Η «οδυνηρή τομή του αμετάκλητου» (της Κατερίνας Σχινά)

0
532
River Phoenix και Κeanu Reeves, φίλοι.

 

της Κατερίνας Σχινά

Το βιβλίο του Σωτήρη Σαμπάνη είναι ένα πεζοποίημα με θέμα το πένθος για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, ένας μακρόσυρτος θρήνος, στην εξέλιξη του οποίου ο αναγνώστης παρακολουθεί το σκάλισμα, σκάλισμα συνεχές κάποτε ίσως και ηδονικό, μιας ψυχικής πληγής που δεν λέει να επουλωθεί. Την ανασύσταση των εικόνων, των αισθήσεων, των συναισθημάτων που γεννούσε η παρουσία του εκλιπόντος και γεννά η απουσία του. Την επίμονη ανάσυρση αναμνήσεων. Την ανεξάντλητη οδύνη.

Ο συγγραφέας διαλέγει ως προσφορότερο όχημα του θέματός του το πεζοποίημα, την φόρμα που στέκει εκτός στίχου ως προς τη μορφική της διάταξη, αλλά από πλευράς σύνθεσης, ποιητικότητας των μοτίβων, αφαιρετικότητας εμφανίζει μεγάλη εγγύτητα προς την ποίηση. Σύντομα κείμενα αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο, συμπυκνώνοντας τους τρόπους της παραδοσιακής ποιητικής, αποφεύγοντας τον αυστηρό προσδιορισμό του χρόνου (που αντιμετατίθεται συνεχώς), του χώρου (που παραμένει ρευστός), των επιμέρους χαρακτηριστικών «των δύο», εκείνου που απέρχεται και εκείνου που μένει να τον πενθεί, εκτός ελαχίστων. Ακόμα κι όταν παρεισδύουν στοιχεία αφηγηματικότητας στα πεζά του Σωτήρη Σαμπάνη, πάντα υπηρετούν τη σκηνοθεσία του ποιήματος.

Όλα τα κείμενα ισορροπούν στον μυχό της αμφισημίας, ο αναγνώστης καλείται να προσδώσει σ’ αυτό το περίκλειστο ποιητικό σύμπαν, αυτή τη διάτορη κραυγή πόνου, τη δική του ερμηνεία. Στην τέταρτη ενότητα, μάλιστα της σύνθεσης, η οποία, όπως όλες, προεξαγγέλλεται μ’ ένα τετράστιχο ή πεντάστιχο στιχούργημα – εδώ το «Ένα σύννεφο στον ουρανό, μπουκιά από βαμβάκι/ πήρε το σχήμα της ανθρώπινης μορφής με καπέλο./ Κι ύστερα έγινε βιαστικός καβαλάρης του αέρα / και μετά το καταβρόχθισε ο χρόνος» – ο συγγραφέας επιστρατεύει την αλληγορία για να μιλήσει για την αγάπη: ο σκύλος που καταδιώκει το αυτοκίνητο των δύο φίλων και οδηγεί σε μοιραίο ατύχημα είναι η αγάπη που μπορεί να γίνει καταστροφική, όταν μένει ανεπίδοτη. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως ο συγγραφέας διαπραγματεύεται ποιητικά ένα πραγματικό ατύχημα, που γεμίζει τον αφηγητή ενοχή για την κατάληξή του; Παρούσα και εδώ η αμφισημία στην οποία μόλις αναφέρθηκα.

Η αφήγηση ξεκινά ενώ το αγαπημένο πρόσωπο μετεωρίζεται ακόμη ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, και προχωρεί ακολουθώντας όλα τα στάδια του πένθους, όπως τα έχουν περιγράψει οι ψυχολόγοι: το αρχικό μούδιασμα μπροστά στην «οδυνηρή τομή του αμετάκλητου» (η φράση είναι του συγγραφέα). Τη λαχτάρα επανόδου του νεκρού προσώπου, την αναζήτηση της παρουσίας του, την καταβύθιση του αφηγητή στην αναπόληση, την αίσθηση της εγκατάλειψης και της αδυναμίας που τον διακατέχει και γίνεται το μέτρο της έντασης της αγάπης προς τον εκδημήσαντα: «Η απουσία σου πηγαινοέρχεται σαν εκκρεμές στο λαβωμένο κουφάρι μου. Χτυπάει στο στέρνο, κατεβαίνει στα σπλάχνα. Μετράει κάθε δευτερόλεπτο». Την αποδιοργάνωση και την απελπισία, τη δυσκολία συνέχισης ενός ομαλού βίου, το αίσθημα της αυτοεκμηδένισης, της απώλειας ταυτότητας, την διασάλευση του ύπνου, της όρεξης, τη διαταραχή της μνήμης ή της συγκέντρωσης: «Η μεγαλύτερη τιμωρία που επιφύλαξες για μένα είναι ο χρόνος. Τόσο χρόνο τι να τον κάνω;» και αλλού: «Είμαι γυμνός, στην ολόστεγνη μοναξιά αφημένος, ανοχύρωτος», ή «Χάνω διαρκώς το σχήμα μου. Ποτέ δεν είναι το ίδιο». Και τέλος την αναδιοργάνωση, την αποδοχή της απώλειας, ίσως με κάποια ενοχή, με τον φόβο της προδοσίας του αγαπημένου προσώπου. «Μένει η εύσπλαχνη μνήμη ν’ ανακυκλώνει τη θνησιγενή της υφή, ξανά και ξανά, όσο ζω. Να διοχετεύεται λυσίπονη στης λήθης τις αρθρώσεις».

