Το 2025 αρχίζει με νέους: «Η μέρα της φούστας» και «ΜΑ ΓΚΡΑΝ’ΜΑ» (της Όλγας Σελλά)

0
715

 

της Όλγας Σελλά

Tο πρώτο κείμενο της νέας χρονιάς, θα σταθώ σε δύο παραστάσεις ανθρώπων της νεότερης γενιάς του θεάτρου. Δύο παραστάσεις εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους και σαν θεματολογία και σαν φόρμα. Που αντικατοπτρίζουν όμως διαφορετικές διαθέσεις, συμπεριφορές και αναζητήσεις της γενιάς των δημιουργών τους. Και το κάνουν με τον τρόπο του θεάτρου. Η πρώτη παράσταση, «Η μέρα της φούστας», σε σκηνοθεσία Ζωής Χατζηαντωνίου, στο θέατρο «Δίπυλον», βασισμένο στο ομότιτλο έργο του Ζ. Π. Λίλιενφελντ καταπιάνεται με μια πολυπολιτισμική παρέα νέων σ’ ένα σχολείο μεταναστών, που βρέθηκαν κάπου στην Ευρώπη και με οργή, βία και θράσος αντιδρούν και χλευάζουν μια ζωή χωρίς πολλές διεξόδους, με μόνη απάντηση την άρνηση και την απόρριψη. Η δεύτερη παράσταση, «Μα Γκραν’Μα» σε σύλληψη και σκηνοθεσία Δημήτρη Χαραλαμπόπουλου, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, είναι μια αναδρομή νέων ανθρώπων σε πρόσφατες αναμνήσεις τους, είναι η προσπάθεια να κατανοήσουν τη ζωή των προηγούμενων γενιών της οικογένειάς τους, είναι μια διαφορετική επαφή με τη μνήμη και την προσωπική τους ιστορία. Υπάρχουν και οι δύο συμπεριφορές. Άλλες τις βλέπουμε πιο συχνά, γιατί η βία κάνει θόρυβο, ενώ η ευαισθησία και η συγκίνηση μοιάζει να μην ανιχνεύεται. Ίσως γιατί είναι συνήθως σιωπηλή.

«ΜΑ ΓΚΡΑΝ’ΜΑ»

Στη σκηνή «Κατίνα Παξινού», εκεί όπου στεγάζεται από το 2015, και τη δεύτερη φάση λειτουργίας της, η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, υπάρχει ένας κενός χώρος, που παραπέμπει σε εγκαταλελειμμένο παλιό σπίτι.  Ένα ξύλινο φθαρμένο πάτωμα καλύπτει τη σκηνή και τα μόνα που βλέπουμε είναι μια εσωτερική πόρτα, μ’ εκείνο το σαγρέ τζάμι στο πάνω μέρος, μια παλιά καρέκλα, μια ταλαιπωρημένη κουρτίνα (πολύ ωραία η δουλειά της Θάλειας Μέλισσα). Εκεί έστησε τη νέα του παράσταση ο Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος, υπογράφοντας και τη σύλληψη και τη σκηνοθεσία της παράστασης που αναφέρεται στη γιαγιά του, την Άννα, και όχι μόνο. Αναφέρεται στις αναμνήσεις που μας συνοδεύουν από αγαπημένα πρόσωπα που πλέον έχουν φύγει, από εικόνες που ίσως διαμόρφωσαν την αισθητική και τον ψυχισμό μας, από τη σχέση με τις προηγούμενες γενιές, που αποκτά άλλο νόημα καθώς όλοι μεγαλώνουμε. Και σιγά σιγά οι μνήμες ξεδιπλώνονται. Στην αρχή, με συλλογική αφήγηση από τους ηθοποιούς. Και μετά, σιγά σιγά, η αφήγηση συνοδεύεται από τα αντικείμενα μνήμης, με πρώτες τις φωτογραφίες. Σαν αυτές που υπήρχαν παλιά στα σπίτια: από αρραβώνες, γάμους, γιορτές. Και την ίδια στιγμή στην παράσταση εντάσσεται και η αποτύπωση μια γενιάς ανθρώπων, που στα δικά τους νιάτα έγιναν μετανάστες για λίγα χρόνια, για να τα βγάλουν πέρα, για να σταθούν στα πόδια τους. Δηλαδή η γνωριμία με τη ζωή και τη διαδρομή της γιαγιάς, αφού μόνο τότε γνωρίζουμε εμάς: όταν γνωρίσουμε τις απαρχές μας.

