Ρομάνο Λουπερίνι : 8 θέσεις για τους διανοούμενους

0
221

 

Ο Ρομάνο Λουπερίνι (*) γράφει ένα κείμενο για τους διανοούμενους σήμερα (μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς)     [1]

 

1.

Για τουλάχιστον είκοσι χρόνια, από το τέλος της δεκαετίας του 1970 έως τη δεκαετία του 1990, και ακόμη και πέραν αυτής, η κυρίαρχη γραμμή της «υψηλής» ευρωπαϊκής και βορειοαμερικανικής κουλτούρας πρότεινε μια ιδέα για τη σχέση με τον κόσμο και μια μορφή του διανοούμενου που αντιπροσώπευε την πολυτέλεια και τα προνόμια της Δύσης. Η καταγγελία του λογοκεντρισμού και του ρεαλισμού, η απόρριψη της υλικής δυαδικότητας του κόσμου, η αντικατάστασή της από την πρωτοκαθεδρία της γλώσσας, της διακειμενικότητας και της ερμηνείας είχαν παίξει καλά σε μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν όλο και περισσότερο από την παραγωγή άυλων αγαθών, την επανάσταση των υπολογιστών, την κεντρική θέση -και οικονομική- της επικοινωνίας και της πληροφορίας που έμοιαζε να εξορίζει τη συγκεκριμένη εμπειρία και να την αντικαθιστά με τον θρίαμβο της εικόνας και της εικονικότητας. Στα μέσα του εικοστού αιώνα, η πτώση του τείχους του Βερολίνου και του σοβιετικού συστήματος διέδωσαν την ψευδαίσθηση του τέλους της ιστορίας και των αντιφάσεων, κάνοντας τους ανθρώπους να ονειρεύονται τη δυνατότητα μιας νέας Αναγέννησης και ακόμη και τη γέννηση ενός «νέου ανθρώπου», που προφήτευσαν τότε ορισμένοι θεωρητικοί της λεγόμενης «αδύναμης σκέψης». Η κυρίαρχη γραμμή της κουλτούρας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εξέφραζε την άποψη ενός κυρίαρχου πολιτισμού που αντιλαμβανόταν την παγκοσμιοποίηση αποκλειστικά ως εξαγωγή του εαυτού του και μπορούσε επομένως να αγνοήσει ή να εξαλείψει τους τοπικούς πολέμους, την αύξηση της πείνας και της υπανάπτυξης και την αναζωπύρωση του φονταμενταλισμού. Ήταν η εποχή του ναρκισσισμού (ναρκισσισμός + κυνισμός) και του αχαλίνωτου ατομικισμού (που άλλωστε εκπροσωπήθηκε και εκφράστηκε άμεσα στη χώρα μας [την Ιταλία] από, δύο, τουλάχιστο,  αρχηγούς κυβερνήσεων, πρώτα τον Μπετίνο Κράξι και μετά τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι).

Σε αυτή την ιδέα του κόσμου και της ηθικής αντιστοιχούσε μια διπλή εικόνα του διανοούμενου: η προφητική, η οποία υπέθετε μια γνωστική κουλτούρα, αφιερωμένη στο στοχασμό για τη γλώσσα, στους θεμελιώδεις μύθους της ανθρωπότητας και στις διαμεσολαβήσεις όχι των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά μεταξύ των ανθρώπων και του Λόγου (από εδώ, για παράδειγμα, προκύπτει μια ολόκληρη φιλοσοφική δεκαετία, και ίσως και παραπάνω, αφιερωμένη στην αγγελολογία), και η κυνική-ειρωνική, καλλιεργούμενη από σκεπτικιστές pasticheur[1] των γλωσσών και των επανεγγραφών, από έξυπνους καθηγητές που διασκεδάζουν με ένα θεωρητικό μηδενισμό, και δεν θέλουν να επιχειρηματολογήσουν αλλά να αφηγηθούν, όχι να αποδείξουν μια δική τους θεωρία αλλά να αποδομήσουν εκείνες των άλλων.

 

2.

