“Θα ζήσουμε για πάντα, έτσι δεν είναι;”, Εις μνήμην Δημήτρη Τριανταφυλλιδη (Σ. Κοζλόβ- μτφρ. Κορίννα Σεργιάδου)

0
355
Εις μνήμην του Δημήτρη Τριανταφυλλιδη
(μτφρ. Κορίννα Σεργιάδου)
Θα ζήσουμε για πάντα, έτσι δεν είναι; (του Σεργκει Κοζλοβ)
Είναι δυνατόν όλα να τελειώσουν τόσο γρήγορα;» σκέφτηκε το Γαϊδουράκι. «Είναι δυνατόν να περάσει το καλοκαίρι, το Αρκουδάκι να πεθάνει και να έρθει ο χειμώνας; Γιατί δεν γίνεται όλα αυτά να υπάρχουν αιώνια: εγώ, το καλοκαίρι, το Αρκουδάκι.
Το καλοκαίρι είναι αυτό που θα πεθάνει πρώτο, ήδη αργοπεθαίνει. Το καλοκαίρι πιστεύει σε κάτι, για αυτό φεύγει έτσι εύκολα. Το καλοκαίρι δεν λυπάται καθόλου τον εαυτό του, επειδή γνωρίζει πως θα υπάρξει ξανά! Θα πεθάνει για λίγο μονάχα και έπειτα θα γεννηθεί και πάλι. Και ξανά θα πεθάνει…Το καλοκαίρι το έχει συνηθίσει. Τι καλά που θα ήταν και εγώ να έχω συνηθίσει να πεθαίνω και να γεννιέμαι ξανά. Πόσο θλιβερό και συνάμα πόσο χαρούμενο είναι αυτό!»
Το Αρκουδάκι ανακάτεψε τα πεσμένα φύλλα. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε.
«Εγώ; Μην δίνεις σημασία, ξάπλωσε εσύ», αποκρίθηκε το Γαϊδουράκι.
Σκεπτόταν την ημέρα που είχαν γνωριστεί, πως κάτω από την καταρρακτώδης βροχή έτρεχαν μέσα στο δάσος, πως έκατσαν να ξεκουραστούν, σκεπτόταν την ημέρα που το Αρκουδάκι ρώτησε:
– Θα ζήσουμε για πάντα, έτσι δεν είναι;
– Έτσι είναι.
– Αλήθεια, δεν θα χωρίσουμε ποτέ;
– Ποτέ.
– Αλήθεια, δεν θα συμβεί ποτέ τίποτα που θα μας κάνει να χωρίσουμε;
– Δεν μπορεί να συμβεί τίποτα τέτοιο!
Τώρα το Αρκουδάκι ήταν πεσμένο πάνω στα κίτρινα φύλλα με έναν ματωμένο επίδεσμο στο κεφάλι του.
«Πως γίνεται αυτό», σκεπτόταν το Γαϊδουράκι. «Πως γίνεται μια κάποια βελανιδιά να σπάσει το κεφάλι του συγκεκριμένου Αρκούδου; Πως γίνεται να πέσει ακριβώς την στιγμή που περνούσαμε εμείς από κάτω της;»
Έφτασε ο Πελαργός.
«Πως είναι, καλύτερα;» ρώτησε εκείνος.
Το Γαϊδουράκι κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Τι κρίμα», αναστέναξε ο Πελαργός και χάιδεψε το Γαϊδουράκι με το φτερό του.
Το Γαϊδουράκι συνέχισε να συλλογιέται. Τώρα σκεπτόταν τι θα μπορούσε να κάνει έτσι ώστε το Αρκουδάκι να γεννηθεί πάλι, όπως το καλοκαίρι.
«Θα τον κηδέψω πάνω στο πιο ψηλό βουνό», αποφάσισε τελικά. «Θα έχει ήλιο μπόλικο και από κάτω θα τρέχει το ποτάμι. Θα τον ποτίζω κάθε μέρα και θα σκαλίζω το χώμα. Τότε εκείνος θα φυτρώσει ξανά. Και αν πεθάνω εγώ -εκείνος θα κάνει το ίδιο και έτσι δεν θα πεθάνουμε ποτέ πραγματικά».
«Άκου», είπε εκείνος στο Αρκουδάκι, «μην φοβηθείς. Την άνοιξη θα φυτρώσεις και θα υπάρξεις ξανά».
– Σαν ένα δέντρο;
– Ναι, θα σε ποτίζω κάθε μέρα και θα σκαλίζω το χώμα.
– Δεν θα ξεχάσεις να το κάνεις;
– Τι λες τώρα, δεν θα ξεχάσω ποτέ, ούτε μια μέρα.
– Μην ξεχάσεις, είπε το Αρκουδάκι.
Ήταν ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά και αν δεν έβλεπε κανείς τα ρουθούνια του κάθε τόσο να ανοίγουν, θα νόμιζε ότι έχει πεθάνει τελείως.
Τώρα το Γαϊδουράκι δεν φοβόταν πια. Ήξερε: το να κηδέψεις κάποιον σημαίνει να τον φυτέψεις, σαν ένα δεντράκι.
***
«Ούτε να σου μιλήσει δεν μπορεί κανείς», μουρμούρισε ο Σκαντζόχοιρος.
Το Αρκουδάκι σιωπούσε. Καθόταν στα σκαλάκια και έκλαιγε με αναφιλητά.
«Χαζούλη, ήταν απλά ένα παραμύθι», είπε ο Σκαντζόχοιρος.
«Και αν συμβούν όλα αυτά, ποιος θα κάνει το Αρκουδάκι», ρώτησε δακρύζοντας το Αρκουδάκι.
Παραμύθι του Σεργκει Κοζλοβ
Σκίτσο Christos Papanikos
Προηγούμενο άρθροΟ «Γυάλινος κόσμος» Τεν. Ουίλιαμς, Αν. Λατέλα:  πιο διάφανος, πιο σύγχρονος, πιο δικός μας (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθρο12+1 χειμερινά πεζογραφικά διαβάσματα που αξίζουν (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