γράφει ο Ηλίας Γιούρης (*)
Ο στοχασμός για το τέλος του κόσμου αποτελεί κεντρικό θέμα πολυάριθμων έργων μυθοπλασίας του εικοστού πρώτου αιώνα. Καθώς η παλιά πίστη στην πρόοδο έχει αντικατασταθεί από τη δυσπιστία και την απαισιόδοξη προοπτική για το μέλλον του δυτικού πολιτισμού, λογοτεχνικά είδη όπως αυτό της δυστοπίας αποκτούν νέα δυναμική και έρχονται να δώσουν αφηγηματική έκφραση στις σύγχρονες ανησυχίες. Αντλώντας έμπνευση από περιβαλλοντικούς προβληματισμούς[1] και συναιρώντας στη γραφή τους μοτίβα και τεχνικές της αποκαλυπτικής λογοτεχνίας, πολλοί συγγραφείς επικεντρώνονται σε δυστοπικά σενάρια που διερευνούν τις καταστροφικές επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον, αναδεικνύοντας έτσι τις επίκαιρες και επείγουσες παγκόσμιες προκλήσεις σε σημαντικό λογοτεχνικό θέμα.[2]
Η πρόσφατη μικρή νουβέλα του Αντώνη Μπαλασόπουλου Το βασίλειο της σκιάς (Θράκα 2024) πραγματεύεται παρόμοια ζητήματα με εξαιρετικά ευρηματικό τρόπο, προσφέροντας μια διεισδυτική ματιά στις ανθρώπινες και κοινωνικές διαστάσεις της οικολογικής υποβάθμισης. Όπως στα περισσότερα έργα του είδους, έτσι και εδώ υπάρχει το φάσμα μιας μη αναστρέψιμης περιβαλλοντικής καταστροφής.[3] Η ακραία άνοδος της θερμοκρασίας και η ολοσχερής εξάντληση των υδάτινων πόρων αποτελούν το δυσμενές πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες και εξελίσσεται η υπόθεση του έργου. Η ιστορία –αρκετά απλή σε γενικές γραμμές– ξεκινά την τέταρτη χρονιά μιας θανατηφόρας ξηρασίας, όταν το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ελλάδας έχει μετατραπεί σε έρημη χώρα, με καταστροφικές επιπτώσεις για κάθε μορφή ζωής στην περιοχή. Τα ζώα πεθαίνουν αβοήθητα από τη δίψα και οι άνθρωποι δυσκολεύονται πλέον να επιβιώσουν. Η αναζήτηση νερού και δροσιάς προκαλεί μαζικά κύματα φυγής, καθώς χιλιάδες κλιματικοί πρόσφυγες προσπαθούν απεγνωσμένα να δραπετεύσουν από τις πυρακτωμένες πόλεις κατευθυνόμενοι προς βορειότερα και πιο βιώσιμα κλίματα. Τρία πρόσωπα –ένας άντρας, μια γυναίκα και το παιδί της–, μοναχικές φιγούρες μέσα στο πλήθος των νομάδων, βρίσκονται από σύμπτωση παγιδευμένοι στην ίδια ουρά αυτοκινήτων στον δρόμο της μεγάλης εξόδου, και έτσι οι τύχες τους διασταυρώνονται αμετάκλητα. Με πρωτοβουλία του άντρα παίρνουν την απόφαση να εγκαταλείψουν το ακινητοποιημένο ρεύμα της πομπής και να ακολουθήσουν αντίθετη κατεύθυνση, προς τον νότο, η οποία θα τους οδηγήσει τελικά στο σπήλαιο Διρού στην Πελοπόννησο. Εκεί οι ήρωες θα συναντήσουν έναν μικρό αλλά ανθεκτικό στις νέες συνθήκες πληθυσμό μουσουλμάνων μεταναστών, με τους οποίους θα μοιραστούν πόρους και τρόφιμα και θα δημιουργήσουν από κοινού μια εναλλακτική κοινότητα.
