του Γιάννη Πατσώνη
Και τ ‘άρρωστα παιδιά ξεχνιούνται να κοιτάζουν/ένα παράθυρο γεμάτο ωχρό ουρανό/ κι ειν’ τα μεγάλα ματιά τους γεμάτα λύπη/ όμως στα χείλη ένα χαμόγελο πλανιέται/ για τις μελλούμενες χρυσές χάρες (Λίνα Κασδαγλη, Ηλιοτρόπια)
Ήταν εκείνη την χρονιά, που είχε σπάσει το πόδι και το χέρι του, τότε που με το ποδήλατο έπεσε πάνω σε μια κολόνα. Βράδιαζε , δεν είχαν ανάψει τα φώτα κι έτσι που έφερνε κύκλους γύρω απ΄το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μια στραβοτιμονιά, και βρέθηκε στα παγωμένα πλακάκια, με διπλή τούμπα. Τέλειωνε το Δημοτικό. Σε λίγες μέρες θα είχαν την γιορτή στο σχολείο. Το έργο το είχε γράψει η δασκάλα της πρώτης, η γλυκιά κυρία Έλλη, και αυτός είχε τον ρόλο του «χαμένου παιδιού». Καθώς θα πήγαινε στο δάσος με προμήθειες για τον πατέρα του , έπεφτε ξεπαγιασμένος, μα θα τον έσωζε ένα σκυλί του Αγίου Βερνάρδου, που το ‘χαν φτιάξει με ροδίτσες και πυκνό, χοντρό τρίχωμα, με το βαρελάκι δεμένο στο λαιμό. Τότε τα παιδιά θα τραγουδούσαν από την «Μελωδία της ευτυχίας» το Εντελβάις: άνθος του χιονιού ώ πόσο λίγο ζεις/ κι όμως σκορπάς ελπίδες…
Πάνε και τα χιονολούλουδα, πάνε και τα ασημένια εκείνα αστέρια, που θα έπεφταν σχηματίζοντας την λέξη Αλληλούια, καθώς θα’ κλεινε η αυλαία….πόσα χαμένα χειροκροτήματα, χαρά που δεν θα’ νιωθε σ’ εκείνη την γιορτή…
Και τώρα ξαπλωμένος, μ’ ένα ράγισμα στον δεξιό αγκώνα, ένα σπάσιμο στο αριστερό καλάμι – το ράγισμα , όπως το έγραφαν στις πλάκες, ήταν «ρωγμώδες», το σπάσιμο «κάταγμα συντριπτικό».. Τον τράβαγαν οι λέξεις που συναντούσε για πρώτη φορά , έφτανε όμως να μην γίνονταν το νόημά τους και πράξη. Με τον γύψο τον κουβάλησαν στο σπίτι. Σαν μωρό τον έβγαλαν από το Όπελ του θείου Νώντα, κάνοντας ένα αυτοσχέδιο καρεκλάκι με τα χέρια τους ,η μαμά κι ο μπαμπάς. Καλά που έμεναν στο ισόγειο. Από πάνω τους είχανε τον κύριο ταξίαρχο, που η κόρη του έκανε κάθε τόσο πάρτυ- βερμούτ, στην ταράτσα, που την είχαν καταλάβει «εξ ολοκλήρου, αλλά ας όψονται», έλεγε ο θείος οι καραβανάδες, και μ ‘αυτούς , τώρα , βγάζεις άκρη;
Δωμάτιο δικό του δεν είχε, το μοιράζονταν με την μικρότερη αδελφή του, που σα χαϊδεμένο στερνοπαίδι, έμενε και στη μεγάλη κάμαρα , με τον διπλό καθρέφτη και τον όμορφο κρεββατόγυρο. Για να « είναι ήσυχο το παιδί» τράβηξαν την τζαμόπορτα , χωρίσανε στα δύο το σαλόνι, και τον έβαλαν στον τριθέσιο καναπέ. Σε λίγο θα έδινε εξετάσεις για να πάει στο γυμνάσιο με τους φρέρηδες, κι έκανε ασκήσεις στα γαλλικά , κάποτε σκάρωνε και ρίμες: …ιν μερ νταν λα μερ/ μον μαρί νταν λα μερί/ λε μερ Ζαν Βαλζάν νταν νοτρ νταμ…και σαν ν ’άκουγε τον Γιάννη Αγιάννη απ’ τους Αθλίους, να του λέει, κουράζ μον αμί, μέσα από το βιβλιαράκι «αν φρανσέ φασίλ»