Εν τω μεταξύ, στο κατώτερο και στο ενδιάμεσο επίπεδό του, ο πολιτισμός ενσωματώθηκε στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα των μαζικών επικοινωνιών. Η γνώση-δύναμη των διανοουμένων ως τάξη ή κοινωνική κατηγορία, φιλτραρισμένη και επιλεγμένη από τεχνολογικούς μηχανισμούς και τεράστια παραγωγικά και θεσμικά συγκροτήματα, ρευστοποιήθηκε και θρυμματίστηκε μέσα σε αυτές τις δομές που ακόμη και σήμερα αποφασίζουν ή τουλάχιστον εξαρτούν σε μεγάλο βαθμό τις θεμελιώδεις επιλογές της. Τοποθετημένοι σε αυτούς τους μεγάλους μηχανισμούς της εξουσίας της γνώσης, οι οποίοι λογοδοτούν σε λίγα ολοκληρωμένα, εθνικά και πολυεθνικά κέντρα διοίκησης, οι διανοούμενοι δεν έχουν καμία δυνατότητα ελέγχου πάνω τους. Υποβιβάζονται σε απλούς εργάτες της γνώσης, αναγκασμένοι να αντιμετωπίζουν την αιώνια αστάθεια, την κινητικότητα, την ευελιξία και, ως εκ τούτου, να αναπτύσσουν υψηλή ικανότητα μετατροπής. Η ανθρωπιστική κουλτούρα, η οποία διασπάστηκε και περιορίστηκε σε μια συλλογή πληροφοριών και γνώσεων, μπορεί τώρα να αποκτήσει ακόμη και μια νέα (έστω και μέτρια) αξία ως συστατικό στοιχείο μιας βασικής εκπαίδευσης που είναι ποικιλοτρόπως διεπιστημονική και ανταλλάξιμη, ικανή να προσαρμόζεται σε διαφορετικές συνθήκες και να παρέχει ορισμένα ερμηνευτικά εργαλεία. Η Ict (Information and comunication tecnology) [Η τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας] χρειάζεται αυτού του είδους την προσαρμογή για να λειτουργήσει. Στην πραγματικότητα, τόσο το έργο της διαμόρφωσης της πληροφορίας όσο και το έργο της κατανάλωσης της πληροφορίας απαιτούν σε κάθε περίπτωση την επεξεργασία του πληροφοριακού υλικού.

Αλλά πρόκειται πλέον για  μια διαμεσολαβητική δραστηριότητα∙ διαμεσολαβείται -ή μάλλον επιβάλλεται- από τις ίδιες τις τεχνολογικές συσκευές. Από την πλευρά τους, αυτοί οι νέοι εργάτες της γνώσης έχουν χάσει την εξουσία και την αυτονομία τους- και δεν έχουν πλέον τίποτα κοινό με την τυπολογία του παραδοσιακού διανοούμενου για την οποία μίλησε ο Γκράμσι.

 

3.

Σε αυτή την κατάσταση, ο μεγάλος κορπορατισμός[3] των διανοουμένων, ο εγγυητής της οικουμενικότητας των αξιών, δεν είναι πλέον προτεινόμενος. Στην ίδια “υψηλή” κουλτούρα, η αγαπητή στον Μπουρντιέ φιγούρα του διανοούμενου, εκείνου που παρεμβαίνει στην κοινωνία χάρη στην εξουσία και το κύρος που του προσδίδει η αυτονομία του τομέα του και η πολιτιστική και ηθική ανεξαρτησία που αυτή εγγυάται, εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως κατάλοιπο του παρελθόντος. Ακόμη και το “ανώτερο” τμήμα του πολιτισμού δεν ελέγχει πλέον τις διαδικασίες γνώσης-εξουσίας στις οποίες είναι ενταγμένο και οι οποίες καθορίζουν τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Οι διανοούμενοι δεν αποτελούν πλέον το ιδεολογικό τσιμέντο μιας κοινότητας. Δεν έχουν καμία εξουσία ή νομιμοποίηση και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν πλέον να διαμεσολαβούν ή να διαχειρίζονται πολιτισμικά αυτές τις διαδικασίες.

 

4.

Η θεμελιώδης τάση που δρα στο επίπεδο ολόκληρου του πνευματικού πεδίου και των μοριακών κοινωνικών διαδικασιών του δημιουργεί, μέσα στην ίδια την κίνηση της επιβεβαίωσής της, μια σειρά από ανατροπές και αντιδράσεις. Ακολουθούν ορισμένες από τις κύριες αντιφάσεις που επιφέρει.

