Ο «Γυάλινος κόσμος» Τεν. Ουίλιαμς, Αν. Λατέλα:  πιο διάφανος, πιο σύγχρονος, πιο δικός μας (της Όλγας Σελλά)

0
1908

 

της Όλγας Σελλά

Η σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της οδού Φρυνίχου είναι εντελώς άδεια. Τα μόνα που υπάρχουν είναι ένα τεράστιο κομμάτι τζαμαρίας, όπως εκείνα τα τεράστια που υπάρχουν στα τζαμάδικα, πάνω σε μια τροχήλατη βάση και όλη η πλάτη της σκηνής καλύπτεται από μια τεράστια φωτογραφία του Τενεσί Ουίλιαμς. Τα φώτα πλατείας, ανοιχτά. Και λίγο μετά το τέταρτο κουδούνι, μια φωνή ακούγεται που μιλάει για ένα νέο τρόπο θεάτρου, «με ασυνήθη ελευθερία από τις θεατρικές συμβάσεις», λέει ανάμεσα στα άλλα. Όλοι νομίζαμε ότι ακούμε τη φωνή του Κάρολου Κουν. Όμως ακούσαμε τη φωνή του Τενεσί Ουίλιαμς να μας μιλάει ελληνικά (μέσω ΑΙ)!!!

Και μόλις τελείωσε όσα είχε να πει, ένας θεατής πίσω μας σηκώθηκε από τη θέση του σε έξαλλη κατάσταση. Ήταν ο ηθοποιός Βαγγέλης Αμπατζής, που λίγο αργότερα ανέβηκε στη σκηνή και έγινε ο Τομ του «Γυάλινου Κόσμου», ένα νεαρό αγόρι που δεν κρύβει την οργή και την αγανάκτησή του. Όχι προς τον Τενεσί Ουίλιαμς και το έργο του, αλλά προς το οικογενειακό και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο είναι υποχρεωμένος, μέχρι εκείνη τη στιγμή, να ζει. Και μ’ αυτή την εντυπωσιακή κίνηση, ο σκηνοθέτης της παράστασης, ο Ιταλός  Αντόνιο Λατέλα, μας λέει ότι ο Τομ είναι ένας από μας, ένας σύγχρονος άνθρωπος που κάθεται δίπλα μας, στην πλατεία του θεάτρου. Είναι ένας άνθρωπος του σήμερα, που αγανακτεί, αντιδρά, εναντιώνεται. Και μ’ αυτήν ακριβώς τη ματιά προσέγγισε αυτό το υπέροχο και πάντα αγαπημένο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς. Ένα έργο που γράφτηκε το 1944 και το πρωτοανέβασε στην Ελλάδα ο Κάρολος Κουν, με τον ίδιο στο ρόλο του Τομ και την Έλλη Λαμπέτη στο ρόλο της Λόρας.

Ο Τόμ είναι ο αφηγητής της ιστορίας (και περσόνα του συγγραφέα) και μας λέει στην αρχή για την κατάσταση της Αμερικής και του κόσμου τη δεκαετία του ’30 (αμέσως μετά το κραχ). «Το έργο είναι ανάμνηση και φωτίζεται απαλά», αλλά είναι και το ένα από τα τρία πρόσωπα αυτής της οικογένειας, και είναι αυτός που σηκώνει τα οικονομικά βάρη για την επιβίωσή της. Είναι ο γιος της Αμάντας (Μαρία Καλλιμάνη) -μιας ναρκισσευόμενης, παρεμβατικής και πληγωμένης γυναίκας, που θυμάται παλιά μεγαλεία που πλέον δεν υπάρχουν, και θέλει τα παιδιά της ν’ ακολουθήσουν τους δρόμους και τις επιλογές που εκείνη πιστεύει ότι θα τα ωφελήσουν, αδιαφορώντας για τις επιθυμίες τους. Και είναι και αδελφός της Λόρας (Λήδα Κουτσοδασκάλου), που είναι ένα κορίτσι με σωματική αναπηρία που προτιμά να λέει ψέματα στην καταπιεστική Αμάντα, μιας που δεν μπορεί να αντιδράσει όπως ο Τομ, και προτιμά να ασχολείται με τα γυάλινα ζωάκια της συλλογής της.  Τα τρία πρόσωπα μιλούν με τα λόγια του Τενεσί Ουίλιαμς (γιατί τα αγκάθια στις οικογένειες δεν έχουν εποχές), αλλά μιλούν με τον τρόπο που συγκρούονται σήμερα οι άνθρωποι. Με ένταση, με θυμό, με ειρωνεία, με σαρκασμό, με υπεκφυγές. Και η τροχήλατη βάση με την τεράστια επιφάνεια τζαμιού πάνω της, μετακινείται ανάλογα με τους διαλόγους, ανάλογα με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Όμως το γυαλί δεν κρύβει τίποτα. Κάνει πιο διάφανο αυτόν τον «Γυάλινο Κόσμο». Και δείχνει τις αλλοιώσεις, τις ψευδαισθήσεις, τις αγκυλώσεις, τα αναγκαία ψεύδη.