Και σιγά σιγά το παράθυρο της μνήμης φωτίζεται, παίρνει μορφή συγκεκριμένη και η γιαγιά εμφανίζεται πίσω από ένα παράθυρο στη σημερινή εποχή (που μέχρι τότε έκρυβε η κουρτίνα του άδειου δωματίου). Και φωτίζονται (μεταφορικά και κυριολεκτικά με τους θαυμάσιους φωτισμούς του  Τάσου Παλαιορούτα) και οι αναμνήσεις του εγγονού και οι καθημερινές στιγμές, που όταν συνέβαιναν δεν τους δίναμε σημασία. Η απουσία όμως φωτίζει τη μνήμη. Και τις στιγμές. Και κάπως έτσι, ο αρχικός αφηγητής κινητοποιεί και τους φίλους του (τους υπόλοιπους ηθοποιούς της παράστασης) να αγγίξουν τις δικές τους μνήμες. Κι ένας ένας, μία μία, αρχίζουν να θυμούνται τις γιαγιάδες τους (από τις πιο ωραίες στιγμές της παράστασης). Και τα κουτάκια της μνήμης συνεχίζουν ν’ ανοίγουν (όπως οι σανίδες που σηκώνονται από το παλιό πάτωμα και βγαίνει από μέσα ένα φως, σκηνές που θύμισαν ιδιαίτερα τις παραστάσεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου). Λόγια πολλά δεν έχει η παράσταση, ούτε διαλόγους ιδιαίτερους. Το κείμενο του Μιχάλη Γκανά «Κοιτάζει τα χέρια της» είπε πολλά, έτσι κι αλλιώς.

Κι η μνήμη καταλήγει στον αποχαιρετισμό και «τον ζωντανό τον χωρισμό». Και πίσω από την κουρτίνα κρυβόταν το δωμάτιο της γιαγιάς, με αντικείμενα που θυμίζουν πολλά σε πολλούς/ές. Και μόνο η κουβέρτα «Βέτλανς-Νάουσα» παρέπεμπε σε μια ολόκληρη εποχή, σε μια ολόκληρη πολιτισμική συμπεριφορά. Και προς το τέλος θυμόμαστε πάντα τα αγγίγματα με τους ανθρώπους που αγαπάμε. Όπως θυμόμαστε ότι εκείνοι δεν μας θυμούνται ακριβώς, αναγνωρίζουν όμως στο πρόσωπό μας μια οικεία και αγαπητή φιγούρα: «Δεν σε ξέρω, αλλά σ’ αγαπάω», λέει η γιαγιά προς το τέλος.

Αυτή, η ξέχειλη από αγάπη και συγκίνηση, ήταν η παράσταση του Δημήτρη Χαραλαμπόπουλου, η δεύτερη που  υπογράφει, η δεύτερη που βλέπω (μετά το «Βέρθερος ή έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα» το 2023) και διαπιστώνω ότι είναι ένας από τους νέους καλλιτέχνες που έχει ιδέες, αφοσίωση και ευαισθησία σ’ αυτό που επιχειρεί. Παρότι αναζητεί ακόμα το προσωπικό του ύφος, παρότι συνομιλεί έντονα με όσα τον γοητεύουν από τη «φωνή» άλλων καλλιτεχνών (π.χ. Γεωργία Μαυραγάνη, Μάριο Μπανούσι) όμως καταφέρνει και δίνει ένα δικό του στίγμα στο τελικό αποτέλεσμα. Σίγουρα υπήρχαν πράγματα που θα μπορούσε να χειριστεί αλλιώς σ’ αυτή την παράσταση: θα μπορούσαν κάποιες σκηνές να κρατήσουν λιγότερο (ιδίως του ονείρου με τον παππού). Θα μπορούσε ο ρυθμός να είναι λίγο πιο γρήγορος, σε αρκετές στιγμές. Όμως έστησε μια παράσταση που είχε ροή και αφήγηση, καθοδήγησε εύστοχα τους ηθοποιούς του και οπωσδήποτε πέρασε η ιστορία του στην πλατεία. Όλοι οι ηθοποιοί του υποστήριξαν απολύτως το εγχείρημα. Θα σταθώ ιδιαιτέρως στην παλαίμαχο ηθοποιό Ανδριανή Τουντοπούλου, που υποδύθηκε τη γιαγιά Άννα μ’ έναν τρόπο ανεπιτήδευτο, γήινο, οικείο, σταθερό, γενναιόδωρο.