Η κοινωνική περιθωριοποίηση και η παραγωγική ευελιξία αναπτύσσουν ένα είδος πνευματικού υποπρολεταριάτου. Το σύστημα φαίνεται να χρειάζεται δεξιότητες που δεν είναι αυστηρά εξειδικευμένες και άνεργους νέους διανοούμενους που είναι πρόθυμοι να εργαστούν περιστασιακά και μερικώς και είναι ικανοί να χρησιμοποιούν διαφορετικές και ανομοιογενείς γνώσεις. Η εμπειρία της εργασιακής ανασφάλειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης ενός πολύ μεγάλου μέρους της πνευματικής τάξης, ιδίως των νεότερων, εξαπλώνεται έτσι σε μεγάλη κλίμακα.

Τα μεγάλα παραγωγικά συγκροτήματα και οι τεχνολογικοί και γραφειοκρατικοί μηχανισμοί τους επιβάλλονται ως ολοκληρωτικά πρότυπα ακόμη και σε τομείς που δεν θα έπρεπε να έχουν ως αποκλειστικό σημείο αναφοράς τους κανόνες της παραγωγής και τους νόμους της αγοράς, όπως η εκπαίδευση ή η υγεία. Οι μεταρρυθμιστικές διαδικασίες που επένδυσαν με την έννοια του οικονομικού παραγωγισμού συγκρούστηκαν εδώ με λογικές και αξίες που είναι μερικές φορές μη αναγώγιμες όχι λόγω της βούλησης των ατόμων αλλά λόγω μιας ετερονομίας των σκοπών που είναι δύσκολο να παρακαμφθεί (τα σχολεία, για παράδειγμα, πρέπει πρωτίστως να εκπαιδεύουν πολίτες και όχι οικονομικούς παραγωγούς ή καταναλωτές). Ιδιαίτερα στον τομέα της εκπαίδευσης, ο ρόλος της πνευματικής διαμεσολάβησης δεν έχει επομένως ακόμη εξαφανιστεί, αλλά έχει συρρικνωθεί και μετατοπιστεί, γραφειοκρατικοποιείται και αποκεντρώνεται εκ των πραγμάτων σε όλο και πιο περιθωριακούς μηχανισμούς, οι οποίοι ωστόσο είναι απαραίτητοι ακόμη και σε μια υπερσύγχρονη κοινωνία. Σε αυτούς τους τομείς, αλλά και στο δικαστικό σώμα, έχει εξαπλωθεί έτσι μια νέα μορφή του διανοούμενου-ερμηνευτή, ευέλικτη και μετατοπισμένη, αλλά και ικανή να συνδέει διαφορετικά φαινόμενα (ιστορικά, φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά) και να τα διαβάζει σε μια πολιτιστική προοπτική που δεν ανάγεται άμεσα στην οικονομική σφαίρα.

Στην υπερσύγχρονη κοινωνία, η παραγωγή και η διάδοση της γνώσης αποτελεί αναπόφευκτη προϋπόθεση για την παραγωγή νέας γνώσης. Είναι δυνατόν να αυξηθεί η έκταση της επικοινωνίας και της πληροφόρησης και να πολλαπλασιαστεί η παραγωγή γλωσσών μόνο αν αυξηθεί προοδευτικά το επίπεδο στο οποίο γίνεται η κατανάλωση πληροφοριών. Εν ολίγοις, η παραγωγή της γνώσης έχει έναν καθαρά κοινωνικό χαρακτήρα που μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με την αναγωγή της σε εμπόρευμα με σκοπό το κέρδος για άτομα ή μεμονωμένες επιχειρήσεις.

Οι εργαζόμενοι στη γνώση, ενώ επιτελούν ένα ουσιαστικό έργο στη λειτουργία των μεγάλων τεχνολογικών και γραφειοκρατικών μηχανισμών και των δημόσιων οργανισμών, στερούνται όλο και περισσότερο κάθε κοινωνικής αναγνώρισης και δημόσιας αξίας. Συμβάλλουν στην κοινωνική παραγωγή νοήματος και στην επεξεργασία αξιών, αλλά μέσα σε μηχανισμούς που αποσυνθέτουν και ακρωτηριάζουν τις πνευματικές τους λειτουργίες, στερώντας τους κάθε ουσιαστική δύναμη και κάθε συλλογική αναγνώριση.