- Μια άτυπη θεωρία της καταστροφής
Το βιβλίο αξιοποιεί αρκετές από τις συμβάσεις της δυστοπικής λογοτεχνίας. Η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, ο επιταχυνόμενος αφανισμός της χερσαίας πανίδας, η προϊούσα και ολοένα επεκτεινόμενη ερημοποίηση, εικονογραφούνται δραματικά από τις πρώτες κιόλας σελίδες και συνθέτουν ένα ζοφερό τοπίο θανάτου. Ο μετα-αποκαλυπτικός κόσμος στον οποίο μας εισάγει ο συγγραφέας είναι ένα εντροπικό σύμπαν που οδεύει αναπόδραστα προς την εξαφάνιση, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το μέλλον κάθε μορφής ζωής. Αλλά και το σκηνικό της ιστορίας συμβάλλει στη δημιουργία αυτής της δυσοίωνης ατμόσφαιρας. Ρημαγμένοι δρόμοι, εγκαταλελειμμένες πόλεις-φαντάσματα, ερείπια εμπορικών κέντρων, απομεινάρια καταναλωτικών ειδών – το μόνο που συναντούν οι ήρωες, καθώς κατηφορίζουν προς τον φλεγόμενο νότο, είναι τα εμβλήματα ενός πολιτισμού που βρίσκεται σε διαδικασία ραγδαίας κατάρρευσης.[4]
Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν αρκείται σε μια απλή παράθεση δυστοπικών εικόνων. Η αφηγηματική ματιά του, βαθιά ριζοσπαστική, στρέφεται στην προσπάθεια να κατανοήσει τους παράγοντες και τα αίτια που προκάλεσαν την κατάρρευση του φυσικού περιβάλλοντος. Η ανάλυση κλιμακώνεται σε μια σφαιρική θεώρηση της καταστροφής, την οποία ο συγγραφέας αναπτύσσει στα κεφάλαια 2 και 3 εν είδει μικρής δοκιμιακής παρέκβασης. Κατ’ αρχάς, απορρίπτει το μοτίβο της ξαφνικής αποκάλυψης. Η καταστροφή δεν ενσκήπτει σαν κάποιο μεγάλο, θεαματικό συμβάν, ούτε έχει τη μορφή απρόσμενης εισβολής από κάποιον άλλο κόσμο.[5] Σε αντίθεση με τα περισσότερα έργα αποκαλυπτικής λογοτεχνίας τα οποία οργανώνονται γύρω από τη λογική του αιφνίδιου συμβάντος, το Βασίλειο της σκιάς θεματίζει την καταστροφή ως μια ενδογενή διαδικασία αργής διάβρωσης που εκτυλίσσεται σιωπηρά και εις βάθος και διαπλέκεται με άλλα αθέατα συμβάντα.[6] Όπως σχολιάζει ο αφηγητής, η καταστροφή «[δ]ε βρίσκεται κάπου έξω, σε κάποια επαρχία των καταστροφών, και κατόπιν διασχίζει κάποια απόσταση και φτάνει σε σένα. […] Η καταστροφή ξεκινάει από κάπου μέσα, αλλά είναι δύσκολο να πει κανείς πού ακριβώς είναι αυτό το μέσα» (ΒτΣ, 14).[7] Προσπαθώντας να συλλάβει την ουσία αυτής της διαδικασίας, ο συγγραφέας οδηγείται στην παράδοξη έννοια μιας καταστροφής η οποία δεν γίνεται αντιληπτή από τα υποκείμενα που βρίσκονται παγιδευμένα στη δίνη της. Με έναν υπερβατικό τρόπο, καταστροφή μπορεί να είναι η λήθη της καταστροφής:[8] όχι ένα συμβάν που βιώνεται ως τερατώδης εξαίρεση, αλλά ένα τερατώδες συμβάν που επιβάλλεται ως αναντίρρητη κανονικότητα.
Για τον Μπαλασόπουλο, η κανονικότητα αυτή, η οποία αποτελεί και το συνώνυμο της καταστροφής, συνδέεται άρρηκτα με το καπιταλιστικό σύστημα. Είναι αποτέλεσμα της κυρίαρχης ιδεολογίας της Δύσης και έρχεται ως αναπόφευκτη συνέπεια μιας μακράς περιόδου συστηματικής εκμετάλλευσης και απληστίας, η οποία σημαδεύτηκε από ιμπεριαλιστικούς πολέμους, γενοκτονίες, καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και λεηλασία των πόρων του μη δυτικού κόσμου. Μέσα από αυτό το θεωρητικό πρίσμα ο περιβαλλοντικά κατεστραμμένος κόσμος, ο οποίος παρουσιάζει ανοίκεια ομοιότητα με τον σημερινό, δεν είναι τόσο ένας αφηρημένος μελλοντολογικός εφιάλτης όσο μια ζοφερή πραγματικότητα που επωάζεται στον τρέχοντα ιστορικό χρόνο.
- Από την επιβίωση στη ζωή
Το βιβλίο ξεκινά ως μυθοπλασία οικολογικής δυστοπίας, όμως σύντομα απομακρύνεται από το βαρυτικό πεδίο της συγκεκριμένης προβληματικής. Μετά τις εναρκτήριες σελίδες, συντελείται μια μετατόπιση της έμφασης – ίσως και μια αλλαγή στον ειδολογικό, αφηγηματικό και ιδεολογικό προσανατολισμό του: η θανατική προοπτική, κυρίαρχη στα πρώτα κεφάλαια, δίνει τη θέση της σε ένα άλλο δίκτυο ζητημάτων, που αναφέρονται όχι τόσο στην ίδια την περιβαλλοντική κρίση και το προδιαγεγραμμένο τέλος του γνωστού κόσμου όσο στη δυνατότητα ανοικοδόμησης και δημιουργίας ενός νέου κόσμου πάνω στα ερείπια του παλιού.
