομα» του λέει: «δεν μπορείς να πεις καλομελέτα κι έρχεται». Ότι, δηλαδή, δεν μπορεί να κάνει ομελέτα, μιας και τα κινέζικα αυγά είναι σφικτά. Και κόπηκε η εκπομπή γιατί θεωρήθηκε ότι κάναμε …Μαοϊκή προπαγάνδα…!!!!

Είδα στο site σας ότι έχετε πάρα πολλά βραβεία. Είναι κάποιο που θυμάστε περισσότερο;

Πρέπει να πω ότι τα περισσότερα ήταν απρόσμενα. Όπως αυτό στο Τόκυο, όπου πήγα με ένα τραγούδι της Σοφίας Φίλντιση σε έναν διαγωνισμό που πήραν μέρος 32.500, πού να το φανταστώ; Είναι το «Πρώτη του Μάη» που πήρε το βραβείο της «καλλιτεχνικότερης συμμετοχής».

Υπάρχει κι ένα επιστημονικό βραβείο που έλαβα από τον Νομπελίστα της Χημείας (1987) Jean-Marie Lehnn. Σήμερα 100 φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας με την καθοδήγηση του καθηγητή Ιωάννη Ματσούκα, μελετώντας τη «Μυελίνη» είναι έτοιμοι να προβούν σε εφαρμογή φαρμάκου, που θα θεραπεύει τη Σκλήρυνση κατά Πλάκας. Η Μυελίνη είναι αποτέλεσμα των ερευνών που ακολούθησαν τις έρευνες της δικής μου ομάδας στο Πανεπιστήμιο Cornell (1950-51).

Μ.Πλέσσς, Γ.Νταλάρας, Μίνως Μάτσας, Κ.Βίρβος, Γ.Καλατζής

Πόσο σας βοήθησαν οι δισκογραφικές εταιρείες;

Μα, δεν ανήκα σε εταιρεία. Είχα πολλή δουλειά και ήμουν αρκετά ανεξάρτητος. Έκανα δέκα ταινίες τον χρόνο και τουλάχιστον τρία θεατρικά. Αν ήμουν σε εταιρεία θα είχα τη δέσμευση να χρησιμοποιώ τους τραγουδιστές της εταιρείας. Έτσι πήγαινα στην εταιρεία κι έλεγα «έχω αυτό το τραγούδι γι’ αυτόν τον τραγουδιστή, θέλετε;». Εκ των υστέρων βλέπω ότι δικαιώθηκα. Ακόμα και σήμερα, αν πάω σε μια εταιρεία, θα επανεκδώσει ό,τι θέλω από τα παλιά μου τραγούδια, αλλά θα δυσκολευτεί για τα καινούργια μου. Αλλά δεν έχω πια ανάγκη, τώρα μπορώ, όπως και άλλοι, να βγάζω μόνος μου τα τραγούδια μου.

Μια μεγάλη πλειονότητα τραγουδιστών τραγούδησε τα τραγούδια σας. Είναι κάποιος ερμηνευτής που τον ξεχωρίζετε;

Είναι τόσοι πολλοί, ίσως όλοι, είναι δύσκολο να πω ποιον ξεχωρίζω. Με συγκινούν οι νεότεροι, όπως η Μελίνα Ασλανίδου που μου ζήτησε να πει τα τραγούδια μου, η ο Αντώνης ο Ρέμος. Τους αγαπώ όλους. Θέλω να σας πω ότι δεν είναι λίγες οι φορές που δεν διεκδίκησα ποσοστό από τις εταιρείες για  τραγούδια μου… Όπως το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» με τον Στράτο Διονυσίου, το «Άνοιξε πέτρα» με τη Μαρινέλλα και το «Τι σου’ κανα και πίνεις» με την Πόλυ Πάνου.

Το τελευταίο έκανε και μεγάλο σουξέ. Πώς κρίνετε τα σημερινά τραγούδια; Είστε αισιόδοξος; 

Τα περισσότερα σημερινά τραγούδια αρέσκονται σε ευκολίες, χαϊδεύουν τα αυτιά του ακροατή, λένε την ίδια φράση τριάντα δύο φορές. Έλεος! Όμως είμαι αισιόδοξος, μιας και υπάρχει τεράστιο δυναμικό. Έχουμε τα πάνω και τα κάτω μας, αλλά δεν παύουμε να έχουμε παραγωγή και δημιουργία από νέους ανθρώπους. Όχι, βέβαια, από αυτούς που θέλουν να κερδοσκοπήσουν από το ελληνικό τραγούδι, αλλά από αυτούς που έχουν το μεράκι της δημιουργίας.

Εργάζεστε ακόμα πάνω στο τραγούδι και τη μουσική;

Δουλεύω ακόμα δύο οκτάωρα την ημέρα. Κάνω μουσικές για το θέατρο, συμφωνικά έργα κ.ά. Είμαι εδώ, δημιουργικός και γεμάτος πάντα με ιδέες.

Ποιους θεωρείτε δασκάλους σας;

Πρώτα τους γονείς μου, που με έμαθαν να σκέφτομαι και να δουλεύω. Μετά τους πανεπιστημιακούς μου δασκάλους. Αυτά που έμαθα στο Πανεπιστήμιο ήταν πολύ σημαντικά για τη ζωή μου, αποτέλεσαν το άλλο μου πρόσωπο. Ήμουν πάντα ένας Ιανός με ένα πρόσωπο στραμμένο προς τη Μουσική και το άλλο προς την Επιστήμη. Ακόμα χρωστάω χάρη στον δάσκαλο που δεν δέχθηκε να μου μάθει μουσική, τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Όταν πήγα σε αυτόν για τον πρώτο μου μάθημα, του πήγα και μια μουσική που είχα γράψει για την ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη «Έγκλημα στα παρασκήνια». Αυτός μου είπε τότε: «εδώ, δεν θα ξανάρθεις σα μαθητής. Να έρχεσαι μόνο να μιλάμε για μουσική. Δεν μπορώ να σου μάθω πράγματα που ήδη ξέρεις». Αγάπησα πολύ τη Βυζαντινή μουσική. Και τέλος τον Μπαχ, τον θείο Μπαχ.

Τι θα συμβουλεύατε κάποιον που ξεκινάει τώρα να ασχολείται με τη μουσική;

Να ασχοληθεί, ανεξάρτητα τι του λένε, εφόσον το θέλει πολύ. Να έχει πίστη στη Μουσική, όσα κι αν τραβήξει στη ζωή του. Γιατί και μισό χαμόγελο να σου χαρίσει η Μουσική, αξίζει όλη η προσπάθεια.

 

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο104 χρόνια από τη γέννηση του οικουμενικού τζάζμαν Yousef Lateef (του Γιάννη Μουγγολιά)
Επόμενο άρθροΣτην νοτιοκορεάτισα Han Kang το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2024

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