Όλοι φορούν κανονικά ρούχα, σαν αυτά που φορούν οι άνθρωποι γύρω μας. Είναι κι αυτό μια υπόμνηση της χρονικής μετάθεσης που επέλεξε ο σκηνοθέτης. Είναι η υπογράμμιση ότι τα αδιέξοδα, η καταπίεση, η πίεση που μπορεί να νιώθουν τα μέλη σε μια οικογένεια, σε μια κοινωνία, δεν έχουν χρόνο, είναι διαρκή. Αλλάζει μόνο το ύφος, ο τόνος της φωνής, οι κινήσεις, οι αντιδράσεις. Σαν η ατμόσφαιρα του Τενεσί Ουίλιαμς να συναντήθηκε δημιουργικά με την ατμόσφαιρα των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη, χωρίς όμως την ακραία φρασεολογία του.

Και κάποια στιγμή αποκαλύπτεται ότι η Λόρα δεν πηγαίνει στα μαθήματα στενογραφίας (ο must δρόμος εφοδίων των προπολεμικών και μεταπολεμικών γυναικών). Περνάει τις ώρες της στο πάρκο ή στα μουσεία. Η Αμάντα θορυβείται, πανικοβάλλεται για την ακρίβεια. Πάνε τα όνειρά της. Πρέπει επειγόντως να της βρουν έναν άνθρωπο να κάνει οικογένεια. Πιέζει τον Τομ να φέρει στον σπίτι τον συνάδελφό του στη δουλειά, τον Τζιμ (Νίκος Μήλιας) για να γνωρίσει τη Λόρα. Η εικόνα του  μέλλοντα γαμπρού, η μεγάλη ελπίδα, η παγίδα των ρομαντικών φαντασιώσεων, ο αναπόδραστος και επιβεβλημένος δρόμος. Και κάπου εκεί αναπολεί τους χορούς της δικής της νιότης, στον αμερικανικό Νότο, θυμάται τους θαυμαστές της –όλους τους θυμάται, έναν έναν-, και δεν παραλείπει να τονίσει ότι εκείνη ήξερε να σαγηνεύει τους άντρες (κάτι που δεν ξέρει να κάνει η κόρη της δηλαδή). Υποτιμά την κόρη της, την ανταγωνίζεται. Ο Τομ όταν πιέζεται πολύ από την Αμάντα, την αφήνει σύξυλη και φεύγει από το σπίτι. Πηγαίνει σινεμά. «Πού πας; Βγαίνεις έξω γιατί μισείς το σπίτι σου και θέλεις να είσαι  μακριά απ’ αυτό;» φωνάζει πίσω του η Αμάντα. Το σινεμά είναι η διαφυγή του, είναι η εικόνα του  μεγάλου κόσμου, πριν κάνει το αποφασιστικό βήμα φυγής.

Και έρχεται η ώρα που ο Τομ κάνει την πρόσκληση στον Τζιμ. Δυο νέα αγόρια που δουλεύουν σε δουλειά που δεν θέλουν, και πηγαίνουν σινεμά και ονειρεύονται άλλη ζωή: «Οι ήρωες του Χόλιγουντ ζουν την περιπέτεια, όχι οι άνθρωποι της σκοτεινής αίθουσας που τους βλέπουν», λέει ο Τζιμ. «Βαρέθηκα να είμαι θεατής», απαντά ο Τομ. Και ο Αντόνιο Λατέλα σ’ αυτήν ακριβώς τη σκηνή, δείχνει καθαρά αυτό που υπονοούσε ο Τενεσί Ουίλιαμς: τον ερωτισμό που υπάρχει ανάμεσα στα δύο αγόρια. Ο Τζιμ τον λέει «Σεξ-πυρ» για να τον πειράξει, επειδή ο Τομ γράφει κρυφά ποιήματα.

Η Αμάντα, ως καλή μικροαστή βρίσκεται σε δημιουργικό οίστρο, λίγο πριν το περίφημο δείπνο με τον Τζιμ. Είναι σε διαρκή εγρηγορση, καταπιέζει τους πάντες, κυρίως τη Λόρα –που εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνεται ότι ο Τζιμ είναι ένας μαθητικός της έρωτας και καταρρέει. Το δείπνο είναι περιπετειώδες, αφού κόβεται το ηλεκτρικό που ο Τομ δεν είχε πληρώσει (κι όχι γιατί το ξέχασε), αλλά χαρίζει στη Λόρα την πιο ωραία στιγμή της νιότης, έναν αξέχαστο χορό και το μόνο ίσως φιλί της ζωής της. Για πολύ λίγο ξεχνάει ότι είναι διαφορετική. Και ούτε καν την πειράζει που έσπασε το κέρατο από τον γυάλινο μονόκερό της. Μόνο που ο Τζιμ της ομολογεί ότι είναι καιρό σε σχέση με μια κοπέλα και θα αρραβωνιαστούν. Και όλα πια είναι θαμπά. Κι όλα πια είναι άσκοπα, αδιέξοδα. Όπως και τα συναισθήματα κάθε μέλους αυτής της οικογένειας για τον Τζιμ, αυτόν που έρχεται από τον έξω κόσμο, αυτόν που αλλάζει τις ισορροπίες. Ο Τζιμ είναι το αντικείμενο του πόθου και για τους τρεις, είναι η φαντασίωση και των τριών. Και το εικονοποιεί θαυμάσια στη σκηνή ο Αντόνιο Λατέλα.