Στη νουβέλα η αφήγηση αρθρώνεται μέσα από τρεις διακριτές φωνές που άλλοτε αλληλοσυμπληρώνονται και άλλοτε αλληλοαναιρούνται. Οι πράξεις του άντρα (που παραμένει ανώνυμος) μεταφέρονται από έναν τριτοπρόσωπο αφηγητή‧ η γυναίκα (που ακούει στο όνομα Δήμητρα) αποκαλύπτεται μέσα από εσωτερικούς μονολόγους, οι οποίοι διακρίνονται τυπογραφικά με πλάγια γράμματα‧ τέλος, οι σκέψεις του παιδιού και οι εγγραφές στο ημερολόγιό του εμφανίζονται σε ξεχωριστά κεφάλαια, τυπωμένα αποκλειστικά με πεζά στοιχεία. Δίπλα στους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες κινείται η ομάδα των μουσουλμάνων πρώην εργατών γης, οι πράξεις των οποίων παρουσιάζονται επίσης από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή.
Ο Μπαλασόπουλος δεν επιδιώκει την ψυχογραφική ανάλυση των ηρώων του, καθώς οι συμβατικοί τρόποι λογοτεχνικής αναπαράστασης αδυνατούν να αποτυπώσουν την πρωτόγνωρη εμπειρία τους. Οι ήρωες, αντιμέτωποι με το συνταρακτικό γεγονός της καταστροφής, βιώνουν μια αλλόκοτη χρονική σύγκλιση: ο «ατομικός» χρόνος της ζωής τους διαστέλλεται και συγχωνεύεται με τον «γεωλογικό» χρόνο, αναγκάζοντάς τους να αντιμετωπίσουν, μέσα στο πεπερασμένο διάστημα της ύπαρξής τους, μεταβολές που υπό κανονικές συνθήκες εκτείνονται σε αιώνες. Σύμφωνα με την επιγραμματική διατύπωση του κειμένου, μια τέτοια ζωή ισοδυναμεί με «κόλαση» (ΒτΣ, 26). Για τον λόγο αυτό, ο συγγραφέας υπερβαίνει τα κλασικά ζητήματα ταυτότητας και αναπροσδιορίζει τις προτεραιότητές του θέτοντας άλλου τύπου ερωτήματα. Πώς διαμορφώνεται η ανθρώπινη υποκειμενικότητα όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με τέτοιες κοσμογονικές αλλαγές; Πώς ανταποκρίνεται το άτομο στην τραυματική εμπειρία της ολικής καταστροφής;[9]
Είναι προφανές ότι η καταστροφή δεν προκαλεί ενιαίες αντιδράσεις. Το βιβλίο αποτυπώνει ένα ευρύ φάσμα ανταποκρίσεων – από την παραλυτική αδράνεια μπροστά στις προκλήσεις της καταστροφής μέχρι τη δυναμική αναμέτρηση μαζί τους, μια αναμέτρηση που οδηγεί τελικά στον προσωπικό μετασχηματισμό. Ας τις δούμε λίγο πιο προσεκτικά.
α) Η μη απόκριση. Για πολλούς από τους επιζώντες, η συντριπτική δύναμη της καταστροφής υπερβαίνει κάθε δυνατότητα ψυχικής αφομοίωσης. Ο πρώτος σύζυγος της γυναίκας στην αρχή του βιβλίου αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου για τον οποίο η διαχείριση της πρωτοφανούς πρόκλησης είναι αδύνατη. Αντί να αποδεχτεί το δυσβάσταχτο βάρος της πραγματικότητας και να αναλάβει την ευθύνη της επιβίωσης (της δικής του και της οικογένειας) στον μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, προτιμά την εύκολη λύση της παραίτησης και της φυγής: εγκαταλείπει το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο και απλώς χάνεται στην αττική έρημο, χωρίς ίχνη. «Συνέβαινε αυτό. Κάποιοι άνθρωποι εξαφανίζονταν έτσι, κάτω απ’ τον ήλιο […]. Ήταν άνθρωποι που είχαν κουραστεί να είναι με άλλους ανθρώπους […] ενώ ήταν ξεκάθαρο ότι τίποτε δε μπορούσε πια να γίνει […]» (ΒτΣ, 25-26). Η μη απόκριση, η παθητική αδράνεια, η απροθυμία των υποκειμένων να επιτρέψουν στην κρίση να τα μεταλλάξει ουσιαστικά, αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε πολλά μετα-αποκαλυπτικά μυθιστορήματα.
β) Η μερική απόκριση. Ο ανώνυμος άντρας, με τον οποίο ξεκινά η ιστορία, στρέφει το ενδιαφέρον του στη γυναίκα και το παιδί και αναλαμβάνει την αποστολή να τους οδηγήσει σε ασφαλέστερο μέρος. Αυτή η εκούσια ανάληψη ευθύνης για τη σωτηρία των άλλων σηματοδοτεί τη γέννηση ενός νέου εαυτού. Υπό το βάρος του καταλυτικού γεγονότος, εγκαταλείπει την αδράνεια που τον χαρακτήριζε πριν από την καταστροφή, υπερβαίνει την τάση παραίτησης και μετασχηματίζεται σε ένα διαφορετικό υποκείμενο. «[Α]υτή η γυναίκα […] και αυτό το παιδί […] αποτελούν μια ευθύνη που τον αναγκάζει να σκεφτεί διαφορετικά» (ΒτΣ, 36).
