Ρεβεγιόν Χριστουγέννων (διήγημα του Γιάννη Πάσχου)

0
605

διήγημα του Γιάννη Πάσχου

Παραμονή Χριστουγέννων και η ομίχλη έπεφτε βαριά από το ξημέρωμα στην πόλη. Όταν πήρε να βραδιάσει δεν ξεχώριζες πια τίποτε. Τα καραβάκια είχαν σταματήσει τα δρομολόγια προς το νησάκι και η λίμνη φαινόταν σκοτεινή, σιωπηλή κι απόκοσμη. Κάπου στο βάθος του παραλίμνιου δρόμου ξεχώριζαν αμυδρά κάτι κόκκινα φωτάκια ν΄ αναβοσβήνουν ρυθμικά, ακριβώς δίπλα στο νερό.

Ο Αριστομένης ο «Κεφτές», ο χασάπης της γειτονιάς μου, μαζί με τη Σπυριδούλα (που οι πιο πολλοί την είχαν για τρελή) γιόρταζαν ψαρεύοντας βραδιάτικα στην έρημη λίμνη. Δίπλα τους είχαν δυο μπουκάλια κρασί, ένα τρανζίστορ κι ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δένδρο συνδεδεμένο σε μια παλιά μπαταρία αυτοκινήτου, γεμάτο κόκκινα λαμπιόνια, που αναβόσβηναν συντονισμένα με τα κάλαντα των Χριστουγέννων.

Ο Αριστομένης φορούσε μαύρο γαμπριάτικο σακάκι, άσπρο πουκάμισο, μελιτζανί παντελόνι με άσπρη λεπτή ρίγα, κάτι παλιά, μπλε σπορτέξ στα πόδια και στο κεφάλι  γκρι μπερέ καταφαγωμένο στις άκρες. Είχε ρίξει δυο πετονιές, έπινε και κάπνιζε αρειμανίως, ενώ έψηνε σουβλάκια σε μια αυτοσχέδια μικρή ψησταριά. Η  Σπυριδούλα φάνταζε σχεδόν εντυπωσιακή, μέσα σ΄ ένα μάλλον παιδικό, κοντό, πλεχτό, κόκκινο φόρεμα με παχιά λούκια, τυλιγμένη σε μια χοντρή κίτρινη ζακέτα, με τις ροζ γόβες της του παλιού καιρού και στα μαλλιά της μια στέκα, που φωσφόριζε με το που έπεφτε πάνω της το φως από τα λαμπιόνια που αναβόσβηναν. Χόρευε με το πλαστικό ποτήρι κρασί στο χέρι, ακολουθώντας τον ρυθμό ενός λαϊκού τραγουδιού που ακουγόταν από κάποιο νυχτερινό μαγαζί και ο Αριστομένης την χαιρόταν, χτυπώντας που και που παλαμάκια.
«Τσιμπάει, τσιμπάει» έβαλε μια τσιρίδα ξαφνικά η Σπυριδούλα.
«Δεν τσιμπάει» είπε ο Αριστομένης «με τέτοια παγωνιά τα ψάρια πρέπει να πάτωσαν. Κάτι τσιμπάει, όμως, αλλά δεν…»
«Τι δεν μωρέ; Ποτέ δεν έπιασες ένα ψάρι της προκοπής» τον πείραξε η Σπυριδούλα, γελώντας του σκασμού. «Τα σιχαίνεσαι τα ψάρια, όλο αρνιά και γουρούνια θες να τρως κι ας έχεις χοληστερίνη χίλια. Πάντως, αν πεθάνεις Αριστομένη (και ευθύς αμέσως σταμάτησε τον χορό) εγώ θ’ απελπιστώ πολύ, δεν θα ’χω κανέναν να πάω για ψάρεμα. Θ’ απελπιστώ Αριστομένη μου, μόνο εγώ θ’ απελπιστώ, θα το δεις από ψηλά που θα ’σαι κι ας έχει όση ομίχλη θέλει. Μόνο εγώ και κανείς άλλος» και την πήραν τα δάκρυα. «Η γυναίκα σου, δεν είναι σαν τη συγχωρεμένη τη Μαρίκα (την πρώτη γυναίκα του Αριστομένη), σκασίλα της, θα φύγει, θα πάει στη μάνα της, στα Γρεβενά και θα βρει άλλον χασάπη που θα φτιάχνει και κοκορέτσια και σπληνάντερα και θα σε ξεχάσει, εγώ, όμως, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, έτσι είμαι εγώ, δεν ξεχνάω, όλα εδώ, μέσα μου τα ‘χω, γι αυτό καμιά φορά αφαιριέμαι, σκέφτομαι πολλά, παλιά και καινούργια. Τι ωραία αυτά τα λαμπάκια Αριστομένη μου, τη μπαταρία από το μιτσουμπίσι την έβγαλες;»
«Σπυριδούλα, δεν θα με τρελάνεις εσύ σήμερα, άντε μπράβο, σταμάτα, χρονιάρα μέρα, άκου να πεθάνω».

