της Γεωργίας Συλλαίου
Η μις Αντέλ, χήρα Steinstadt, έμενε μόνη για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της στο ρετιρέ μιας πολυκατοικίας της δεκαετίας του ’50, στο νούμερο 24. Η ένοικος του διπλανού διαμερίσματος, έμενε επίσης μόνη, για ισάριθμα χρόνια. Δεν ήταν χήρα διότι δεν είχε παντρευτεί ποτέ, ούτε και επιθυμούσε ή αποσκοπούσε σε κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι τον τελευταίο χρόνο προτίμησε να βγει σε πρόωρη σύνταξη, στην μελαγχολική ηλικία των πενηνταoκτώ ετών, εξουθενωμένη από την συμπεριφορά των ατίθασων μαθητών της στο δημόσιο σχολείο όπου δίδασκε για τριάντα χρόνια.
Η μις Αντέλ έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως στην πολυκατοικία και όχι μόνον λόγω του ονόματος του αποδημήσαντος συζύγου, ο οποίος ήταν δραστήριος επιχειρηματίας και γνωστός μπον βιβέρ ακαθορίστων λοιπών συγκεκριμένων στοιχείων και δραστηριοτήτων. Οι ένοικοι εξέφραζαν τον σεβασμό τους προς την εύθραυστη γαλήνια κυρία αποκαλώντας την μις, όπως την εποχή που ήταν ακόμα ζωηρή και κοκέτα κοπελίτσα. Γι’ αυτούς θα ήταν πάντα η μις Αντέλ παρά τον γάμο και την χηρεία της. Η γειτόνισσά της ήταν γνωστή απλώς ως η ένοικος του 25.
Οι δύο γυναίκες είχαν εξαιρετικά καλές σχέσεις. Όταν η ένοικος του 25 επέστρεφε στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού από το σχολείο, έπαιρνε καρτερικά τα χάπια της και χτυπούσε την πόρτα της μις Αντέλ. Το φιλόξενο σαλόνι την περίμενε κάθε απόγευμα με το τραπέζι του τσαγιού στρωμένο επιμελώς. Η μις Αντέλ, γνωρίζοντας τις ταλαιπωρίες της γειτόνισσάς της, έβγαζε με συνωμοτικό ύφος ένα μπουκάλι γκραν μαρνιέ από τον μπουφέ και το τοποθετούσε σε περίοπτη θέση. Οι δύο γυναίκες περνούσαν ένα ειρηνικό δίωρο μαζί, μασουλώντας κουλουράκια και εξαϋλωμένα σάντουιτς με αγγούρι μέχρις ότου το μπουκάλι του λικέρ μειωνόταν κατά το ένα τρίτο. Τα προσεκτικά χτενισμένα μαλλιά της μις Αντέλ βάφονταν ρόδινα καθώς έσκυβε δίπλα στο πορτατίφ για να γεμίσει τα φλιτζάνια με το ξεθυμασμένο ινδικό τσάι και τα χλωμά μάγουλα της ενοίκου του 25 έπαιρναν πορφυρό χρώμα στο τρίτο ποτηράκι του γκραν μαρνιέ. Πίσω από τα πατομπούκαλα των γυαλιών οράσεως, το βλέμμα της χήρας Steinstadt παρέμενε οξυδερκές: δεν της διέφευγαν οι ανυπόκριτες ματιές θαυμασμού της φίλης της – η ένοικος του 25 παρατηρούσε την φθαρμένη αριστοκρατική επίπλωση, τους πίνακες με τις σκηνές κυνηγιού και τις φθισικές μορφές νεαρών καλλονών με το πρόσωπο και τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό, εν είδει επικλήσεως προς τον εύσπλαχνο Κύριο, τα ασημένια σερβίτσια, τους περσικούς τάπητες και τα σαμοβάρια, χωρίς φθόνο, αλλά και χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να επιστρέψει στο δικό της μάλλον άχαρο διαμέρισμα, το οποίο μολονότι είχε ακριβώς την ίδια έκταση και διαρρύθμιση υστερούσε σαφώς σε γαλήνια φλυαρία, αλκοολούχα αποθέματα και παρηγορητική μνήμη. Διότι, το καθένα από τα αντικείμενα στο διαμέρισμα της μις Αντέλ είχε και μια ιστορία να διηγηθεί – ένα φλογερό ειδύλλιο χωρίς ευτυχή κατάληξη, μια απρόβλεπτη περιπέτεια στην Αμβέρσα ή στη Βιέννη, μια δραματική ανατροπή στα χρόνια του πολέμου. Οι τσαγιέρες και οι σερβάντες ανυπομονούσαν να μιλήσουν και να μοιραστούν τις εμπειρίες και τις ιστορίες που αντιπροσώπευαν. Όταν η ένοικος του 25 επέστρεφε στο σιωπηλό και άγραφο σπίτι της, έπεφτε στο κρεβάτι και ψιθύριζε τα ανείπωτα λόγια τους μέχρι να την πάρει ο ύπνος.