 

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Σύλληψη-Σκηνοθεσία: Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος, Δραματουργία: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος, Σκηνικά: Θάλεια Μέλισσα, Κοστούμια: Ουρανία Φραγγέα, Μουσική: Δημήτρης Ροΐδης, Κίνηση: Δάφνη Δρακοπούλου, Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας, Βοηθός σκηνοθέτη-Βοηθός κινησιολόγου: Κωνσταντίνα Κάλτσιου, Βοηθός σκηνογράφου: Βαγγέλης Αγατσάς, Βοηθός ενδυματολόγου: Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου Φωτογραφίες παράστασης: Θεόφιλος Τσιμάς, Βίντεο: Νίκος Πάστρας

Παίζουν: Πάνος Αργυρόπουλος, Θοδωρής Βράχας, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Ανδριανή Τουντοπούλου, Ιόλη Χαραλαμποπούλου, Εύη Χρόνη

Σκηνή «Κατίνα Παξινού» – REX (Πανεπιστημίου 48)

Από Τετάρτη ως Κυριακή στις 9μ.μ.

«Η μέρα της φούστας»

Στις Κάτω Χώρες, η μέρα της φούστας είναι η πρώτη ηλιόλουστη μέρα του χρόνου, η μέρα που όλες και όλοι μπορούν να βγουν έξω φορώντας φούστα. Δηλαδή να επιλέξουν το διαφορετικό, το πέρα από το αναμενόμενο. Οι μαθητές της καθηγήτριας λογοτεχνίας, της Σόνιας (Θεοδώρα Τζήμου) φαίνεται ότι επιλέγουν αυτό που έμαθαν και αυτό που οδηγήθηκαν να μάθουν, το αναμενόμενο: την αναίδεια, τον σεξισμό, την προσβολή, τις εξαρτήσεις, τη βία. Μάταια η καθηγήτρια προσπαθεί να ησυχάσει τους μαθητές της για να κάνουν μάθημα Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Μοιάζει σχεδόν αστεία η προσπάθειά της με τον απεγνωσμένο και σχεδόν βαρετό τρόπο που προσπαθεί να το κάνει. Μέχρι που όλα ανατρέπονται. Γιατί ένας από τους μαθητές της έχει μαζί του όπλο. Και η Σόνια αποφασίζει, «σκηνοθετώντας» μια περίεργη παράσταση, που κανείς δεν γνωρίζει το τέλος της, να τους κάνει μάθημα δια της βίας. Και να εισπράξουν οι μαθητές της όσα εισέπραττε εκείνη το προηγούμενο διάστημα: αναίδεια, ταπείνωση, προσβολή, βία. Η βία ως αντίδοτο στη βία. Σαν ομοιοπαθητική θεραπεία.

Κι όλα αυτά διδάσκοντας, μέσα από αυτή την ιδιότυπη «παράσταση» που η ίδια στήνει, τα πιο σημαντικά κείμενα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού («Περί της αισθητικής αγωγής του ανθρώπου» ή «Έρωτας και ραδιουργία» του  Φρήντριχ Σίλλερ, κ.ά.) και βάζοντας τους μαθητές της να διαβάσουν αποσπάσματα και να υποδυθούν τους ρόλους των κειμένων. Και είναι η στιγμή που δίπλα στη βία, τα φτυσίματα, το μπούλινγκ, την ειρωνεία, απλώνονται σ’ όλη τη σκηνή βιβλία. Και τότε, σ’ αυτή τη νέα συνθήκη μαθήματος, αυτά τα κείμενα που δίδαξαν την ελευθερία, γίνονται επίσης όπλα. Ιδιότυπα όπλα. Ο Ζ. Π. Λίλιενφελντ μ’ έναν εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο, που κρύβει καλλιέργεια και γνώση, δείχνει ότι δεν αρκούν πάντα οι λέξεις –όσο σοφά διατυπωμένες κι αν είναι- αλλά και ο τρόπος που αυτές εκφέρονται, διδάσκονται, προβάλλονται. Και την ίδια στιγμή δείχνει τα διαφορετικά πρόσωπα δύο διαφορετικών πολιτισμικών αντιλήψεων, που και οι δύο φορούν τη δική τους «φούστα». Οι διαφορετικές πολιτισμικές αισθητικές και καταβολές είναι παρούσες σ’ αυτό το σκληρό όσο και πολύ ενδιαφέρον (και εξαιρετικά επίκαιρο έργο, που πρωτοπαρουσιάστηκε ως ταινία το 2008). Και αυτοί οι νεαροί μετανάστες, που σαρκάζουν με βδελυγμία τα πάντα, υποχρεώνονται –όταν γίνονται οι ίδιοι αποδέκτες της βίας που μέχρι πριν είχαν ως μόνη συμπεριφορά-  να αναρωτηθούν μέχρι που φτάνει η δύναμη της βίας και πώς μπορούν να διαχειριστούν την ελευθερία της συνύπαρξης. Μα μαθαίνεται η ελευθερία δια της βίας; Είναι ένα από τα πολλά ερωτήματα που θέτει αυτό το πρωτότυπο και καθηλωτικό έργο, που προτάσσει αρχές ενός σύγχρονου διαφωτισμού: εκπαίδευση, μόρφωση, ενσυναίσθηση, σεβασμός, απελευθέρωση.