Η καταστροφή αφυπνίζει την επινοητική δημιουργικότητα του άντρα. Οι κινήσεις του γίνονται κεντρομόλες: αυτοοργανωτικές πρακτικές, καθημερινές ρουτίνες προστασίας των άλλων, κινήσεις αδρές και λειτουργικές που αποκαθιστούν ξανά το ίχνος της ανθρώπινης παρουσίας σε έναν κόσμο που την αρνείται και την αποκλείει. Αλλά ο άντρας, όντας ακόμη πολύ κοντά στον κόσμο που έχει χαθεί, προσπαθεί απλώς να ανασυγκροτήσει ένα ομοίωμα αυτού του κόσμου. Δεν βλέπει πολύ μακριά. Απορροφημένος στη μέριμνα της επιβίωσης, αγκιστρωμένος στην προσπάθεια να απαλύνει τη βία του παρόντος, πιστεύει ότι αρκεί να δημιουργήσει τον θύλακα μιας μικρής οικογένειας, για να συνεχιστεί στοιχειωδώς η ζωή. Αυτή την προσομοίωση μετα-αποκαλυπτικής οικογενειακής ζωής ο Μπαλασόπουλος την αποδίδει με ένα λιτό, απογυμνωμένο ύφος, μια γλώσσα εμπρόθετα φτωχή που αυτοπεριορίζεται στην καταγραφή των βασικών και η οποία αποδίδει ακριβώς τη συρρίκνωση του κόσμου στα ελάχιστα.[10]
γ) Η ριζοσπαστική απόκριση. Ενώ ο άντρας τείνει ασυνείδητα να αναπαραγάγει το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, δέσμιος ακόμη της λογικής του παρελθόντος, η γυναίκα υπακούει και αυτή στην έγκληση της καταστροφής και ανταποκρίνεται με έναν τρόπο πολύ πιο δυναμικό από ό,τι εκείνος. Η μεταμόρφωσή της από την αρχή μέχρι το τέλος της νουβέλας είναι θεαματική. Άβουλη αρχικά, θα ακολουθήσει παθητικά και απρόθυμα τον άντρα στην παράλογη, όπως πιστεύει, επιλογή του να επιστρέψουν στον νότο. Εκεί όμως, στο νέο περιβάλλον, η ηρωίδα θα απελευθερωθεί από την προστατευτική σκιά του άντρα και θα προχωρήσει σε μια τολμηρότερη, πιο ριζοσπαστική απόφαση.[11] Θα αφήσει τον εικονικό θύλακα της ψευδοοικογένειας και, με δική της βούληση, θα συνδεθεί με τον κόσμο των απόκληρων, των ευάλωτων, των υποτελών – με την περιθωριοποιημένη και αδύναμη ομάδα των μουσουλμάνων εργατών. Σε μια πλήρη ανατροπή ρόλων, η περιβαλλοντική κρίση φέρνει τους πρώην ευάλωτους, εκείνους που στον προ-αποκαλυπτικό κόσμο υφίσταντο τις συνέπειες της οικονομικής εκμετάλλευσης, σε μια πιο ισχυρή θέση, καθώς αποδεικνύονται ανθεκτικότεροι στον νέο κόσμο, δηλαδή στις συνθήκες της γενικευμένης καταστροφής.
Η απόφασή της αυτή υπαγορεύεται από μια βαθιά κατανόηση της νέας μετα-αποκαλυπτικής πραγματικότητας‧ γι’ αυτό και δεν διστάζει να έρθει σε αντιπαράθεση με τον άντρα. Αντί για το ομοίωμα της οικογένειας που φαντασιώνεται εκείνος, το δικό της βλέμμα στρέφεται σε μια πιο ριζοσπαστική, αλληλέγγυα οπτική. Η Δήμητρα αντιλαμβάνεται ότι αν υπάρχει μέλλον, αυτό είναι μόνο προς τη μεριά της κοινότητας. Όπως εξηγεί στον άντρα με διαύγεια – τη διαύγεια που προσπορίζει η επίγνωση του ρόλου της στον μετα-αποκαλυπτικό κόσμο: «Πρέπει να γεννηθεί νέα ζωή. Πρέπει να υπάρξει μέλλον. […] Αν και έχει περάσει ο καιρός για οικογένειες, δεν έχει περάσει ο καιρός για κοινότητες. Και οι κοινότητες υπάρχουν όσο υπάρχουν παιδιά. Ελπίζω να κάνω πάνω από ένα. Θα είναι μελαμψότερα από μένα. Θα αντέχουν περισσότερο εκεί έξω. Όπως αντέχουν αυτοί. Θα μπορούν να ζήσουν σ’ αυτόν τον αέρα, έξω απ’ το μπακάλικο που έστησες εδώ. Μπορεί να χρειαστεί να κοιμηθώ με πολλούς. Δε μ’ ενοχλεί η ιδέα. Εσένα;» (ΒτΣ, 78-79).