Κάτι θα του έδιναν για τον πόνο, και το’ χε σπρώξει τόσο βαθειά, που δε θυμόταν σιρόπι να’ταν ή πικρά χαπάκια; Μισοκοιμισμένος είδε την μεγάλη του αδελφή, να φέρνει το έλατο. Άνοιγε τα μάτια, έβλεπε ακόμα αστόλιστο το δέντρο, τα έκλεινε , το έβλεπε φορτωμένο με κουδουνάκια μπρούντζινα, αγιοβασιλάκια με κόκκινη γουνίτσα, κι άλλα που δεν χώραγαν στο νου. Κάνοντας τον κοιμισμένο ίσως και ν ’άκουγε τα μυστικά της αδελφής του, της ευέξαπτης, ίσως να άκουγε και καμμιά άγνωστη γι’ αυτόν λέξη, απ’ αυτές που οι μεγάλοι τις λεν ψιθυριστά. Μα τώρα , άνοιγαν-έκλειναν κουτιά, δεν έβρισκαν το άστρο της κορφής ,εκείνο που είναι σαν κούφιο στο κέντρο του. Βρε μπας και έσπασε; Μα πούντα το κομμάτια; Έ…πια, είπε η μαμά, μια χρονιά δεν είναι που να μη σπάσουν…το ΄ παμε να τυλίγουμε τις γυάλινες μπάλες με μαλακά χαρτιά…και άρχισαν να κρεμάνε τις χρωματιστές μπάλες, κι έδεναν φιογκάκια και γιρλάντες και έριχναν χιόνι σπυρωτό από φελιζόλ,κι ύστερα η αδελφή του άπλωσε στα κλαδιά μια διάφανη ζελατίνα, που την έλεγαν η πάχνη, και τα φωτάκια θόλωσαν, άλλα είχαν σχήματα λουλουδιών γνωστών μα κάποια είχαν πέταλα παράξενα ,ίσως αυτά να φύτρωναν μόνο στους πάγους. Και μετά άρχισε να κολλάει στα τζάμια φιγούρες με αγγελάκια, που είχε βάψει με κερομπογιές.
Το ράγισμα του έδινε σουβλιές πιο δυνατές από το σπάσιμο. Σφάλισε τα βλέφαρα του , όταν κοιμόμαστε δεν πονάμε, είχε ακούσει κάποτε, και του φάνηκε πως το πολύφωτο κατέβαινε από το ταβάνι σιγά-σιγά , τα γυάλινα κεράκια του στάθηκαν πάνω στα κλαδιά του δέντρου, και σαν να ακούει τους φίλους του, γυρνάν από την γιορτή, που τέλειωσε χωρίς αυτόν, ποιος αλήθεια να’ παιξε τον ρόλο του; Ο γαβριάς το χαμίνι, ο Μάριος Πομερσί, ο Φυλακούρης, ή ο Δομάζος; τότε που νίκησε η ομάδα των πράσινων τον Ερυθρό Αστέρα με τρία-μηδέν, την άνοιξη,, έλεγε ο διαιτητής ο Πούσκας, έντεκα αυτοί; Έντεκα κι εμείς…κι ο θείος που είναι γαύρος , όταν έχασαν στο Γουέμπλευ, σας την έφερε ο Κρόυφ, αστέρι! Κι μα τώρα οι φίλοι του κολλάν τα πρόσωπά τους στο παράθυρο κι ακούει να λεν το τραγούδι της φάτνης: Στην κούνια του Χριστού μας, μέσα στων ζώων το παχνί/Άγγελοι πάνε με χαρά και ταπεινοί βοσκοί…
Έλα, έλα τον φωνάζουν , κι αυτός προχωρά, ανοίγει το παράθυρο κι ακουμπάει το χέρι του στο περβάζι και τα παιδιά σχεδιάζουν εκεί πάνω στο γύψινο χέρι άλλος τούτο, άλλος τ’ άλλο, κι η Στέλλα, που τ’ όνομά της σημαίνει άστρο, γράφει κάτι, που λόγια δεν το λένε, γιατί γράμματα δεν ήτανε, παρά το φως τους,,,
Δεκέμβριος 2020,Ανω Πόλη