Παρ’ όλα αυτά. Παρ’ όλο που ο αφηγητής στην «Αιωνιότητα των δύο» ακολουθεί τα στάδια του πένθους, ο χρόνος δεν θα στομώσει «της νοσταλγίας τη λαιμητόμο», δεν θα δαμάσει την οδύνη. Κι ίσως γι’ αυτό το βιβλίο του Σωτήρη Σαμπάνη φέρνει στον νου μου το «Ημερολόγιο πένθους» του Ρολάν Μπαρτ, το οποίο άρχισε να κρατά την επομένη του θανάτου της μητέρας του, στις 25 Οκτωβρίου 1977, παρακολουθώντας μέρα τη μέρα την «χαοτική», όπως την λέει, αλληλουχία των συναισθημάτων του. Ο Μπαρτ κάνει μια ενδιαφέρουσα διάκριση μεταξύ πένθους και θλίψης. «Η θλίψη μου», γράφει, «αντιστέκεται στην αντίληψη ενός πένθους που υποτάσσεται στον χρόνο, που διαλεκτικοποιείται, φθείρεται, διευθετείται. Η θλίψη δεν επιβάλλεται αμέσως, όμως, αντίθετα, με το πένθος, δεν φθείρεται». Η θλίψη του αφηγητή στην «Αιωνιότητα των δύο», άφθαρτη και ακατάβλητη, θα τον κεντρίζει αδιάκοπα ως το τέλος. Αλλά τότε, προς το τέλος, όπως συμβαίνει και στον Μπαρτ, θα αναδυθεί η επιθυμία να ενσωματώσει τη θλίψη του στη γραφή – γραφή των άλλων («Διαβάζω βιβλία, υποσημειώνω φράσεις πόνου ή χαράς, πραΰνω την απώλεια») αλλά και δική του. «Θα συνεχίσω να ξύνω το μολύβι μου κι ας μη γράφω ούτε μία λέξη», είναι η προτελευταία πρόταση του βιβλίου. Αλλά οι λέξεις, όπως δείχνει το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας, θα αναβλύσουν εν τέλει, παρήγορες και ιαματικές.

«Γράφουμε, επειδή είμαστε τραυματισμένοι», σημειώνει ο Βρασίδας Καραλής στο βιβλίο με το οποίο αποχαιρετά τον πρόωρα χαμένο σύντροφό του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, μια σπαρακτική ελεγεία στην αγάπη. «Όλοι μας, μέσα από τη θλίψη, το πένθος και τη μοναξιά, αναγεννώμαστε. Φέρνουμε στην επιφάνεια την άνοιξη των αναμνήσεων ή το φθινόπωρο των αντηχήσεων. Συγχωρούμε την αλαζονεία των ζωντανών και τον φόβο όσων έχουν μείνει πίσω».

Αυτό το τραύμα που φαντάζει αγιάτρευτο, λοιπόν, ίσως να επουλώνεται, να γαληνεύει και να μη χαίνει πια, όταν διοχετεύεται στη γραφή. Στη γραφή που δεν είναι παρά η επιθυμία να δοθεί μορφή στο άμορφο, βάση στο ευμετάβλητο. Να αποκατασταθεί, στο παρόν, ο δεσμός με τους απόντες, όχι σαν βρόχος φασματικός, αλλά «σαν ένας δρόμος επανάληψης» ένας δρόμος τον οποίο ο Σαμπάνης ονομάζει αιωνιότητα. Να αποτυπωθούν οι ελεύθεροι συνειρμοί, οι αιφνίδιες αναμνημονεύσεις, οι απρόσμενα αφικνούμενες λεπτομέρειες, οι αμφιταλαντεύσεις, οι μεταστροφές, οι αντιφάσεις του αφηγούμενου υποκειμένου. Να γίνει ο θάνατος, αυτή η πάντα αναπάντεχη ρωγμή που σκίζει σαν αστραπή και σαν ρομφαία την καθημερινότητα, όχι καταστροφή, αλλά ευκαιρία μιας ανασύνταξης του πενθούντος σε διαφορετική κλίμακα. Να γονιμοποιήσει, με δυο λόγια, τις σελίδες ενός πυκνά συναισθηματικού, βαθύτατα ποιητικού, οδυνηρά εξομολογητικού βιβλίου.

Σωτήρης Σαμπάνης, Η αιωνιότητα των δυο, Περισπωμένη   

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΡομάνο Λουπερίνι : 8 θέσεις για τους διανοούμενους
Επόμενο άρθροΤο τελευταίο βιβλιοπωλείο στο Λος Άντζελες (της Δήμητρας Διδαγγέλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