Η κοινωνική αξία της παραγωγής γνώσης ενισχύεται από την πτώση της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ αντικειμενικών γεγονότων με τα οποία θα ασχολούνταν η επιστήμη και αξιών με τις οποίες θα ασχολούνταν η θρησκεία και η πολιτική. Η σύνδεση μεταξύ γνώσης και αξιών γίνεται όλο και πιο στενή. Η ίδια η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας προσδίδει στους εργαζόμενους στη γνώση μια ηθική διάσταση. Η σύνδεση μεταξύ της απόκτησης της γνώσης και της επιδίωξης μιας δίκαιης ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς τείνει να τονίζει την ηθική αξία της πνευματικής έρευνας, πολύ περισσότερο όταν η θρησκευτική σφαίρα υποβαθμίζεται και η πολιτική βρίσκεται σε κρίση και απαξίωση.

 

5.

Στην αύξηση και τη ραγδαία ανάπτυξη αυτών των αντιφάσεων πρέπει να προστεθεί μια σημαντική αλλαγή στην παγκόσμια κατάσταση και στην ίδια την έννοια της παγκοσμιοποίησης στην πράξη. Από το τέλος του προηγούμενου αιώνα και στη συνέχεια, με αυξανόμενη δύναμη, μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους, οι υλικές αντιφάσεις σε πλανητικό επίπεδο έχουν γίνει πιο οξείες και όλο και πιο αναπόφευκτες: οι πόλεμοι, οι επιθέσεις, οι συγκρούσεις των πολιτισμών, η ανάπτυξη του ισλαμικού φονταμενταλισμού, η μετανάστευση στην Ευρώπη πεινασμένων λαών από τον Νότο και την Ανατολή, ο συνακόλουθος αναζωπυρούμενος ρατσισμός, η ανάπτυξη της Κίνας και της Ινδίας, που έχουν γίνει πραγματικές δυνάμεις σε ανταγωνισμό με τη Δύση, η οικονομική κρίση των τελευταίων τριών ετών, η αστάθεια του παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού πλαισίου και του ίδιου του συστήματος εξουσίας, το οποίο μέχρι στιγμής φαίνεται ανίκανο να την αντιμετωπίσει, είναι εμφανή σε όλους. Η Δύση δεν μπορεί πλέον να απωθήσει τον υπόλοιπο πλανήτη, διότι αυτός εισχωρεί στα σύνορά της μέσω των μαζικών μεταναστεύσεων, του κινεζικού ανταγωνισμού και των οικονομικών συνεπειών των τοπικών πολέμων. Η αναγωγή της σχέσης με τον κόσμο σε ένα ζήτημα γλώσσας ή ερμηνευτικής δεν είναι πλέον δυνατή∙ ούτε η ζωή χωρίς συγκρούσεις και αντιθέσεις. Μια κοινωνία που φαινόταν να αγνοεί το τραύμα, ή τουλάχιστον να μπορεί να το απομακρύνει στο περιθώριο της καθημερινής εμπειρίας, βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο τραυματικών χτυπημάτων και ανατροπών, ανησυχιών που δεν αφορούν πλέον φανταστικούς κινδύνους (π.χ. πιθανές επιδημίες) αλλά συγκεκριμένα φαινόμενα της ύπαρξης, ξεκινώντας από τη δυνατότητα των νέων να βρουν ή να διατηρήσουν μια θέση εργασίας.

 

6.