Η Ζωή Χατζηαντωνίου έστησε μια παράσταση που έχει όλο το σκληρό ρεαλισμό της ιστορίας που αφηγείται. Και παρότι σε αρκετές στιγμές παρέπεμπε –ως περιεχόμενο και ως ύφος- στην ταινία «Το μίσος» του Ματιέ Κασσοβίτς (1995), ήταν εντελώς διαφορετικό. Και ήταν και μια παράσταση εντελώς διαφορετική από τις προηγούμενες που έχει υπογράψει, που όμως την διαχειρίστηκε επίσης με έμπνευση, ευφυΐα και πρωτοτυπία, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να κινηθεί με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα σε εντελώς διαφορετικά είδη θεάτρου και κειμένου. Αυτή τη φορά έστησε μια παράσταση που μοιάζει να είναι  no budget (παρότι πολλοί συντελεστές συνέβαλαν ουσιαστικά στο τελικό αποτέλεσμα), επιλέγοντας πολύ νέους ηθοποιούς να υποδυθούν την τάξη της οργής και της βίας, σε μια συνθήκη που φέρνει αυτή τη σκληρότητα ακριβώς μπροστά στο πρόσωπο των θεατών. Γιατί στην «Άσπρη Αίθουσα» του θεάτρου «Δίπυλον» η σκηνή είναι στη μέση, δεν είναι υπερυψωμένη και οι θεατές βρίσκονται γύρω σ’ ένα Π που δημιουργούν οι θέσεις. Η Θεοδώρα Τζήμου έκανε για άλλη μια φορά κάτι πολύ δύσκολο και το έκανε καθηλωτικά. Οι νέοι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάστηκε απέδωσαν την αδεξιότητα αυτού του ιδιότυπου θεάτρου μέσα στο θέατρο που  κλήθηκαν να ερμηνεύσουν. Ξεχωρίζω ιδιαίτερα τη Μαρία Αρζόγλου, που υποδύεται μια νεαρή μουσουλμάνα που αρνείται να βγάλει τη μαντήλα της. Ο τρόπος που το έργο διαχειρίζεται τον τρόπο που αφήνει πίσω της αυτό το απαράβατο για εκείνην όριο, όταν οι καταστάσεις είναι εκτός ορίων,  είναι από τις ωραιότερες στιγμές του έργου και της παράστασης. Ξεχώρισαν επίσης οι Θάνος Κόνιαρης και Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, παρότι όλοι οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν με αυταπάρνηση σε μια απαιτητική σκηνική συνθήκη

Μια πολύ ενδιαφέρουσα, πρωτότυπη και δύσκολη παράσταση, που διαχειρίστηκε επιτυχώς και με πολλή δουλειά ένα δύσκολο έργο.

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία: Ζωή Χατζηαντωνίου, Σκηνογραφία: Ελίνα Λούκου, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική: Γιώργος Μιζήθρας, Φώτα Νίκος Βλασόπουλος Βοηθός σκηνοθέτιδας: Ντίνα Ντεμπέμπε, Ελμίνα Νέου, Φωνητική διδασκαλία: Απόστολος Κίτσος, Βοηθός ενδυματολόγου: Παναγιώτης Ρενιέρης, Βοηθός σκηνογράφου: Ελένη Ζωγράφου, Φωτογραφίες: Άλεξ Κατ, Γραφίστας: Πασχάλης Ζέρβας

Παίζουν: Θεοδώρα Τζήμου στον ρόλο της Καθηγήτριας, Μαρία Αρζόγλου, Νατάσα Βλυσίδου, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Θάνος Κόνιαρης, Στέργιος Μικρούτσικος, Τίτος Πινακάς, Πάνος Χατσατριάν.

Βασισμένο στο ομότιτλο έργο του Ζ.Π. Λίλιενφελντ

Τα αποσπάσματα των έργων που χρησιμοποιούνται στην παράσταση βασίζονται στις μεταφράσεις του Γιώργου Δεπάστα.

Η παράσταση είναι συμπαραγωγή της ΤΕΧΝΗΧΩΡΟΣ & της QUADRAT ΑΜΚΕ.  Επιχορηγείται από το ΥΠΠΟΑ.

Θέατρο «Δίπυλον» (Σαμουήλ Καλογήρου 2, Πλατεία Κουμουνδούρου).

 

Προηγούμενο άρθροΡε χαζό! (διήγημα της Μιλού Χατζηστεργίου)
Επόμενο άρθροΗ ποιητική συλλογή «Ύπουλη Νύχτα» του Αντώνη Ζαΐρη (γράφει η Φαίη Μακαντάση)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