Τίτος Πατρίκιος
Eκεί που στριμώχνεσαι στο λεωφορείο, επιστρέφοντας
στο σπίτι
που γυρνάς από γραφείο σε γραφείο ζητώντας μια δουλειά
που επιχειρεί να σε ταπεινώσει ένας ψηλότερα ιστάμενος
που εκτοπίζεσαι από πειθήνιους νεοφερμένους
που χαίρεσαι για τα καλά λόγια που ειπώθηκαν για σένα
που θά᾽ θελες ν᾽ ακούσεις κι άλλα κι ας μην τ᾽ομολογείς
εκεί που πατάς γκάζι στα 180 με το καινούριο σου
αυτοκίνητο
που δεν τσιγκουνεύεσαι άλλο στα δώρα που προσφέρεις
που φλυαρείς, ψιλογκομενίζεις, πας να φρεσκάρεις
τη φιγούρα σου
που ξάφνου μέσα στην επιπολαιότητα έχεις μιαν
έκλαμψη ευφυίας
εκεί που αρνιέσαι την υποχρεωτική κατάργηση της μοναξιάς
που δεν αποδέχεσαι την καθεστωτική επιβολή της ευτυχίας
που νιώθεις κυρίαρχος του παιχνιδιού ενώ είσαι
χαμένος από χέρι
που βγαίνεις με σημάδια απ᾽τους λαβυρίνθους
της πολιτικής
εκεί που αγωνιάς για τ᾽αποτελέσματα μιας αξονικής
που στενοχωριέσαι για τις αρρώστιες των μακρινών σου
ανθρώπων
που ελπίζεις πως όλοι θα βγουν γεροί απ᾽το νοσοκομείο
εκεί που σταματάς τα πάντα ενώ τρέχουνε οι προθεσμίες
που περνάς βδομάδες ψάχνοντας τη λέξη που ακριβώς
χρειάζεται
ώσπου ένας άλλος μέσα σου σε απαλλάσσει, αναλαμβάνει
να το κάνει
εκεί που λες όλα αυτά είναι αστεία μπρος στο κυνήγι
του ψωμιού
κι έπειτα βλέπεις ότι χωρίς τις λέξεις τίποτα δεν αποκτά
υπόσταση…
Εκεί πάνω σε βρίσκει ποίηση.
Τι ωραία να βρίσκει έτσι τον ποιητή η ποίηση, απλή και ουσιαστική, κι έτσι να την μοιράζεται μαζί μας!
Χρήστος Τσιάμης, Μανχάτταν