Ενός λεπτού σιγή και η Σπυριδούλα επανήλθε: «Ούτε άλλον άντρα θέλω εκτός από σένα Αριστομένη μου, αλήθεια και πεθαμένο εσένα θα θέλω» και σκούπιζε τα μάτια της. «Να, πάρε και το δώρο σου τώρα» κι έβγαλε από την πάνινη πράσινη τσάντα που κρατούσε ένα δέμα τυλιγμένο με χρυσαφιές κορδέλες.
«Είναι παλτό εγγλέζικο ελαφρώς μεταχειρισμένο για να μη μου κρυώνεις, είκοσι ευρώ το αγόρασα».
Χαμογέλασε ο Αριστομένης, της έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι, άνοιξε άτσαλα το δέμα και φόρεσε -επίσης άτσαλα- το παλτό. Ήταν ένα καρό παλτό σε χρώματα κόκκινα και πράσινα. Του ερχόταν λίγο μεγάλο και ήταν σχετικά μακρύ. Τεντώθηκε και στήθηκε όρθιος, σαν να καθρεφτιζόταν πάνω στη Σπυριδούλα που τον καμάρωνε και γελούσε χαρούμενη.
«Σαν παπαγάλος είμαι ρε Σπυριδούλα» είπε ο Αριστομένης και κούνησε τα χέρια σαν να ’θελε να πετάξει.
«Ε, όχι και παπαγάλος, κούκλος είσαι, κούκλος, κανένας χασάπης στον κόσμο δεν έχει παλτό σαν το δικό σου. Τελικά την μπαταρία από το μιτσουμπίσι την έβγαλες;»
«Όχι, είχα μια παλιά στο μαγαζί και την πήγα το απόγευμα στο συνεργείο του Γρηγόρη και την έφτιαξα».
«Ο Γρηγόρης» παρατήρησε η Σπυριδούλα, τρώγοντας ταυτόχρονα ένα φρεσκοψημένο σουβλάκι «μπορεί να ’ναι φίλος σου, αλλά να ξέρεις, είναι σκατόψυχος κι αραχνιασμένος. Πήγα να του πω τα κάλαντα στο συνεργείο και αντί για χρόνια πολλά μου έδωσε είκοσι ευρώ για να πάμε οι δυο μας πίσω από το μαγαζί, στην αποθήκη με τα τρακαρισμένα».
«Πήγες μωρή;» Τη ρώτησε ξαφνιασμένος ο Αριστομένης και σταμάτησε να πηγαινοέρχεται καμαρωτός μέσα στο καινούργιο του παλτό.
«Πήγα» είπε ναζιάρικα αυτή. «Αν δεν ήταν Χριστούγεννα δεν θα πήγαινα. Είχα υποχρεώσεις».
«Τσιμπάει για τα καλά» φώναξε ο Αριστομένης «φέρε την απόχη γρήγορα, τσιμπάει, είναι μεγάλο».
Απόχιασε το ψάρι με σβελτάδα η Σπυριδούλα, έναν μεγάλο κυπρίνο πάνω από δέκα κιλά και ο Αριστομένης του ’ριξε με δύναμη μια με το μαχαίρι στο κεφάλι για να σταματήσει να σπαρταράει.
«Αλήθεια, πήγες με τον Γρηγόρη;»

«Πήγα δυο φορές, σαράντα ευρώ πήρα. Τα ξόδεψα, μη νομίζεις, φεύγουν τα λεφτά. Επτά το δενδράκι, άλλα πέντε τα φωτάκια, πέντε ένα δώρο στο ορφανό του Φάνη, τρία ένα κραγιόν δικό μου και είκοσι για το δώρο το δικό σου, πάνε τα λεφτά». Κι άρχισε να τραγουδά και να χορεύει: Πολλοί μου λεν τι σου ‘χω βρει/και σ’ έχω στην καρδιά μου/Θα βλέπανε αν είχανε/τα μάτια τα δικά μου.

Κάθισαν στο πέτρινο παγκάκι δίπλα-δίπλα και ο Αριστομένης γέμισε τα ποτήρια τους με κρασί. Η παλιά μπαταρία του αυτοκινήτου είχε αρχίσει να πέφτει και τα λαμπάκια ίσα που αναβόσβηναν, τα κάλαντα ακουγόταν αργά, σαν από χαλασμένο δίσκο, αλλά τα πρόσωπά τους φαίνονταν, περιέργως, λαμπερά μέσα στη νύχτα, σαν να ήταν σκαλισμένα στην ομίχλη, εκεί που έπεφτε η τελευταία ικμάδα από το φως του φεγγαριού.
«Θα το κάνουμε πλακί το ψάρι» της είπε ο Αριστομένης «ντοματούλα, μαϊδανό, σκορδάκι και καμιά πατατούλα».
«Σου κακοφάνηκε αυτό με τον Γρηγόρη, ε;» είπε η Σπυριδούλα.
«Όχι ρε Σπυριδούλα, γιατί να μου κακοφανεί; Ελεύθερη κοπέλα είσαι. Άλλωστε είχες και υποχρεώσεις».
«Σου κακοφάνηκε το ξέρω. Το κατάλαβα όταν μαχαίρωσες το ψάρι, με τι μανία το χτύπησες στο κεφάλι. Έβγαλες όλο σου το άχτι. Εγώ, πάντως, θα σου κάνω όλα τα χατίρια για να το ξεχάσεις Αριστομένη μου, του είπε, χαϊδεύοντας με το χέρι της το μάγουλό του».
Ο Αριστομένης, έδειξε να την πίστεψε, δυνάμωσε τη μουσική του τρανζίστορ, που έπαιζε ασταμάτητα μέσα στην τσέπη του καινούργιου εγγλέζικου παλτού του κι άπλωσε με αγάπη το κοκκινοπράσινο, ελαφρώς μεταχειρισμένο φτερό του πάνω της.

 

Προηγούμενο άρθροΤο Βλέμμα Του Οδυσσέα, του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Στον ίσκιο του τυφλού ποιητή» (του Μανώλη Γαλιάτσου)
Επόμενο άρθρο14+1 από τα καλύτερα ξένα αστυνομικά του 2024 (του Μάρκου Κρητικού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