Ο νέος διανοούμενος, τοποθετημένος σε υποδεέστερη θέση εντός των μεγάλων παραγωγικών ή θεσμικών συμπλεγμάτων, ή περιορισμένος στα όριά τους, τόσο εντός όσο και εκτός αυτών, κινδυνεύει αφενός να γίνει ένα απλό γρανάζι του επικοινωνιακού συστήματος, ένα εύκολα αντικαταστάσιμο και ανταλλάξιμο στοιχείο, και αφετέρου αναγκάζεται να ζει στο περιθώριο των μηχανισμών των οποίων αποτελεί μέρος, να διαμορφώνεται ως παρείσακτος, ως πολυλειτουργικός ερασιτέχνης, ως δυνητικός και συχνά πραγματικός απόβλητος. Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού μπορεί «να βρει τον λόγο ύπαρξής του στο γεγονός ότι αντιπροσωπεύει όλους τους ανθρώπους και τις περιπτώσεις που συνήθως ξεχνιούνται ή λογοκρίνονται» (Σαϊντ). Αν έχει χάσει κάθε κοινωνική εντολή και την παραδοσιακή του κεντρικότητα, αν δεν μπορεί πλέον να επιτελέσει την ιδεολογική λειτουργία της διαμεσολάβησης, μπορεί να βρει ακριβώς στις αντιφάσεις που βιώνει, στη δική του περιθωριοποίηση και επισφάλεια, μια αντιπροσωπευτική συνθήκη των άλλων περιθωριοτήτων που υπάρχουν στην παγκόσμια σκηνή. Εν ολίγοις, η μετατόπιση από το νομοθέτη στο διερμηνέα μπορεί να ενισχύσει το ρόλο των εργαζομένων στη γνώση ως ειδικών της οριακότητας, δηλαδή της υπέρβασης των συνόρων, της μετάφρασης, του διαλόγου, της διεπιστημονικότητας, της κριτικής γνώσης της διαφοράς. Οι μεταφραστές, οι δάσκαλοι, οι δικαστικοί λειτουργοί, η μάζα των εργαζομένων στην επικοινωνία, εκατοντάδες χιλιάδες απόφοιτοι σχολείων και πρόσφατοι πτυχιούχοι γίνονται οριακές φιγούρες. Αρχίζουν να διαλύονται από μια κατάσταση γνώσης-δύναμης που συνδέεται αποκλειστικά με την ιστορία της Δύσης, με το ιδεατό και υλικό «κέντρο» της, να προσεγγίζουν την περιφέρεια, να είναι περιφέρεια.

 

7.

Σε αυτή την κατάσταση της Δύσης, υπάρχει και μια ιταλική περίπτωση. Η Ιταλία, στην πραγματικότητα, αποτελούσε και αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, κατά κάποιο τρόπο πιο ηχηρή και πιο «προηγμένη» από εκείνη των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, κατά κάποιο άλλο τρόπο πιο «καθυστερημένη» και επαρχιακή. Το γεγονός ότι ένας κυρίαρχος των εκδόσεων, ένας άρχοντας των επικοινωνιών και της πληροφόρησης κατάφερε να αναλάβει τη διοίκηση και να τη διατηρήσει σχεδόν αδιαμφισβήτητα για λιγότερο από είκοσι χρόνια, κατέστησε σαφές σε όλους πόσο καθοριστικός οικονομικός τομέας είναι και πώς η παραγωγή της γλώσσας έχει γίνει πράξη πολιτιστικού και κοινωνικού ελέγχου και πολιτικής εξουσίας, που ασκείται χάρη σε μια ηγεμονία ικανή να τροποποιήσει και να καθορίσει την κοινή λογική ενός μεγάλου μέρους ενός λαού. Αυτό μπόρεσε επίσης να συμβεί χάρη σε μια διαδικασία αμερικανοποίησης ικανή να προσαρμοστεί τέλεια σε μια «καθυστερημένη» ανθρωπολογία και έναν εθνικό χαρακτήρα, που χαρακτηρίζεται από ένα πολύ μικρό και πολύ διάχυτο βάθος πολιτισμού (είκοσι χρόνια φασισμού δεν πέρασαν άδικα).[4] Οι διανοούμενοι και μεγάλο μέρος της εθνικής κουλτούρας προσαρμόστηκαν εύκολα σε αυτό το νέο κλίμα και τα νέα ήθη και έθιμα. Κατά την εικοσαετία 1980-2000 (και μετά), με την αποδέσμευσή τους, με το ατομικιστικό και κορπορατιστικό τους κλείσιμο, με την άνευ όρων παράδοσή τους στις παραμέτρους της πολιτιστικής βιομηχανίας και στις θεσμικές «μεταρρυθμίσεις» (πανεπιστήμια, κυρίως) που πρότεινε η πολιτική εξουσία, συνέβαλαν λίγο-πολύ άμεσα στο κλίμα που επικρατούσε και πάντως δεν το αντιμετώπισαν. Και όμως, ακόμη και στη χώρα μας, το σύνολο των παραγόντων που εκτέθηκαν στις προηγούμενες θέσεις αρχίζει να αλλάζει την ιδέα του κόσμου, να μεταμορφώνει την κουλτούρα και να τροποποιεί τη συμπεριφορά των πιο καταρτισμένων διανοουμένων και της ίδιας της μάζας των εργαζομένων στη γνώση. Χωρίς ο συγγραφέας του να το επιδιώκει πιθανώς, τα Γόμορρα[5] σηματοδότησαν, ανεξάρτητα από τη λογοτεχνική τους αξία, μια συμβολική καμπή που δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Για τους διανοούμενους της χώρας μας, η ενασχόληση με τη θέση τους στον κόσμο, η καταγγελία των κακών που περιορίζουν και ταπεινώνουν τη χώρα μας και την κοινότητα στην οποία ζούμε, δεν είναι πλέον αμελητέα «φλυαρία», όπως υποστήριζαν επί χρόνια οι νεο-Χαϊντεγκεριανοί και οι υποστηρικτές της κρίσης των θεμελίων και των ιδεολογιών. Η λεγόμενη «επιστροφή στην πραγματικότητα» στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο και οι πρόσφατες δημόσιες τοποθετήσεις των γενεών των διανοουμένων στα τριάντα και στα σαράντα τους  έχουν καταπλήξει όσους δεν είχαν κατανοήσει τις βαθιές κινήσεις της κοινωνίας στην οποία ζούμε, από το κίνημα των φοιτητών και των ερευνητών το χειμώνα του 2010-11[6] μέχρι την έκρηξη του γυναικείου κινήματος “Αν όχι τώρα, πότε;”.