Η κατηγορηματικότητα των παραπάνω λόγων πηγάζει από ένα υποκείμενο που έχει αποδεχθεί πλήρως την αποστολή του. Οι επιλογές της Δήμητρας, η μεταστροφή της συντρίβουν ολοσχερώς τον κώδικα ηθικής με τον οποίο αξιολογούσε τον εαυτό και τις πράξεις της στον παλαιότερο κόσμο. Υπό το πρίσμα της παλαιάς υποκειμενικότητας, η στάση της θα μπορούσε να εκληφθεί ακόμη και ως αγνωμοσύνη. Ωστόσο, μέσα από την καταστροφή αναδύεται ένα νέο υποκείμενο που υπερβαίνει τις συμβατικές ηθικές κατηγορίες του καλού και του κακού – ένας μετα-ατομικός, αποκεντρωμένος εαυτός, που εγκαθιδρύει έναν ριζικά διαφορετικό αξιακό κώδικα ως απόκριση στο καταλυτικό γεγονός. Η Δήμητρα αναδιαμορφώνει την ταυτότητά της και δημιουργεί έναν νέο εαυτό προσαρμοσμένο όχι απλώς στην επιβίωση (όπως ο άντρας), αλλά στις απαιτήσεις της ζωής-που-έρχεται.
δ) Η υπερβατική απόκριση. Σε αντίθεση με τον άντρα και τη γυναίκα, που είναι συνηθισμένοι άνθρωποι με συγκεκριμένα αντιληπτικά όρια, η θέση του παιδιού παραμένει αρκετά διφορούμενη. Το παιδί διαθέτει οξυμμένη αντίληψη για όσα συμβαίνουν, καταγράφοντας τα πάντα στο ημερολόγιό του και μεσολαβώντας ως ιστορητής-μάρτυρας που ερμηνεύει και φροντίζει για τη μετάδοση των γεγονότων στο μέλλον: «αν τα γράφω όλα αυτά, όσα έχουν γίνει και μένουν να γίνουν, ίσως κάποτε τα βρουν […]» (ΒτΣ, 65). Έτσι το παιδί αντιπροσωπεύει την υπερβατική συνείδηση της κρίσιμης κατάστασης, όπως αποτυπώνεται στις διαυγείς αναλύσεις του. Ο πειραματισμός με τη δημιουργία αινιγματικών ονομάτων και κωδίκων, η άρνησή του να ακολουθεί τη σύμβαση των κεφαλαίων στην αρχή των προτάσεων, η ενσωμάτωση διαπολιτισμικών και ποιητικών στοιχείων στη γλώσσα –σε αντίθεση με τη λιτή γλώσσα των άλλων χαρακτήρων– αντικατοπτρίζουν το ανυπότακτο και φευγαλέο της προσωπικότητάς του.
Άφυλο, χωρίς καθορισμένη ταυτότητα ή σταθερό όνομα, το παιδί-πρωταγωνιστής αποτελεί τον κόμβο στον οποίο διασταυρώνονται ο παλαιός και ο νέος κόσμος. Επειδή δεν έχει ταυτότητα, είναι το λίκνο στο οποίο κυοφορούνται και δοκιμάζονται διαρκώς νέες ταυτότητες. Εγκόσμιο και συγχρόνως υπερβατικό, το παιδί είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτό που παρήλθε οριστικά και αυτό που δεν έχει έρθει ακόμη: «μέχρι εκείνη την ώρα, δε θα έχω όνομα. θα είμαι τίποτα. κανένας» (ΒτΣ, 84). Γι’ αυτό βρίσκεται στο ενδιάμεσο: υπάρχει μεν στη ζωή, αλλά συγχρόνως δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Δέχεται τη βία του παλαιού κόσμου, αλλά αντιδρά εξίσου με βία πάνω στον παλιό, κι έτσι γίνεται ο γεννήτορας του νέου. Αντικείμενο βίας και ταυτόχρονα τιμωρός, αποκτά υπόσταση στο τέλος όταν υιοθετεί για τον εαυτό του το όνομα «Το φοβούνται» – μια αποστασιοποιημένη αυτοαναφορά σε τρίτο πρόσωπο, η οποία μετατρέπει τον φόβο που προκαλεί στους εκπροσώπους του παλαιού κόσμου σε ταυτοτικό προσδιορισμό.
Τα τρία πρόσωπα της νουβέλας έρχονται αντιμέτωπα με την προσωπική τους ευθύνη και την αλήθεια. Αλλά υπάρχει μια σταδιακή κλιμάκωση, καθώς το επίκεντρο μετατοπίζεται διαδοχικά από τον έναν χαρακτήρα στον άλλο. Στο βιβλίο κανένα από τα πρόσωπα δεν διατηρεί πρωτεύοντα ρόλο. Εμφανίζεται για λίγο στο προσκήνιο αναλαμβάνοντας έναν φαινομενικά σημαντικό ρόλο, επειδή το υπαγορεύει η συγκυρία, αλλά στη συνέχεια αποσύρεται αφήνοντας τη θέση του στο επόμενο.