Οι επισκέψεις αυτές έγιναν συχνότερες μετά την συνταξιοδότηση της ενοίκου του 25. Σύντομα διαπίστωσε ότι κάθε εβδομάδα την περίμενε και μία καινούργια έκπληξη: Μεταφορείς τοποθετούσαν ασθμαίνοντες στο χολ του σπιτιού της ένα σκαλιστό σκρίνιο, ένα σετ λάμπες με βάση από πορσελάνη, δυο κεντημένα χαλιά από εκείνα που κάθε φορά θαύμαζε στο σαλόνι της μις Αντέλ. Στις αδύναμες διαμαρτυρίες της ενοίκου του 25, η σεβάσμια κυρία ανασήκωνε εύθυμα τους ώμους, έκλεινε το στόμα της φίλης της με ένα ποτηράκι το οποίο περιείχε μια γενναιόδωρη δόση λικέρ και το θέμα σταματούσε εκεί. Η ένοικος του 25 κοιμόταν πλέον στον καναπέ της μις Αντέλ – «δεν μου χρειάζεται εμένα καλή μου, έχω άλλους τρεις και ζω μόνη», της έλεγε εκείνη, περιφερόταν με τα κιμονό που ανακάλυψε σε ένα από τα σεντούκια που κοσμούσαν πλέον το δικό της σαλόνι και παρφουμαριζόταν με τα αρώματα τα οποία ήταν κι αυτά άχρηστα πια στη μις Αντέλ. Η οικία Steinstadt σταδιακά αποψιλωνόταν, εν αντιθέσει με το σπίτι της ενοίκου του 25 το οποίο ασφυκτιούσε από έπιπλα, πορσελάνινα μπιχλιμπίδια και τις ιστορίες τους. Πολύ γρήγορα η ένοικος του 25 άρχισε να επιδίδεται σε μια εκκαθάριση των δικών της αντικειμένων, ιδίως εκείνων τα οποία είχαν την τάση να της εμφανίζουν απροειδοποίητα χλωμά φωτογραφικά στιγμιότυπα της παιδικής και νεανικής ηλικίας της.
Κάθε απόγευμα οι δύο γυναίκες εξακολουθούσαν να παίρνουν το τσάι τους στο όλο και πιο αδειανό διαμέρισμα, ακούγοντας ολοένα με μεγαλύτερη ευκρίνεια την ηχώ από τις φωνές και τα συρσίματα των ποδιών τους στο παρκέ. Δυστυχώς όμως αυτή η μακάρια εποχή δεν κράτησε πολύ. Η ένοικος του 25 παρατήρησε ότι η γειτόνισσά της έπιανε όλο και λιγότερο χώρο στην πολυθρόνα της και το πρόσωπό της παρέμενε γκρίζο παρ΄ όλον ότι το φωτιστικό δίπλα της δεν είχε χάσει τίποτε από τη ροδαλή λάμψη του. Τέλος η μις Αντέλ πέθανε ένα βράδυ ήσυχα στον ύπνο της, προδομένη από την αδύναμη καρδιά της. Η ένοικος του 25 παρευρέθηκε φυσικά στην κηδεία όπου και γνώρισε την εγγονή της μις Αντέλ, η οποία κληρονομούσε το σπίτι. Λίγες μέρες αργότερα η εγγονή την επισκέφτηκε απροσδόκητα και της δήλωσε ότι η γιαγιά της είχε εκφράσει την επιθυμία να χαρίσει ό, τι είχε απομείνει από την επίπλωση του σπιτιού της, συμπεριλαμβανομένων των πινάκων, του ρουχισμού, των ασημικών και του περιεχομένου του μπουφέ με το στοκ των ποικίλων ποτών στην αγαπημένη της γειτόνισσα. Η νεαρή κοπέλα έδειχνε ανακουφισμένη που θα ξεφορτωνόταν τόσο εύκολα όλη αυτή την παλιατσαρία και άφησε την ένοικο του 25 αποσβολωμένη στην καρέκλα της, δηλώνοντας ότι μεγαλύτερη χάρη δεν θα μπορούσε να της κάνει αν αποδεχόταν την προσφορά.