Το γεγονός ότι οι φιλόσοφοι ανακαλύπτουν εκ νέου την αρχή της πραγματικότητας και την υλική καταλληλότητα της γνωστικής εμπειρίας και διοργανώνουν διεθνή συνέδρια για να διαδώσουν αυτή την ανακάλυψη, μπορεί να προκαλεί αντιδράσεις (η υλικότητα του κόσμου ήταν πάντα εκεί, αυτοί ήταν που δεν ήθελαν να τη δουν), αλλά είναι παρ’ όλα αυτά ένα σημαντικό φαινόμενο, όπως και η συνεχιζόμενη επανεκτίμηση της ορθολογικότητας και της λογικής επιχειρηματολογίας.

8.

Τους τελευταίους μήνες ανοίγεται μια φάση που δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί πριν από δέκα χρόνια, αλλά για την οποία η τελευταία δεκαετία έθεσε αναμφίβολα τις βάσεις. Οι νέοι διανοούμενοι, στερούμενοι εξουσίας και κεντρικής θέσης, αναζητούν μορφές οργάνωσης και παρέμβασης που φαίνεται να διαθέτουν δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά: δρουν από τα κάτω, εστιάζοντας στην οριζόντια δικτύωση, στις ρευστές και γρήγορες συνδέσεις μεταξύ τους, και δρουν συλλογικά, αναζητώντας κατανοήσεις ικανές να σχηματίσουν κινήματα ή ομάδες, οι οποίες συσσωρεύονται και διαλύονται εύκολα, αλλά οι οποίες ωστόσο υπονοούν την ιδέα της κοινότητας. Δεν έχουν πια τίποτα από την παραδοσιακή μορφή του διανοούμενου-ανθρώπου του πολιτισμού, περήφανου για την ατομική του αποστολή και τη μοναδικότητα της δύναμης της γνώσης του. Από την προηγούμενη λειτουργία τους διατηρούν μάλλον μόνο αυτό: την προθυμία να κατανοήσουν και να παρέμβουν με τη φωνή τους. Συνολικά, αυτό δεν είναι μικρό πράγμα.

 

 

____________________________________

(*) Ο Ρομάνο Λουπερίνι (Λούκα, 1940) είναι Ιταλός κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και πολιτικός.