Στην αρχή, όταν προέχει η διάσωση, ο άντρας αναλαμβάνει καθοριστικό ρόλο οδηγώντας τους άλλους με ασφάλεια στο σπήλαιο Διρού. Ωστόσο το βιβλίο δεν εγκλωβίζεται στη δική του οπτική, καθώς αυτό που ήταν αρχικά κατεπείγον αποδεικνύεται στη συνέχεια δευτερεύον. Οι ανησυχίες και η μέριμνα του άντρα έχουν βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, αφού στρέφονται στην εξασφάλιση βασικών αναγκών όπως η τροφή και η θωράκιση του καταφυγίου. Μόλις ικανοποιηθούν αυτές οι πρωτοβάθμιες ανάγκες, αναδύονται νέες, μακροπρόθεσμες και πιο σύνθετες ανησυχίες, όπως η αναζήτηση εναλλακτικών μορφών κοινότητας και η διαμόρφωση νέων ηθικών αξιών. Το νήμα έρχεται τότε να πιάσει η γυναίκα, η οποία στην προηγούμενη φάση έμοιαζε αδύναμη, ενώ τώρα προβάλλει αποφασιστικά στο προσκήνιο. Αλλά και η δική της θέση είναι μεταβατική: θα ενσωματωθεί στην κοινότητα και θα απορροφηθεί στους ρυθμούς της συλλογικής βιομέριμνας, χάνοντας αναπόφευκτα την πρωτοκαθεδρία που κατέκτησε έναντι του άντρα. Τέλος, το παιδί –και μαζί του η Αλ-θινά, το νεογέννητο βρέφος της Δήμητρας– αναδεικνύονται ως οι κύριοι φορείς της αλλαγής. Σε ένα κόσμο που οδεύει προς την εξάλειψη, τα παιδιά, ως ενσαρκώσεις του μέλλοντος, αποκτούν έναν ανώτερο ρόλο, επειδή εκπροσωπούν την ανανέωση και την αναγέννηση της ζωής. Έτσι η πορεία του βιβλίου, από τις πρώτες σελίδες ώς το τέλος, ακολουθεί την τροχιά ενός ανοίγματος: από την ατομικότητα και τον εικονικό εγκλεισμό, προς τη συλλογικότητα και τη συνύπαρξη με τους άλλους.
- Η κοινότητα-που-έρχεται
Από αυτή την άποψη, η μετα-αποκαλυπτική αφήγηση του Βασιλείου της σκιάς εμπεριέχει έναν σπόρο ελπίδας. Αντί να οραματιστεί το μέλλον ως τόπο ερειπίων, η νουβέλα επιλέγει μια πιο αισιόδοξη προοπτική. Δεν αφηγείται απλώς την προσπάθεια των ηρώων να εξασφαλίσουν μέσα επιβίωσης σ’ ένα έρημο, εχθρικό τοπίο, αλλά τολμά να φανταστεί μια συνεργατική μορφή κοινωνίας, δομημένη γύρω από μικρές, μη ιεραρχικές κοινότητες.[12] Αυτοί οι εναλλακτικοί σχηματισμοί έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση ερήμωσης και τη γενικευμένη βαρβαρότητα του παλαιού κόσμου που πνέει τα λοίσθια. Πρόκειται για κοινότητες αυτοσυντηρούμενες, υβριδικές, διαπολιτισμικές, που θεμελιώνονται σε καινούργιες αξίες και ηθικές αρχές, όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη και η αποδοχή του διαφορετικού. Ένα τέτοιο όραμα δείχνει τον δρόμο για έναν νέο πολιτισμό, για μια επανεκκίνηση της ιστορίας. Απέναντι στον εγωκεντρικό υλισμό και την προοπτική της συντέλειας του κόσμου, η μόνη βιώσιμη κατεύθυνση προς το μέλλον φαίνεται να είναι μια ευρεία δυνατότητα συνύπαρξης και ένωσης μεταξύ των ανθρώπων.
Σε αντίθεση με το κλειστό και ντετερμινιστικό τέλος των αποκαλυπτικών αφηγήσεων, το Βασίλειο της σκιάς προτείνει ένα ανοιχτό, αισιόδοξο μέλλον.[13] Η επιλογή του συγγραφέα να τοποθετήσει τη δράση στο σπήλαιο Διρού έχει έτσι ένα συμβολικό νόημα. Δεδομένου ότι οι απαρχές της ανθρωπότητας συνδέονται με τόπους όπως το συγκεκριμένο σπήλαιο, η επιστροφή σε αυτό μοιάζει να υποδηλώνει την υπόσχεση μιας νέας αρχής. Η ζωή αναγεννιέται επιστρέφοντας στην αφετηρία, εκεί όπου όλα ξεκίνησαν: «στο τέλος τού δρόμου μας είναι αυτή η σπηλιά. στο τέλος τού δρόμου τού τέλους τού κόσμου. στην αρχή. εκεί ζούσαν, πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, οι πρώτοι άνθρωποι» (ΒτΣ, 64). Στο καταληκτικό κεφάλαιο, τοποθετημένο δύο αιώνες μετά την καταστροφή, μια ομάδα επιστημόνων ανακαλύπτει με συγκίνηση το ημερολόγιο του παιδιού, το οποίο είχε παραμείνει θαμμένο στο σπήλαιο διακόσια είκοσι χρόνια πριν έρθει στο φως. Το γεγονός ότι υπάρχει ζωή δύο αιώνες μετά την καταστροφή αποδεικνύει ότι η κοινωνία που είχε χτίσει η Δήμητρα δεν ήταν ένα θνησιγενές εγχείρημα αλλά μια βιώσιμη πρόταση, ο θεμέλιος λίθος ενός ριζικά ανανεωμένου κόσμου.
Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του Μπαλασόπουλου ενσωματώνει έναν ουσιαστικό πολιτικό στοχασμό, ο οποίος αντλεί σε μεγάλο βαθμό στοιχεία από τη μαρξιστική σκέψη. Θα λέγαμε ότι το βιβλίο ανήκει στο είδος της «κριτικής δυστοπίας:[14] οι ήρωες διασχίζουν την εμπειρία της καταστροφής όχι για να καταποντιστούν σε αυτήν, αλλά για να αναδείξουν τη ριζικά μετασχηματιστική της δύναμη και να κινηθούν προς έναν ουτοπικό ορίζοντα, προς την προοπτική της λύτρωσης και της ελπίδας.
[1] Η περιβαλλοντική θεματολογία κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη μελέτη της, καθώς πολλά λογοτεχνικά κείμενα εστιάζουν στην οικολογική κρίση και οραματίζονται τη δυνατότητα ενός βιώσιμου πλανήτη. Βλ. σχετικά το κεφάλαιο «Environmental Imagination and Culture» στον τόμο Navleen Multani, Resistance and Identity in Twenty-First Century Literature and Culture. Voices of the Marginalized, Routledge, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2024, σ. 150-163.
[2] Η ελληνική λογοτεχνία συμμετέχει ενεργά στην ευρύτερη τάση που αναδεικνύει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της περιβαλλοντικής κρίσης. Αν περιοριστούμε ενδεικτικά μόνο στην τελευταία πενταετία, μπορούμε να αναφέρουμε τα (εξαιρετικά) βιβλία του Μιχάλη Μακρόπουλου (Μαύρο νερό [2019], Θάλασσα [2020], Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον [2022]) και, εντελώς πρόσφατα, του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη (Νώε [2024]). Για μια διεξοδική ανάλυση αυτής της θεματικής, βλ. Αναστασία Νάτσινα, Η φύση τόσο μακριά, τόσο κοντά. Μια οικοκριτική μελέτη για τη νεοελληνική πεζογραφία, Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις 2023 [http://dx.doi.org/10.57713/kallipos-339].
[3] Andrew Tate, Apocalyptic Fiction, Bloomsbury, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2017, σ. 4.
[4] Η κάθοδος αυτή ανακαλεί το κοινό μετα-αποκαλυπτικό μοτίβο της περιπλάνησης των επιζώντων προς αναζήτηση τροφής και καταφυγίου ανάμεσα στα ερείπια. Εμβληματική χρήση αυτού του μοτίβου γίνεται από τον Κόρμακ Μακάρθι στο μυθιστόρημά του Ο δρόμος (2006).
[5] Τέτοια αιφνίδια καταστροφικά γεγονότα –λόγου χάριν πυρηνικός όλεθρος, εξωγήινη εισβολή, παγκόσμια πανδημία, ανεξέλεγκτη τεχνολογία– απαντούν συχνά σε έργα αποκαλυπτικής λογοτεχνίας.
[6] Αν ή καταστροφή είναι «μια λέξη που κρύβει την πολλαπλότητα, την ετερογένεια, τον χαώδη συσχετισμό διαφορετικών καταστροφών», μερικές από τις επιμέρους εκφάνσεις της καταστροφής, όπως τις συνοψίζει με ακρίβεια ο συγγραφέας, είναι οι ακόλουθες: «[…] η καταστροφή της εμπιστοσύνης, των σχέσεων, του λεγόμενου κοινωνικού ιστού· η καταστροφή της σχέσης των ανθρώπων με τα παιδιά τους, με τους ή τις συζύγους τους, με τους γονείς τους· η καταστροφή της ίδιας της σκέψης για όλα αυτά, της προσπάθειας να συλληφθούν οι αιτίες· η οικονομική καταστροφή […]» (Αντώνης Μπαλασόπουλος, Το βασίλειο της σκιάς, Θράκα, Λάρισα 2024, σ. 15. Εφεξής οι παραπομπές στην έκδοση θα γίνονται εντός παρενθέσεως μέσα στο κείμενο με την ένδειξη (ΒτΣ) και τον σχετικό σελιδάριθμο).
[7] Και λίγο πιο κάτω: «Καθώς δεν υπήρχε “καταστροφή” παρά μόνο μια κουβαριασμένη αλυσίδα από καταστροφές, όπου οι ίδιες οι σχέσεις αιτιότητας και συνάφειας έμοιαζαν να έχουν καταστραφεί, η “καταστροφή” δεν ήταν κάτι που μπορούσε να έρθει μεμιάς. Όχι» (ΒτΣ, 16).