Ο Τζιμ φεύγει. Επικρατεί σιωπή, αμηχανία και σκοτάδι. Μόνο το φως των κεριών υπάρχει. «Σήμερα ο κόσμος φωτίζεται με αστραπές. Σβήσε τα κεριά σου, Λόρα», λέει ο Τομ, πριν φύγει για πάντα από εκεί.

Και λίγο πριν αναχωρήσει, κάνει μια κίνηση κάθαρσης, μια υπέροχη σκηνή φινάλε: η Αμάντα, η Λόρα και ο Τζιμ είναι πίσω από τη μεγάλη επιφάνεια τζαμιού. Ο Τομ είναι από την άλλη μεριά και καθαρίζει το τζάμι. Κι ένα ένα τα πρόσωπα φεύγουν. Οι αναμνήσεις, οι δυσάρεστες, αυτές που στοιχειώνουν, σβήνουν. Ο κόσμος, για τον Τομ, γίνεται πιο καθαρός.

Ο Αντόνιο Λατέλα έδειξε αυτό το ευαίσθητο, πονεμένο και πολύπλευρο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, που τόσες φορές έχουμε δει, και πάντα αγαπάμε, μ’ έναν τρόπο διάφανο (σαν το τεράστιο κομμάτι τζαμιού που δεσπόζει στη σκηνή), ουσιαστικό, τολμηρό, σύγχρονο. Χωρίς να κόψει ούτε μια λέξη από το κείμενο, κάνοντας πολύ δημιουργικά και τη δουλειά της δραματουργίας. Συνέβαλαν στο επιτυχημένο αποτέλεσμα, η μετάφραση του Δήμου Κουβίδη, τα σκηνικά της Χριστίνας Κάλμπαρη (από τα πιο ουσιαστικά σχεδόν μη σκηνικά που έχω δει) και είχε μιαν απλή όσο και έξυπνη ενδυματολογικά ιδέα για να δείξει την αναπηρία της Λόρας , οι φωτισμοι της Στέλλας Κάλτσου, η μουσική επιμέλεια και η κίνηση του Isacco Venturini. Ασφαλώς και η Αμάντα της Μαρίας Καλλιμάνη (ίσως στην πιο απελευθερωμένη σκηνική της παρουσία), οπωσδήποτε και ο εξαιρετικός Τομ του Βαγγέλη Αμπατζή, σίγουρα, στο δικό τους μερτικό,  η αγχωμένη, θυμωμένη, φοβισμένη, απογοητευμένη Λόρα της Λήδας Κουτσοδασκάλου και ο γοητευτικά γήινος Τζιμ του Νίκου Μήλια.

Έχουμε δει πολλοί, πολλές φορές τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς, και κουβαλάμε πάντα ιστορικές παραστάσεις αυτού του έργου που αγαπήσαμε. Αυτή τη φορά ανέδειξε πιο έντονα τις υπόγειες συγκρούσεις και αναζητήσεις, και ήταν πιο καθαρός, πιο σύγχρονος, πιο δικός μας.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Δήμος Κουβίδης, Σκηνοθεσία και Δραματουργία: Antonio Latella, Σκηνικά-Κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη, Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου, Καλλιτεχνική συνεργασία, μουσική επιμέλεια και κίνηση: Isacco Venturini, Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Κυριακή Φόρτη, Διερμηνεία και μετάφραση στις πρόβες: Βιολέττα Ζεύκη

Φωτογραφίες promo: Μαριλένα Αναστασιάδου

Συμπαραγωγή: Τεχνηχώρος θεατρικές παραγωγές, Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν

 

Παίζουν: Μαρία Καλλιμάνη, Βαγγέλης Αμπατζής, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Νίκος Μήλιας

 

 

Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν

Φρυνίχου 14, Πλάκα

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 8μ.μ., Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 9μ.μ., Κυριακή στις 6.30μ.μ.

Προηγούμενο άρθροΟ Νίκος Αλαφούζος  και η  Sophie που έπεσε στο κενό προσπαθώντας να φωτογραφίσει την πανσέληνο (του Φώτη Θαλασσινού)
Επόμενο άρθρο“Θα ζήσουμε για πάντα, έτσι δεν είναι;”, Εις μνήμην Δημήτρη Τριανταφυλλιδη (Σ. Κοζλόβ- μτφρ. Κορίννα Σεργιάδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