Οι ποιητές γιορτάζουν(;)τα Χριστούγεννα (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

1
833

 

της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη

 

[ΒΑΡΒΕΡΗΣ, ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, ΚΑΚΙΣΗΣ, ΛΑΣΚΑΡΗΣ, ΣΤΕΡΙΑΔΗΣ, ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ]

 

Ο τίτλος υποκρύπτει ερώτηση. Ή τουλάχιστον εκφράζει περιέργεια για τη στάση και τον τρόπο των ποιητών απέναντι στην εορταστική συνθήκη. Κάπως αμφίθυμοι, με γλώσσα άλλοτε σκωπτική κι άλλοτε λιγάκι αυθάδικη οι έξι ποιητές που φιλοξενούνται εδώ – σε μία επιλογή προσωπικού γούστου –  βίωσαν τις, κατά τον ποιητή Βασίλη Στεριάδη, χρονιάρες μέρες αλλιώς.

Που θα πει, ούτε με την κατάνυξη και τον θρησκευτικό τρόπο του Κωστή Παλαμά, του Τάκη Παπατσώνη και της Ζωής Καρέλλη, αλλά ούτε και με τον πληθυντικό τρόπο της δημοφιλίας των αντίστοιχων ποιημάτων των Μίλτο Σαχτούρη και Τάσου Λειβαδίτη.

Το χειμερινό ηλιοστάσιο ή αλλιώς η χειμερινή τροπή των Γιάννη Βαρβέρη, Βασίλη Στεριάδη, Χρίστου Λάσκαρη, Βερονίκης Δαλακούρα, Σωτήρη Κακίση και Γιάννη Τζανετάκη υποδέχεται την περίοδο με την μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου υποψιασμένα, με τον πραγματισμό των διαψευσμένων.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ – Η ΚΑΡΤΑ

Πάρε τα Χριστούγεννα είπε

μουντή σαν Τσεχοσλοβακία.

Την έβγαλα απ’ την κάρτα και την τίναξα.

Έπεσαν οι ευχές σαν χιόνι.

Δεν σκέφτεσαι καθόλου λέω τον παραλήπτη

μία κάρτα δίχως λέξη

όσο λευκές κι αν είναι οι γιορτές

και το χειρότερο φαντάσου

εκεί που τη γυρίζει

μπροστά και βλέπει το τοπίο.

 

                                                                από το «Ονείρου έρως», Καστανιώτης, 1995

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΡΙΑΔΗΣ – ΧΡΟΝΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ

Κάπνιζα δεντρολίβανο, αν υπάρχει τέτοιο πράμα,

από μαγαζί σε μαγαζί, Βασίλη μου, είπε το

μεγαλύτερο κορίτσι. Δεν έγινε λόγος για

κολιέ, είπα να δώσω τόπο στην οργή,

Χριστός γεννάται.

 

Έτσι πηγαίνοντας με το πούλμαν θυμήθηκα

το σπασμένο αυτί, το σπασμένο δόντι, το

σπασμένο τζάμι του γυαλάκια φίλου μου που

τσακωθήκαμε, γυαλιά και καρφιά.

 

  • από «Το χαμένο Κολιέ», Κέδρος 1983

 

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ –  ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Χριστούγεννα!

Παρακολουθώντας τη λειτουργία στην τηλεόραση

αναπολεί

εκείνο το παιδί

μέσα στο πρωινό αγιάζι

 

  • από το «Δωμάτιο για έναν», Γαβριηλίδης, 2001

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΚΙΣΗΣ – ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ

ψάχνω μια ζωή, Χριστούγεννα πάνω στα Χριστούγεννα και Πάσχα

πάνω στο Πάσχα, με τραγούδια και εκατομμύρια μικρά παιδιά το

οικογενειακό διαμάντι που πετάει στον αέρα σαν κήπος , που σαν

το χιόνι και σαν τυφλοπόντικας στο χιόνι φαίνεται πίσω μου στη

φωτογραφία αυτή την αναστάσιμη. κοίτα πώς ψάχνω, πώς προσ-

παθώ, κοίτα και σκέψου με νόημα, χωρίς πια εικόνα: η εικόνα ας

πάει (και το παλιάμπελο). λίγο το χιόνι από τη φωτογραφία, εντά-

ξει, κράτα, γιατί σ’ αγαπούσα πολύ: πολύ πριν τα εκατομμύρια

μικρά παιδιά.

 

από τα «Εκατομμύρια μικρά παιδιά», Εκδόσεις Ερατώ, 1989

 

 

ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ  –  ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Θα ‘ναι ψέματα αν πω ότι προσπάθησα, συλλογίστηκε ο καταραμένος. Ένα ψέμα όμως – τι είναι ακόμη ένα ψέμα. Η αλήθεια είναι ότι η αλλαξιά του εαυτού μου ήταν απότομη και πα-ρο-δι-κή. Όταν δεν σκέφτομαι είμαι ευτυχισμένος. Κι αυτό το πέτυχα. Έχετε περπατήσει ποτέ σε πάρκο ξημέρωμα Χριστούγεννα; Δεν έχετε περπατήσει ποτέ σε πάρκο τα Χριστούγεννα. Η μόνη ευχάριστη διαπίστωση: όλα είναι κλειστά. Εννοώ κλειστά. Και μένα που μ’ αρέσουν οι υποκλίσεις και τα τερτίπια, χαμογελώ στον εαυτό μου στην πόρτα μιας κρυστάλλινης βιτρίνας κρεοπωλείου. Γιατί τα απολωλότα έχουν στο αίμα τους την πρωτοτυπία, και ο κόσμος είναι χαρούμενος τις παραμονές. Γιατί ο κόσμος και οι πολιτικοί να ‘ναι χαρούμενοι τις παραμονές; Εμένα μ’ αρέσει να προσκυνώ. Δεν τα βάζω με κανένα. Αγαπώ τους τυράννους και θέλω να γεννώ παιδιά στις χαρές των γιορτάδων. Όμως η μουσική – με τραυμάτισε σαν την ομίχλη. Δεν αντέχω άλλες συγγνώμες κατά του ειδώλου, κατά της συγγνώμης. Στήθηκα για την απάθεια παθαίνοντας. Χωρίς σκόνη. Πέρασα μέσα απ’ το βουνό με αισθήσεις. (συγχωρέστε)

                                                                                                 από το «Ποίηση ’67-’72» Αθήνα, 1972

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ  – ΡΕΒΕΓΙΟΝ

Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.

Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι.

Τι λέτε ρε, το ξέρετε
πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;

Κι αυτό τον τύπο να τόνε κεράσετε

μια ελίτσα με κουκούτσι
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δωσ’ το μαχαίρι:

Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης

                                                       από το «Ο Θάνατος το στρώνει», ύψιλον/βιβλία, 1986

Προηγούμενο άρθροΜαύρα Χριστούγεννα  (διήγημα του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροTo τελευταίο δώρο της μις Αντέλ (διήγημα της Γεωργίας Συλλαίου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