Η ένοικος του 25 πέταξε τα εναπομείναντα περιφρονημένα έπιπλά της, καταχώνιασε τις τελευταίες αναμνηστικές φωτογραφίες που της θύμιζαν κάτι ασαφές από την ιδιωτική της ζωή. Το μυαλό της καθάριζε και δεν χρειαζόταν πια τα ηρεμιστικά βοηθήματα, η μνήμη της ξεθώριασε και τέλος την εγκατέλειψε ευεργετικά και οριστικά ακολουθώντας τη μοίρα της γκαρνταρόμπας και των ελάχιστα ομιλητικών προσωπικών της αντικειμένων που παραδόθηκαν χωρίς ίχνος συναισθηματισμού σε κάποιο ανώνυμο ίδρυμα.
Ολομόναχη στο διακριτικά φωτισμένο της διαμέρισμα, με τα μαργαριτάρια της μις Αντέλ στον λαιμό και στα αυτιά, άκουγε τα βράδια τις λησμονημένες μελωδίες από τη δισκοθήκη της ευεργέτιδάς της, κατεβάζοντας ποτηράκια από την ανεξάντλητη κάβα. Άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της όπως η παλιά της γειτόνισσα χρησιμοποιώντας χτενάκια από ταρταρούγα, φουρκέτες από φίνο ελεφαντόδοντο. Σταμάτησε να τα βάφει και αυτά σταδιακά πήραν το ασημόγκριζο χρώμα της μις Αντέλ και το πρόσωπό της ρόδιζε απαλά καθώς καθόταν δίπλα σε ένα πορτατίφ για να διαβάσει κάποιο ταλαιπωρημένο από τον χρόνο βιβλίο που διάλεγε στην τύχη από τα ράφια της βιβλιοθήκης. Πριν βγει για τα ψώνια της εβδομάδας επέλεγε με προσοχή μια ξεθωριασμένη βελούδινη κάπα, ένα καπελάκι που το φτερό τη γαργαλούσε στο αυτί.
Και ένα βράδυ την επισκέφτηκε πάλι η ανησυχία. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, πολύ ήσυχο – επικρατούσε η ηρεμία που συνήθως προοιωνίζει μια επερχόμενη έκρυθμη κατάσταση. Οι τραπεζαρίες και οι καναπέδες της μις Αντέλ έμοιαζαν απογοητευμένοι, τα φλιτζάνια του τσαγιού κροτάλιζαν ευέξαπτα στα πιατελάκια τους αδημονώντας να διηγηθούν ξανά τις παράλληλες και συχνά αντικρουόμενες εκδοχές των ιστοριών τους και οι βενετσιάνικοι καθρέφτες την επέπλητταν βλοσυροί από τους τοίχους. Η δύναμη της παλιάς συνήθειας τη σήκωσε από την πολυθρόνα και τα βήματά της την οδήγησαν προς την εξώπορτα με την πρόθεση και την σφοδρή επιθυμία να συναντήσει τη μις Αντέλ. Όμως πριν την ανοίξει, συναισθανόμενη το μάταιο της ενέργειάς της, στάθηκε ακίνητη με το κεφάλι σκυφτό και δεν το ξανασήκωσε παρά μόνον όταν άκουσε τον σύρτη της διπλανής πόρτας να τραβιέται. Αμέσως μετά τον γνώριμο ήχο, η σαφής ένδειξη ζωής από το γειτονικό διαμέρισμα επιβεβαιώθηκε από γρήγορα βήματα που πλησίαζαν στην πόρτα της.
Άνοιξε διστακτικά την πόρτα. Στο κατώφλι της στεκόταν μια χλωμή κοπέλα με κοκκινισμένα βλέφαρα, παντόφλες στα πόδια και ένα κύπελλο στο χέρι.
«Η μις Αντέλ»; τη ρώτησε.
«Ναι, εγώ», απάντησε η ένοικος του 25.
«Με συγχωρείτε, αλλά μου τελείωσε το… ε… το λάδι και τέτοια ώρα είναι όλα κλειστά. Μήπως;…»
Άνοιξε διάπλατα την πόρτα και της ένευσε να περάσει μέσα. Δεν της διέφυγαν οι ανυπόκριτες ματιές θαυμασμού του κοριτσιού όταν αντίκρισε το εσωτερικό του διαμερίσματός της.
«Είμαι η ένοικος του 24, μις Αντέλ», είπε γρήγορα η κοπέλα.
«Να σας προσφέρω ένα τσάι; Ίσως κάτι πιο δυνατό»;
«Βεβαίως, ευχαριστώ, ένα γκραν μαρνιέ θα ήταν ότι πρέπει αν έχετε, το πίναμε συχνά στο σπίτι μου τα βράδια» απάντησε ευγνώμων η ένοικος του 24. «Είμαι τόσο χαρούμενη που θα έχω μια συντροφιά απόψε». Κάθισε σε μια πολυθρόνα απλώνοντας αναπαυτικά τα ξεκάλτσωτα πόδια της, έστρωσε λίγο τα μαλλιά της και χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο στην νέα της φίλη.