[8] Ας σημειωθεί εδώ ότι για μια ορισμένη φιλοσοφική παράδοση η καταστροφή έχει υπερβατολογικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα ο Χάιντεγκερ, όπως τον ερμηνεύει ο Ζίζεκ, θεωρεί ότι η καταστροφή δεν είναι κάποιο εξωτερικό ή φυσικό συμβάν, αλλά μια οντολογική διαδικασία που συνδέεται με τη «λήθη του Είναι». Η καταστροφή αφορά την αδυναμία του ανθρώπου να αναγνωρίσει την ουσιώδη φύση τού «Είναι» στην καθημερινότητά του. Έτσι, η πραγματική καταστροφή δεν είναι κάτι που παρατηρείται στις εξωτερικές συνθήκες, αλλά είναι η «καταστροφή της ίδιας της ουσίας», δηλαδή η απόσυρση και λησμονιά της. Βλ. σχετικά Slavoj Žižek, Η μαριονέτα και ο νάνος. Ο διαστροφικός πυρήνας του χριστιανισμού, μτφρ. Κωνσταντίνος Περεζούς, επιμ. Γιάννης Σταυρακάκης, Scripta, Αθήνα 2005, σ. 232-259.
[9] Θεωρητικό υπόβαθρο της ανάλυσης που ακολουθεί είναι η φαινομενολογική σκέψη του γάλλου φιλοσόφου Jean-Luc Marion, όπως την παρουσιάζει η γερμανοαμερικανίδα θεωρητικός της λογοτεχνίας Monika Kaup. Σύμφωνα με την ερμηνεία της Κάουπ, ο Μαριόν προτείνει μια νέα θεώρηση του εαυτού, όχι ως αυτόνομου υποκειμένου, αλλά ως οντότητας που διαμορφώνεται κυρίως μέσω της απόκρισής του στα φαινόμενα που του παρουσιάζονται, ιδιαίτερα στα συνταρακτικά και καταστροφικά συμβάντα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ταυτότητα μπορεί να μεταμορφωθεί ριζικά μέσω της δημιουργικής απόκρισης σε ακραίες καταστάσεις, όπως στην περίπτωση μιας αποκάλυψης, οδηγώντας στη γέννηση ενός νέου εαυτού. Η προσέγγιση αυτή έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα γόνιμη για την ανάλυση της μετα-αποκαλυπτικής αφήγησης, όπου εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο η ανθρώπινη ταυτότητα αναδιαμορφώνεται υπό ακραίες συνθήκες. Βλ. Monika Kaup, New Ecological Realisms. Post-Apocalyptic Fiction and Contemporary Theory, Edinburg Universitry Press, Εδιμβούργο 2021, σ. 11-13, 253-306.
[10] Σε πολλά μετα-αποκαλυπτικά μυθιστορήματα, οι συγγραφείς χρησιμοποιούν απλή και μινιμαλιστική γλώσσα για να περιγράψουν τις καθημερινές δραστηριότητες επιβίωσης (όπως είναι η επαναχρησιμοποίηση αντικειμένων, η αναζήτηση τροφής κ.λπ.). Βλ. σχετικά Monika Kaup, New Ecological Realisms…, ό.π., σ. 299-300.
[11] Η κριτική της στάση απέναντι στις επιλογές του άντρα διατυπώνεται με σαφήνεια στον μονόλογό της: «Νομίζει, για κάποιον λόγο που κι ο ίδιος δεν ξέρει, ότι τον έφερε στο διάβα μας κάποια πρόνοια. Ότι μπορεί να μας προστατέψει. Αλλά δεν είναι αρκετός. Λίγα πράγματα είναι αρκετά ούτως η άλλως» (ΒτΣ, 50).
[12] Andrew Tate, Apocalyptic Fiction, ό.π., σ. 137.
[13] Για τη διαφορά ανάμεσα σε αποκαλυπτικές και μετα-αποκαλυπτικές αφηγήσεις βλ. Monika Kaup, New Ecological Realisms…, ό.π., σ. 6-7, 67-69.
[14] Στο πλαίσιο της κριτικής δυστοπίας, η αναπαράσταση ενός αρνητικού μέλλοντος έχει σκοπό όχι μόνο να προειδοποιήσει για τους κινδύνους κοινωνικών ή τεχνολογικών εξελίξεων (όπως στην κλασική δυστοπία), αλλά και να αφήσει περιθώριο για αντίσταση ενισχύοντας την ελπίδα για αλλαγή. Για την κατανόηση της έννοιας της κριτικής δυστοπίας θεμελιώδες είναι το έργο του Tom Moylan, Scraps of the Untained Sky. Science Fiction, Utopia, Dystopia, Westview Press, Μπόλντερ και Οξφόρδη 2000, σ. 194-199 και passim.
(*) Ο Ηλίας Γιούρης είναι Δρ.φιλολογίας