Φοίτησε στο κλασικό λύκειο Galileo Galilei στην Πίζα και ολοκλήρωσε τις ανθρωπιστικές πανεπιστημιακές σπουδές στην ίδια πόλη. Φυλακίστηκε από τις 15 Μαρτίου έως τον Ιούνιο του 1968 μετά από μια φοιτητική διαδήλωση. Το 1969, μαζί με τον Luciano Della Mea, ήταν ένας από τους ιδρυτές της «Λίγκας των Κομμουνιστών της Πίζας», ενός κινήματος που γεννήθηκε γύρω από το περιοδικό Nuovo Impegno– μετά την ενοποίησή του με άλλες ομάδες, το κίνημα άλλαξε το όνομά του σε Λίγκα των Κομμουνιστών, μια οργάνωση που, μαζί με την Εργατική Πρωτοπορία και τη συνιστώσα του Κόμματος της Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό με επικεφαλής τον Vittorio Foa, θα οδηγούσε στη δημιουργία της Προλεταριακής Δημοκρατίας το 1977.

Δίδαξε σύγχρονη και μοντέρνα ιταλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σιένα και ήταν επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο (Καναδάς). Εκτός από την επιμέλεια περιοδικών και σειρών για τη λογοτεχνία και τη λογοτεχνική κριτική, είναι συγγραφέας μεγάλου αριθμού δοκιμίων για τη λογοτεχνική κριτική. Έχει ασχοληθεί κυρίως με την ιστορικο-λογοτεχνική εποχή μεταξύ νατουραλισμού και πρωτοπορίας, με ιδιαίτερη έμφαση στον Giovanni Verga, αλλά και με την ποίηση του 20ού αιώνα (Eugenio Montale και Franco Fortini), τον Luigi Pirandello και τον Federigo Tozzi, καθώς και με τα επιστημολογικά και ρητορικά ζητήματα που σχετίζονται με το πρόβλημα της αλληγορίας και της ερμηνευτικής.

 

[1] Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο τεύχος 64 του περιοδικού Allegoria.

https://www.allegoriaonline.it/

 

[2] Pastiche ‘pastìš’, γαλ. [από το ιταλικό pasticcio]. – Λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό, μουσικό έργο στο οποίο ο συγγραφέας έχει σκόπιμα μιμηθεί το ύφος άλλου συγγραφέα (ή συγγραφέων). 2. Σύνθεση, κυρίως λογοτεχνική ή μουσική, που προκύπτει από την παράθεση αποσπασμάτων διαφορετικών έργων ενός και μόνο συγγραφέα ή πολλών συγγραφέων που χρησιμοποιούν διαφορετικό ύφος και γλώσσα.

[3] Ο όρος σωματειακό κράτος, ή συντεχνιασμός κατά μετάφραση του διεθνή όρου κορπορατισμός, ή κορπορατιβισμός είναι ονομασία οικονομικής θεωρίας με προεκτάσεις πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης – συστήματος ενός κράτους. Ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική corpus (= σώμα) και εξ αυτής οι όροι corporatism, corporativism.

[4] Αναφέρεται στην περίοδο Μουσολίνι 1922-1944.

[5] Το Γόμορρα είναι ένα ερευνητικό βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα Ρομπέρτο Σαβιάνο που δημοσιεύθηκε το 2006 και το οποίο τεκμηριώνει τη διείσδυση και τη διερεύνηση του Σαβιάνο σε διάφορους τομείς της επιχείρησης και της καθημερινής ζωής που ελέγχονται ή επηρεάζονται από την εγκληματική οργάνωση Καμόρα. Το βιβλίο περιγράφει τις παράνομες λεπτομέρειες της επιχείρησης της Γόμορρα, μιας ισχυρής οργάνωσης που μοιάζει με την ναπολιτάνικη μαφία. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαβιάνο χρησιμοποιεί στυλ πεζογραφίας και ειδήσεων για να αφηγείται την ιστορία της Καμόρα, αποκαλύπτοντας το έδαφος και τις επιχειρηματικές της σχέσεις.

[6] https://www.in.gr/2010/11/17/world/xiliades-foitites-diadilwnoyn-stin-italia-kata-tis-metarrythmisis-sta-panepistimia/

Προηγούμενο άρθροΟικόσιτοι διαμελισμοί (γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΗ «οδυνηρή τομή του αμετάκλητου» (της Κατερίνας Σχινά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